Ένα αναγνωστικό ημερολόγιο για όσα διαβάσαμε, υπογραμμίσαμε και ξεχωρίσαμε τον μήνα που μας πέρασε. Σκέψεις που σημειώσαμε στο περιθώριο των βιβλίων. Φράσεις και εικόνες που θέλουμε να κρατήσουμε. Έλληνες και μεταφρασμένοι συγγραφείς σε μια ιδιότυπη αλληλουχία.
Του Κώστα Αγοραστού
Για κάποιους, αδιανόητο. Για άλλους, πολυτέλεια. Για κάποιους τρίτους, ισχυρή παρόρμηση που δεν παίρνει αναβολή, παρά μόνον ικανοποιείται κατά προτεραιότητα. Η δεύτερη ανάγνωση ενός ήδη διαβασμένου βιβλίου –είτε αμέσως μετά την πρώτη, είτε με χρονική απόσταση–, αναδεικνύει αρετές του κειμένου και αποκαλύπτει βαθύτερα νήματα και συσχετισμούς που συνέχουν και κινούν τους ήρωες και την ιστορία.
Μια σπάνια αίσθηση, συχνά άγνωστη ακόμα και στους συστηματικούς αναγνώστες, βρίσκεται στις σελίδες ενός ξαναδιαβασμένου βιβλίου. Κάποιες φορές μοιάζει σαν να βρίσκεσαι ξανά, μετά από καιρό, σε έναν γνώριμο χώρο με καλή παρέα. Κάποιες άλλες, θυμίζει τη σταδιακή εξοικείωση, σ' ένα δεύτερο ραντεβού.
Αποσπάσματα κειμένων, ονόματα συγγραφέων, αναφορές σε τίτλους και θέματα, αποτελούν μια αδιάκοπη ροή πληροφοριών, ικανών να μας «εκτρέψουν» σε κάποιο βιβλίο που έχουμε ήδη διαβάσει. Ποτέ δεν ξέρεις από πού θα έρθει το έναυσμα, για να ξαναπάρεις στα χέρια σου ένα βιβλίο, και αυτό είναι μέρος της αναγνωστικής ευχαρίστησης.
Η διάθεση να ξαναδώ, έπειτα από ενάμιση χρόνο, το πρώτο μυθιστόρημα της Αλεξάνδρας Κ* Πώς φιλιούνται οι αχινοί; (εκδ. Πατάκη), προέκυψε όταν διάβασα το υποδειγματικό διήγημα που μας χάρισε για τα δέκα χρόνια του Book Press. Αν μου ζητούσε κανείς να του πω την ιστορία του βιβλίου, δεν θα μπορούσα. Δεν θυμόμουν παρά ελάχιστα. Θυμόμουν όμως το ύφος του: απαιτητικό αλλά όχι στρυφνό, ελλειπτικό αλλά όχι δήθεν.
«Ζεστά, λιμνάζοντα ύδατα σε μια μικρή γούβα ενός βράχου, κρύσταλλα από αλάτι λαμπυρίζουν στον ήλιο, ο βράχος ορθώνεται στην άκρη μιας παραλίας κρύβοντας πίσω του έναν ελάχιστο κολπίσκο, δυο μέτρα άμμος για εκείνους που ξέρουν ή δεν ξέρουν αλλά ξαφνικά επιθυμούν κι επειδή επιθυμούν βρίσκουν –τραχύς βράχος– γλείφει, ρουφάει, γδέρνει τα χείλη του πάνω στο πέτρωμα, αλάτι τσούζει τις πληγές, το στόμα του μουδιάζει. Ο βράχος σκιρτά. Μια ξαφνική ανάσα κι ύστερα κι άλλη, πιο αργή, νερά τραβιούνται πίσω, κάποιος κρατάει την αναπνοή του και, όταν την αφήνει, νερά επιστρέφουν και σκάνε δειλά πάνω στην ξερή άμμο. Και μετά πάλι πίσω και πάλι μπρος, αργά, ρυθμικά, ανακουφιστικά, βρέχουν το καμένο δέρμα, παγώνουν σκοτεινές κοιλότητες, οι ανάσες συντονίζονται με τα νερά, αλλά κάτι ενοχλεί, κάτι εμποδίζει το δέρμα. Τραβιούνται πίσω τα νερά και το ύφασμα κολλάει βρεγμένο και κρύο πάνω σε ανοιγμένα μέλη, έκθετα μα δυστυχώς όχι γυμνά».
