Υπάρχουν βιβλία που τυχαίνει να συμπίπτουν με πολυαναμενόμενες εκδόσεις, δεν μπαίνουν στο οπτικό πεδίο του κοινού ή πολλές φορές μένουν στη σκιά πολύ δημοφιλών τίτλων με παρόμοια θεματική. Το ίδιο συμβαίνει και με τα κουίρ βιβλία. Κάποια ακούγονται και διαβάζονται περισσότερο από άλλα. Σήμερα, λοιπόν, ημέρα εορτασμού και ορατότητας, θα φωτίσουμε καλύτερα μερικά από αυτά τα «άλλα».
Γράφει η Φανή Χατζή
Το φιλί της γυναίκας αράχνης, Μανουέλ Πουίχ
Αν αναλογιστούμε τη σημασία του βιβλίου για την λατινοαμερικανική λογοτεχνία αλλά και τη φήμη που απέκτησε η ομώνυμη ταινία, το Φιλί της Γυναίκας Αράχνης (μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, Carnivora) δεν έχει διαβαστεί όσο θα έπρεπε. Η σχετικά πρόσφατη έκδοσή του, μάλιστα, είναι άκρως δελεαστική, δεδομένου ότι η μοναδική του μετάφραση έως το 2021 ήταν αυτή που είχε κυκλοφορήσει το 1985, με αφορμή την ταινία και ήταν επί δεκαετίες εξαντλημένη.
Το μυθιστόρημα του Μανουέλ Πουίχ θυμίζει ένα καλοστημένο θεατρικό. Εκτυλίσσεται σε έναν σκηνικό χώρο και είναι κατά βάση διαλογικό. Βρισκόμαστε στο Μπουένος Άιρες, σε ένα κελί φυλακής και το ημερολόγιο δείχνει 1975. Ο κατατρεγμός και οι διώξεις που ο συγγραφέας υπέστη για τις ταυτότητές του έχουν μοιραστεί στους δύο ήρωες του βιβλίου. Ο Βαλεντίν Αρέγκι Πας είναι ένας αντικαθεστωτικός κρατούμενος που συνελήφθη σε μια εργατική απεργία και ο Λουίς Μολίνα, ένας κουίρ άνδρας με το παρατσούκλι «τρελή», ο οποίος καταδικάστηκε για ομοφυλοφιλία και αποπλάνηση ανηλίκου. Και οι δύο είναι θύματα μιας επισταμένης πολιτικής προσπάθειας εξάλειψης της πολιτικής και σεξουαλικής διαφορετικότητας.
Η συνύπαρξή τους και η σταδιακή εγγύτητα που αναπτύσσεται μεταξύ τους αποδεικνύει ότι αυτό που δεν γνωρίζουμε μπορεί τελικά να μας εκπλήξει και ότι η επαφή με το «διαφορετικό» μπορεί να οδηγήσει στην αλληλεγγύη.
Ο Βαλεντίν είναι ιδεαλιστής, ορθολογικός και αρρενωπός. Ο Μολίνα είναι ονειροπόλος, συναισθηματικός, πληθωρικός και αυθόρμητος. Τα ετερώνυμα αυτά πλάσματα όχι απλά έλκονται, αλλά μεταξύ τους αναπτύσσεται ένα συγκινητικό τελετουργικό που υπενθυμίζει την παρηγορητική δύναμη της αφήγησης: ο Μολίνα αφηγείται και αναπαριστά ταινίες που είδε πριν τον εγκλεισμό και ο Βαλεντίν σχολιάζει ενεργά. Η συνύπαρξή τους και η σταδιακή εγγύτητα που αναπτύσσεται μεταξύ τους αποδεικνύει ότι αυτό που δεν γνωρίζουμε μπορεί τελικά να μας εκπλήξει και ότι η επαφή με το «διαφορετικό» μπορεί να οδηγήσει στην αλληλεγγύη. Πάνω από όλα το βιβλίο είναι ένας ύμνος στην ελευθερία και τον ελεύθερο νου που βρίσκει τρόπους να δραπετεύει διαρκώς.
