Για το βιβλίο του Τζορτζ Σόντερς [George Sauders] «Κολυμπώντας στη λιμνούλα υπό βροχή» (μτφρ. Ανδρέας Παππάς, εκδ. Πατάκη). Οι Ρώσοι «μάστορες» της γραφής, τα μαθήματα δημιουργικής γραφής, αλλά και η χαρά της ανάγνωσης. Kεντρική εικόνα: © Syracuse.edu.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Οι θεράποντες της δημιουργικής γραφής έχουν να λένε -δικαίως- πως ακόμη κι αν κάποιος δεν καταφέρει να δημιουργήσει τις δικές του ιστορίες, τέτοιες που να μπορούν να σταθούν ευπρόσωπα σε ένα βιβλίο, σίγουρα θα μάθουν τα ενδότερα της ανάγνωσης.
Αυτό που συχνά ονομάζουμε συγγραφικό εργαστήρι δεν είναι ένας αστικός μύθος. Εκτός και πιστεύει κανείς πως ένα βιβλίο γράφεται αφ’ εαυτού του, δίχως μια κάποια προθετικότητα ή την αναγκαία οργάνωση που θα δώσει στην αρχική ιδέα σχήμα, μορφή και περιεχόμενο. Ίσως θα πρέπει να το σκεφτούμε λίγο περισσότερο: για να γράψεις καλά οφείλεις πρώτα να μάθεις να διαβάζεις τα βιβλία των άλλων. Ειδικά των «μαστόρων» της λογοτεχνίας.
Οπότε, μπαίνοντας στο προκείμενο: τι έκανε ο Τζορτζ Σόντερς στο βιβλίο του Κολυμπώντας στη λιμνούλα υπό βροχή (μτφρ. Ανδρέας Παππάς, εκδ. Πατάκη); Προσφέρει με περίσσιο κέφι τις αναλύσεις του σε επιλεγμένα (από εκείνον) διηγήματα τεσσάρων σημαντικών Ρώσων συγγραφέων.
Γιατί οι Ρώσοι
Ποιος ο λόγος να επιλέξει ένας σύγχρονος Αμερικανός συγγραφέας να αναλύσει διηγήματα του Τολστόι, του Τσέχοφ, του Τουργκένιεφ και του Γκόγκολ; Για τους μη γνωρίζοντες: σχεδόν όλοι οι σημαντικοί διηγηματογράφοι της Αμερικής ομνύουν στους Ρώσους θεωρώντας τους μάστορες της μικρής φόρμας.
Δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα μέλη της λεγόμενης γενιάς του «βρόμικου ρεαλισμού» (βλ. Κάρβερ, Γουλφ, Φορντ κ.ά.) «πάτησαν» πάνω στα χνάρια και τις αφηγηματικές φόρμες των Ρώσων για να μορφοποιήσουν τη δική τους φωνή. Το αυτό κάνει και ο Σόντερς, ο οποίος, έτσι κι αλλιώς, θεωρείται αυτή τη στιγμή ένας από τους σημαντικότερους διηγηματογράφους στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού.
Το βιβλίο είναι απολαυστικό και για ένα λόγο παραπάνω: ο Σόντερς διδάσκει δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο Σίρακιους τα τελευταία 20 χρόνια, συμπεριλαμβανομένου ενός μαθήματος για το ρωσικό διήγημα του 19ου αιώνα στη μετάφραση.
Το βιβλίο είναι απολαυστικό και για ένα λόγο παραπάνω: ο Σόντερς διδάσκει δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο Σίρακιους τα τελευταία 20 χρόνια, συμπεριλαμβανομένου ενός μαθήματος για το ρωσικό διήγημα του 19ου αιώνα στη μετάφραση. Η συνηθισμένη εικόνα που έχουμε για τους καθηγητές Πανεπιστημίων είναι μάλλον μακριά από αυτή του Σόντερς. Βαριεστημένο βλέμμα, τριμμένο τουίντ σακάκι, κακοπατημένα παπούτσια και ένα πλήθος κουρασμένων λέξεων που σε αναγκάζουν να αποτραβηχτείς από τη χαρά της ανάγνωσης.
Τούτο το βιβλίο είναι το ακριβώς το αντίθετο: σε οδηγεί αναπόδραστα στην ομορφιά των λέξεων, αντιλαμβάνεσαι τη συνθετική ικανότητα, αλλά και την αναγκαιότητα που υπάρχει πίσω από ένα καλογραμμένο διήγημα και, πάνω από όλα, μαθαίνεις αυτά που διαφοροποιούν ή τυχόν ενώνουν τους τέσσερις σημαντικούς Ρώσους συγγραφείς.
