Μεταφραστές και επιμελητές αποκαλύπτουν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες προσέγγισαν τη γλώσσα, το ύφος ή και την οικονομία ενός βιβλίου και μοιράζονται μαζί μας τα μυστικά του εργαστηρίου τους. Φιλοξενούμενη, η μεταφράστρια Μαρία Παλαιολόγου, με αφορμή τα μυθιστορήματα του Gabriel García Márquez «Εκατό χρόνια μοναξιά» και «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» τα οποία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Το βαγιενάτο (vallenato) είναι μουσικό είδος των παραλίων της Κολομβίας που βλέπει στην Καραϊβική. Υπάρχει ένα τέτοιο τραγούδι λοιπόν, που γράφτηκε το 1938 και αφηγείται τη μουσική μάχη έως εξοντώσεως, μεταξύ δύο θρυλικών ακορντεονιστών. Το παραθέτω εδώ στην κλασική πια εκδοχή του Κάρλος Βίβες.
Αυτή η μουσική, αυτό το ακορντεόν, ακούγεται στις σελίδες του Εκατό χρόνια Μοναξιά από τον Αουρελιάνο τον Δεύτερο και τον Φρανσίσκο τον Άντρα. Είναι η μελοποιημένη έκφραση της προφορικής αφηγηματικής παράδοσης της περιοχής των παραλίων και της παραποτάμιας ζώνης της Κολομβίας, που ως το 1955, που θα την εντάξει η Παρέα της Μπαρανκίγια στο γενεαλογικό δέντρο της εθνικής λογοτεχνίας, παραμένει άγνωστη σχεδόν στην υπόλοιπη αχανή χώρα.
Εκείνη η παρέα των εικοσάρηδων, που συναντιέται στην ταβέρνα Σπηλιά (La cueva) και ανταλλάσσει ιδέες γύρω από τη λογοτεχνία, το σινεμά, τα σπορ, τη μουσική και την τέχνη, η ίδια αυτή παρέα που αναφέρεται στις τελευταίες αυτοβιογραφικές σελίδες του βιβλίου κι έχει μέντορα τον Ραμόν Βίνιες, τον σοφό Καταλανό, δρα στο περιθώριο της επικράτειας του κολομβιανού μοντερνισμού, που παράγει σχετικά μικρό έργο μέσω της μίμησης του ευρωπαϊκού μοντέλου. Ως εκείνη τη στιγμή, στην έρημο της κολομβιανής μυθιστοριογραφίας επικρατεί ο κοινωνικός προβληματισμός της ηθογραφίας, αλλά η Παρέα της Σπηλιάς, αχόρταγοι αναγνώστες, δεινοί διηγηματογράφοι και μυθικοί γλεντζέδες, θα φέρει στο προσκήνιο τη ρευστή πραγματικότητα, το φαντασιακό και το χιούμορ κειμένων άγνωστων συγγραφέων του τόπου τους. Έχουν διαβάσει Προύστ, την ευρωπαϊκή και την αμερικάνικη πρωτοπορία, τη Γούλφ, τον Κάφκα και τον Τζόυς, τον Φώκνερ, τη Στάιν, τον Χέμινγουέι και τον Μίλερ και αναζητούν μια αποκαθαρμένη γλώσσα, ικανή να μεταφέρει στη λογοτεχνία, με τις τεχνικές των προαναφερόμενων μαέστρων, την κολομβιανή εμπειρία της παραλιακής ζώνης.
Ως εκείνη τη στιγμή, στην έρημο της κολομβιανής μυθιστοριογραφίας επικρατεί ο κοινωνικός προβληματισμός της ηθογραφίας, αλλά η Παρέα της Σπηλιάς, αχόρταγοι αναγνώστες, δεινοί διηγηματογράφοι και μυθικοί γλεντζέδες, θα φέρει στο προσκήνιο τη ρευστή πραγματικότητα, το φαντασιακό και το χιούμορ κειμένων άγνωστων συγγραφέων του τόπου τους. Έχουν διαβάσει Προύστ, την ευρωπαϊκή και την αμερικάνικη πρωτοπορία, τη Γούλφ, τον Κάφκα και τον Τζόυς, τον Φώκνερ, τη Στάιν, τον Χέμινγουέι και τον Μίλερ και αναζητούν μια αποκαθαρμένη γλώσσα, ικανή να μεταφέρει στη λογοτεχνία, με τις τεχνικές των προαναφερόμενων μαέστρων, την κολομβιανή εμπειρία της παραλιακής ζώνης.
