Καρφίτσα δεν έπεφτε χθες βράδυ στην κεντρική σκηνή της Στέγης, όπου η Πολωνή νομπελίστρια έκανε την πρώτη της εμφάνιση στο ελληνικό κοινό. Μαζί με την Όλγκα Τοκάρτσουκ στη σκηνή ήταν ο δημοσιογράφος Γρηγόρης Μπέκος, επιμελητής εκδόσεων στις εκδόσεις Καστανιώτη (που την εκδίδουν στη χώρα μας), γνώστης του έργου της. Η ομιλία μεταδιδόταν και διαδικτυακά, απ’ όπου κάποιες εκατοντάδες ακόμη παρακολούθησαν τη συνομιλία.
Γράφει ο Κ.Β. Κατσουλάρης
«Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι θα μπορούσα εγώ να είμαι η ασθενής»
Τι είπε η Τοκάρτσουκ; Η κουβέντα ξεκίνησε δυναμικά, με τη φράση «Τα βιβλία δεν είναι ποτέ βαρετά», που ήταν η απάντησή της στην ερώτηση του δημοσιογράφου για το κατά πόσο σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία, ως παιδί, μπορεί να βαριόταν. Η μητέρα της ήταν «δασκάλα λογοτεχνίας», εξού και η Όλγκα αποφάσισε να μην ασχοληθεί με τα γράμματα και έγινε ψυχοθεραπεύτρια. Από τις αφηγήσεις των ασθενών στην αφήγηση του εαυτού, η απόσταση είναι μικρή (το είπε ωραία: «κάποια στιγμή κατάλαβα ότι θα μπορούσα εγώ να είμαι η ασθενής και εκείνοι οι θεραπευτές μου), κι έτσι σταδιακά αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στην συγγραφή. Κρίσιμη στιγμή σε αυτήν την μετάβαση ήταν η επιτυχία του τρίτου της βιβλίου, Το αρχέγονο και άλλοι καιροί, το μυθιστόρημα που, σύμφωνα με τα λόγια της, «την έκανε συγγραφέα».
Βρισκόμαστε στην δεκαετία του ενενήντα, περίπου είκοσι χρόνια πριν από το Νόμπελ λογοτεχνίας (2018), προς το οποίο οδηγήθηκε μέσα από τρία ακόμη σημαντικά βιβλία τα οποία, μαζί με το προαναφερθέν, συνιστούν το βασικό corpus του έργου έργου της: Πλάνητες, Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών (που έγινε θεατρικό έργο και ταινία), Τα βιβλία του Ιακώβ – το θεωρούμενο ως opus magnum της, μέχρι τώρα.
Πολωνία: Χώρα της ρευστότητας
Ενδιαφέρουσα στιγμή της κουβέντας ήταν τα όσα είπε σχετικά με την έννοια της «ρευστότητας», κάνοντας αναφορά στον σπουδαίο Πολωνό διανοητή Ζίγκμουντ Μπάουμαν που την εισήγαγε (βλ. Ρευστή αγάπη, εκδ. Εστία), αλλά και στην γεωγραφία της Πολωνίας: Μια τεράστια επίπεδη χώρα, υγρή, σαν βαλτότοπος, όπου τα σύνορα μετακινούνται διαρκώς, πολλαπλές γλώσσες που επικοινωνούν ή μία με την άλλη, οι ταυτότητες, θρησκευτικές και πολιτισμικές, δεν παγιώνονται εύκολα (αν και ο Καθολικισμός στην Πολωνία είναι εξαιρετικά ισχυρός). Ζουμερή πληροφορία: η γιαγιά της Όλγκα είχε τέσσερα διαβατήρια!
Η συζήτηση ακολούθησε σε γενικές γραμμές την έκδοση των βιβλίων της, και καθώς η απευθείας μετάφραση από τις δύο κυρίες που είχαν αναλάβει το δύσκολο αυτό έργο δεν άρθηκε στο ύψος της περίστασης, υπήρχαν αρκετές στιγμές που ο λόγος της νομπελίστριας έφτανε σε εμάς κάπως απομειωμένος, απλουστευμένος – αυτήν ήταν τουλάχιστον η γενική εντύπωση.
Δύο βιβλία σε δύο τραπέζια
Για όσους αναζητούν στοιχεία από το λεγόμενο «εργαστήρι της συγγραφέα», ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η πληροφορία ότι τα Οστά και τα Βιβλία του Ιακώβ γράφτηκαν ταυτόχρονα, ή μάλλον παράλληλα, αφού το πρώτο γράφτηκε μέσα σε ένα έτος περίπου, ενώ το δεύτερο χρειάστηκε οκτώ συναπτά έτη για να ολοκληρωθεί – δεν δυσκολευόμαστε να το πιστέψουμε: Πλέον των χιλίων σελίδων πυκνή μεγα-αφήγηση γεμάτη ιστορικές λεπτομέρειες. Με τη συγγραφή του πρώτου, χρηματοδότησε τη συγγραφή του δεύτερου, όπως ανέφερε δύο και τρεις φορές – διαδικασία στην οποία, κατ’ ομολογία της, προσχώρησε συνειδητά. Ωραίο fun fact: Για το παράλληλο γράψιμο, όσο αυτό διήρκεσε, είχε δύο διαφορετικά τραπέζια, ένα για τη συγγραφή του ενός βιβλίου και ένα για του άλλου.