Το πολύ σημαντικό στη συγκεκριμένη έκδοση είναι ότι τα υπό διερεύνηση διηγήματα παρατίθενται αυτούσια, κάτι που βοηθάει τον αναγνώστη να κατανοήσει στη συνέχεια την ουσιαστική (και όχι διανοουμενίστικη) ανάλυση που κάνει ο Σόντερς.
Το πολύ σημαντικό στη συγκεκριμένη έκδοση είναι ότι τα υπό διερεύνηση διηγήματα παρατίθενται αυτούσια, κάτι που βοηθάει τον αναγνώστη να κατανοήσει στη συνέχεια την ουσιαστική (και όχι διανοουμενίστικη) ανάλυση που κάνει ο Σόντερς. Σαν να λέμε: πρώτα χαίρεσαι την ανάγνωση κι ύστερα την πράξη της γραφής που προηγείται της ανάγνωσης. Προφανώς και ο λόγος του Σόντερς φέρει ένα δοκιμιακό «ντύμα», δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, καθώς στο συγκεκριμένο βιβλίο έβαλε ένα σημαντικό μέρος από τις παραδόσεις του προς τους φοιτητές του.
Ωστόσο, πρέπει με κάθε τρόπο να τονιστεί πως δεν είναι «βουτηγμένος» στον στείρο ακαδημαϊσμό. Όπως συμβαίνει και στα δικά του βιβλία, ο λόγος του είναι αρκετές φορές παιγνιώδης και πρωτότυπος.Πέραν του πρωτοεπίπεδου «τι θέλει να μας πει ο συγγραφέας;» που έχουμε συνηθίσει να ακούμε ως ανάλυση, ο Σόντερς θέτει με τη σειρά του ερωτήματα προσπαθώντας να διακρίνει κάτω από τις λέξεις, τις πρωταρχικές ιδέες του εκάστοτε συγγραφέα που αναλύει.
Ο Τζορτζ Σόντερς γεννήθηκε το 1958 στο Αμαρίλλο του Τέξας και μεγάλωσε στο Σικάγο. Σπούδασε γεωφυσική μηχανική στο Colorado School of Mines του Κολοράντο και παρακολούθησε το μεταπτυχιακό πρόγραμμα δημιουργικής γραφής (ΜΑ) του πανεπιστημίου Syracuse. Μεταξύ 1989-1997 εργάστηκε ως γεωφυσικός μηχανικός στην εταιρεία Radian International, με έδρα τη Ν. Υόρκη, και έλαβε μέρος σε έρευνες για την ανεύρεση πετρελαίου στη Σουμάτρα. Με τις πρώτες του πεζογραφικές εμφανίσεις κέρδισε τέσσερις φορές το βραβείο National Magazine Award for Fiction, με τα διηγήματά του "The 400-Pound CEO" (1994, Harper's Magazine), "Bounty" (1996, Harper's Magazine), "The Barber's Unhappiness" (The New Yorker, 2000) και "The Red Bow" (Esquire, 2004). To πρώτο βιβλίο του, η συλλογή διηγημάτων "Civil War Land in Bad Decline" (1996), ήταν υποψήφιο για το βραβείο PEN/Hemingway Award. Ακολούθησαν επτά βιβλία πεζογραφίας και τρία βιβλία με δοκίμια, ανάμεσα στα οποία οι συλλογές διηγημάτων "Pastoralia" (2000), "In Persuasion Nation" (2006), "Tenth of December" (2013, βραβείο Folio και τελικές υποψηφιότητες για το National Book Award, ελλ. έκδ. "Δεκάτη Δεκεμβρίου", Ίκαρος 2015), οι νουβέλες φαντασίας για παιδιά "The Very Persistent Grappers of Frip" (2000) και "The Brief and Frightening Reign of Phil" (2005), που παραλληλίστηκε με τη "Φάρμα των ζώων" του Όργουελ, και το μυθιστόρημα "Lincol in the Bardo" (2017), που τιμήθηκε με το βραβείο Man Booker (ελλ. έκδ. "Λίνκολν και λήθη", μτφρ. Γ.-Ι. Μπαμπασάκης, Ίκαρος 2017). Έχει υπάρξει υπότροφος του Ιδρύματος Lannan, της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών (και μέλος της από το 2014), και του Ιδρύματος Guggenheim. Το 2006 τιμήθηκε με την Υποτροφία MacArthur. Το 2013 του απονεμήθηκε το Βραβείο PEN/Malamoud για τις εξαιρετικές επιδόσεις του στο διήγημα. Διδάσκει στο Πρόγραμμα Δημιουργικής Γραφής του πανεπιστημίου Syracuse. |
Οι ερωτήσεις
Κάπως έτσι, συχνά διαβάζουμε να γράφει (απευθυνόμενος προς τους φοιτητές του και τελικά προς εμάς): «Γιατί το έκανε αυτό;», «Πού πιστεύετε ότι οδηγεί η ιστορία;» και άλλες πολλές -παρόμοιες διερωτήσεις που δείχνουν πως κι ο ίδιος δεν έχει μια εμπεδωμένη άποψη (αυτή που λέμε από καθέδρας), αλλά αναζητεί στοιχεία της γραφής πέραν του προφανούς.