Ο Μάρκες, μέλος του πυρήνα της Παρέας, ψάχνει, από τα πρώτα του κιόλας κείμενα, έναν τρόπο να κάνει ακριβώς αυτό, φιλοδοξώντας να δημιουργήσει μια λαϊκή εθνική λογοτεχνία. Ο Ουρουγουανός κριτικός λογοτεχνίας και δοκιμιογράφος Άνχελ Ράμα, επιχειρηματολογεί στο βιβλίο του La narrativa de Gabriel García Márques: Edificación de un arte nacional y popular (1987), υπέρ της άποψης πως αυτό ήταν εξ' αρχής το σχέδιο του Γκαρσία Μάρκες και πως κορυφώνεται με την έκδοση του Εκατό χρόνια μοναξιά.
Ώσπου να ολοκληρωθεί όμως το σχέδιο, έχουν μεσολαβήσει πολλά: το 1948 ο Μάρκες θα φύγει από την πρωτεύουσα εξαιτίας της αλόγιστης βίας που ξεσπά και θα πάει στην Καρνταχένα και ενάμισι χρόνο μετά στην Μπαρανκίγια. Από το 1948 ως το 1954, έχοντας αποφασίσει πλέον πως θέλει να επιβιώνει από την πένα του, θα στέλνει τακτικά τα διηγήματά του στην εφημερίδα El Espectador, θα γράφει τη στήλη του στις εφημερίδες των δύο αυτών πόλεων και θα καταπιαστεί με το μυθιστόρημα La casa (Το σπίτι), το οποίο και θα εγκαταλείψει, όπως είχε κάνει νωρίτερα με τη δικηγορία. Ως δημοσιογράφος, γράφει είδηση και άρθρο γνώμης μαζί, κάνοντας μια καθημερινή άσκηση στο σύντομο διήγημα, και ταυτόχρονα υιοθετεί ως συγγραφέας την κοσμοθεωρία και τις τεχνικές της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας και της χαμένης αμερικάνικης γενιάς: τη διαμεσολάβηση της πραγματικότητας από την ανθρώπινη συνείδηση μέσω του μονολόγου, τη δράση ως συσσώρευση εσωτερικών στιγμών, την ελευθερία σύνθεσης και ερμηνείας που παραχωρείται στον αναγνώστη, τη διαχείριση του χρόνου.
Ως αποτέλεσμα, το 1954 εκδίδεται το La hojarasca, που σημαίνει κυριολεκτικά τα πατημένα ξερά φύλλα και μεταφορικά τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, οι καταφρονεμένοι σαν να λέμε. Είναι μια μεταφορά του Καθώς Ψυχορραγώ του Φώκνερ στη ισπανοαμερικάνικη τοπική και άμεση πραγματικότητα.
Η δημοσιογραφία τον μεταμορφώνει. Επηρεασμένος από τον Χέμινγουεϊ, διανύει την περίοδο που επικεντρώνεται στην αντικειμενική πραγματικότητα της δημοσιογραφικής αφήγησης, στα γεγονότα, τους διαλόγους, τη δράση και τις σιωπές και τα αφήνει να παράξουν νόημα. Συνεπικουρεί το πάθος του για τον κινηματογράφο. Δουλεύει στη Ρώμη ένα χρόνο στο Κέντρο Κινηματογραφικών Σπουδών, δοκιμάζεται στη σκηνοθεσία και γράφει κινηματογραφική κριτική, σε μια δεκαετία όπου συμβαίνουν στο σινεμά τα θαύματα του ιταλικού νεορεαλισμού και των Άκτορς Στούντιο. Το 1953 αρχίζει να γράφεται στην Κολομβία αυτό που θα ονομαστεί Λογοτεχνία της Βίας με πραγματικά μεγάλη απήχηση στο κοινό. Ο Γκαρσία Μάρκες όμως αρνείται να περιγράψει τη βία, αυτό που θέλει είναι να την κατανοήσει. Το 1954 βρίσκεται στο Παρίσι και αρχίζει το Η κακιά η ώρα, που θα εγκαταλείψει για να καταπιαστεί με το Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει κι αυτό είναι η δική του, πολύ ιδιαίτερη, συμβολή σ’ αυτό το είδος της κολομβιανής λογοτεχνίας.
