Συνέντευξη με τον συγγραφέα Ιάκωβο Ανυφαντάκη με αφορμή το νέο του βιβλίο «Ραδιοκασετόφωνο (εκδ. Πατάκη).
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο
Σου έρχεται στο μυαλό η νουβέλα του Ιβάν Τουργκένιεφ Γιοι και πατέρες (μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου, εκδ. Άγρα). Ή το Γράμμα στον πατέρα (μτφρ. Βασίλης Τσαλής, εκδ. Μεταίχμιο) του Φραντς Κάφκα. Φυσικά και το μυθιστόρημα Ανδρες χωρίς άνδρες (εκδ. Πατάκη) του Νίκου Δαββέτα. Είναι πολλά τα βιβλία που εστιάζουν στη σχέση πατέρα-γιου, μια δύσκολη συνθήκη που τις περισσότερες φορές κουβαλάει ανομολόγητες πληγές.
Ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης καταπιάνεται στο νέο του βιβλίο Ραδιοκασετόφωνο (εκδ. Πατάκη) μ’ αυτή τη δυναμική σχέση που πηγαίνει από πατέρα σε γιο που έγινε πατέρας με τη σειρά του και έχει να διαχειριστεί έναν έφηβο γιο. Σαν αλυσίδα που δεν σπάει, αλλά κυρτώνει. Στο βάθος, αλλά διόλου υποφωτισμένες, είναι οι γυναίκες που καθορίζουν ή επηρεάζουν τις σχέσεις των ανδρών της νουβέλας. Μια ιστορία γραμμένη με χαμηλότονο ύφος, αλλά και βαθιά ανθρωπιά.
Αν υπάρχει ένα βασικό καταστάλαγμα από το βιβλίο σου είναι ότι το να είσαι άντρας δεν είναι τόσο εύκολο όσο φαίνεται.
Το να είσαι άνθρωπος, θα έλεγα. Οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι μεν τρεις άνδρες, που ανήκουν σε τρεις διαφορετικές γενιές της ίδιας οικογένειας- παππούς, πατέρας, γιος- ωστόσο αυτά που βιώνουν δεν πιστεύω ότι είναι αποκλειστικά ανδρικές καταστάσεις. Η αβεβαιότητα αν είμαστε αρκετά καλοί, και ειδικά στον σημαντικότερο ρόλο μας, αυτόν του γονιού, ο πόθος για όλα τα πράγματα που δεν έχουμε και κυρίως για όσα δεν επιτρέπεται να αποκτήσουμε, η αδυναμία να καταλάβουμε τους άλλους και να μας καταλάβουν, ακόμα περισσότερο η αδυναμία να καταλάβουμε τον ίδιο τον εαυτό μας. Όχι, τίποτα δεν τους είναι εύκολο στο βιβλίο, όπως νομίζω και στη ζωή.
Ο Ηλίας ζει περήφανα τις νίκες του. Τις απολαμβάνει και τις προβάλει. Είναι ένας «επιτυχημενάκιας» όπως θα έλεγε ο Κωστής Παπαγιώργης.
Ο βασικός σου ήρωας, ο Ηλίας, ενώ περιβάλλεται από την άλω της επιτυχίας, στην πραγματικότητα κάτι άλλο τον τρώει μέσα του. Κάτι βαθιά εσωτερικό. Τι είναι αυτό;
Ο Ηλίας ζει περήφανα τις νίκες του. Τις απολαμβάνει και τις προβάλει. Είναι ένας «επιτυχημενάκιας» όπως θα έλεγε ο Κωστής Παπαγιώργης. Και πιστεύει ότι του αξίζει. Με ενδιέφερε πολύ, ξέρεις, να γράψω για ένα τέτοιο ήρωα, για κάποιον που αναδύθηκε οικονομικά και κοινωνικά σε μία περίοδο που οι περισσότεροι βυθιστήκαμε. Ήθελα να εξερευνήσω το βλέμμα του στους ανθρώπους και τα πράγματα γύρω του.
Και έχεις απόλυτο δίκιο. Κάτω από αυτό το κέλυφος θριάμβων κρύβεται μια βαθιά απογοήτευση: τίποτα από όλα αυτά που κατάφερε δεν του προσφέρει τελικά χαρά. Η μητέρα του, για τα μάτια της οποίας έστηνε όλη αυτήν την παράσταση επιτυχίας, πέθανε. Ο πατέρας του δεν εκτίμησε ποτέ τα επιτεύγματα του γιου του. Ο γιος του έχει αποξενωθεί από αυτόν. Η πρώην σύζυγός του, που στεκόταν πάντα δίπλα του, τώρα τον απεχθάνεται γιατί την άφησε για μια πολύ νεότερη γυναίκα. Κι αυτή η νεότερη γυναίκα την οποία όντως αγαπά, με τον τρόπο που έχει εκείνος να αγαπά, του προκαλεί μόνο θυμό και θλίψη και, το ακόμα χειρότερο, τον έχει μόλις παρατήσει γιατί… μάλλον θα πρέπει να διαβάσει κανείς το βιβλίο για να μάθει το γιατί.
