
Τι είναι η ποίηση; Το ερώτημα είναι αδύνατον να απαντηθεί με πληρότητα, μια και η ίδια η φύση της ποίησης διαφεύγει κάθε ορισμού, κάθε περιορισμού, κάθε κλειστής ταυτότητας. Ίσως εξίσου προκλητικό θα ήταν να ρωτήσει κανείς, «τι κάνει η ποίηση;», ερώτημα που επίσης επιδέχεται πολλές και ποικίλες απαντήσεις. Κεντρική εικόνα: Λεπτομέρεια από τον πίνακα του Ανρί Ρουσό «Ο ποιητής και η μούσα του» (1909) που απεικονίζει τον Γκιγιόμ Απολινέρ με τη Μαρί Λορενσέν.
Γράφει ο Κ.Β. Κατσουλάρης
Η πρόκληση παραμένει, και είναι μεγάλη: Σημαντικοί ποιητές και σημαντικές ποιήτριες έχουν επιχειρήσει να σκιαγραφήσουν μια απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα, ή να ορίσουν μια περιοχή: την περιοχή της ποιητικής δημιουργίας ή, απλούστερα, της ποιητικής. Επιλέξαμε 15 ποιήματα από τα χιλιάδες που έχουν γραφτεί με θέμα την ποιητική δημιουργία, περιοριζόμενοι σε αυτήν εδώ τη μικρή ανθολόγηση σε ποιητές και ποιήτριες που έχουν γράψει στα ελληνικά και που δεν είναι πια κοντά μας.
Ο τζίτζικας
Μέσα μου χιλιάδες τραγούδια στοιβάζονται καλοκαιρινά. Ανοίγω το στόμα μου και μες στο πάθος μου προσπαθώ να τους βάλω μια σειρά. Τραγουδώ. Άσχημα. Αλλά χάρη στο τραγούδι μου ξεχωρίζω από τις φλούδες των κλάδων και από τ' άλλα άφωνα ηχεία της φύσης. Η απέριττη περιβολή μου —γκρίζα κι ασβεστένια— μου αποκλείει κάθε παραφορά αισθητισμού κι έτσι αποκομμένος απ' τα φανταχτερά πανηγύρια του χρόνου, τραγουδάω. Άνοιξη, Πάσχα και βιολέτες δε γνωρίζω. Τη μόνη ανάσταση που ξέρω είναι όταν μόλις σηκώνεται κάποιο αεράκι και δροσίζει λίγο τη φοβερή κάψα της ζωής μου. Τότε παύω να ουρλιάζω —ή να τραγουδάω όπως νομίζει ο κόσμος— γιατί το θαύμα μιας δροσιάς μέσα μου βαθιά λέει περισσότερα απ' όλα όσα δημιουργώ για να μην πεθάνω από τη ζέστη.
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (1939-2020)
Ars Poetica
Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι
αγώνας, όχι μια μουσική που λύνεται
μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας
μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα.
Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά
ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ
να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες
αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό
κι ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγίζουν
μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ' αχαμνά ζωύφια
τυχαίες, σκοτωμένες απ' το νόημα
με αίσθημα ποτισμένες.
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου (1931-1996)
Μικρές σημειώσεις για την ποίησή μου
Είναι πράγμα
Το άλλο του πράγματος
Γιατί ενάντιο σε μένα
Και όμορφο
Το πλησίον που χάνεται
Το μετατρέπω σε ρήμα
Εννοείται ο αέρας
Και βόσκει
Ψηλώνοντας απ΄ το χόρτο
Το πράσινο ως χρώμα
Επιμένω στα παραδείγματα
Εξηγώ έτσι κάθε αντικατάσταση
Στη φύση της γλώσσας
Ελένη Βακαλό (1921-2001)
Αν δεν μου ’δινες την ποίηση, Κύριε
Αν δε μου ‘δινες την ποίηση, Κύριε,
δε θα ‘χα τίποτα για να ζήσω.
Αυτά τα χωράφια δε θα ’ταν δικά μου.