Αληθινή ζωή, Μπράντον Τέιλορ
Μολονότι ο Μπράντον Τέιλορ έχει εξελιχθεί σε έναν από τους πιο λαμπρούς Αμερικανούς συγγραφείς της γενιάς του, στη χώρα μας δεν τον γνωρίζουμε καλά. Το πρωτόλειό του, Αληθινή Ζωή (μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, Κάκτος), αν και βρέθηκε στη βραχεία λίστα για το Βραβείο Μπούκερ του 2020 και δεν άργησε να μεταφραστεί στα ελληνικά, διαβάστηκε από λίγους.
Ο Γουάλας είναι ένας μαύρος μεταπτυχιακός φοιτητής βιοχημείας που προσπαθεί να αντεπεξέλθει στους εξαντλητικούς ρυθμούς και τη λευκή μεροληψία της Ακαδημίας, ενόσω αναζητά τρυφερότητα εντός μίας κοινότητας φίλων και συνεργατών. Πέρα από την «έλλειψη λευκότητας» που αντιλαμβάνεται σαν μια μόνιμη τροχοπέδη, ο Γουάλας είναι και γκέι, φτωχός, κακοποιημένος και εύσωμος, μια διασταύρωση ταυτοτήτων που καλλιεργούν διαρκώς την αίσθηση του μη ανήκειν.
Ταυτόχρονα, δημιουργεί μια υπόκωφη ερωτική ατμόσφαιρα, εστιάζοντας σε σώματα που φέρουν τραύματα, αλλά εξακολουθούν να επιθυμούν και να διεκδικούν.
Σε αυτό το κάμπους νόβελ, ο συγγραφέας και ερευνητής Τέιλορ φωτίζει τους υπόκωφους τρόπους με τους οποίους ο ρατσισμός υπεισέρχεται ακόμα και στις πιο προοδευτικές κοινότητες και μετουσιώνει σε λέξεις την αίσθηση του ανεπούλωτου τραύματος. Ταυτόχρονα, δημιουργεί μια υπόκωφη ερωτική ατμόσφαιρα, εστιάζοντας σε σώματα που φέρουν τραύματα, αλλά εξακολουθούν να επιθυμούν και να διεκδικούν. Όλα αυτά ενώ παράλληλα καυτηριάζει την επιδίωξη της «αληθινής ζωής», μιας κατασκευασμένης έννοιας που μας κάνει να περνάμε τη ζωή μας από τεστ «αυθεντικότητας» για να δικαιολογήσουμε αυτό το αίσθημα του ασταθούς που κατακλύζει τις ζωές μας.
Αυτά λοιπόν με τη Σάρα, Πολίν Ντελαμπρουά-Αλλάρ
Το 2020 ήταν η χρονιά που τα ράφια των ελληνικών βιβλιοπωλείων υποδέχτηκαν για πρώτη φορά μεταφράσεις συγγραφέων όπως η Μπερναντίν Εβαρίστο, η Μάγκι Νέλσον και η Λίζα Ταντέο, ενώ οι εκδόσεις Μεταίχμιο συνέστησαν εκ νέου την Ανί Ερνώ στο ελληνικό κοινό με ανανεωμένες εκδόσεις. Το ολιγοσέλιδο πρωτόλειο μιας άγνωστης Γαλλίδας συγγραφέως, λοιπόν, ήταν καταδικασμένο, δυστυχώς, να περάσει απαρατήρητο.
Το Αυτά λοιπόν με τη Σάρα (μτφρ. Σταύρος Παπασταύρου, Πατάκης) είναι το χρονικό μιας σχέσης ανάμεσα στην αφηγήτρια, χωρισμένη μητέρα ενός κοριτσιού και τη γυναίκα που ερωτεύεται κεραυνοβόλα, την αντισυμβατική βιολίστρια Σάρα. Η εμμονική λατρεία που αποκτά η αφηγήτρια με το αντικείμενο του πόθου της ανάγει τη Σάρα σε ένα βάθρο αντίστοιχο με αυτό της Κάρολ (μτφρ. Θoδωρής Τσαπακίδης, εκδ. Μεταίχμιο) στο ομώνυμο βιβλίο. Σε αντίθεση όμως με το κλασικό έργο της Χάισμιθ, η Σάρα είναι ένας αμφιλεγόμενος χαρακτήρας, με πολλές γκρίζες ζώνες και ελαττώματα.
