Για το δοκίμιο του François Ricard «Η λυρική γενιά – Δοκίμιο για τη ζωή και το έργο των πρώτων baby boomers» (μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, επίμ. Λάκης Προγκίδης εκδ. Μάγμα).
Του Γιώργου Δρίτσα
Αποτελεί γεγονός ότι πολλές φορές οι παλαιότερες γενιές θεωρούνται από τους νεότερους ως αυτές που άνοιξαν τον δρόμο προς μια νέα σταδιακή κοινωνική και οικονομική κρίση, προεκτάσεις της οποίας βιώνουμε σήμερα. Αυτός ο ισχυρισμός κρύβει σε πολλές περιπτώσεις μια διάθεση υποτίμησης της γενιάς των Baby Boomers, η οποία πήρε το όνομά της από την απότομη αύξηση του πληθυσμού που σημειώθηκε στις δυτικές κοινωνίες μετά το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τις αρχές της δεκαετίας του 1950.
Tι ισχύει, όμως, στην πραγματικότητα; Υπάρχει χάσμα γενεών ή παράλλαξη κοινών μοτίβων συμπεριφοράς; Ο Ρικάρ κλίνει περισσότερο προς τη δεύτερη άποψη. Σύμφωνα με αυτόν η γενιά των Baby Boomers δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα μιας ραγδαίας αύξησης των γεννήσεων που έμεινε γνωστή ως baby boom, καθώς οι άνθρωποι που βίωσαν τον πόλεμο θέλησαν να αναπαραχθούν ελεύθερα και χωρίς πιέσεις. Είχαν όμως παράλληλα κατά νου να προσφέρουν όσο το δυνατόν περισσότερες ανέσεις στα παιδιά τους, την πρόθεση δηλαδή να προσφέρουν αυτά που στερήθηκαν σε κάποιον άμεσο απόγονό τους, χωρίς αυτό να σημαίνει κάποιο επιβαλλόμενο αναπαραγωγικό πλάνο παρά μια διάθεση επανεκκίνησης της ζωής τους σε έναν νέο κόσμο μεγαλύτερης σιγουριάς.
Η νέα αυτή γενιά των Baby Boomers είχε βέβαια τους πρωτεργάτες της, που δεν ήταν άλλοι από όσους ανήκαν στη Λυρική Γενιά. Ο Ρικάρ τούς ονομάζει έτσι καθώς χαρακτηρίζονταν από έντονη λυρικότητα, στον τρόπο που έβλεπαν τον κόσμο ως ένα μέρος σε διαρκή κίνηση, γεμάτο ευκαιρίες και δίχως δυστυχίες, παρά τις δυσκολίες που βίωσαν αρχικά. Επίσης, αποτελούσαν μια γενιά που αγαπούσε πολύ τον εαυτό της, απορρίπτοντας το παρελθόν και θεωρώντας την ίδια σαν τον παρόν και το μέλλον του κόσμου. Πολλοί από αυτούς ήταν πρωτότοκοι και σε μεγάλο ποσοστό οι γονείς τους δεν θέλησαν να κάνουν άλλα παιδιά, ώστε να μην τους στερήσουν το οτιδήποτε.
[Οι baby boomers] αποτελούσαν μια γενιά που αγαπούσε πολύ τον εαυτό της, απορρίπτοντας το παρελθόν και θεωρώντας την ίδια σαν τον παρόν και το μέλλον του κόσμου. Πολλοί από αυτούς ήταν πρωτότοκοι και σε μεγάλο ποσοστό οι γονείς τους δεν θέλησαν να κάνουν άλλα παιδιά, ώστε να μην τους στερήσουν το οτιδήποτε.
Η νεανική περίοδος της γενιάς, η περίοδος μετά το 1960, βρίσκει τη Λυρική Γενιά σε μια κατάσταση ευνοημένης, μετα-εφηβικής νεότητας. Πιο συγκεκριμένα, ο σταδιακός κορεσμός της αγοράς και η στήριξη από γονείς και θεσμικούς φορείς είχε ως αποτέλεσμα την παράταση των σπουδών, στις οποίες είχε πλέον πρόσβαση μεγαλύτερος αριθμός νέων σε σύγκριση με το παρελθόν, και κατά συνέπεια μια σχετική καθυστέρηση στην ενηλικίωση.
Αυτή η γενικευμένη διάθεση πριμοδότησης της νεολαίας γέννησε σε αυτήν ένα αίσθημα «ελαφρότητας» για τον κόσμο και τη ζωή, την αίσθηση πως όλα ήταν ένα ατελείωτο φεστιβάλ μέσα στο οποίο η χαρά και η γενικότερη συναισθηματική έξαψη αποτελούσαν τον κανόνα. Ένα αίσθημα που από τη μία πριμοδοτούσε την πίστη στην αυταξία των Boomers, ενώ από την άλλη την υπονόμευε, αφού ελλείψει σταθερού σημείου αναφοράς, τα πάντα έχαναν το νόημά τους.
Αυτό που έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι το πώς η Λυρική Γενιά εξέφρασε, ακόμη και στην ωριμότητά της, περισσότερο από κάθε άλλη γενιά τη νεωτερικότητα και το μοντέρνο στοιχείο.
