Το τελευταίο διάστημα έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά μυθιστορήματα Ιρλανδών συγγραφέων που έχουν συζητηθεί έντονα. Γιατί μας αρέσει να τους διαβάζουμε; Σε τι μας ταιριάζουν; Τι κοινό βρίσκουμε σ’ αυτούς;
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Αυτό το άρθρο θα μπορούσε να ξεκινήσει με μουσική αντί για κάποια αναφορά σε βιβλίο ή συγγραφέα. Όντως, αυτό το άρθρο θα ξεκινήσει με μουσική. Συγκεκριμένα με το εξομολογητικό τραγούδι του Morrissey «Irish blood, English heart». Υπάρχει σ’ αυτό ένας στίχος που μπορεί και να ορίζει την παραξενιά του νησιού που ενώ μοιάζει ενιαίο, μόνο τέτοιο δεν είναι. «Δεν υπάρχει κανένας στη γη που να φοβάμαι / και κανένα καθεστώς δεν μπορεί να σε αγοράσει ή να με πουλήσει», τραγουδάει ο πρώην frontman των Smiths κι ίσως αυτή η δήλωση (διότι περί τέτοιας πρόκειται) να μας βοηθάει να κατανοήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει με τους Ιρλανδούς και τη χώρα τους.
Κεντρική εικόνα: μπαρ στο Δουβλίνο που έχει πάρει το όνομά του από τον φίλο του Τζέιμς Τζόις John Gogarty. Στο πεζοδρόμιο, όρθιος, ο Ιρλανδός συγγραφέας. |
Λογοτεχνία ζυμωμένη με την Ιστορία
Τους έχουν ονομάσει «Έλληνες του Βορρά» κι αυτή η σύγκριση δεν μπορεί να είναι αμελητέα. Μοιάζουμε σε πολλά κι ας μας χωρίζει η γεωγραφία. Οι Ιρλανδοί κατοικούν σε μια μικρή χώρα, ακόμη χωρισμένη στα δύο. Είναι άνθρωποι γεμάτοι συναίσθημα κι εκρήξεις. Η εξωστρέφειά τους δεν έχει καμία σχέση με το αγγλικό φλέγμα, είναι αυθεντική. Πέραν, όμως, του ευδιάκριτου ταμπεραμέντου, υπάρχει και η ιστορική παρακαταθήκη που ορίζει ακόμη περισσότερο τις ομοιότητες: όπως κι εμείς, έτσι και οι Ιρλανδοί πέρασαν μεγάλες περιόδους αναταραχών (πρόσφατα υπήρξαν κι αυτοί θύματα της κρίσης χρέους), πολέμων και εμφύλιων συγκρούσεων. Η λογοτεχνία τους είναι ζυμωμένη μ’ αυτό το ιστορικό αποτύπωμα.
Το τελευταίο διάστημα έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά μυθιστορήματα Ιρλανδών συγγραφέων που έχουν συζητηθεί έντονα. Να είναι τυχαίο;
Όχι πως συμβαίνει μόνο σε Ιρλανδούς συγγραφείς, αλλά μια απλή συγκριτική μελέτη εύκολα μπορεί να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα πως οι ήρωες που έχουν αναδυθεί από αυτή τη λογοτεχνία είναι αξιομνημόνευτοι και φέρουν πολλά από τα στοιχεία του κοινωνικού φαντασιακού.
Τι ακριβώς συμβαίνει, λοιπόν, με τους Ιρλανδούς; Γιατί μας αρέσει να τους διαβάζουμε; Τι το τόσο κοινό βρίσκουμε σ’ αυτούς; Το τελευταίο διάστημα έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά μυθιστορήματα Ιρλανδών συγγραφέων που έχουν συζητηθεί έντονα. Να είναι τυχαίο;
Η περίπτωση της Κλερ Κίγκαν είναι, όντως, χαρακτηριστική. Το πρώτο της βιβλίο Μικρά πράγματα σαν κι αυτά που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (μτφρ. Μαρτίνα Ασκητοπούλου) κουβαλούσε μεν την αύρα ενός βιβλίου που ήταν υποψήφιο για το βραβείο Booker, αλλά περισσότερο συζητήθηκε για το πώς η συγγραφέας μέσα σε ελάχιστες σελίδες κατάφερνε να ριζώσει μέσα στις λέξεις της το δράμα του πρωταγωνιστή της, Μπιλ Φέρλογκ. Ενός κοινού, καθημερινού ανθρώπου, ο οποίος δεν καλείται να υπερκεράσει «μυθικές» αντιξοότητες, αλλά αυτές που ένας κανονικός άνθρωπος οφείλει να διευθετήσει καθημερινά, κι όμως με τα χρόνια μοιάζουν αβίωτες.
Το δεύτερο και πιο πρόσφατο βιβλίο της Κίγκαν Τα τρία φώτα (μτφρ. Μαρτίνα Ασκητοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο) έρχεται να επιβεβαιώσει την αντίληψη που αρχίζουμε να σχηματίζουμε για την ικανότητά της να αφηγείται ιστορίες με έντονο συναίσθημα, αλλά μηδαμινή σπατάλη λέξεων. Πάλι έχουμε να κάνουμε με ένα μικρό σε μέγεθος βιβλίο, αλλά αρκετά πλατύ ως προς το εύρος του.
Μέσα σε 96 μόλις σελίδες, η Κίγκαν αναπτύσσει εις βάθος την πρόωρη συνάντηση ενός κοριτσιού με την ενηλικίωσή του. Βιώνει ένα έντονο δίλημμα που άλλοι το αντιμετωπίζουν έπειτα από πολλές δεκαετίες ζωής: ποιος είναι ο πιο κοντινός σου άνθρωπος, ο γεννήτοράς σου ή κάποιος που σε αγαπάει πραγματικά; Το ανώνυμο κορίτσι θα ζήσει το καλοκαίρι του 1981 στην οικογένεια των Κινσέλα, καθώς οι γονείς της δεν αντέχουν το οικονομικό βάρος της πολύτεκνης οικογένειάς τους. Έτσι η μητέρα της ζητάει από την ξαδέλφη της να την συνδράμει, κάτι που εκείνη δέχεται ασμένως. Αίφνης, το κορίτσι, από εκεί που ζούσε εντελώς παραμελημένο, θα βρεθεί κοντά σε ένα ζευγάρι που έχει χάσει το παιδί του με τραγικό τρόπο και στο πρόσωπο του μικρού κοριτσιού ξαναβρίσκει τη χαρά.
Ένα χάσμα ανοίγει, ένα συναισθηματικό κενό κλείνει, πολλά μυστικά εμφανίζονται, αποσιωπώνται ή κρύβονται επιμελώς. Η αναγκαστική επιστροφή του κοριτσιού στην οικογένειά της, με το τέλος του καλοκαιριού, δεν θα είναι ανέφελη. Δεν γυρίζει αναβαπτισμένη, αλλά ολότελα μπερδεμένη συναισθηματικά. Δεν αποκαλύπτει καν ότι παραλίγο να πνιγεί στο ίδιο πηγάδι που χάθηκε το παιδί των Κινσέλα. Μια νουβέλα που σου κεντρίζει –όχι, όμως, με χειριστικό τρόπο– όλες τις πτυχές των συναισθημάτων σου, αναρριπίζοντάς τες. Το βιβλίο μεταφέρθηκε με θαυμαστή επιτυχία στον κινηματογράφο από τον σκηνοθέτη Κόλουμ Μπερέιντ υπό τον τίτλο Το ήσυχο κορίτσι.
Ο πρωτοεμφανιζόμενος Όσιν Φέιγκαν κατάφερε αυτό που κάθε νιόβγαλτο ταλέντο εύχεται για τον εαυτό του. Να συζητηθεί αρκετά το βιβλίο του και όχι άδικα. Πρόκειται για το Νόμπερ που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Δώμα σε μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου. Μπορεί έως τώρα να είχε εκδώσει μια μικρή νουβέλα, ωστόσο το Νόμπερ ήταν αυτό που του προσέδωσε συγγραφικούς πόντους. Το μυθιστόρημά του ήταν υποψήφιο για το Desmond Elliott Prize και το Bollinger Everyman Wodehouse Prize. Καίτοι έχει γεννηθεί στο Οχάιο, ο Φέιγκαν μεγάλωσε σε ένα ιρλανδικό χωριό, ως εκ τούτου διατηρεί μέσα του πολύ έντονο το στοιχείο της χώρας.
Το Νόμπερ είναι ένα πικαρέσκο, αλλά και μια συνάντηση του Τόμας Πίντσον, του Κόρμακ ΜακΚάρθυ, των μεσαιωνικών δοξασιών και του ιρλανδέζικου χιούμορ σε τόσο μελετημένες δόσεις που μετατρέπουν το βιβλίο σε άξιο θαυμασμού. Η ιστορία του Φέιγκαν τοποθετείται στο 1348 με την πανώλη θα έχει εξολοθρεύσει κόσμο και να προκαλεί τρόμο με τον επιθετικό τρόπο που εξαπλώνεται. Μέσα από αυτό το τοπίο ζόφου και θανάτου, με τα κοράκια να ίπτανται πάνω από τα κεφάλια ζώντων και νεκρών μαυρίζοντας τον ουρανό, εμφανίζεται ο ο 17χρονος σερ Όσπρεϋ ντε Φλουνκλ και οι τρεις λεροί ακόλουθοί του που οδεύουν προς το χωριό Νόμπερ. Ως κλασικοί τυχοκυνηγοί σκοπεύουν να αγοράσουν πολύ φτηνά χωράφια της περιοχής εκμεταλλευόμενοι την ανέχεια των χωρικών.
Μόνο που το Νόμπερ μοιάζει, εν πολλοίς είναι, με στοιχειωμένο μέρος. Το χωριό έχει επιβληθεί απαγόρευση κυκλοφορίας (το γνωστό μας lockdown) με σκοπό να αποτραπεί η εξάπλωση του θανατικού, ενώ κουμάντο κάνουν (ελλείψει των εξαφανισμένων ή πεθαμένων αρχόντων) ένας νεκροθάφτης που συνέχεια λείπει, ο βοηθός του που εκτελεί χρέη τοπικού ηγέτη και ένας αποτρελαμένος και σεξουαλικά φαύλος, πεταλωτής.
Το μυθιστόρημα, προφανώς, θα θυμίζει στους αναγνώστες την περίοδο της δικής μας πανδημίας, ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί πως ο Φέιγκαν το έγραψε πολύ πριν ξεσπάσει παγκόσμια το κακό.
Δεν γίνεται να μην θαυμάσεις τον βαθμό επινοητικότητας, αλλά και το ξέφρενο χιούμορ του Φέιγκαν που είναι σαν να παίζει κρυφτό με τον θάνατο στην πιο σκληρή του εκδοχή. Το μυθιστόρημα, προφανώς, θα θυμίζει στους αναγνώστες την περίοδο της δικής μας πανδημίας, ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί πως ο Φέιγκαν το έγραψε πολύ πριν ξεσπάσει παγκόσμια το κακό. Έχουμε να κάνουμε, άραγε, με έναν συγγραφέα που έχει προφητικό χάρισμα; Σίγουρα έχουμε να κάνουμε με κάποιον που θα μας απασχολήσει στα επόμενα χρόνια.
Ευχάριστη έκπληξη είναι η Audrey Magee, μια Ιρλανδή δημοσιογράφος που με το δεύτερο κιόλας βιβλίο της έφτασε στη μακρά λίστα του βραβείου Booker το 2022 και στη βραχεία λίστα του Βραβείου Orwell την ίδια χρονιά. Πρόκειται για το μυθιστόρημα Η αποικία που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη. Ένα βαθύτατα πολιτικό βιβλίο, δίχως όμως να είναι φτιαγμένο με μια προγραμματική θέση από την οποία λείπουν οι άνθρωποι και κυριαρχούν οι ιδέες. Αντίθετα, θα έλεγε κανείς πως είναι ένα βιβλίο που σε βοηθάει να κατανοήσεις σε βάθος, ανθρώπινο βάθος, τον βίαιο χωρισμό της χώρας, την επιβολή των Άγγλων με όλα τα μέσα και τις καταστροφικές συνέπειες ενός απηνούς πολέμου μεταξύ καθολικών και προτεσταντών.
Σε ένα απομονωμένο νησί, στα ανοιχτά των δυτικών ακτών, καταφτάνει πρώτα ο Άγγλος ζωγράφος Λόιντ που αναζητεί την έμπνευσή του στην τραχύτητα και την αυθεντικότητα του νησιού. Ως άλλος Γκογκέν, επιθυμεί να ζήσει σε συνθήκες άκρας λιτότητας, σχεδόν σπαρτιάτικα, έτσι ώστε να αναδυθεί από μέσα του η γνήσια ομορφιά των χρωμάτων, αλλά και των κατοίκων που ζουν σε ένα τέτοιο προκεχωρημένο μέρος, μακριά από τις ανέσεις του πολιτισμού.