Η Πολίν Ντελαμπρουά-Αλλάρ δεν φείδεται σαρκικότητας και τολμηρών σεξουαλικών περιγραφών.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου το σκηνικό αλλάζει εντελώς. Ένα αναπάντεχο γεγονός χωρίζει τις δύο γυναίκες και σπρώχνει την αφηγήτρια σε έναν συναισθηματικό βούρκο. Η Πολίν Ντελαμπρουά-Αλλάρ δεν φείδεται σαρκικότητας και τολμηρών σεξουαλικών περιγραφών. Αυτό το χαρακτηριστικό σε συνδυασμό με την απλότητα της γλώσσας, τις απότομες προτάσεις, τις επαναλήψεις και τα σύντομα κεφάλαια έκαναν τον Guardian να το συγκρίνει με το Written on the body της Τζανέτ Γουίντερσον.
Οι αχώριστες, Σιμόν ντε Μποβουάρ
Οι Αχώριστες (μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, Ψυχογιός) είναι μια ιστορία που η Σιμόν ντε Μποβουάρ ενσωμάτωσε στην αυτοβιογραφία της, Οι αναμνήσεις μιας καθωσπρέπει κόρης, και δεν την εξέδωσε ποτέ αυτοτελώς. Χάρη στην τελευταία της σύντροφο και κληρονόμο της, Σιλβί Λε Μπον ντε Μποβουάρ, οι Αχώριστες τυπώθηκαν για πρώτη φορά το 2020 και μεταφράστηκαν άμεσα. Ωστόσο, το βιβλίο δεν προκάλεσε τον αντίστοιχο σάλο όπως, παραδείγματος χάριν, το αδημοσίευτο κείμενο του Μάρκες φέτος.
Οι αχώριστες είναι η Σιλβί και η Αντρέ, λογοτεχνικά προσωπεία που εφευρίσκει η Μποβουάρ για την ίδια και την παιδική της φίλη Ελιζαμπέτ (Ζαζά) αντίστοιχα. Γνωρίζονται στο αυστηρό καθολικό σχολείο θηλέων στο οποίο φοιτούν και σχηματίζουν ένα δεσμό φιλίας που θα αντέξει στο χρόνο, ακόμα και όταν οι δυο τους θα είναι συμφοιτήτριες στη Σορβόνη. Η Σιλβί όμως αναπτύσσει πιο έντονα συναισθήματα για τη φίλη της, την ερωτεύεται. Κυριευμένη από ένα πάθος που έχει την αθωότητα της ηλικίας αλλά και τη σοβαρότητα της επιθυμίας, ενάντια στα συμβατικά και συντηρητικά στερεότυπα της εποχής της, προσπαθεί να διαχειριστεί την ξαφνική αλλαγή στο σώμα και τη σκέψη της.
Η σεξουαλική αφύπνιση της Σιλβί, ίδιον των ιστοριών ενηλικίωσης, συνοδεύεται από μια πρόωρη υπαρξιακή αφύπνιση.
Ο θαυμασμός, ο σεβασμός και η συγκίνηση που προκαλεί το ανυπότακτο πνεύμα της Αντρέ στη Σιλβί μεταμορφώνονται γρήγορα σε ένα απερίγραπτο συναίσθημα, το οποίο η ερωτευμένη νεαρή δε μπορεί να κατονομάσει. Η σεξουαλική αφύπνιση της Σιλβί, ίδιον των ιστοριών ενηλικίωσης, συνοδεύεται από μια πρόωρη υπαρξιακή αφύπνιση. Σε αυτή την εκ πρώτης όψεως γλυκόπικρη ρομαντική ιστορία υποφώσκει η αποδόμηση του αστικού καθολικισμού και η αποδοκιμασία του καθωσπρεπισμού, που απασχόλησαν και μεταγενέστερα την Μποβουάρ.