Οι συζητήσεις με τον γιο του είναι τόσο αμήχανες όσο και με τον πατέρα του όσο ζούσε. Ποτέ δεν λένε τα πάντα. Τις τους κρατάει;
Ο Ηλίας δεν είχε μάθει να μιλάει πολύ ως παιδί. Για την ακρίβεια είχε μάθει να μη μιλάει καθόλου. Μεγάλωσε σε ένα σπίτι που δεν μιλούσε κανείς εξαιτίας της τοξικής σχέσης των γονιών του. Ακόμα χειρότερα, είχε μάθει να προσέχει κάθε του λέξη επειδή έγινε ακούσια κοινωνός τραυματικών οικογενειακών μυστικών. Αυτά είναι βιώματα από τα οποία είναι πολύ δύσκολο να αποδράσεις, δυστυχώς.
Ο ίδιος προσπαθεί να είναι ένας άλλος τύπου πατέρας σε σχέση με τον δικό του. Να είναι μπαμπάς για τον γιο του, τον Μαρίνο. Να είναι τρυφερός, δοτικός. Να κάνει όλα όσα ξέρουμε πια ότι πρέπει να κάνει ένας πατέρας. Όσα δεν γνώρισε ο ίδιος ως παιδί. Αλλά τελικά καταλήγει να προσφέρει στο παιδί και ένα άλλο βίωμα που δεν έζησε ο ίδιος: το διαζύγιο με τη μητέρα του Μαρίνου. Και είναι αυτή η σύγκρουση του «θέλω» και του «πρέπει» που ζει ακόμα μέσα του που γεμίζει τον Ηλία ενοχές σε σχέση με τον γιο του.
Στόχος μου σε αυτό το βιβλίο ήταν να γράψω μία ερωτική ιστορία- όχι πολύ παραδοσιακή, βέβαια- για να μιλήσω τελικά για την αγάπη.
Αν και το βιβλίο κυκλώνει τον ανδρικό ψυχισμό, οι γυναίκες είναι αυτές που πυροδοτούν τα συναισθήματα τους. Έτσι έχουμε μάθει να λειτουργούμε;
Δεν μπορώ να μιλήσω γενικά. Αλλά εμένα στόχος μου σε αυτό το βιβλίο ήταν να γράψω μία ερωτική ιστορία- όχι πολύ παραδοσιακή, βέβαια- για να μιλήσω τελικά για την αγάπη. Με ενδιέφερε ο έρωτας ως κάτι το ακατανόητο στην αφετηρία του, που καταντάει πολλές φορές βασανιστικό. Αυτήν την κατάσταση του να αγαπάμε ή να είμαστε ερωτευμένοι χωρίς να το θέλουμε. Ίσως ακόμα και με ανθρώπους που δεν συμπαθούμε καν. Αυτήν η τυραννία και αυτή η πανδαισία.Το έγραψα, όντως, από μία ανδρική σκοπιά επειδή αυτήν γνωρίζω καλύτερα και ένιωθα ότι μπορούσα να αποδώσω περισσότερο αληθινά, αλλά δεν πιστεύω ότι είναι καταστάσεις που θα ήταν πολύ διαφορετικές και για μια γυναίκα.
Οικογένεια και ευτυχία είναι δύο όροι αλληλένδετοι; Στο βιβλίο σου, τα παιδιά δεν μαθαίνουν πώς να είναι ευτυχισμένα.
Σκεφτόμουν πολύ την έννοια της ευτυχίας όσο έγραφα το «Ραδιοκασετόφωνο». Όχι τόσο ως προς το τι είναι ευτυχία ή τι μας κάνει ευτυχισμένους- μακάρι να ’ξερα, για να είμαι ειλικρινής- όσο το πότε ξεκίνησε να υφίσταται ως στόχος στη ζωή μας. Έχω την εντύπωση, και πάνω σε αυτήν τη θεωρία βασίστηκε όλο το βιβλίο, ότι οι άνθρωποι παλιότερα δεν προσδοκούσαν να γίνουν ευτυχισμένοι, για την ακρίβεια ήταν σίγουροι ότι αυτό ήταν κάτι αδύνατο. Έχτιζαν, λοιπόν, τη ζωή τους στη λογική των ελάχιστων δυνατών απωλειών. Προσπαθούσαν να ζήσουν με όποιον τρόπο μπορούσαν για να είναι λιγότερο εκτεθειμένοι στις συμφορές της ζωής.