Λίγο μετά καταφτάνει ο Γάλλος γλωσσολόγος, Ζαν-Πιέρ Μασόν, ο οποίος έχει θέσει ως έργο ζωής να συγγράψει μια μελέτη για την ιρλανδική γλώσσα και τον πόλεμο που δέχεται από τους Άγγλους με στόχο να αφανιστεί. Είναι ένας κλασικός ζηλωτής που στο πρόσωπο του κυρίου Λόιντ βλέπει τον εχθρό, τον δυνάστη και τον επικυρίαρχο μιας χώρας. Μεταξύ τους θα υπάρχει μια έντονη διαπάλη, σαν να συγκρούονται δύο κόσμοι που επιδιώκουν διαφορετικά πράγματα. Ενδιαμέσως, ρόλο στη μεταξύ τους διαμάχη θα παίξει μια νεαρή γυναίκα, η Μάιρεντ, την οποία θέλουν και οι δύο (πάλι για διαφορετικούς λόγους) και ο γιος της, ο Τζέιμς, που έχει όνειρο να γίνει ζωγράφος και να ξεφύγει από την στενευμένο κόσμο του νησιού του.
Ανάμεσα στα κεφάλια παρεμβάλει, ωσάν μικρά ντοκουμέντα, ιστορίες ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια των αιματηρών συγκρούσεων ανάμεσα στον IRA και τον βρετανικό στρατό.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον με το μυθιστόρημα της Magee είναι ότι ανάμεσα στα κεφάλια παρεμβάλει, ωσάν μικρά ντοκουμέντα, ιστορίες ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια των αιματηρών συγκρούσεων ανάμεσα στον IRA και τον βρετανικό στρατό. Πρόκειται για σύντομες παρεκβάσεις που όμως κουβαλούν έντονο εννοιολογικό βάρος και καταδεικνύουν πως τα σκληρά χρόνια της αντιπαράθεσης προκάλεσαν τον πόνο και τον θάνατο πολλών αθώων ανθρώπων και από τις δύο πλευρές.
Η Αποικία είναι ένα δυνατό μυθιστόρημα που καταφέρνει να συνδυάσει τη μεγάλη ιστορία μιας χώρας που εξακολουθεί και στις μέρες μας να πληγώνεται (αν και ο IRA, πλέον, έχει κατεβάσει τα όπλα), με τα μικρά πάθη των ανθρώπων, τα οποία δεν είναι άμοιρα της πολιτικής κατάσταση στην οποία αναπτύσσονται.
H πρωτοεμφανιζόμενη Λουίζ Κένεντι μας συστήνεται με το μυθιστόρημά της Υπερβάσεις που κυκλοφόρησε εσχάτως από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση της Δέσποινας Δρακάκη. Μας μεταφέρει στο 1975 και πρόκειται για τον έρωτα μιας νεαρής καθολικής γυναίκας με έναν παντρεμένο προτεστάντη άντρα, αρκετά μεγαλύτερο απ’ αυτή. Είναι εύκολα κατανοητό πως σε μια εποχή όπου οι πολιτικές αναταράξεις είναι έντονες, το αίμα χύνεται καθημερινά στους δρόμους, και οι προκαταλήψεις είναι βαθιά ριζωμένες, χρειάζεται μια μεγάλη υπέρβαση που μόνο η αγάπη μπορεί να προσφέρει, για να ενωθούν δύο άνθρωποι που έρχονται από διαφορετικούς κόσμους και θα βρουν απέναντί τους έναν τοίχο επίκρισης.
Η πρόζα της Κένεντι δεν φανερώνει αμήχανες στιγμές που, ενδεχόμενα, περιμένεις από έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα (η Κένεντι για χρόνια εργαζόταν ως σεφ και μπήκε στον λογοτεχνικό στίβο σε σχετικά μεγάλη ηλικία). Αντίθετα, έχει μια ευθυβολία που συναρπάζει και συνάμα μας προσφέρει έναν ξεχωριστό γυναικείο χαρακτήρα, την Κούσλα, μια νεαρή δασκάλα που εργάζεται σε ένα σχολείο στο Μπέλφαστ που σαγηνεύεται από τον μεσήλικα δικηγόρο, Μάικλ. Η εφημερίδα Washington Post ανέδειξε τις Υπερβάσεις ως βιβλίο της χρονιάς, ενώ βρέθηκε στη μικρή λίστα του βραβείου Women’s Prize for Fiction.
Εξηγούν τα παραπάνω βιβλία την αγάπη μας για τους Ιρλανδούς; Όποια κι αν είναι η απάντηση, είναι πέντε καλά μυθιστορήματα.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).