Έπειτα και από τη δεύτερη ανάγνωση, αυτό που διακρίνω πλέον ξεκάθαρα είναι η δυναμική του υλικού, μια δυναμική όχι εφηβική –του πρώτου βιβλίου–, αλλά κατασταλαγμένη. Και όπως οτιδήποτε κατασταλαγμένο και συμπαγές, έτσι κι αυτό, περιλαμβάνει ματαιωμένες βεβαιότητες και λιπόσαρκες αυθάδειες. Ξεχωρίζουν οι πολυδιάστατοι χαρακτήρες, η ωριμότητα των λόγων τους και ο αυτοσαρκασμός τους. Όταν οι ήρωες της Αλεξάνδρας Κ* φανερώνουν τα ραγίσματά τους –συχνά τη στιγμή της πτώσης τους–, και αναζητούν φροντίδα και τρυφερότητα, μετατρέπονται σε αρχετυπικές μορφές.
«Στην κουζίνα, μια ξενυχτισμένη Έρση βγάζει απ’ την τσάντα της και αραδιάζει στον πάγκο χαρτοπετσέτες κολλημένες πάνω σε τρόφιμα. Ο Διονύσης έχει σηκωθεί και στέκεται στην πόρτα, αλλά η Έρση δεν του δίνει σημασία. Είναι νευρική. Στάζουν μαρμελάδες. Ο παλμός του έχει αρχίσει να ηρεμεί. Θέλει να της ζητήσει να τον πάρει αγκαλιά. Δεν το ζητάει. Μάλλον τον έχει ήδη φροντίσει αρκετά για σήμερα. Ένα ψωμάκι πέφτει στο πάτωμα απ’ την πλευρά του φιστικοβούτυρου. Η Έρση μένει να το κοιτάζει σαν να φταίει αυτό για την πτώση του και σαν να πρόκειται να ξεσπάσει τώρα, αυτήν ακριβώς τη στιγμή, αναδρομικά, για όσα έχουν συμβεί τις τελευταίες δυόμισι χιλιάδες μέρες. Χωρίς να πάρει τα μάτια της απ’ το ψωμάκι, λέει: “Μπορείς να με πάρεις μια αγκαλιά, σε παρακαλώ;”. Αγκαλιάζονται μπροστά στο παράθυρο της κουζίνας. Είναι μια ειδυλλιακή στιγμή. Στον γαλανό αττικό ουρανό πίσω τους μόλις που διακρίνεται ένα μικρό σύννεφο καπνού».
Να θέλεις να περιγράψεις αυτό που λείπει. Να προσπαθείς να καταγράψεις το κενό. Την αίσθηση του άδειου χώρου. Την απουσία ανθρώπων και αντικειμένων σ’ ένα έρημο διαμέρισμα – οι τοίχοι του οποίου, όμως, είναι πλήρως καλυμμένοι μ’ ένα ερασιτεχνικό κολάζ πορτρέτων της ίδιας γυναίκας.
Κάπως έτσι ξεκινάει η δεύτερη νουβέλα της Κατερίνας Παπαντωνίου Δεν θα είσαι εκεί (εκδ. Τόπος). Ο ήρωάς της, ο Αργύρης Πολυζώης, είναι δικαστικός επιμελητής και στο πλαίσιο μιας τυπικής διαδικασίας αποβολής αντικρίζει στους τοίχους του διαμερίσματος, πλήθος φωτογραφιών της ίδιας γυναίκας. Οι φωτογραφίες είναι τόσες πολλές, που καλύπτουν τους τοίχους, απ’ άκρη σ’ άκρη, όλων των δωματίων.
«Με ξένα κλειδιά είχε ανοίξει την ξένη πόρτα. Ο χώρος φωτιζόταν αμυδρά. [...] Τέτοιο πράγμα πρώτη φορά αντίκριζε, δεκάξι χρόνια δικαστικός επιμελητής. Κάθε πιθαμή στο άδειο σαλόνι του διαμερίσματος στους Αμπελόκηπους ήταν καλυμμένη από την εικόνα της ίδιας γυναίκας, σε πολλαπλές παραλλαγές. Μια χειροποίητη ταπετσαρία από έγχρωμες φωτοτυπίες φωτογραφιών».
Ο Πολυζώης αναπτύσσει εμμονή με τη γυναίκα των φωτογραφιών και μετακομίζει στο άδειο διαμέρισμα. Από εκεί, παρατηρεί στο απέναντι μπαλκόνι μια γυναικεία φιγούρα, η οποία φροντίζει μερικές γλάστρες με κάκτους. Σύντομα θα τη γνωρίσει καλύτερα. Όσο η νουβέλα προχωρά, ενώ αντιλαμβάνομαι την εξέλιξη της πλοκής, είναι το κλίμα και ο ρυθμός της αφήγησης που έχει χτίσει η Παπαντωνίου, που με έχουν υποβάλει και συνεχίζω απρόσκοπτα την ανάγνωση.
«Ούτε η μάνα μου δεν με πιστεύει. Μόνο τους παπάδες πιστεύει. Νηστεία, προσευχή, έλεγε, κι όλα θα περάσουν. [...] Την πρώτη φορά που έφυγα με τα παιδιά, εκείνη μάζεψε τον άντρα μου στο σπίτι και του μαγείρευε. [...] Μαζεύει από τα νοίκια τα λεφτά για να προικίσει τις αδελφές μου. Η δική μου προίκα ήταν το αυτοκίνητο με τα δερμάτινα καθίσματα που έκανε δώρο στον γαμπρό της. Εκεί μέσα έφαγα το πρώτο χαστούκι. Σε ποιον να το έλεγα; Μέναμε στο ισόγειο κάτω από το σπίτι του πατέρα μου. Στον πρώτο καβγά, Μην κοπανάτε τις πόρτες, ήταν το μόνο που είπε. Μόνο τις πόρτες άκουγε, δεν άκουγε πως με έσερνε στο πάτωμα, δεν άκουγε τη Φωτεινούλα μας να κλαίει. Ούτε το τασάκι που πέταξε στον Χάρη μας δεν άκουσε. Το τασάκι που εκείνος είχε πετάξει στο κεφάλι μου, ούτε η μάνα μου το είχε ακούσει. Κι εγώ τώρα ακούω στο τηλέφωνο τις παραγγελίες των πελατών. Παραγγέλνει κι ο πατέρας μου από το σουβλατζίδικο. Προσποιείται πως δεν αναγνωρίζει τη φωνή μου. Μπαμπά, είπα την πρώτη φορά που τον άκουσα, κι εκείνος έκλεισε αμέσως το τηλέφωνο. Δεν του ξανάπα τίποτε, γράφω την παραγγελία του και φροντίζω να φύγει γρήγορα».
Πώς περιγράφεις την απουσία; Πώς μιλάς για κάτι που δεν υπάρχει, ενώ το αντικρίζεις μπροστά σου; Σαν ένα ιδιότυπο κολάζ φωτοτυπιών ή σαν μακάβριες ειδήσεις σε μονόστηλα εφημερίδων; Και για το πετύχεις αυτό, εύχεσαι ή προστάζεις; Δεν θα είσαι εκεί.
Κλείνω το βιβλίο και μένω σιωπηλός. Η πόλη ξυπνά με αργούς ρυθμούς. Η ώρα είναι 6:30 το πρωί και μόλις τελείωσα το μυθιστόρημα του Εντουάρ Λουί Ιστορία της βίας (μτφρ. Στέλα Ζουμπουλάκη, εκδ. αντίποδες). Προσπαθώ να βάλω σε τάξη κάποιες σκέψεις. Να βρω την άκρη του νήματος – να εντοπίσω τις «ενώσεις» με το πρώτο βιβλίο. Υπάρχουν ενώσεις;
Η Ιστορία της βίας είναι το δεύτερο μέρος μιας άτυπης τριλογίας του Εντουάρ Λουί. Στη Γαλλία, όπου έχει κυκλοφορήσει και ο τρίτος τόμος, η τριλογία έχει επαναφέρει στον δημόσιο διάλογο ένα πλήθος ζητημάτων σχετικών με τα δικαιώματα των γκέι, τη βία, τον ρόλο της οικογένειας, την αποδοχή της καταγωγής και αρκετά ακόμα, που σημείωνε στο κείμενό του ο Θωμάς Συμεωνίδης, για το πρώτο βιβλίο του Λουί, Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ (μτφρ. Μιχάλης Αρβανίτης), μεταφέροντάς μας το κλίμα από το Παρίσι, γύρω από το βιβλίο.
Σ’ εκείνον τον πρώτο τόμο ο Εντύ Μπελγκέλ, μαθητής γυμνασίου, ζει με τους γονείς του και την αδελφή του σε ένα χωριό της γαλλικής επαρχίας. Από τις πρώτες φράσεις του βιβλίου γινόμαστε μάρτυρες της σφοδρής, βίαιης και ακαριαίας επίθεσης που δέχεται ο Εντύ από μεγαλύτερα παιδιά του σχολείου του. Μόλις η σκηνή λάβει τέλος, ο αφηγητής [ο ίδιος ο Εντύ Μπελγκέλ] θα σημειώσει ότι ανάλογες επιθέσεις δέχεται σχεδόν καθημερινά. Από εκεί κι έπειτα οι επιθέσεις πυκνώνουν και η σφοδρότητά τους εντείνεται. Οι γονείς του του απευθύνονται απαξιωτικά, οι γείτονες, όταν δεν τον αγνοούν, τον σχολιάζουν με κακεντρέχεια μόλις γυρίσει την πλάτη του. Όλο το βιβλίο είναι ένα αδιάκοπο σφυροκόπημα του Εντουάρ Λουί προς τον αναγνώστη, με βίαια περιστατικά αυξανόμενης έντασης, που παράγει [παροδικά] το αίσθημα της αποκτήνωσης.
