
Τα τελευταία χρόνια, η κουίρ λογοτεχνία έχει ανανεωθεί με σύγχρονους εκπροσώπους όπως ο Όσεαν Βουόνγκ ή η Κάρμεν Μαρία Ματσάδο. Εάν αναζητούσαμε, όμως, τις βάσεις ενός κουίρ λογοτεχνικού Κανόνα θα έπρεπε να πάμε πιο πίσω, σε κάποια βιβλία καθοριστικά για την ομοερωτική λογοτεχνία αλλά και για τη λογοτεχνία γενικότερα.
Γράφει η Φανή Χατζή
Επιλέχτηκαν βιβλία που έχουν μεταφραστεί έστω μία φορά στα ελληνικά, ακόμα και αν έχουν εξαντληθεί, γιατί αξίζει να τα αναζητήσετε.
Το Νυχτοδάσος (μτφρ: Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Gutenberg) της Τζούνα Μπαρνς, που παρακολουθεί ένα γυναικείο ερωτικό τρίγωνο την περίοδο του μεσοπολέμου στο Παρίσι και τη Βιέννη, αποτελεί ορόσημο για τη λεσβιακή λογοτεχνία. Παρά τους διθυράμβους που το ακολουθούν από την έκδοσή του (Tζόις, Ντ. Τόμας) και τη διαχρονικότητά του, διατηρεί ένα πολύ εκλεκτό κοινό. Όπως τόνισε ο Τ.Σ. Έλιοτ ο οποίος εξέδωσε το βιβλίο το 1936, μόνο οι λάτρεις της ποίησης μπορούν να το εκτιμήσουν πραγματικά, ενώ η Τζανέτ Γουίντερσον υπογράμμισε χρόνια αργότερα ότι «η ανάγνωσή του είναι κυρίως προνόμιο ακαδημαϊκών και φοιτητών».
Η ιδιαιτερότητά του δεν πρέπει να αναζητηθεί στην πλοκή, εάν αυτή μπορεί να σκιαγραφηθεί με σιγουριά, παρά σε μια σειρά στοιχείων που σαγηνεύουν, από την πειραματική μοντέρνα φόρμα και την πολυσημία του μέχρι τους χειμαρρώδεις μονολόγους του. Παρά τις επεμβάσεις του Έλιοτ για να απαλύνει τις αιχμές του πρωτότυπου κειμένου, το βιβλίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κουήρ με τη σημερινή, πολιτικοποιημένη έννοια του όρου που χαρακτήριζε μάλιστα και τη δημιουργό του: ανένταχτο, εκκεντρικό, περιθωριακό.
Μια γυναίκα με αρρενωπά στοιχεία, ένας άνδρας με θηλυκά, και διάφορα άφυλα σώματα παρελαύνουν στις σελίδες του Νυχτοδάσους διαφεύγοντας την κατηγοριοποίηση. Τα διακυβεύματα του βιβλίου μοιάζουν ερωτικά, ωστόσο, η καταβύθιση στην παρακμή της ερωτικής προδοσίας προκαλεί σύντομα μια δυσοίωνη ατμόσφαιρα ταιριαστή με την περίοδο στην οποία υπεισήρθε η γηραιά ήπειρος στον μεσοπόλεμο. Οι ομοιότητες των ηρώων με την Μπαρνς, τη σύντροφό της, Θέλμα Γουντ, καθώς και με άλλα υπαρκτά πρόσωπα έχουν δώσει στο βιβλίο το χαρακτηρισμό roman à clef. Στον συγγραφικό κύκλο του Παρισίου, στον οποίο είχε ενταχθεί εξάλλου η Μπαρνς, οι «συγκεκαλυμένες» (αυτο)βιογραφίες ήταν συνήθεις.
Μέρος του ίδιου παρισινού κύκλου ήταν και η Αγγλίδα συγγραφέας Ράντκλιφ Χολ, η οποία καθόρισε τη σύγχρονη λεσβιακή πεζογραφία με το Πηγάδι της μοναξιάς (μτφρ. Νίκη Σταυρίδη, εκδ. Κουκκίδα) που εκδόθηκε το 1928. Με έναν καμουφλαρισμένα αυτοβιογραφικό τόνο, η Ράντκλιφ πλάθει τη Στήβεν Γκόρντον, μια μεγαλοαστή Αγγλίδα που μεγαλώνει με ανορθόδοξο για το βιολογικό της φύλο τρόπο και τελικά γίνεται συγγραφέας.