Η ευτυχισμένη ζωή πιστεύω δηλαδή ότι είναι μία επινόηση της εποχής μας, είναι εξαιρετικά πρόσφατη η απαίτηση να κάνουμε τα πάντα για τον εαυτό μας για να καταφέρουμε να γίνουμε, έστω και λίγο, ευτυχισμένοι. Υπάρχει, όμως, ένα μεγάλο πρόβλημα σε όλο αυτό: αν κάνουμε τα πάντα για εμάς, για να είμαστε ευτυχισμένοι, πώς θα είμαστε ευτυχισμένοι αν κάνουμε δυστυχισμένους τους γύρω μας;
O Iάκωβος Ανυφαντάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1983. Έχει γράψει κριτικές βιβλίου, άρθρα για συλλογικούς τόμους και ομιλίες για διεθνή συνέδρια ιστορίας, σενάρια για διαφημίσεις στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, μία διδακτορική διατριβή για τη μνήμη του ελληνικού εμφυλίου στην πεζογραφία και τρία λογοτεχνικά βιβλία που ήταν υποψήφια ή έχουν τιμηθεί με λογοτεχνικά βραβεία. Το Ραδιοκασετόφωνο (Εκδόσεις Πατάκη, 2023) είναι το τέταρτο βιβλίο του. |
Στο τέλος ο Ηλίας έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με το μυστικό του πατέρα του. Τον εξοικειώνει με την ανθρώπινη πλευρά του πατέρα του; Γίνεται περισσότερο δεκτικός ως γιος;
Νομίζω όχι απλώς δεν τον εξοικειώνει με τον πατέρα του, αλλά τον απομακρύνει και από τον εαυτό του. Το μυστικό που αποκαλύπτεται ραγίζει τα θεμέλια πάνω στα οποία δομήθηκε η ζωή του Ηλία. Όλα όσα δικαιολογούσαν τις αποφάσεις που έχει πάρει δεν υπάρχουν πια. Για τον Ηλία ήταν εύκολη η πορεία του ως εκεί: έκανε το αντίθετο από αυτό που θα έκανε ο πατέρας του. Όχι ακριβώς ως πράξη αντίδρασης για να τον ενοχλήσει όσο ως ειλικρινής πίστη ότι ο πατέρας του έζησε σε όλη τη ζωή του λάθος. Και τώρα, λοιπόν, μετά τον θάνατο του πατέρα του, τώρα που δεν υπάρχει ευκαιρία να ζητήσει συγγνώμη ο ένας από τον άλλον για τις αστοχίες στη σχέση τους, πρέπει τώρα να σκεφτεί από την αρχή ποιος είναι και πώς θα ζήσει από δω και μπρος ως γιος ενός εντελώς διαφορετικού πατέρα.
Ένα ταπεινό ραδιοκασετόφωνο, ένα απομεινάρι του παρελθόντος, έρχεται με κάποιο τρόπο να ενώσει το παρελθόν του Ηλία με το παρόν του γιου του. Η συνύπαρξη προϋποθέτει θυσίες και μια ανάγκη για εκατέρωθεν πλησίασμα;
Το παλιό ραδιοκασετόφωνο που βρίσκουν στο άδειο σπίτι είναι ένα κατάλοιπο από το παρελθόν αλλά είναι και ένα σύμβολο για μια άλλη εποχή: τότε που τα αντικείμενα φτιάχνονταν για να αντέχουν κι ας μην ήταν όμορφα. Λειτουργεί ως μία ευκαιρία να εξηγήσει ο Ηλίας κάποια πράγματα στον γιο του, ίσως να τα θυμηθεί κι ο ίδιος. Ταυτόχρονα, όμως, είναι ένα αντικείμενο κενό νοήματος και χρηστικότητας για τον Μαρίνο. Με ενδιέφερε πολύ αυτό το στοιχείο. Επειδή ίσως έτσι τελικά να είναι πάντα το παρελθόν, από ένα σημείο και έπειτα: Κάτι που μπορούμε ελεύθερα να το ανανοηματοδοτήσουμε και αξιοποιήσουμε στο παρόν με όποιον τρόπο μας βολεύει.
Η ταύτιση με τον Ηλία θα είναι προφανής για αρκετούς άντρες αναγνώστες του βιβλίου σου. Αρκετοί από αυτούς είναι πατεράδες που έχουν ξεχάσει πως ήταν κάποτε γιοι. Κάπου εκεί «χανόμαστε στη μετάφραση»;
Σταματάς ποτέ να είσαι παιδί των γονιών σου; Δεν ξέρω. Και δεν έχω γίνει πατέρας οπότε δεν έχω βρεθεί στην άλλη πλευρά. O Hλίας πάντως δεν ξεχνάει ποτέ τον γιο που υπήρξε και, κυρίως, τον πατέρα που υπήρξε ο πατέρας του. Όταν ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο, το αρχικό αρχείο λεγόταν «Αμαρτίαι γονέων». Είναι γραμμένο λοιπόν μέσα στον πυρήνα του βιβλίου για μένα το πώς οι αμαρτίες των γονιών, οι όποιες αμαρτίες, οι πράξεις τους τέλος πάντων, στιγματίζουν και παιδεύουν για πάντα τα παιδιά τους, ακόμα- ή κυρίως- και με τις θυσίες ζωής που κάνουν για χατίρι τους.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο)