
Ο ιχνηλάτης βιβλιοπωλείων και βιβλιοθηκών Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης επιστρέφει με τον «Σάκο Εκστρατείας» του μιλώντας για βιβλία σαν να αφηγείται ιστορίες. Σήμερα, για το μυθιστόρημα του Μάξιμ Μπίλλερ (Maxim Biller) «Ο λάθος χαιρετισμός» (μτφρ. Πελαγία Τσινάρη, εκδ. Πατάκη), καθώς και για τη μελέτη του Βίκτορ Κλέμπερερ (Victor Klemperer) «Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ - Το σημειωματάριο ενός φιλολόγου» (μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Άγρα). Κεντρική εικόνα από το Deutschlandmuseum museum.
Γράφει ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Είναι αναρίθμητα τα πονήματα και τα λογοτεχνήματα που καταπιάνονται με το βδέλυγμα του ναζισμού, με το αποτρόπαιο αυτό αίνιγμα, που ακόμη μας ταλανίζει με τα όσα διαπράχθηκαν ανάμεσα στο 1933 και το 1945. Από την ποίηση του Πάουλ Τσέλαν και τα μυθιστορήματα του Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ ίσαμε το μνημειώδες τρίτομο έργο του Richard Evans (εκδ. Αλεξάνδρεια) και τις εμπεριστατωμένες μελέτες του Johann Chapoutot (εκδ. Πόλις & εκδ. Άγρα), παρακολουθούμε μια γενναία προσπάθεια εξιχνίασης του (σχεδόν) ανεξιχνίαστου, ιστόρησης της (σχεδόν) ανιστόρητης οργανωμένης φρίκης, ανάλυσης των μηχανισμών καταστροφής του Λόγου. Ο Σάκος Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη φιλοξενεί τέτοια έργα αυτόν τον καιρό, έργα που επιχειρούν να εξηγήσουν το (σχεδόν) ανεξήγητο, και τις εμμένουσες ολέθριες επιπτώσεις του. Κατόπιν, θα κατακλυστεί με βιβλία που θέμα τους είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες και τα αμερικανικά αινίγματα (μεταξύ άλλων, της Σώτης Τριανταφύλλου, του Ντον ΝτεΛίλλο, και του Τζέιμς Έλλροϊ).
Ο Μάξιμ Μπίλλερ (Maxim Biller, Πράγα, 1960), με το έμπλεο οργής αλλά και δριμύτατου χιούμορ μυθιστόρημά του Ο λάθος χαιρετισμός (μτφρ. Πελαγία Τσινάρη, εκδ. Πατάκη) θίγει το πώς εμφιλοχωρεί το διόλου εξαγνισμένο παρελθόν στο περίπλοκο παρόν της Γερμανίας. Επιλέγοντας μάλιστα να τοποθετήσει την πλοκή στον χώρο της συγγραφής και της βιβλιοπαραγωγής, κατορθώνει να μας ευαισθητοποιήσει σχετικά με τις απεχθείς συνέπειες του νεοεθνικισμού και με τις αντανακλαστικές αντιδράσεις –εν προκειμένω, «ένας συνδυασμός χιτλερικού χαιρετισμού και της χειρονομίας ενός μεθυσμένου», όπως διαβάζουμε ήδη στην πρώτη αράδα– που δείχνουν ότι μάλλον δεν έχει εκριζωθεί το φάσμα του ναζισμού, κι ας έχουν κυλήσει οχτώ ολόκληρες δεκαετίες από την παταγώδη κατάρρευσή του.
Όλες οι σελίδες του βιβλίου περιστρέφονται, ή μάλλον: στροβιλίζονται μεθοδικά, γύρω από το γεγονός ακριβώς του λάθους χαιρετισμού, με τον οποίο επιτίθεται χλευαστικά και θυμωμένα ο Ερκ Ντεσσάουερ (νέος και φιλόδοξος συγγραφέας) στον μεγαλοπαράγοντα και bigger than life Χανς Ούρλιχ Μπαρζιλάι.
Τον Ντεσσάουερ τον διέπουν η ανασφάλεια και ο φθόνος (ας σημειώσουμε ότι αυτοί ήταν οι δύο κυρίαρχοι παράγοντες που οδήγησαν στη ναζιστική παράνοια). Ζορίζεται στην ενοποιημένη Γερμανία. Γίνεται άθυρμα και έρμαιο δυσωδών συναισθημάτων. Ταλανίζεται τρελά, και οδηγείται στην τρέλα. Είναι, και αυτός, ένας κατακερματισμένος άνθρωπος, κι ας πιστεύει ότι είναι συνεκτικός και στοχοπροσηλωμένος. Ο Μπίλλερ το υπογραμμίζει από τις αρχές του μυθιστορήματος, βάζοντας τον Ντεσσάουερ να γράφει: «Τότε που ήταν τόσο συναρπαστικό να μπορείς να διαβάζεις παράλληλα τα απομνημονεύματα του Τζόνι Ρόττεν των Sex Pistols, τον Τόμας Πύντσον και τη βιογραφία του ήρωα για το Ναζιστικό Κόμμα Χορστ Βέσσελ» (σ. 28).
Ο Ντεσσάουερ φθονεί, και ο φθόνος τον οδηγεί στο να επινοήσει το λεγόμενο Κόλπο Μπαρζιλάι (σ. 65), προκειμένου να θέσει εκτός μάχης τον κατά φαντασίαν αντίπαλό του, ο οποίος διόλου δεν νοιάζεται για δαύτον. Ο Ντεσάουερ αλαζονεύεται, όπως όλοι οι ανερμάτιστοι μωροφιλόδοξοι, και θεωρεί ότι θα σημειώσει τεράστια επιτυχία με την «πρώτη παγκοσμίως μεγάλη βιογραφία του Ναφτάλι Φρένκελ» (σ. 24), ενός λίαν σκοτεινού και διπρόσωπου τύπου, που έγινε θύτης από θύμα στα σταλινικά κολαστήρια του Αρχιπέλαγους Γκουλάγκ (σ. 24). Ο Ντεσσάουερ, ανήμπορος να απαλλαχτεί από τα εμμένοντα προβλήματα που προκάλεσε η νοοτροπία και η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ, θα καταστραφεί από αυτήν ακριβώς την ανημπόρια του.
Ο Βίκτορ Κλέμπερερ (Victor Klemperer (1881 – 1960) άφησε την τελευταία του πνοή τη χρονιά που είδε το πρώτο φως ο Μάξιμ Μπίλλερ. Στο υψίστης σημασίας πόνημά του Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ (μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Άγρα), αναλύει –και μάλιστα κάτω από φρικαλέες συνθήκες– τον μηχανισμό προπαγάνδας, εξάλειψης της σκέψης, και καταστροφής του Λόγου που χρησιμοποίησαν οι χιτλερικοί «νόες» και που, δυστυχώς, εξακολουθεί να γεννάει τέρατα, ακόμα και ακίνδυνα, ή έστω επικίνδυνα μονάχα για τον ίδιο τους τον εαυτό, όπως ο Ντεσσάουερ.
Ο λαμπρός λόγιος Κλέμπερερ, εξάδελφος του περιλάλητου μαέστρου Όττο Κλέμπερερ, είχε την εκπληκτική ιδέα να καταγράψει όλες τις πτυχές του γλωσσικού εκτρώματος που γέννησε το Τρίτο Ράιχ, την ώρα που γεννιόταν και δρούσε, σε παρόντα χρόνο – το πρώτο και μοναδικό, στο είδος του, εγχείρημα. Με ακρίβεια λεπιδοπτερολόγου και ωρολογοποιού ανέλυε, επί δεκατρία έτη, όχι μόνο πομπώδεις και υστερικές εκφάνσεις του ναζιστικού λεκτικού ιδιώματος αλλά και φαινομενικά ασήμαντες, καθημερινές φρασούλες, δεικνύοντας πώς είχε εισχωρήσει το ναζιστικό δηλητήριο ακόμα και σε δεδηλωμένους αντιναζιστές, αντιστασιακούς, σοσιαλιστές, κομμουνιστές – ναι, ακόμα και στα κατ᾽ εξοχήν θύματα του καθεστώτος, τους Εβραίους! Ο Κλέμπερερ δεν χαρίζεται σε κανέναν!