Ο έρωτας ανάμεσα στην Στήβεν και την Μαίρη, πιθανό alter ego της γλύπτριας Ούνα Τρούμπριτζ, συντρόφου της Χολ, οδήγησε στον χαρακτηρισμό του βιβλίου από ένα τοπικό δικαστήριο ως άσεμνου καθώς «υπερασπίζεται αφύσικες πρακτικές μεταξύ γυναικών». Παρά την επίκληση σε διάσημους σεξολόγους της εποχής, η συγγραφέας έχασε τη δίκη και το βιβλίο απαγορεύτηκε επί είκοσι χρόνια στη γενέτειρά της. Η Χολ, ωστόσο, είχε την ηθική ικανοποίηση να δει την απαγόρευση αυτή να γεννά τα αντίθετα από τα επιθυμητά για τους ηθικολόγους αποτελέσματα. Το λεσβιακό βίωμα απέκτησε ορατότητα και η συγγραφέας έλαβε χιλιάδες γράμματα ευγνωμοσύνης από καταπιεσμένες λεσβίες γυναίκες.
Σε αντίθεση με την αντίληψη της ομοφυλοφιλίας ως διαστροφής, η Χολ την αντιμετώπισε ως μια έμφυτη «διαφορά», η οποία στιγματίζει το άτομο σαν το σημάδι του Κάιν. Πολλές μεταγενέστερες συγγραφείς έψεξαν το βιβλίο για την ξεπερασμένη σύνδεση της λεσβιακότητας με τόσο έντονα στοιχεία αυτοενοχής και αυτοαπέχθειας, επισύροντας κατηγορίες ακόμα και για εσωτερικευμένη ομοφοβία. Το αναβλύζον, όμως, αίτημα του βιβλίου για αποδοχή και συμπερίληψη παραμένει αναμφίβολα επίκαιρο.
Και ενώ η Χολ βρισκόταν στο δικαστικό εδώλιο, η Βιρτζίνια Γουλφ έγραφε το βιβλίο που έμελλε να στιγματίσει ανεξίτηλα την κουήρ λογοτεχνία. Ο λόγος για το Ορλάντο (μτφρ: Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Gutenberg), το οποίο έχει τύχει διάφορων εκδόσεων και μεταφράσεων στα ελληνικά με την πιο πρόσφατη να είναι αυτή των εκδόσεων Gutenberg στη σημαντική σειρά Aldina. Η επιδραστικότητά του είναι τέτοια που έχει διασκευαστεί σε θεατρικά έργα, με σημαντικότερο αυτό των Robert Wilson και Darryl Pinckney, σε ταινία από την Σάλλι Πόρτερ με την χαρακτηριστική Τίλντα Σουίντον στον πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά έχει εμπνεύσει και αρκετούς νεότερους συγγραφείς που έγραψαν παραλλαγές του.
H Γουλφ αποτυπώνει το φύλο με τέτοια ρευστότητα όση θα ταίριαζε σε ένα πολύ πιο σύγχρονο αφήγημα. Ο Ορλάντο είναι ένας νεαρός άνδρας ευγενικής καταγωγής, εραστής της βασίλισσας Ελισάβετ Α’, ο οποίος σε μια διπλωματική αποστολή στην Κωνσταντινούπολη μεταμορφώνεται σε γυναίκα. Καμία ιατρική παρέμβαση, τυμπανοκρουσίες ή διαπιστωτικές φράσεις της αλλαγής δεν συνοδεύουν τη φυλομετάβαση. Ο Ορλάντο κοιμάται βαθιά και μερικές μέρες μετά γίνεται η Ορλάντο. Ως γυναίκα πια, επιδίδεται σε διάφορες ερωτικές περιπέτειες, συναντά ποιητές, αλλάζει επαγγέλματα και γίνεται τελικά συγγραφέας.
H ίδια ρευστότητα που χαρακτηρίζει το φύλο χαρακτηρίζει και την αποτύπωση του χωροχρόνου κι έτσι το τέλος του βιβλίου βρίσκει την Ορλάντο μόλις 36 ετών, ενώ έχει βιώσει πάνω από 300 χρόνια ιστορίας. Το μυθιστόρημα είναι αφιερωμένο αλλά και εμπνευσμένο από τη Βίτα Σάκβιλ Γουέστ, ερωμένη και στενή φίλη της Γουλφ, με την οποία, ωστόσο, δεν είχαν την τύχη να συμβιώσουν όπως άλλες σύγχρονές της συγγραφείς.