Στον δεύτερο τόμο, Ιστορία της βίας, ο Εντύ Μπελγκέλ έχει μετακομίσει και μένει μόνιμα στο Παρίσι. Έχει δύο καλούς φίλους, τον Ντιντιέ και τον Ζοφρουά, και μια καθημερινότητα ακριβώς όπως τη φανταζόταν μικρός. Το βράδυ της 24ης Δεκεμβρίου, έπειτα από μια όμορφη βραδιά που πέρασαν οι τρεις τους με καλό φαγητό και άφθονο κρασί, ο Εντύ πήρε το ποδήλατό του και επέστρεψε στη γειτονιά του. Το άφησε στην απέναντι πλευρά της πλατείας και τη διέσχισε για να φτάσει στην είσοδο της πολυκατοικίας του. Ένας νεαρός άντρας, ο Ρεντά, του έπιασε την κουβέντα και τελικά τον έπεισε να ανέβουν μαζί στο διαμέρισμα του Εντύ. Όλα όσα θα ακολουθήσουν τις επόμενες ώρες, ο Εντύ Μπελγκέλ ούτε να τα προβλέψει θα μπορούσε, ίσως όμως, ούτε και να τα αποφύγει.
«Μου έκανε την εξής ερώτηση: “Και φέρατε έτσι, έναν άγνωστο, στο σπίτι σας, μες στη νύχτα;” Του απάντησα: “Ξέρετε, όλος ο κόσμος το κάνει αυτό...” κι εκείνος επανέλαβε “Όλος ο κόσμος;” μ’ ένα ύφος ειρωνικό, κοροϊδευτικό, σαρκαστικό. Δεν ήταν ερώτηση. Προφανώς δεν με ρωτούσε αν όλος ο κόσμος συμπεριφερόταν έτσι ή όχι αλλά ήθελε να μου πει πως κανείς δεν το έκανε αυτό. Τουλάχιστον όχι όλος ο κόσμος. Και τελικά, η απάντησή μου: “Ήθελα να πω, άνθρωποι σαν κι εμένα...” Ετοιμαζόταν να πει κάτι άλλο: “Όχι, αλλά δεν είμαι σίγ...” Και ξαφνικά: “Σταματήστε!”»
Οι δύο άντρες ανέβηκαν στο διαμέρισμα του Εντύ, έκαναν έρωτα πολλές φορές, γέλασαν πολύ και αφέθηκαν ο ένας στον άλλον. Ο Ρεντά του μίλησε για τα παιδικά του χρόνια, τη μητέρα του, και το πώς αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο του. Έμοιαζε ειλικρινής και ευάλωτος. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευε ο Εντύ. Κάποια στιγμή, μόλις ο Εντύ βγήκε από το ντους, βρήκε τον Ρεντά ντυμένο και έτοιμο να φύγει. Αναζητώντας το κινητό του τηλέφωνο για να ελέγξει την ώρα, ο Εντύ διαπιστώνει ότι δεν είναι στην εξωτερική τσέπη από το παλτό του, όπου το είχε βάλει πριν από λίγο. Ο Ρεντά τον κοιτάζει με βλέμμα παγωμένο. Όταν ο Εντύ τον πλησίασε για να τον αποχαιρετήσει, μην ξέροντας πια τι να κάνει για το χαμένο του κινητό, βλέπει να εξέχει από την εξωτερική τσέπη του Ρεντά, μέρος από το μεταλλικό άκρο του ipad του. Χωρίς να του ζητήσει εξηγήσεις, του το αφαιρεί από την τσέπη και το ξαναβάζει επάνω στο γραφείο του.
Ο παραλογισμός έχει ξεκινήσει, ο Ρεντά αισθάνεται προσβεβλημένος και επιτίθεται λεκτικά και αμέσως μετά η κατάσταση βγαίνει εκτός ελέγχου. Ένα μάλλινο κασκόλ θα χρησιμοποιηθεί για την απόπειρα στραγγαλισμού του Εντύ, ενώ ένα περίστροφο που θα βγάλει ο Ρεντά από την εσωτερική τσέπη του παλτού του θα αξιώσει την πλήρη υποταγή του Εντύ Μπελγκέλ.
«Όμως μετά από τέσσερα ή πέντε δευτερόλεπτα με το κασκόλ τυλιγμένο στο λαιμό του έπρεπε να καταλάβει. Θα έπρεπε να παραδεχτεί πως δεν ήταν απλώς μια βίαιη χειρονομία και πως δεν ήταν απλώς μια προειδοποίηση ή κάτι τέτοιο όπως είχε σκεφτεί αρχικά, όπως είχε αρχικά ξεγελάσει τον εαυτό του. Πως δεν ήταν μια παράσταση του σκληρού τύπου αλλά πως ήταν φόνος. Ήταν έτοιμος να τον σκοτώσει ο άλλος. Κατάλαβε πως επρόκειτο να πεθάνει εκεί, στο δωμάτιό του την παραμονή των Χριστουγέννων».
Ο Εντύ θα πεισθεί από τον Ντιντιέ και τον Ζοφρουά να καταγγείλει το περιστατικό στην αστυνομία. Θα υποβληθεί σε συνεχείς εξιστορήσεις εκείνης της βραδιάς, χωρίς να παραλείψει καμία λεπτομέρεια. Ξανά και ξανά. Μέχρι οι λέξεις να χάσουν τη βαρύτητά τους και τα γεγονότα εκείνης τη βραδιάς να ανασυντεθούν μονάχα από αποσπασματική μνήμη και κομμάτια αφήγησης.
Ο Εντουάρ Λουί –σε αντίθεση με το πρώτο βιβλίο του, στο οποίο η παράθεση σκληρών περιστατικών βίας δημιουργεί γρήγορο ρυθμό στην αφήγηση–, εστιάζει σε ένα και μόνο περιστατικό, γύρω από το οποίο χτίζει έναν σχετικά αργό ρυθμό αφήγησης. Προσεγγίζει το κεντρικό γεγονός [τις στιγμές της βίαιης έκρηξης του Ρεντά] βάζοντας στη σειρά θραύσματα μνήμης, καθώς ακολουθεί μια σπειροειδής, δευτερεύουσα χρονική αφήγηση, στην οποία προστίθενται εκ των υστέρων ερμηνείες βλεμμάτων, αγγίγματα και μισοτελειωμένες φράσεις.
«Και μετά κατάλαβα πως είχα αλλάξει γνώμη. Οριστικά.
“Κατάλαβε πως θα πήγαινε σπίτι μαζί του. Τώρα πια ήταν σίγουρο. Μιλούσε με τον Ρεντά για τις αραβικές του ρίζες [κάνει λάθος, δεν ήταν Άραβας] και τότε κατάλαβε πως αυτό το κομμάτι μέσα του που αντιστεκόταν είχε πια εξαφανιστεί. Είχε πεθάνει. Τέλος πάντων, αυτό σκεφτόταν, κι εγώ σου τα λέω όλα αυτά λες και περπατούσαν για τρεις ολόκληρες μέρες μαζί, αλλά ήταν ακριβώς δίπλα, είχαν κάνει πόσα, πεντακόσια μέτρα μαζί [και λιγότερα, αφού είχα περπατήσει και πενήντα μέτρα μόνος μου απ’ όταν άφησα το ποδήλατό μου μέχρι τη στιγμή που ήρθε και μου μίλησε ο Ρεντά]”».
Συγγραφική ευφυΐα δεν καταδεικνύει ούτε η δαιδαλώδης πλοκή, ούτε οι φιλοσοφημένες απόψεις των ηρώων. Συνήθως ο τρόπος που θα επιλέξει ο συγγραφέας για να πει την ιστορία του, αναδεικνύοντάς την μέσω αυτού, είναι μια ένδειξη εποπτείας στο υλικό του. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Εντουάρ Λουί βάζει τον ήρωά του, έναν χρόνο έπειτα από εκείνη τη νύχτα, να στέκεται ακίνητος πίσω από μια πόρτα και να ακούει την αδελφή του να αφηγείται λεπτομερώς την ιστορία του [την οποία της την είχε αφηγηθεί ξανά και ξανά, ολόκληρη ή αποσπασματικά αυτόν τον χρόνο] στον σύζυγό της, ο οποίος απουσίαζε σε επαγγελματικό ταξίδι.
Ο Εντύ Μπελγκέλ ακούει ξανά την ιστορία του, αυτήν τη φορά από την αδελφή του. Την ακούει να αφηγείται όσα ήθελε να ακούσει από τη δική του αφήγηση. Την ακούει να σχολιάζει, να επικρίνει, να δέχεται σε στιγμές τη στάση και τις επιλογές του Εντύ, αλλά να μην καταλαβαίνει γιατί αντέδρασε με τον τρόπο που αντιδρούσε κάθε φορά. Συχνά, πιάνει ο ίδιος το νήμα της αφήγησης, διορθώνει, θυμώνει, εξηγεί. Υποκειμενική αφήγηση, ψυχαναλυτικές ερμηνείες – ζωή δυσερμήνευτη. Στο τέλος, όλα είναι ίδια με πριν – η ζεστασιά των φίλων, η ασυμφωνία με το οικογενειακό περιβάλλον, το Παρίσι με τις εκθέσεις και τον θόρυβο και η επαρχία με τη ρουτίνα της. Όλα είναι ίδια, εκτός από τον Εντύ Μπελγκέλ που δεν θα ξαναβρεί ποτέ τον παλιό του εαυτό, εκείνον που άφησε στο πατρικό του σπίτι, πριν πάει οριστικά στο Παρίσι.
«Στην πραγματικότητα είναι αυτό που θυμάμαι πολύ καλύτερα απ’ όλη τη νύχτα, είναι οι πιο ζωντανές και πιο φριχτές εικόνες που φυλάω στη μνήμη μου, σαν αυτό που ονομάζουμε ντροπή να είναι ουσιαστικά η πιο ζωντανή και η πιο ανθεκτική μορφή της μνήμης, μια ανώτερη λειτουργία της μνήμης, μια μνήμη που εγγράφεται πιο βαθιά στη σάρκα, λες και οι πιο ζωντανές αναμνήσεις μιας ζωής είναι πάντοτε εκείνες τις ντροπής».
Μια σημαντική διαφορά της ποίησης από την πεζογραφία είναι ότι σχεδόν ποτέ, έπειτα από μια και μόνο ανάγνωση ενός ποιήματος, δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι το «διάβασε» [και ότι δεν χρειάζεται να επανέλθει]. Είτε λόγω της κρυπτικής φύσης των ποιημάτων, είτε λόγω μεγέθους [κατά κανόνα μικρότερα από ένα κείμενο πεζογραφίας], είτε λόγω μιας συνήθειας να αποσπούμε στίχους από ποιήματα που μας συγκίνησαν, συχνά επανερχόμαστε στην ποίηση.
Με αυτές τις σκέψεις κατά νου, δεν πήρα στα χέρια μου το βιβλίο επί τούτου για να «διαβάσω τα Cantos του Ezra Pound», αλλά ξεκινώντας από τον πρόλογο της Mary De Rachewiltz, η οποία αφηγείται το χρονικό της φιλίας της και της εκτίμησης που τρέφει στο πρόσωπο του Χάρη Βλαβιανού, πέρασα στη μεγάλη εικόνα, αυτήν που έστησε με τρόπο ιδιαίτερο, μέσα από την εισαγωγή του ο Έλληνας μεταφραστής.
Ο Χάρης Βλαβιανός συντάσσει έξι επιστολές για τον Pound, στις οποίες –με προσεκτικά επιλεγμένες λέξεις για την ένταση και τη θερμοκρασία τους–, του απευθύνεται με τον σεβασμό και την οικειότητα, που αντλεί από τα τριάντα και πλέον χρόνια που τον μελετά. Επισημαίνει τις λαμπρές του στιγμές, αποδοκιμάζει την εμμονή του με τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, κατακεραυνώνει τα αντισημιτικά του ξεσπάσματα, ενώ, τέλος αποδέχεται ως ειλικρινή τη συντριβή του.
«Να προσθέσω ευθύς εξαρχής ότι δεν τρέφω αισθήματα εχθρότητας ή αντιπάθειας απέναντί σου. Εγώ σε αντιμετωπίζω με την ίδια συμπάθεια, αγάπη πιο σωστά, με την οποία αντιμετώπισες κι εσύ κάποτε τον Whitman, στο γνωστό σου ποίημα. Θα το διαπιστώσεις, άλλωστε, διαβάζοντας την επιστολή μου. Σου μιλώ ως φίλος, όχι ως τιμητής. Εξάλλου ξέρω καλά τι σημαίνει να δέχεσαι τα φαρμακερά βέλη των ομοτέχνων σου. Το μίσος και ο φθόνος περισσεύουν στο μικρό μας βασίλειο».
Όσο διαβάζω τις επιστολές, πυκνώνουν οι προσωπικές αναμνήσεις του μεταφραστή, αναδεικνύονται ευαίσθητες πτυχές της προσωπικότητας του Pound καθώς και το μεγαλείο της ποίησής του. Γράφει ο Χάρης Βλαβιανός:
«Το κεντρικό θέμα, για μένα, σ’ αυτά τα Cantos [cxvi, cxv] είναι η συμπόνια, στενά δεμένη με εικόνες μεγαλείου, λεπτότητας και μυστηρίου του κόσμου, παρουσιασμένη με σεβασμό και ταπεινοφροσύνη, η οργή και ο διδακτισμός έχουν πλέον παραμεριστεί».
Μια σημαντική έκδοση από την Άγρα, όπου εκτός από την ψύχραιμη και ισορροπημένη αποτίμηση του έργου και των ημερών του Ezra Pound, περιλαμβάνει τις εξής μεταφράσεις του Χάρη Βλαβιανού: «Τα cantos της εξιλέωσης», «Το canto της τοκογλυφίας» και τους «Στίχους γραμμένους για την Όλγα». Από εκεί και το τελευταίο παράθεμα:
«Ώστε οι πράξεις της
της Όλγας
οι πράξεις ομορφιάς
να μνημονεύονται.
Τ' όνομά της ήταν Τόλμη
και γράφεται Όλγα.
Οι στίχοι αυτοί ανήκουν
στο έσχατο CANTO
Ό,τι κι αν γράψω στο μεταξύ»
[24 Αυγούστου 1966]
Φθινοπωρινή Κυριακή. Με ήλιο. Και λίγο κρύο. Πριν από λίγο αναρτήσαμε το μεγάλο μας θέμα, για τα βιβλία που περιμένουμε τους επόμενους μήνες. Κάποια θα ήθελα να τα είχα αυτήν τη στιγμή, εδώ μπροστά μου. Να διαλέξω ένα και να το ξεκινήσω, όσο ακόμα ο ήλιος είναι ψηλά και το φως κάνει την ανάγνωση μοναδική απόλαυση.
Κοιτάζω στο στρογγυλό γυάλινο τραπέζι και το μόνο καινούργιο βιβλίο που μου κινεί το ενδιαφέρον είναι η πρώτη συλλογή διηγημάτων της Λύντιας Τρίχα «Το σκυλάκι σας θέλει ψυχίατρο» – Επτά σκύλοι αυτοβιογραφούμενοι (εκδ. Πόλις). Την κυρία Τρίχα τη γνώριζα από τα δύο της βιβλία-βιογραφίες για τον Χαρίλαο και τον Σπυρίδωνα Τρικούπη. Πριν από λίγες μέρες, μάλιστα, το βιβλίο της Χαρίλαος Τρικούπης: Ο πολιτικός του «Τις πταίει» και του «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» (εκδ. Πόλις), πήρε το Κρατικό Βραβείο Βιογραφίας, 2017. Και τώρα μια συλλογή διηγημάτων με πρωταγωνιστές επτά σκύλους.
«Το καλοκαίρι μού αρέσει πολύ το μπάνιο στη θάλασσα, δυστυχώς όμως ποτέ δεν μπόρεσα να το απολαύσω όσο ήθελα. Πάντα με βγάζουν από το νερό νωρίτερα απ’ ό,τι θέλω, για να κολυμπήσουν και οι άλλοι. Εγώ, όταν καταλαβαίνω ότι ετοιμάζεται η έξοδός μου και ενώ με φωνάζουν, γυρίζω και αρχίζω να κολυμπώ προς τα βαθιά. Μια τελευταία βόλτα, λέω στον εαυτό μου. Μπαίνουμε με τη σειρά στη θάλασσα. [...] Μετά, Εκείνη μάς ξεβγάζει στον κήπο με το λάστιχο. Και ύστερα, ο Λέων αρχίζει να μας κυνηγάει. Μάλλον τα σεξουαλικά του είναι πάλι, δεν το κάνει για να στεγνώσουμε. Αλλά τελικά στεγνώνουμε τρέχοντας».
Την επόμενη στιγμή που παίρνω τα μάτια μου από το βιβλίο και κοιτάζω προς τα έξω, δεν διακρίνω τίποτα – έχουν περάσει δύο ώρες και έχει νυχτώσει. Τα διηγήματα χαρακτηρίζονται από ειλικρίνεια, χιούμορ, τρυφερότητα και γνήσια αγάπη για τους επτά (και όχι μόνο) σκύλους των ιστοριών. Ίσως να μην ήταν στους στόχους τής κυρίας Τρίκα να δημιουργήσει διακριτές αφηγηματικές φωνές για τον κάθε σκύλο –θα ξεχώριζα, παρ’ όλα αυτά, την αφηγηματική φωνή της Blackie–, ίσως, επίσης, να μην ήθελε να εξετάσει τόσο αυστηρά το τι και μέσα σε ποιο πλαίσιο θα μπορούσε να μιλάει ο καθένας σκύλος και να σχολιάζει όσα βλέπει και ακούει. Αυτό που πέτυχε, όμως, είναι να εκφράσει, χωρίς κλισέ, την αφοσίωση και την άδολη αγάπη των σκυλιών προς τα αφεντικά τους (Εκείνη κι Εκείνον). Μια αγάπη, η οποία μοιάζει σαν να κληροδοτείται από το ένα στο άλλο σκυλί και να πολλαπλασιάζεται μέσα στα χρόνια.
«Όσο ζούσε ο Άλλος, Εκείνη του έδειχνε τρομερή αδυναμία. Άνοιγε ένα κουτί και τον άφηνε να φάει όσα σκυλίσια μπισκότα ήθελε. Εμένα, για να μου δώσει ένα, μου έλεγε “τι κάνουν τα καλά σκυλάκια με τα ροζ τα βρακάκια;” επειδή η κοιλιά μου ήταν ροζ. Έπρεπε να κάνω μια τούμπα. Πέντε μπισκότα, πέντε τούμπες. Κάποια στιγμή επιτέλους σταμάτησε αυτό το αστείο. Το περίεργο είναι ότι, όταν μετά από δέκα σχεδόν χρόνια μού ξαναείπε την ίδια φράση, έκανα αμέσως την τούμπα μου. Χάρηκε Εκείνη, χάρηκα και εγώ, ήταν σαν να γύρισε ο χρόνος πίσω».