Διαρθρωμένο σε τριάντα έξι ολιγοσέλιδα κεφάλαια, με την πείσμονα μέθοδο «να παρατηρώ, να μελετώ, και να θυμάμαι τι συμβαίνει», το βιβλίο αυτό συνιστά μια σθεναρότατη αντίσταση στο ναζιστικό τερατούργημα, μιαν απάντηση ολκής στην εκμηχάνιση της ανθρώπινης ύπαρξης, μιαν ανεκτίμητη εμβάθυνση στις λειτουργίες της γλώσσας και της σκέψης. «Η γλώσσα είναι παραπάνω κι από αίμα», ιδού η απόφανση του Φραντς Ρόζεντσβαϊχ (Franz Rosenzweig,1886 – 1929) που προτάσσει ως μότο ο Κλέμπερερ. Τωόντι, η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ, μολυσμένη και μολυσματική, ένας «καλπάζων εκφυλισμός της γερμανικής σάρκας», συνέβαλε στην επιβολή ενός καθεστώτος εγκληματικού και κτηνώδους, ενός καθεστώτος που επέφερε, μέσω της αθρόας χρήσης του υπερθετικού βαθμού και της καταιγιστικής επανάληψης ελεεινών στερεοτύπων, μια παραλυτική αθλιότητα στη σκέψη και στην καθημερινότητα του λαού που γέννησε τον Χέγκελ και τον Μπετόβεν.
Ακόμα και τα σημεία στίξης αναλύει ο Κλέμπερερ, μιλάει με ενάργεια και διαύγεια για την εξάλειψη του ερωτηματικού (του σημαντικότερου από όλα τα σημεία στίξης, σύμφωνα με τον Ερνέστ Ρενάν) και την πλησμονή της χρήσης του θαυμαστικού από τους ναζιστές δημαγωγούς, καθώς και την κατά κόρον χρησιμοποίηση των, κατά Κλέμπερερ, ειρωνικών εισαγωγικών.
Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ δομήθηκε έτσι ώστε να ακυρώνει τον αντίλογο, να αποτρέπει την αμφισβήτηση, να ελέγχει την εσωτερική ζωή των ανθρώπων – «φιλοδοξεί να είναι θρησκεία, φυτεύοντας αγκυλωτούς σταυρούς παντού», επισημαίνει ο Κλέμπερερ στο 15ο κεφάλαιο (σσ. 167-173), όπου καταγίνεται με την προέλευση και την μαζική χρήση των συντμήσεων, άλλου εξέχοντος χαρακτηριστικού της γλώσσας του Τρίτου Ράιχ.
Ο Κλέμπερερ μιλάει για τις παρσιφαλικές ιδέες και τις παγανιστικές πράξεις του Φύρερ και του κόμματός του, για την εμμονή στην αιωνιότητα («Το Τρίτο Ράιχ είναι η αιώνια αυτοκρατορία των Γερμανών»), και την οικειοποίηση έως ναυτίας θεολογικών όρων και εννοιών: ο Χίτλερ χαρακτηρίζει τον εαυτό του Γερμανό Σωτήρα, εκλεκτό, νέο Χριστό, περιβάλλεται από μια φωτεινή θρησκευτική αχλή, μιλάει για σταυροφορίες και ιερούς πολέμους, παίζει το ρόλο του Κεχαριτωμένου!
Ο ναζισμός, μέσα από την οικειοποίηση των βασικών χαρακτηριστικών του ρομαντισμού, κατατείνει στην «εκθρόνιση του ορθού λόγου», στον «τονισμό της ζωώδους πλευράς του ανθρώπου», στην «αποθέωση της έννοιας της δύναμης, του αρπακτικού θηρίου, του ξανθού κτήνους»
«Πόσο γελοίος θα ήταν όλος αυτός ο κυκεώνας κούφιων φράσεων, αν δεν είχε τόσο τρομερά θανατηφόρο αντίκτυπο!» ξεσπάει στα κρυφά (και κρυμμένα διαρκώς) σημειωματάριά του ο Κλέμπερερ (σ. 182). Και προχωρεί εξετάζοντας τις ρίζες του αντισημιτισμού κιαι της φυλέτικής θεωρίας, τη στενότατη σύνδεση μεταξύ ναζισμού και γερμανικού ρομαντισμού, την οικτρή φτώχεια της γλώσσας του Τρίτου Ράιχ, μιας γλώσσας που ουσιαστικά συντίθεται από σλόγκαν και κλισέ οδηγώντας σε ένα παραλυτικό μούδιασμα της σκέψης.