Ενώ τώρα ευτύχησα να ‘χω μηλιές,
να πετάξουνε κλώνους οι πέτρες μου,
να γιομίσουν οι φούχτες μου ήλιο,
η έρημός μου λαό,
τα περιβόλια μου αηδόνια.
Λοιπόν; Πως σου φαίνονται; Είδες
τα στάχυα μου, Κύριε; Είδες τ’ αμπέλια μου;
Είδες τι όμορφα που πέφτει το φως
στις γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι έχω ακόμη καιρό!
Δεν ξεχέρσωσα όλο το χώρο μου, Κύριε.
Μ’ ανασκάφτει ο πόνος μου κι ο κλήρος μου μεγαλώνει.
Ασωτεύω το γέλιο μου σαν ψωμί που μοιράζεται.
Όμως,
δεν ξοδεύω τον ήλιό σου άδικα.
Δεν πετώ ούτε ψίχουλο απ’ ό,τι μου δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι την ερμιά και τις κατεβασιές του χειμώνα.
Γιατί θα ‘ρθει το βράδυ μου. Γιατί φτάνει όπου να ‘ναι
το βράδυ μου, Κύριε, και πρέπει
να ‘χω κάμει πριν φύγω την καλύβα μου εκκλησιά
για τους τσοπάνηδες της αγάπης
Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991)
Το ποίημα έρχεται από μακριά
Το ποίημα έρχεται από μακριά
δεν ξέρεις αν χορεύει ή παραπατάει.
Μοιάζει ανάρρωση γλυκιά
με απουσίες δικαιολογημένες
μέρα που λείπουν όλοι από το σπίτι
κι οι θόρυβοι ακούγονται αχνά
μέσα και έξω από το σώμα.
Ο ήλιος συνομήλικος και σκασιάρχης
καπνίζει σιωπή
και φυσάει γύρη στο δωμάτιο.
Σιγά σιγά το ποίημα μεγαλώνει
με πόνους με χαρές και λύπες
και ξανά χαρές ώσπου κάποτε
βλέπει τις πρώτες άσπρες λέξεις
και τυφλώνεται.
Με τέσσερις αισθήσεις γυρίζει ή με έξι
ραβδοσκοπώντας φλέβες τ’ ουρανού
ώσπου σκοντάφτει στον προτελευταίο στίχο.
Αυτός ο στίχος είναι αχθοφόρος
που σηκώνει στις πλάτες του το ποίημα
και σταθερός βατήρας για τον τελευταίο στίχο
που παίρνει φόρα και πηδάει στο κενό.
Ο τελευταίος στίχος δεν μένει πάντα τελευταίος.
Κάποτε γίνεται ο πρώτος στίχος ενός ποιήματος
που γράφει κάποιος αναγνώστης.
Μιχάλης Γκανάς (1944-2024)
Η ποίησις είναι ανάππτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της
όλοι μεγαλώνουμε. Οι διάδρομοι είναι λευκοί. Τ’ άνθη μιλούν.
Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες.
Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.
Ανδρέας Εμπειρίκος (1901-1975)
Φωνές
Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.
Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.
Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας —
σα μουσική, την νύχτα, μακρινή, που σβήνει.
Κ.Π. Καβάφης (1863-1933)
Διερώτηση για να μην κάθομαι άνεργος
Ποτέ στ’ αλήθεια δεν το ’μαθα
τι είναι τα ποιήματα.
Είναι πληγώματα
είν’ ομοιώματα
φενάκη
φρεναπάτη;
Φρενάρισμα ίσως;
ταραχώδη κύματα;
τι είναι τα ποιήματα;
Είν’ εκδορές απλά γδαρσίματα;
είναι σκαψίματα;
Είναι ιώδιο; Είναι φάρμακα;
είναι γάζες επίδεσμοι
παρηγόρια ή διαλείμματα;
Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα.
Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης.
Νίκος Καρούζος (1926-1990)
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928)
Τα Αντικλείδια
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Γιώργης Παυλόπουλος (1924-2008)
Αναγκαία εξήγηση
Είναι ορισμένοι στίχοι –κάποτε ολόκληρα ποιήματα–
που μήτε εγώ δεν ξέρω τι σημαίνουν. Αυτό που δεν ξέρω
ακόμη με κρατάει. Κι εσύ έχεις δίκιο να ρωτάς. Μη με ρωτάς.