Το Μωρίς (μτφρ. Νίκος Βουδούρης, εκδ. Καστανιώτη) του Ε.Μ. Φόρστερ είναι η ιστορία ενός νεαρού ομοφυλόφιλου άνδρα που ζει στις αρχές του 20ου αιώνα, τον οποίο η αφήγηση παρακολουθεί από τα πρώτα εφηβικά χρόνια μέχρι τα ύστερα νεανικά του. Αποξενωμένος μέχρι να αρχίσει τις σπουδές του, ο Μωρίς γνωρίζει στο Κέιμπριτζ τον Κλάιβ και οι δυο τους διαμορφώνουν μια σχέση καθοριστική για την επιμόρφωσή του, πλην όμως πλατωνική. Όταν ο Κλάιβ επιλέξει την ετεροκανονική έγγαμη ζωή, ο Μωρίς πληγωμένος βαθιά θα αναζητήσει «θεραπεία» για την ομοφυλοφιλία του, μια διαδικασία που αντανακλά τις απόψεις της εποχής για τη σεξουαλικότητα. Ωστόσο, σύντομα ο έρωτας θα ξαναχτυπήσει την πόρτα του νεαρού.
Το βιβλίο γράφτηκε το 1913-14, ενώ εκδόθηκε το 1971, μόλις τρία χρόνια προτού η Αμερικανική Ψυχιατρική Ένωση αφαιρέσει την ομοφυλοφιλία από τον κατάλογο των ψυχιατρικών διαταραχών και μόλις τέσσερα χρόνια αφότου «αποποινικοποιήθηκε» στην Αγγλία η ομοφυλοφιλία. Ο Φόρστερ, γνωρίζοντας ότι πλησίαζε στο τέλος της ζωής του, έδωσε το βιβλίο στον νεότερο και ανοιχτά ομοφυλόφιλο μαθητευόμενό του, Κρίστοφερ Ίσεργουντ, για να το κάνει ό,τι θέλει, παραδίδοντας σε αυτόν τα όποια πνευματικά δικαιώματα.
Στα χειρόγραφα του Μωρίς βρέθηκε μια σημείωση που ανέφερε «Δημοσιεύσιμο, αλλά αξίζει τον κόπο;». Η μάχη ενάντια στη λογοκρισία, την κοινωνική κατακραυγή, τους δικαστικούς αγώνες που πολλοί συνάδελφοί του είχαν υποστεί ήταν κάτι που ο Φόρστερ δεν τόλμησε να αντιμετωπίσει εν ζωή. Το έργο κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά τον θάνατό του, το 1971, και ο Ίσεργουντ δώρισε όλα τα πνευματικά δικαιώματα στην Αμερικάνικη Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών και συγκεκριμένα υπέρ της χρηματοδότησης ενός ετήσιου βραβείου στο όνομα του Φόρστερ με αποδέκτες νέους Βρετανούς ή Ιρλανδούς συγγραφείς για να ταξιδέψουν στην Αμερική. Ανάμεσα στα ονόματα συγγραφέων που το έχουν λάβει είναι οι Colm Tóibín, David Mitchell και Sally Rooney.
Πέρα από τη συνεισφορά του στην έκδοση του Μωρίς, ο Κρίστοφερ Ίσεργουντ συνέβαλε στην άνθιση της ομοερωτικής λογοτεχνίας και με δικά του έργα. Μετά τα «βερολινέζικα» χρόνια του και τον κόσμο του καμπαρέ που τον καθόρισαν, στο A single man, ο Ίσεργουντ γράφει για το Λος Άντεζελες μέσα από τα μάτια ενός Ευρωπαίου. Στα ελληνικά είχε κυκλοφορήσει με τον τίτλο Ένας άνδρας μόνος σε μετάφραση του Λουκά Θεοδωρακόπουλο από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Ο Τζορτζ Φάλκονερ, ένας μεσήλικας καθηγητής λογοτεχνίας, καταβεβλημένος από την απώλεια του επί χρόνια συντρόφου του, αρχίζει να σχεδιάζει την αυτοκτονία του. Η πλοκή εκτυλίσσεται την τελευταία μέρα της ζωής του Τζορτζ και ο αναγνώστης τον ακολουθεί στις μικρές ιεροτελεστίες της καθημερινότητάς του. Μπορεί το A single man να γράφτηκε το 1962, όμως η απόγνωση ενός ανθρώπου που πενθεί τον σύντροφο της ζωής του παραμένει διαχρονική, ιδίως όταν πρόκειται για άτομα που δεν έχουν το ίδιο δικαίωμα στην οικογένεια όπως όλοι και το πένθος τους είναι συνυφασμένο με τη μοναχικότητα.