Παρά ταύτα, αυτή η διχοστασία δεν καθυστέρησε την καλλιέργεια εκ μέρους των εκπροσώπων της λυρικής νεολαίας μιας εμφυλιοπολεμικής πολεμικής απέναντι σε οτιδήποτε θύμιζε ηλικιωμένο, παλιό ή άλλης γενιάς. Αυτό οφειλόταν σε ένα δεύτερο συναίσθημα, το οποίο συνδεόταν με το συναίσθημα της ελαφρότητας του κόσμου και δεν ήταν άλλο από την αίσθηση της «κεντρικότητας», δηλαδή της πίστης ότι τα πάντα περιστρέφονταν γύρω από αυτούς. Αυτό το συναίσθημα γέννησε με τη σειρά του έναν ναρκισσισμό του πλήθους, μια υπερεκτίμηση της ομάδας των συνομηλίκων και των ατόμων της ίδιας γενιάς. Έτσι, το να ανήκουν σε ένα συλλογικό «εμείς» έγινε καθοριστικό για τον αυτοπροσδιορισμό τους, ιδωμένος όμως μέσα από μια ομοιόμορφη αλλά ταυτόχρονα ρευστή λυρική ταυτότητα.
Σε αυτό το σημείο εισερχόμαστε στο πιο σημαντικό σημείο του δοκιμίου του Ρικάρ. Συγκεκριμένα, εισερχόμαστε στο στάδιο της ωρίμανσης ή, για να το προσδιορίσουμε καλύτερα, στην εποχή των πράξεων, των αποφάσεων, των γεγονότων και των απτών έργων της Λυρικής Γενιάς, δηλαδή στην εποχή μετά το 1975, όταν άρχισε να παίρνει τα ηνία της κοινωνίας από την προηγούμενη προπολεμική γενιά.
Αυτό που έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι το πώς η Λυρική Γενιά εξέφρασε, ακόμη και στην ωριμότητά της, περισσότερο από κάθε άλλη γενιά τη νεωτερικότητα και το μοντέρνο στοιχείο. Αυτό το τελευταίο, ως μια φιλοσοφική και πολιτική στάση προς απελευθέρωση από οτιδήποτε θύμιζε το παρελθόν, δεν προσιδίαζε πάντοτε σε μια άμεση ρήξη με τα καθεστηκότα ούτε σε αντικατάστασή τους με κάτι δομημένο ή διαφορετικό· και αυτό διότι οι εκφραστές του επικεντρώνονταν, κατά καιρούς, περισσότερο σε μια κατάσταση αυτοαναφορικότητας, θεωρητικοκεντρικής επανάληψης ιδεών και τέλος, εν μέρει, αντιδραστικής αντιπαλότητας με οποιαδήποτε προϋπάρχουσα πολιτισμική νόρμα της Δύσης, χωρίς όμως να δομήσουν, κατά τον συγγραφέα, την αναγκαία αντιπρόταση.
Βέβαια, όλα αυτά οδήγησαν σε μια κατάσταση χειμέριας νάρκης της πολιτικής, η οποία έχασε κάθε νόημα, και μαζί με αυτήν υποτιμήθηκε το κράτος, ως το σταθεροποιημένο θεσμικά πολιτικοκοινωνικό πλέγμα των όποιων ανθρώπινων σχέσεων, αφού πλέον εξέφραζε τα συμφέροντα και τις ανάγκες ατόμων-ιδιωτών κι όχι τα θέλω ενεργών πολιτών. Το κράτος ήταν φυσικό, υπό τέτοιες συνθήκες, να γίνεται ολοένα και πιο γραφειοκρατικό και απρόσωπο, όπως και η –πλέον– μικροπολιτική εξουσία που αυτό ασκεί. Μια κατάσταση που, κατά τον συγγραφέα, έχει προεκτάσεις μέχρι και στη σημερινή πολιτικοκοινωνική κατάσταση της Δύσης.
Κλείνοντας, η παρατήρηση του στοχαστή ότι αυτό το λυρικό πνεύμα διαπνέει τις γενεές που ακολούθησαν, φθάνοντας μέχρι και τη γενιά του ’90, είναι πολύ σημαντική διαπίστωση που απορρίπτει κάθε διάθεση αναζήτησης κάποιου φταίχτη, όπως αντίστοιχα και κάθε ψυχολογική ανάγκη εύρεσης, οποιαδήποτε μορφής, Γης της Εδέμ σε προηγούμενες δεκαετίες και περιόδους. Βέβαια, κάθε παρουσιαζόμενο ζήτημα έχει δύο πλευρές και είναι αλήθεια ότι οι πολιτικές αλλαγές που έφερε μαζί της η Λυρική Γενιά, εναντίον της κοινωνικής συντήρησης και της θρησκευτικής οπισθοδρόμησης των προηγούμενων ετών, αποτέλεσε, όντως, ένα πολύ θετικό γεγονός, που πρέπει όλες οι σύγχρονες γενιές να θυμούνται με ευγνωμοσύνη.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΡΙΤΣΑΣ είναι απόφοιτος του Τμήματος ΦΠΨ της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και του ΠΜΣ «Φιλοσοφία» του ΕΚΠΑ, με ειδίκευση στην Ιστορία της Φιλοσοφίας και των Ιδεών.