«Δεν είμαι εθνικό αγαθό»
Στα highlights της βραδιάς ήταν σίγουρα η αντίδρασή της στην ερώτηση Πολωνού (ο οποίος έμοιαζε να ανήκει στην εν Ελλάδι πολωνική κοινότητα ή στον κύκλο ανθρώπων της Πρεσβείας), ο οποίος της απευθύνθηκε με έναν τρόπο σαν να ήταν, ή να έπρεπε να είναι, ένα πολωνικό σύμβολο της επιτυχίας, ζητώντας της να πει δυο λόγια για την αγάπη της για την Πολωνία ή κάτι τέτοιο (με συγχωρείτε, αλλά η σύνταξη της ερώτησης είχε κάποια θέματα και η μετάφραση δεν βοηθούσε). «Δεν είμαι εθνικό αγαθό» ήταν η πληρωμένη απάντηση της Όλγκα. Και συνέχισε, για το πόσο άβολα αισθάνεται στον κορσέ της νομπελίστριας, και ότι θα προτιμούσε οι άνθρωποι να την έβλεπαν ξανά ως αυτό που είναι: Μια γυναίκα με πολύ χιούμορ, που είναι και λίγο ζιζάνιο, που της αρέσει να γράφει και μη σοβαρά έργα και να είναι ζωντανή, έχοντας το δικαίωμα να αλλάζει. «Η γραφή είναι μια μορφή αιμοδοσίας», είπε στη συνέχεια. Όπως, δίνοντας κάθε τόσο λίγο από το αίμα σου βοηθάς τον οργανισμό σου να ανανεωθεί (και βοηθάς και άλλους, βέβαια), έτσι και η γραφή, είπε, είναι για εκείνην μια φυσική ανάγκη. Τα πράγματα που έχει να πει ή να εκφράσει «φουσκώνουν» μέσα της, κι αν δεν τα βγάλει νομίζει ότι «θα σκάσει».
Για το σινεμά και τις σειρές
Πολύ ενδιαφέρουσα, και μη αναμενόμενη, βρήκα την τοποθέτησή της για τον σύγχρονο κινηματογράφο και τις σειρές στις πλατφόρμες: Ο κινηματογράφος, είπε, «μας βοηθάει να ανακαλύψουμε νέους τρόπους αφήγησης», ενώ οι σειρές, με τη μεγάλη τους διάρκεια, «εξοικειώνουν τον κοινό με τις μεγάλες αφηγήσεις». Το μυθιστόρημα, όμως, για να παραμείνει ενδιαφέρον δίπλα σε αυτές τις συναρπαστικές αφηγήσεις που μας κατακλύζουν πρέπει και το ίδιο να καταφέρνει να είναι συναρπαστικό, ανανεωτικό, να κεντρίζει και να παρασύρει τους αναγνώστες. Σε αυτό το σημείο έκανε έναν παραλληλισμό ανάμεσα στο μυθιστόρημα και στο διήγημα (short stories), αλλά το τι πραγματικά είπε «χάθηκε στη μετάφραση».
Mooore...
Τι θα θέλαμε να ακούσουμε από κάποια σαν την Τοκάρτσουκ, αλλά δεν το ακούσαμε; Για τις πολιτικές παρεμβάσεις της στη χώρα της, για τις θέσεις της για τη μεταχείριση των ζώων στις σύγχρονες κοινωνίες (είπε δύο λόγια, με αφορμή τα Οστά), και βέβαια για την φεμινιστική διάσταση της γραφής και της δράσης της (η «κακιά» λέξη φεμινισμός δεν ακούστηκε καθόλου μέσα στη βραδιά, κι αν ακούστηκε δεν έφτασε στη μετάφραση – δύσκολο να το πιστέψω). Γενικότερα, θα ήθελα κάπως λιγότερα για τα βιβλία της, κάπως περισσότερα για τη δημόσια παρουσία της και τις ευκαιρίες που της έδωσε το νόμπελ για ορατότητα και παρεμβάσεις.
Ας μην είμαστε όμως γκρινιάρηδες: Όλοι όσοι βρεθήκαμε στη Στέγη χθες βράδυ, και όσοι παρακολούθησαν από το σπίτι, ήρθαμε σε επαφή με μια σύγχρονη, έξυπνη και ευαίσθητη γυναίκα, που δεν δίνει έτοιμες απαντήσεις, αλλά προσπαθεί να είναι σε πνευματική εγρήγορση, να συνεχίσει να εκπλήσσει και να εκπλήσσεται.
Κι εμείς;
Κλείνοντας, να σημειώσω ότι στο κοινό βρίσκονταν δεκάδες Έλληνες συγγραφείς, ορισμένοι και ορισμένες από τους πιο καταξιωμένους λογοτέχνες που έχουμε. Πολύ ευχάριστο θέαμα, που μου γέννησε και το άτοπο (και άσκοπο ίσως) ερώτημα: Υπήρχε άραγε ανάμεσά τους μία ή ένας πεζογράφος μας που θα μπορούσε κάποτε να φτάσει να διεκδικεί με αξιώσεις ή και να πάρει ένα Νόμπελ Λογοτεχνίας; Κι αν όχι, γιατί άραγε;
«Άντε, και στα δικά μας» μου είπε χαριτολογώντας ένας από αυτούς τους συγγραφείς καθώς τον αποχαιρετούσα στον δρόμο μου προς την έξοδο – το χαμόγελό του τα έλεγε όλα.
*Ο Κ.Β. ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η αποτύπωση μιας σειράς συζητήσεων με τον Δημοσθένη Κούρτοβικ με τίτλο «Σκοντάφτοντας σε ανοιχτά σύνορα» (εκδ. Πατάκη).