Του Γ. Ν. Περαντωνάκη
Ο Μένης Κουμανταρέας δεν υιοθετεί αφειδώς μοντερνιστικές πρακτικές, όπως επιχείρησαν πολλοί συνομήλικοί του στις πρώτες μεταπολεμικές γενιές, και δεν καταφεύγει συχνά σε αφηγηματικούς πειραματισμούς ή ρηξικέλευθες τεχνικές. Η γραφή του είναι ρεαλιστική, με έμφαση στο μικροαστικό, με γραμμική πορεία, που σπάνια στρέφεται απότομα σε πιο ριψοκίνδυνες καμπές, και με μια γλώσσα στρωτή, ακριβή, χωρίς αναγωγές και καταγωγές σε στοχασμούς ή σε ρητά δεδηλωμένα συναισθήματα.
Όλα αυτά θα έκαναν ίσως την ανάγνωση αδιάφορη, εξαιτίας κυρίως της μονοεπίπεδης υφής πολλών κειμένων τού συγγραφέα, όπως θα συνέβαινε και στη “Φανέλα με το εννιά”, αν δεν υπήρχε αυτή η ολοζώντανη μορφή τού Μπιλ να αλωνίζει σε όλο το έργο. Το μυθιστόρημα πρωτοδημοσιεύτηκε το 1986 (ενώ το 2012 επανεκδόθηκε) και δύο χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του γυρίστηκε ταινία από τον Παντελή Βούλγαρη με πρωταγωνιστή τον Στράτο Τζώρτζογλου. Η αφήγηση με μηδενική οπτική γωνία παρακολουθεί από πολύ κοντά (τόσο κοντά που ενίοτε φτάνει στα όρια της εσωτερικής εστίασης) τον Μπιλ, κατά κόσμον Βασίλη Σερέτη, στη μικρή του άνοδο και στην πτώση του στους χώρους τού ποδοσφαίρου.
Σχεδόν από την αρχή, αλλά και σταδιακά σε όλο το έργο, η μορφή τού πρωταγωνιστή πλάθεται, ολοκληρώνεται, παίρνει σάρκα και οστά σε τέτοιο βαθμό αληθοφάνειας, που πείθει απόλυτα για το διογκωμένο εγώ του και την απίστευτη θέλησή του να πετύχει, χωρίς όμως να θέλει ή να μπορεί να θυσιάσει τον εγωισμό του στον ανώτερο στόχο του. Ξεκινά ως ποδοσφαιρικό ταλέντο που κλιμακωτά αναγνωρίζεται και φτάνει στα όρια της Εθνικής Ελπίδων. Λαϊκό παιδί, που δούλευε πριν σε συνεργείο, πεπεισμένο όμως για την αξία του φεύγει για τη Θεσσαλονίκη όπου παίζει πρώτη φορά σε ομάδα, μετά στον Βόλο κι έπειτα πάλι στην Αθήνα.
Η δεκαετία του ’80 αποτελεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο καδράρεται η περίπτωση του ανερχόμενου φτωχόπαιδου, που βλέπει ευκαιρίες για γρήγορη άνοδο και εύκολο πλουτισμό, αλλά και της μικροαστικής νοοτροπίας τού Έλληνα που δεν μπορεί να ξεφύγει από τον ευάλωτο εαυτό του και να αξιοποιήσει το ταλέντο του. Οι αστικές γειτονιές, ο μουτζούρης που ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη, το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο στο χώμα με όλο το παρασκήνιο, τα μπαράκια και η ντίσκο, τα φτηνά ξενοδοχεία, οι γκόμενες, τα ουίσκι, το κάπνισμα και πάνω απ’ όλα η μεγάλη ζωή που φαίνεται να ανοίγεται σε όποιον καταφέρει να …αξιοποιήσει τις ευκαιρίες. Αν εξαιρέσει κανείς την πραγματολογική αστοχία που θέλει τον χώρο του ποδοσφαίρου να είναι πολύ αξιοκρατικός και την ατομική αξία να προβάλλεται ως βασική παράμετρος της ανόδου, η δεκαετία του ’80 παίρνει στο μυθιστόρημα τα ακριβής της όρια.
Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ενδεικτικός μιας εκ των ένδον σαπισμένης κοινωνίας. Φιλόδοξος, πεισματάρης, αποφασιστικός, με αγάπη για την μπάλα, τις γυναίκες και την πλούσια ζωή που θα ήθελε να κατακτήσει, αλλά συνάμα εγωκεντρικός, απείθαρχος, ξεροκέφαλος, αψίκορος, αριβίστας που δεν μπορεί να επαναπαυθεί στο μέτριο, αλλά και δεν έχει την υπομονή και την επιμονή να ανέβει σταδιακά και να χτίσει πάνω στην αξία του.
Ο αναγνώστης θυμώνει όσο βλέπει τον Μπιλ να αυτοκαταστρέφεται. Τον παρακολουθεί να χτίζει πάνω στο ταλέντο του, χωρίς να αποφεύγει τις κακοτοπιές, για τις οποίες μάλιστα όσοι είναι γύρω του και τον νοιάζονται τον είχαν πολλές φορές προειδοποιήσει. Ο αναγνώστης τσαντίζεται, φωνάζει, ωρύεται, καθώς βλέπει τον Σερέτη να χτυπά το κεφάλι του στον τοίχο, ο αναγνώστης αγανακτεί, βράζει, φουρκίζεται που αντιλαμβάνεται τις χαμένες ευκαιρίες, τις αποφάσεις αυτοχειρίας, την κατιούσα πορεία που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει αποφευχθεί.
Ο Μ. Κουμανταρέας έφτιαξε έναν στερεοτυπικό χαρακτήρα, αναμενόμενο από ένα σημείο και μετά στις κινήσεις του, αλλά εξόχως σημαδιακό και κορυφαίο στην ολότητά του, τόσο πειστικό, τόσο βγαλμένο από το οικείο μας περιβάλλον, που οι αναγνώστες νιώθουν ότι αυτός θα μπορούσε να ξεκολλήσει από τις σελίδες και να (ξανα)μπει στην εξωκειμενική ζωή απ’ όπου αποσπάστηκε. Τίθεται σ’ ένα πλέγμα αντιθέσεων, με σημαντικότερη εκείνη με τον αδελφό του, που είναι ανερχόμενος ηθοποιός, πλέγμα μέσα στο οποίο δεν μπορεί να ισορροπήσει, όσο τα ‘θέλω’ και τα ‘πρέπει’ συγκρούονται σε ένα άναρχο εσωτερικό παιχνίδι παρορμήσεων και ορμών. Είναι ο Νεοέλληνας που φάσκει και αντιφάσκει με τον εαυτό του, που μπορεί να κάνει πολλά και μόνος του τα γκρεμίζει: “Εγώ που γύρισα τον κόσμο, ανθρώπους σαν τους Ρωμιούς δε συνάντησα πουθενά. Ικανοί για όλα και για τίποτα” (σελ. 323), λέει ένας δευτερεύων χαρακτήρας που διαβάζει το χέρι τού Μπιλ στην αρχή και στο τέλος τής πορείας του. Ο χώρος τού ποδοσφαίρου γίνεται ο ιδανικός μικρόκοσμος ο οποίος αντικατοπτρίζει το ελεύθερο πεδίο που δίνει στον Έλληνα η ανερχόμενη τότε κοινωνία και την αίσθηση πως η αξία μπορεί να ανεβάσει τον άνθρωπο σε μια εποχή που οι ευκαιρίες είναι καθολικές. Αλλά ο πρωταγωνιστής, όπως κάθε βιαστικός φιλόδοξος και ανερμάτιστος ταλαντούχος, όπως κάθε Έλληνας που δεν μπορεί και δεν θέλει να υποτάξει το ταλέντο του στο πρόγραμμα το οποίο θα του εξασφαλίσει το μέλλον, αυτοχειριάζεται ανήμπορος να υπερβεί το αλαζονικό του εγώ.
Το μυθιστόρημα έτσι κάνει έναν κύκλο, το τέλος ξανασυναντά την αρχή, ο Μπιλ ξαναβρίσκει τον Βασίλη…
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΜΕΝΗ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