Δεν ξέρω σου λέω.
Δύο παράλληλα φώτα
απ’ το ίδιο κέντρο. Ο ήχος του νερού
που πέφτει, το χειμώνα, απ’ το ξεχειλισμένο λούκι
ή ο ήχος μιας σταγόνας καθώς πέφτει
από ’να τριαντάφυλλο στον ποτισμένο κήπο
αργά αργά ένα ανοιξιάτικο απόβραδο
σαν το λυγμό του πουλιού. Δεν ξέρω
τι σημαίνει αυτός ο ήχος· ωστόσο εγώ τον παραδέχομαι.
Τ’ άλλα που ξέρω στα εξηγώ. Δεν το αμελώ.
Όμως κι αυτά προσθέτουν στη ζωή μας.
Κοιτούσα όπως κοιμότανε, το γόνατό της να γωνιάζει το σεντόνι –
Δεν ήταν μόνο ο έρωτας. Αυτή η γωνία
ήταν η κορυφογραμμή τη τρυφερότητας, και το άρωμα
του σεντονιού, της πάστρας και της άνοιξης συμπλήρωναν
εκείνο το ανεξήγητο που ζήτησα, άσκοπα και πάλι, να σ’ το
εξηγήσω.
Γιάννης Ρίτσος (1909-1990)
Ο στρατιώτης ποιητής
Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου.
Την μιαν ημέρα έτρεμα,
την άλλην ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο,
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου.
Δεν έχω γράψει ποιήματα,
δεν έχω γράψει ποιήματα,
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω.
Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005)
Επί σκηνής
ΣΤ΄
Πότε θα ξαναμιλήσεις;
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας.
Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη
ριζώνουν θρέφουνται με το αίμα.
Όπως τα πεύκα
κρατούνε τη μορφή του αγέρα
ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί
το ίδιο τα λόγια
φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου
κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί.
Ίσως γυρεύουν να μιλήσουν τ’ άστρα
που πάτησαν την τόση γύμνια σου μια νύχτα
ο Κύκνος ο Τοξότης ο Σκορπιός
ίσως εκείνα.
Αλλά πού θα είσαι τη στιγμή που θα ’ρθει
εδώ σ’ αυτό το θέατρο το φως;
Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)
Εισήγηση για ένα καινούριο θέατρο
Είναι μια περίτεχνη σιδεριά παλιού μπαλκονιού
Από κατεδαφισμένη οικοδομή.
Την ξέχασαν όρθια στη μέση του δρόμου.
Κι ευθύς μόλις την άφησαν συνέβηκε τ’ απροσδόκητο·
Χωρίστηκε ο κόσμος σε δυο μέρη.
Απ’ το δικό μας μέρος του κόσμου
Είναι τ’ αυτοκίνητα, ο καρκίνος, ο μόχθος της ζωής
Η προδοσία, ο θάνατος —η μοίρα μας·
Δραστηριότητα χωρίς δικαίωση, χωρίς καν θεατές
Ή χωρίς συνείδηση ότι υπάρχουν.
Απ’ τ’ άλλο πάλι μέρος της σιδεριάς
Ξανά τ’ αυτοκίνητα, ο καρκίνος
Ο μόχθος της ζωής, η προδοσία, ο θάνατος·
Όμως αισθητικοποιημένα, εικονικά,
Σα με κάποια ποιότητα, σα να βλέπουμε θέατρο.
Τόση μαγεία μα και τόση σημασία
Μπορεί να υπάρχει σ’ ένα χώρισμα, ώστε
Για να γίνει εικονική η πραγματικότητα
Ή πραγματική η εικονικότητα —κατά τη διάθεση—
Απλώς μετακινούμε τη σιδεριά.
Νίκος Φωκάς (1927-2021)
Δ'
Η ποίηση πρέπει να 'ναι
Ένα ζαχαρωμένο βότσαλο
Πάνω που θα 'χεις γλυκαθεί
Να σπας τα δόντια σου.
Αργύρης Χιόνης (1943-2011)