Ο Ίσεργουντ, όπως αποκαλύπτουν τα ημερολόγιά του, έγραψε το εν λόγω κατά τη διάρκεια αρκετών χρόνων και θεωρούσε αυτό το πιο ώριμό του έργο. Πέρα από την καταβύθιση στον ψυχισμό ενός γκέι άνδρα, το βιβλίο αυτό αποτελεί και μια πραγματεία στην απώλεια σε όλες τις μορφές της. Η ομώνυμη κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου από τον Τομ Φορντ, ήταν ένα απαράμιλλης αισθητικής κομψοτέχνημα.
Ο Τζέιμς Μπόλντουιν έχει ταυτιστεί συγγραφικά με τη συνεισφορά του στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα και τα μυθοπλαστικά του έργα που αφορούν τη μαυρότητα όπως Το κουαρτέτο του Χάρλεμ ή το Ανέβα στο βουνό να το φωνάξεις, τα οποία κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση του Χρήστου Οικονόμου. Μολονότι ήταν και ο ίδιος ομοφυλόφιλος, το διασημότερο κουήρ βιβλίο του, Το δωμάτιο του Τζοβάνι (μτφρ. Τερέζα Βεκιαρέλλη, εκδ. Μεταίχμιο) δε μιλάει για την μαύρη γκέι εμπειρία, αλλά έχει πρωταγωνιστή έναν λευκό Αμερικανό γκέι άνδρα.
Ο Ντέιβιντ βρίσκεται στο Παρίσι όσο η αρραβωνιαστικιά του ταξιδεύει στην Ισπανία για να αναθεωρήσει τη σχέση τους. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ του μεγάλου αμερικανικού ονείρου που υπαγόρευαν τη δημιουργία οικογένειας, το Παρίσι του 1950 είναι πολύ πιο φιλελεύθερο και προσφέρει στον νεαρό αναρίθμητους πειρασμούς, ο εντονότερος εκ των οποίων αποδεικνύεται ο γοητευτικός Ιταλός Τζοβάνι, μπάρμαν σε γκέι μπαρ. Η ελευθερία αυτή, όμως, όπως και στην περίπτωση του έργου της Μπαρνς, περιορίζεται σε συγκεκριμένες γειτονιές, καταγώγια και δωμάτια σαν αυτό του Τζοβάνι, μια όαση αποδοχής για τον πρωταγωνιστή.
Μολονότι αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της κλασικής γκέι λογοτεχνίας, ο ίδιος ο Μπόλντουιν ισχυρίστηκε σε μια συνέντευξή του το 1980, απόσπασμα της οποίας παρατίθεται στο οπισθόφυλλο, ότι «το βιβλίο δεν αφορά τόσο την οµοφυλοφιλία όσο το τι συµβαίνει όταν είσαι τόσο φοβισµένος, που τελικά δεν µπορείς να αγαπήσεις κανέναν».
Ενδεχομένως το βιβλίο μιας σύγχρονης συγγραφέως που βρίσκεται ακόμα εν ζωή να μπαίνει καταχρηστικά στη συγκεκριμένη λίστα. Όμως Το πορφυρό χρώμα (μτφρ: Αντώνης Καλοκύρης, εκδ. Παπαδόπουλος) της Άλις Γουόκερ κατέκτησε ήδη μια θέση τόσο στον αμερικανικό όσο και στον παγκόσμιο λογοτεχνικό κανόνα. Γραμμένο σε επιστολική μορφή και δοσμένο μέσα από τον ημιεγγράματο λόγο της πρωταγωνίστριας, το Πορφυρό χρώμα καταπιάνεται, μεταξύ άλλων, με το τραύμα, την έμφυλη βία, το θείο και τον λεσβιακό έρωτα.