Η κοιλιά του γαϊδάρου, Αντρέα Αμπρέου
Η Κοιλιά του γαϊδάρου (μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, Carnivora), που διαβάστηκε αρκετά για τα δεδομένα ενός μικρού εκδοτικού οίκου, αλλά αξίζει να διαβαστεί ακόμα περισσότερο, μιλάει για δύο άλλες «αχώριστες» κοπέλες που μεγαλώνουν στις αρχές του 20ου αιώνα σε ένα ορεινό χωριό των Κανάριων Νήσων. Όπως και στο βιβλίο της Μποβουάρ, υπάρχει και εδώ μια ετεροβαρής σχέση, η ανώνυμη αφηγήτρια με το παρατσούκλι “Shit” εκδηλώνει το θαυμασμό της για ένα συνομήλικό της κορίτσι, την Ισόρα.
Εδώ, όμως, σταματάνε τα κοινά των δύο βιβλίων. Σε αντίθεση με τη ρομαντικοποιημένη απεικόνιση της προεφηβικής ηλικίας των κοριτσιών, η Αμπρέου αποτυπώνει αυτή την ηλικία με έναν πολύ ρεαλιστικό τρόπο, εστιάζοντας στις σωματικές μεταβολές και διεργασίες. Τα δύο κορίτσια ζουν στους πρόποδες του ηφαιστείου, μέσα σε ένα κλίμα υγρασίας και ομίχλης, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος, μια ντόπια έκφραση που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη συγκέντρωση νεφών σε χαμηλό ύψος. Ο αναβρασμός που υποδηλώνει το σύμβολο του ηφαιστείου είναι ταιριαστός για αυτά τα δύο κορίτσια των οποίων το αίμα βράζει.
Η σεξουαλική αφύπνιση και εξερεύνηση των δυνατοτήτων του σώματος δίνεται μέσα από έναν λόγο άμεσο, προκλητικό, ερωτικά φορτισμένο και η κοριτσίστικη φιλία που ακροβατεί ανάμεσα στην αγάπη, τη ζήλια, την λατρεία και το θαυμασμό...
Με μια γραφή ζωντανή, που ενσωματώνει άλλοτε την παιδική οπτική γωνία και άλλοτε την ώριμη αποστασιοποιημένη ματιά, η Αμπρέου, που έγραψε αυτό το βιβλίο μόλις στα 25 της χρόνια, καταπιάνεται με τα προβλήματα της προεφηβικής ηλικίας. Η σεξουαλική αφύπνιση και εξερεύνηση των δυνατοτήτων του σώματος δίνεται μέσα από έναν λόγο άμεσο, προκλητικό, ερωτικά φορτισμένο και η κοριτσίστικη φιλία που ακροβατεί ανάμεσα στην αγάπη, τη ζήλια, την λατρεία και το θαυμασμό αποτελεί τη βάση για τη χαρτογράφηση αυτού του κουίρ bildungsroman.
Το αόρατο μισό, Μπριτ Μπένετ
Όταν το 2021 κυκλοφόρησε το Αόρατο μισό (μτφρ. Κάλλια Παπαδάκη, Παπαδόπουλος) στην Ελλάδα, το αναγνωστικό κοινό μάλλον το υποδέχτηκε με επιφυλακτικότητα. Το γεγονός ότι για εκείνη τη χρονιά είχε ανακηρυχθεί βιβλίο της χρονιάς στο Goodreads και ήταν best seller των New York Times το ταύτισε με κάτι εμπορικό παρά ποιοτικό. Εκείνο το καλοκαίρι διαβάστηκε αρκετά αλλά έκτοτε δεν έγινε ποτέ λόγος γι’ αυτό, ούτε συμπεριλήφθηκε σε παρόμοιες λίστες. Ίσως ήρθε η στιγμή να αποκατασταθεί αυτή η αδικία.
Το δεύτερο βιβλίο της νεαρής Μπριτ Μπένετ παρακολουθεί τη ζωή και τη γενεαλογία δύο μαύρων διδύμων, της Στέλλα και της Ντεζιρέι που γεννήθηκαν σε μια φανταστική κωμόπολη, το Μάλαρντ. Σε αυτή την κουκίδα του χάρτη του αμερικανικού νότου ζουν μόνο ανοιχτόχρωμοι μαύροι που παντρεύονται ενδοκοινοτικά, ώστε από γενιά σε γενιά η απόχρωση του δέρματός τους να γίνεται λευκότερη και η πόλη να διατηρεί τη χρωματική της «καθαρότητα». Οι κοπέλες κάποτε ξεφεύγουν από την πόλη αλλά τα κατάλοιπα εσωτερικευμένου ρατσισμού που τους αφήνει είναι πολλά.
Η Μπένετ εισάγει έναν τρανς χαρακτήρα για να θίξει το ζήτημα της επανεφεύρεσης του εαυτού και του δικαιώματος στην νέα ταυτότητα που έρχεται πάντα με ένα τίμημα, όχι μόνο όσον αφορά τη φυλετική του διάσταση, αλλά και την έμφυλη.
Οι βασικές πρωταγωνίστριες του βιβλίου είναι αυτές οι δύο αδερφές που επιχειρούν αρκετά ετεροκανονικές ζωές. Η μία αποδέχεται τις ρίζες της και παντρεύεται έναν σκουρόχρωμο άνδρα, ενώ η άλλη επιδιώκει μια καινούρια ζωή, προσποιούμενη τη λευκή. Στο γενεαλογικό δέντρο αυτών όμως υπάρχουν κουίρ χαρακτήρες που χαίρουν σωστής αναπαράστασης. Η Μπένετ εισάγει έναν τρανς χαρακτήρα για να θίξει το ζήτημα της επανεφεύρεσης του εαυτού και του δικαιώματος στην νέα ταυτότητα που έρχεται πάντα με ένα τίμημα, όχι μόνο όσον αφορά τη φυλετική του διάσταση, αλλά και την έμφυλη. Ένα βιβλίο που αναμετράται με τις διακρίσεις και θέτει τη διαφορετικότητά του στο επίκεντρο αξίζει να διαβαστεί και, γιατί όχι, να έχει μια «δεύτερη ευκαιρία» για να το ανακαλύψουμε.
Τσίνα Άιρον, Γκαμπριέλα Καμπεσόν Κάμαρα
Χρονικά περιορισμένη σε ένα καλοκαίρι ήταν και η επιτυχία του Οι περιπέτειες της Τσίνα Άιρον (μτφρ. Άννα Βερροιοπούλου, εκδ. Καστανιώτη), το οποίο διαβάστηκε κυρίως την περίοδο της επίσκεψης της συγγραφέως του, Γκαμπριέλα Καμπεσόν Κάμαρα στην Αθήνα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ ΛΕΑ. Το φετινό pride μας δίνει την τέλεια ευκαιρία να το ξαναθυμηθούμε και να το βάλουμε στην αναγνωστική μας λίστα.
Η Κάμαρα ανασκευάζει το διασημότερο έπος της αργεντίνικης λογοτεχνίας Οι Περιπέτειες του Μάρτιν Φιέρο του Χοσέ Ερνάντες, ανυψώνοντας τη δεκατετράχρονη σύζυγο του Μάρτιν Φιέρο, Τσίνα, σε πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια. Η ανήλικη Τσίνα που συνελήφθη σαν ηρωίδα τον 19ο αιώνα χειραφετείται μέσα από τη φεμινιστική γυναικεία πένα του 21ου αιώνα. Ως τέτοια, διαθέτει την πυγμή και το θάρρος ενός μικρού κοριτσιού έτοιμου για περιπέτειες, αλλά ταυτόχρονα αφήνει πίσω της τις μαρτυρικές αναμνήσεις της κακοποίησής της. Αυτή και η Σκωτσέζα Λιζ ταξιδεύουν για «Τα Ινδιάνικα Εδάφη» προς αναζήτηση των συζύγων τους, που στρατολογήθηκαν βίαια από τον εθνικό στρατό.
Η Τσίνα ακούει στην προσφώνηση good boy και ταυτόχρονα νιώθει άνετα μέσα στα ρούχα μιας lady.