Ο ναζισμός, μέσα από την οικειοποίηση των βασικών χαρακτηριστικών του ρομαντισμού, κατατείνει στην «εκθρόνιση του ορθού λόγου», στον «τονισμό της ζωώδους πλευράς του ανθρώπου», στην «αποθέωση της έννοιας της δύναμης, του αρπακτικού θηρίου, του ξανθού κτήνους», διαβάζουμε στη σ. 241.
Η Βίκυ Ιακώβου υπογράφει ένα λίαν κατατοπιστικό επίμετρο (σσ. 453-482), στο οποίο μάλιστα υπενθυμίζει ἀλλο ένα σημαντικό πόνημα σχετικά με τον ναζισμό που φέρει τον τίτλο Τα όνειρα στο Τρίτο Ράιχ. Πρόκειται για την συλλογή και καταγραφή, ανάμεσα στα 1933 και 1939 των ονείρων ανθρώπων του περιβάλλοντος της Σαρλόττε Μπέραντ (Charlotte Beradt, 1907-1986), ένα επίσης ανεκτίμητο πόνημα μέσα από το οποίο φωτίζονται σκοτεινότατες και αδιανόητες πτυχές του χιτλερικού καθεστώτος. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδ. Άγρα, σε μετάφραση του Γιάννη Καλλιφατίδη. «Ο ναζιστής ηγέτης», γράφει η Μπέραντ, «που είπε ότι μονάχα στον ύπνο του έχει κανείς ιδιωτική ζωή στη Γερμανσία υποτίμησε το δίχως άλλο τις δυνατότητες του Τρίτου Ράιχ. Στην πορεία του προς την ολοκληρωτική υποταγή, το άτομο που παίρνει στις επόμενες σελίδες τον λόγο για να αφηγηθεί τα όνειρά του είδε τα πράγματα πιο ξεκάθαρα “στα όνειρα, στα νυχτερινά οράματα”» (σ. 63). Πολύ εύστοχα, το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί το έργο του Γκόγια Ο ύπνος της λογικής γεννά τέρατα.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική σύνθεση «Το ποίημα λέει καλημέρα» (εκδ. Ιωλκός).
Απόσπασμα 1
«Το πιο σημαντικό μου επιχείρημα πάντως –ακόμα το θυμάμαι– ήταν πως κανείς δεν μπορούσε να πει με πάσα βεβαιότητα πως είχε επινοήσει τον χιτλερικό χαιρετισμό. Ούτε ο Ρούντολφ Ες, ο οποίος το είχε ισχυριστεί σε ένα μακροσκελές, κάπως μπερδεμένο κείμενο που είχε γράψει στο Ο Νέος Άνθρωπος των Ταγμάτων Εφόδου την περίοδο που ήταν γραμματέας του Φύρερ, ούτε ο Μπενίτο Μουσσολίνι, τον φασιστικό χαιρετισμό του οποίου πολλοί τον θεωρούσαν ως τον αυθεντικό. Και σίγουρα όχι ο βαρόνος ντε Κουμπερτέν, που ακόμα και ως γέροντας αγωνιζόταν σε κάθε εναρκτήρια τελετή των Ολυμπαικών Αγώνων να σηκωθεί από τη θέση του και χαιρετούσε τους αθλητές που έμπαιναν στο στάδιο απλώνοντας ολόισια το χέρι του». (Μάξιμ Μπίλλερ, Ο λάθος χαιρετισμός, σ. 72)
Απόσπασμα 2
«Στον Α´ Παγκόσμιο πόλεμο επικρατούσε περηφάνια για τη νηφαλιότητα και την ακρίβεια των αναφορών από το στράτευμα […] Τα ανακοινωθέντα του Τρίτου Ράιχ, απεναντίας, ξεκίνησαν απευθείας με υπερθετικό βαθμό, και στη συνέχεια, όσο ζόριζαν τα πράγματα, κλιμακώθηκαν ώσπου έφτασαν κυριολεκτικά στην απόλυτη αμετροέπεια, με αποτέλεσμα να διαστρέφουν τον ίδιο τον πυρήνα της στρατιωτικής γλώσσας οδηγώντας τη στο ακριβώς αντίθετό της: Η πειθαρχημένη ακρίβεια δίνει τη θέση της στο φανταστικό, το παραμυθώδες». (Βίκτορ Κλέμπερερ, Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ, σ. 350)