Η πρωταγωνίστρια, η Σίλι, απευθύνεται στον Θεό για να μοιραστεί μαζί του τα τραγικά συμβάντα της ζωής της, από την κακοποίηση που υφίσταται από τον πατέρα της μέχρι αυτήν του συζύγου της, μίστερ__. Τα γράμματα στον Θεό κάποια στιγμή αντικαθίστανται με εκείνα που στέλνει στην αδερφή της, Νέτι, και οι εξιστορήσεις της βίας δίνουν τη θέση τους στη δειλή εξωτερίκευση τρυφερών συναισθημάτων, όπως αυτό που αναπτύσσει η Σίλι για την Σουγκ Έιβερι, την τραγουδίστρια των μπλουζ και πρώην ερωμένη του μίστερ__.
Από τη στιγμή της έκδοσής του μέχρι και σήμερα, το εν λόγω βιβλίο έχει δεχτεί διάφορα πυρά από τη μαύρη κοινότητα, κυρίως για την ενοχοποίηση των μαύρων ανδρών. Ωστόσο, διαβάζεται σε λέσχες, σχολιάζεται και επανεκδίδεται διαρκώς. Μάλιστα, σχεδόν 40 χρόνια μετά την πρώτη επιτυχημένη διασκευή του για τον κινηματογράφο από τον Στίβεν Σπίλμπεργκ το 1985, η ταινία μεταφέρθηκε εκ νέου στη μεγάλη οθόνη το 2023 υπό τη μορφή μιούζικαλ.
Το 1948, ενώ η Πατρίσια Χάισμιθ εργάζεται ως πωλήτρια, εισέρχεται στο πολυκατάστημα μια μυστηριώδης κυρία, κατάξανθη και εντυπωσιακή, αγοράζει κάτι και φεύγει. Εκείνη τη στιγμή γεννιέται η πρωταγωνίστρια και η ιδέα ενός μυθιστορήματος το γράψιμο το οποίου ξεκινά το ίδιο βράδυ. Τέσσερα χρόνια αργότερα, η Χάισμιθ το εκδίδει με τίτλο Η τιμή του αλατιού και με ψευδώνυμο «Κλερ Μόργκαν». Αυτό το βιβλίο δεν είναι άλλο από το Κάρολ (μτφρ. Θoδωρής Τσαπακίδης, εκδ. Μεταίχμιο).
Η δεκαεννιάχρονη Τερίζ ερωτεύεται την Κάρολ για όλα αυτά τα στοιχεία που δεν έχει η ίδια: αυτοπεποίθηση, ωριμότητα, μόρφωση, κομψότητα. Οι διαφορές τους είναι αυτές που τις φέρνουν κοντά αλλά και η αιτία των μεγαλύτερων συγκρούσεών τους. Το μεγαλύτερό τους κοινό είναι ότι η μία βρίσκει στην άλλη μια διαφυγή από τη συμβατική συντροφική ζωή, η Τερίζ από τον σύντροφό της και η Κάρολ από τον εν διαστάσει σύζυγό της. Η μία ενδυναμώνει την άλλη και διεκδικούν το δικαίωμά τους στην ευτυχία, κάτι πρωτοφανές για την εποχή που γράφτηκε.
Το 1990 το βιβλίο επανεκδίδεται με τον αρχικό τίτλο που είχε σκεφτεί η συγγραφέας, η οποία υπογράφει πλέον με το δικό της όνομα τόσο το βιβλίο όσο και τον επίλογο της έκδοσης. Έγινε γρήγορα σημαντικό ορόσημο για τη λεσβιακή λογοτεχνία, είναι όμως μόλις το 2015 που η ταινία Κάρολ με τις Ρούνι Μάρα και Κέιτ Μπλάνσετ εκτοξεύει τη φήμη του βιβλίου καθιστώντας το γνωστό σε ένα ευρύτερο κοινό.
Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι (μτφρ. Γωγώ Αρβανίτη, εκδ. Μεταίχμιο) είναι το μοναδικό μυθιστόρημα της λίστας στο οποίο δεν γίνεται ευθεία αναφορά σε ομοερωτική επιθυμία. Παρόλα αυτά, κερδίζει τη θέση του επάξια για τρεις κυρίως λόγους.