Είναι σαν να ψάχνεις τα σημάδια της γραφής λέξη-λέξη, πρόταση-πρόταση κι έτσι να ξεκλειδώνεις το κείμενο προς μεγάλη ευχαρίστησή σου.
Ο Σόντερς, παίρνοντας αφορμές από τα συγκεκριμένα διηγήματα, συγκεντρώνει τους βασικούς κανόνες της γραφής και τους προτείνει στους επίδοξους συγγραφείς έτσι ώστε να μην χαθούν στον ωκεανό των λέξεων και των μηνυμάτων.
Από την μεριά του, ο Σόντερς, παίρνοντας αφορμές από τα συγκεκριμένα διηγήματα, συγκεντρώνει τους βασικούς κανόνες της γραφής και τους προτείνει στους επίδοξους συγγραφείς έτσι ώστε να μην χαθούν στον ωκεανό των λέξεων και των μηνυμάτων.
Οι προτροπές του «γίνε συγκεκριμένος», «να είσαι αποτελεσματικός» ή «να έχετε πάντα κλιμάκωση» μοιάζουν -και είναι- οδοδείκτες για κάθε καλό διήγημα.
Σύμφωνα με τον Σόντερς κάθε ιστορία κουβαλάει ένα φορτίο, μια μορφή ενέργειας η οποία οφείλει θα διαχέεται από την αρχή έως το τέλος δίχως να σπαταλιέται χωρίς λόγο. Εστιάζει πολλές φορές στη δυναμική των ιστοριών, την αιτιώδη σχέση των ενεργειών των ηρώων, την αλληλουχία των πράξεων, αλλά και το οργανωμένο σύστημα που οφείλει να διέπει ένα κείμενο, δείχνοντας έτσι πως ο συγγραφέας καθώς έγραφε βρισκόταν μπροστά σε μια σειρά από αποφάσεων που έπρεπε να λάβει.
Ενδιαφέρον έχει και η επιλογή των συγγραφέων, καθώς κι από αυτό συνάγεις διάφορα συμπεράσματα. Αν και διαφορετικοί μεταξύ τους, οι τέσσερις Ρώσοι συγγραφείς που παραθέτει μετατρέπονται σε γόνιμες αφορμές ώστε να μιλήσει για τη διαδικασία της γραφής.
Οι διαφορές των τεσσάρων
Από τον παντογνώστη Τολστόι στον πιο ανθρώπινο Τσέχοφ κι από τον παραδοσιακό Τουργκένιεφ στον νεωτεριστή Γκόγκολ, ο Σόντερς μάς δείχνει τέσσερις χαρακτηριστικές εκδοχές σπουδαίων λογοτεχνικών επιτευγμάτων που επιτελέστηκαν με διαφορετικούς τρόπους, αλλά και με κοινή οπτική πάνω στο πώς διαρθρώνεται μια καλή ιστορία.
Οι αναγνώστες που δεν τρέφουν μέσα στα φυλλοκάρδια τους την απαντοχή ενός δικού τους πονήματος (κάποια στιγμή), ενδέχεται να προσπεράσουν αυτό το βιβλίο θεωρώντας το πολύ ειδικό για τα γούστα τους.
Κι όμως, η ουσία των συμπερασμάτων του Σόντερς καταλήγουν στο εξής: η λογοτεχνία είναι σε θέση να σου αλλάξει τη ζωή. Έχει τη δύναμη να σε κάνει να σκεφτείς κάπως διαφορετικά την καθημερινότητά σου, εμπνευόμενος από τα παραδείγματα και τις πράξεις των ηρώων της που έχουν μείνει στην ιστορία.
Ως εκ τούτου, θα είναι λάθος θα διαβάσει κανείς αυτό το βιβλίο ως ασφαλές και ευάγωγο εγχειρίδιο για το πώς θα γράψεις μια ιστορία που θα προσελκύσει το ενδιαφέρον και θα έχει λογοτεχνικά εχέγγυα, αλλά ως μια πράξη αγάπης του συγγραφέα προς εκείνους που τους αρέσει το διάβασμα. Ανεξάρτητα από το αν έχουν πρόθεση κάποια στιγμή να διαβούν τον Ρουβίκωνα κι από αναγνώστες να γίνουν δημιουργοί.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Σαν Νορμάλ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.