Στο οδοιπορικό αυτό η Τσίνα μεταμορφώνεται, ανακαλύπτει την σεξουαλικότητά της, αποκτά επίγνωση του εαυτού της και δημιουργεί τον δικό της τόπο, επιλέγοντας η ίδια τα μέλη της οικογένειάς της, την κοκκινομάλλα ερωμένη της, τον σκυλάκο της, Αστέρη, και σύντομα τον γκάουτσο Ροζάριο. Ο μικρός αυτός κύκλος ανθρώπων της επιτρέπει να πειραματιστεί με το φύλο της. Η Τσίνα ακούει στην προσφώνηση good boy και ταυτόχρονα νιώθει άνετα μέσα στα ρούχα μιας lady. Το τέλος της Κάμαρα, γεμάτο μέθη και ερωτισμό, πολυσυντροφική συνύπαρξη και ρευστά όρια σεξουαλικότητας και φύλου, προσφέρει μια μη ετεροκανονική και πλουραλιστική εναλλακτική για τη δημιουργία κοινοτήτων, ένα όραμα για τη διαχείριση της διαφορετικότητας και μια ηχηρή έκκληση για ορατότητα και συμπερίληψη.
Θάνατος του Βιβέκ Ότζι, Ακουέκε Εμέζι
Μολονότι είχαμε συμπεριλάβει το Ο θάνατος του Βιβέκ Ότζι (μτφρ. Βίβιαν Στεργίου, εκδ. Στερέωμα) και στη λίστα με τα καλύτερα κουίρ βιβλία για το 2023, η επανάληψη είναι μήτηρ μαθήσεως στις περιπτώσεις της καλής λογοτεχνίας. Όσοι δεν εμπιστεύτηκαν πέρσι το Ακουέκε Εμέζι έχασαν την ευκαιρία να γνωρίσουν έναν από τους πιο ιδιαίτερους λογοτεχνικούς ήρωες, τον Βιβέκ Ότζι, που ασφυκτιά στα στενά περιθώρια της δυαδικής θεώρησης του φύλου και ξεγλιστρά διαρκώς από αυτά.
Η αφηγηματική φωνή στο εναρκτήριο κεφάλαιο μας καλεί να φανταστούμε αυτή την ιστορία σαν «μια σειρά φωτογραφίες παλιάς κοπής» και η εικονοπλαστική μαεστρία του Εμέζι καθιστά εύκολο να ακολουθήσουμε αυτή την παρότρυνση. Μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες και μια σπειροειδή γραφή που ξεδιπλώνεται σταδιακά αλλά επιστρέφει στο γεγονός του θανάτου έρχεται στο φως η ιστορία της ζωής του Βιβέκ. Το μυστήριο του θανάτου του θα διατηρηθεί μέχρι τέλους, ενώ ο πρωταγωνιστής της ιστορίας θα πάρει τον “λόγο” σε λίγα πλην σημαντικά στιγμιότυπα-κεφάλαια.
Το Εμέζι εκφράζει μέσα από τον δημόσιο λόγο του αλλά και με τα βιβλία του μια δυσπιστία ως προς τα όρια που το σώμα υποδεικνύει για τον αυτοπροσδιορισμό μας.
Το Εμέζι εκφράζει μέσα από τον δημόσιο λόγο του αλλά και με τα βιβλία του μια δυσπιστία ως προς τα όρια που το σώμα υποδεικνύει για τον αυτοπροσδιορισμό μας. Αυτή η μεθοριακότητα που έγινε ταυτότητα προσδιορισμού για αυτό, εμπεριέχεται στη γραφή του. Η γραφή του αποτυπώνει αυτό που βρίσκεται ανάμεσα στο πένθος και τον εορτασμό μιας νέας ζωής, ανάμεσα στην πατριαρχική συντηρητική οικογένεια και την ανάδυση νέων οικογενειών, ανάμεσα στην επισφάλεια και την ελπίδα για το μέλλον.
*Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι μεταφράστρια, απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Αγγλικών και Αμερικανικών Σπουδών.