Ο πρώτος αφορά τον ρόλο που έπαιξε στην προσωπική ζωή του Γουάιλντ, γιατί ήταν το βιβλίο που χρησιμοποιήθηκε εναντίον του στη δίκη του 1895, στην οποία καταδικάστηκε όχι απλά για ομοφυλοφιλία αλλά και για την «επίδειξή της» με αυτό το «σοδομιτικό βιβλίο».
Ο δεύτερος λόγος αφορά την υπόγεια αλλά πολύ έντονη ομοερωτική ατμόσφαιρα που καλλιεργείται στο βιβλίο. Ο νεαρός Ντόριαν, προκειμένου να διατηρήσει τη νεότητά του, πουλάει την ψυχή του. Η φθορά του χρόνου αποτυπώνεται έκτοτε στο πορτρέτο που φιλοτέχνησε γι’ αυτόν ο Μπάζιλ Χόλγουορντ και όχι στο πρόσωπό του. Ο Ντόριαν αρχίζει να επιδίδεται σε διάφορου είδους ηδονές με παραίνεση του Χένρι Γουότον, του εκμαυλιστή φίλου του. Οι περιγραφές του Ντόριαν και των πράξεών του είναι τόσο φιλήδονες και υπαινικτικές που προκάλεσαν σκάνδαλο για την εποχή.
Ο τρίτος, λοιπόν, και σημαντικότερος λόγος συμπερίληψης του βιβλίου στη λίστα είναι γιατί ο Όσκαρ Γουάιλντ με αυτό το βιβλίο έδειξε το δρόμο σε όλους τους άλλους συγγραφείς, υπομένοντας τις βαρύτατες συνέπειες. Το παράδειγμά του έδωσε θάρρος στους μεταγενέστερους αυτού να εξωτερικεύσουν τα συναισθήματά τους τόσο συγγραφικά όσο και στην προσωπική τους ζωή.
Μπορεί η τελευταία επιλογή αυτής της λίστας να απομακρύνεται από τη Δύση, συνομιλεί όμως κι αυτή με τον Γουάιλντ, όπως επισημαίνει η κριτική του περιοδικού WIRED που παρατίθεται στο οπισθόφυλλο και αναφέρεται στο απόφθεγμα του Ιρλανδού συγγραφέα: «Ο άνθρωπος είναι ελάχιστα ο εαυτός του όταν μιλάει για το δικό του πρόσωπο, δώσ’ του όμως μια μάσκα και θα σου πει την αλήθεια». Ο Γιούκιο Μισίμα, Ιάπωνας συγγραφέας και καλλιτέχνης που αυτοκτόνησε στα 45 του χρόνια, στις Εξομολογήσεις μιας μάσκας (μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδ. Άγρα) λέει την αλήθεια.
Στη «σεξουαλική αυτοβιογραφία» του Γιούκιο Μισίμα, αφηγητής είναι ο Κοτσάν, ένα παιδί μικροκαμωμένο και πολύ φιλάσθενο το οποίο, λόγω της υγείας του, μεγαλώνει σε ένα είδος καραντίνας. Στα βιβλία που αποτελούν τη μοναδική του παρέα ξεχωρίζει το ωραίο στις αρρενωπές φιγούρες της Ζαν Ντ’ Αρκ και του Αγίου Σεβαστιανού. Από την εφηβεία, οπότε ερωτεύεται πρώτη φορά ένα μεγαλύτερο αγόρι στο σχολείο του, αρχίζει να αποκρύπτει τα συναισθήματά του και να φοράει διάφορες μάσκες, αυτή ενός άνδρα που επισκέπτεται ένα πορνείο για να ανδρωθεί, αυτή του σπουδαστή της Νομικής και αυτή του συντρόφου της Σονόκο.
Στην αυτοβιογραφία του Μισίμα, η ερωτική επιθυμία ξετυλίγεται μέσα σε ένα πέπλο διαστροφής. Η ιδιαιτερότητά του έγκειται στο ότι οι εξομολογήσεις αφορούν περισσότερο φαντασιώσεις, παρά απτές αναμνήσεις. Όσο ο αφηγητής αποκαλύπτει ορισμένα στοιχεία πίσω από τη μάσκα στους αναγνώστες, προσπαθεί και ο ίδιος να ανακαλύψει τον πραγματικό του εαυτό.
*Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι μεταφράστρια, απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Αγγλικών και Αμερικανικών Σπουδών.