Το «Εκατό χρόνια μοναξιά», που προέρχεται από «Το σπίτι», καταφέρνει να γίνει το μεγάλο ισπανοαμερικάνικο μυθιστόρημα, ενσωματώνοντας τις εντυπώσεις των θαλασσοπόρων που ανακάλυψαν την ήπειρο, τα Χρονικά των Ινδιών, το μυθικό Ελ Ντοράδο των χαρτογράφων, την Κατάκτηση, τον πυρετό του χρυσού, την Ανεξαρτησία, τους εμφυλίους πολέμους, την καταπίεση και τις σφαγές των πληθυσμών από τους δικτάτορες, την ταραχώδη ιστορική διαδρομή μεταξύ εμφυλίων, πραξικοπημάτων, γενοκτονιών, εθνοκαθάρσεων, τις χούντες και τους εξαφανισμένους τους, τους χιλιάδες βίαιους θανάτους, την αναγκαστική εσωτερική μετανάστευση και την προσφυγιά, τους τυφώνες και τις πλημμύρες, τις επιδημίες και τους λιμούς που μαστίζουν τη Λατινική Αμερική για αιώνες.
Το Εκατό χρόνια μοναξιά, που προέρχεται από Το σπίτι, καταφέρνει να γίνει το μεγάλο ισπανοαμερικάνικο μυθιστόρημα, ενσωματώνοντας τις εντυπώσεις των θαλασσοπόρων που ανακάλυψαν την ήπειρο, τα Χρονικά των Ινδιών, το μυθικό Ελ Ντοράδο των χαρτογράφων, την Κατάκτηση, τον πυρετό του χρυσού, την Ανεξαρτησία, τους εμφυλίους πολέμους, την καταπίεση και τις σφαγές των πληθυσμών από τους δικτάτορες, την ταραχώδη ιστορική διαδρομή μεταξύ εμφυλίων, πραξικοπημάτων, γενοκτονιών, εθνοκαθάρσεων, τις χούντες και τους εξαφανισμένους τους, τους χιλιάδες βίαιους θανάτους, την αναγκαστική εσωτερική μετανάστευση και την προσφυγιά, τους τυφώνες και τις πλημμύρες, τις επιδημίες και τους λιμούς που μαστίζουν τη Λατινική Αμερική για αιώνες. Ο Μάρκες δημιουργεί μια αλληγορία της απίστευτης ισπανοαμερικάνικης πραγματικότητας, κατασκευάζοντας μια οικογενειακή σάγα, που έχει προφητέψει και καταγράψει σε μια άγνωστη γλώσσα ένας τσιγγάνος και αποκωδικοποιεί ο τελευταίος των Μπουενδία μέσα στον αφανισμό. Με την αλυσιδωτή διαδοχή αποσπασμάτων, την ακατάπαυστη αφήγηση, τη συσσώρευση επεισοδίων, επιστρέφοντας ξανά και ξανά στην κοίτη του λαϊκού παραμυθιού, στήνει είκοσι κεφάλαια, εκ των οποίων τα τρία αρχικά εκτυλίσσονται σ’ έναν ανιστορικό, μυθικό, αρκαδικό, κοσμογονικό χρόνο, τα επόμενα δεκατρία σε ιστορικό και τα τελευταία σε αυτοβιογραφικό χρόνο. Καθώς οι σελίδες τους ποτίζονται με τη φθορά, την καταστροφή της ύλης και τη μυρωδιά της αποσύνθεσης και η εμπειρία της πραγματικότητας γίνεται αμφίσημη και αινιγματική και εκδηλώνεται ερωτικά, χιουμοριστικά, υπερβολικά και μεταφυσικά, ο αναγνώστης οδηγείται στην κορύφωση ενός τέλους, που δεν είναι παρά η κατασκευή του λογοτεχνικού κειμένου ως της μόνης δυνατής πραγματικότητας κι ο Γκαρσία Μάρκες καταφέρνει αυτό που δήλωσε πως είναι βαθιά του επιθυμία στον ευχαριστήριο λόγο του στη Σουηδική Ακαδημία: να αποτίσει με το έργο του φόρο τιμής στην Ποίηση.
Info
Η Μαρία Παλαιολόγου σπούδασε πολιτικές επιστήμες στη Νομική Αθηνών, μετάφραση στο ΕΚΕΜΕΛ, ιστορία, πολιτική και λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής στη Σαλαμάνκα και αστυνομική λογοτεχνία και μετάφραση στη Λεόν. Μεταφράζει ισπανόφωνη λογοτεχνία τα τελευταία οκτώ χρόνια.