Οι λογοτεχνικές αναφορές σε σκυλιά της πεζογραφίας καθώς και σε περιστατικά επιφανών προσωπικοτήτων με τα σκυλιά τους είναι πολλές και συχνά προσδίδουν σουρεαλιστικό τόνο στο κείμενο, μιας και «λέγονται» από σκύλους. Αυτό όμως, μαζί με ορισμένα ακόμα εντέχνως τοποθετημένα περιστατικά από τη συγγραφέα, φιλοτεχνούν ένα μεγαλύτερο και ευρύτερο πορτρέτο των σκύλων. Σύμφωνα με αυτό, τα σκυλιά δεν συναισθάνονται απλώς το αφεντικό τους, αλλά γνωρίζουν και καταλαβαίνουν πολλά περισσότερα απ’ όσα πιστεύουμε. Οι πράξεις τους δε, σχεδόν πάντα, είναι προϊόν βούλησης και απόφασής τους.
«Είχα αναγκαστεί να αποδεχτώ ότι ερχόμουν πάντα δεύτερη. Αρχηγός ήταν ο Άλλος. Στο σπίτι διάλεγε την καλύτερη θέση, στο εξοχικό έμπαινε και καθόταν μέσα στο τζάκι, στο σβηστό βέβαια τζάκι. Εγώ, όσο ζούσε, δεν τόλμησα ποτέ να μπω, να μάθω, βρε παιδί μου, γιατί καθόταν εκεί. Ερχόταν δροσιά από την καμινάδα; αναρωτιόμουν. Ένα Σάββατο πρωί Εκείνος και Εκείνη τον πήγαν στον γιατρό και μετά γύρισαν σπίτι με το λουρί του, χωρίς αυτόν. Έκλαιγαν. Εκείνη περισσότερο. Έψαξα παντού να τον βρω, δεν τον βρήκα. Το πρώτο Σαββατοκύριακο που πήγαμε στο εξοχικό χωρίς αυτόν, μπήκα στο τζάκι. Χαλίφης στη θέση του χαλίφη».
Προσπαθώ να θυμηθώ κι άλλα βιβλία ελληνικής πεζογραφίας στα οποία τα ζώα, και συγκεκριμένα τα σκυλιά, είναι οι αφηγητές της ιστορίας. Ο Μάγκας της Πηνελόπης Δέλτα είναι σίγουρα ένα από αυτά. Διατρέχω τα ράφια της βιβλιοθήκης κάνοντας μια μάλλον μηχανική αναζήτηση, έχοντας στο μυαλό μου τη λέξη «σκύλος» σε όλα τα γένη και τις κλίσεις, είτε στον ενικό είτε στον πληθυντικό αριθμό. Οι τίτλοι όμως, σχεδόν πάντα, είναι παραπλανητικοί ως προς αυτό που ψάχνω: Η μητέρα του σκύλου: όχι, Ο σκύλος της Χάρυβδης: όχι, Σαν σκυλί: όχι, Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου: όχι, Η αθανασία των σκύλων: όχι, Η μοναξιά των σκύλων: όχι, Το κίτρινο σκυλί: όχι, Ιστορίες με σκύλους: ναι.
Η συλλογή διηγημάτων Ιστορίες με σκύλους είναι το πρώτο βιβλίο του Αλέξη Πανσέληνου και κυκλοφόρησε το 1982 από τις εκδόσεις Κέδρος. Περιλαμβάνει 4 εκτενή διηγήματα, ενώ το υπέροχο εξώφυλλο φιλοτέχνησε και σχεδίασε ο Αλέκος Λεβίδης.
Στο διήγημα «Η εξαφάνιση της Μπέτσυς» παρακολουθούμε τη φιλική και επαγγελματική σχέση τριών δικηγόρων σε μια ναυτιλιακή εταιρεία, την ημέρα που κάποιος κλέβει τη μηχανή (την Μπέτσυ) ενός εκ των δικηγόρων. Ένας Στρατηγός εν αποστρατεία, ο πατέρας ενός εκ των τριών φίλων, η νυν κοπέλα του άλλου, η γραμματέας και η αδελφή του κλέφτη συνθέτουν τα πρόσωπα της ιστορίας. Και, στο περιθώριο, ένα μπουλούκι από αδέσποτα σκυλιά, από το οποίο σύντομα, τρία αποσπώνται και περιφέρονται στην περιοχή του Ασυρμάτου.
Η συνθετική ικανότητα και η αφηγηματική δεινότητα του Αλέξη Πανσέληνου είναι ξεκάθαρες σ’ αυτό το διήγημα. Οι σπαρταριστοί διάλογοι (μεταξύ ανθρώπων και μεταξύ ζώων) είναι μεν σήμερα πολιτισμικό στοιχείο εκείνης της εποχής, είναι δε και ένα από τα στοιχεία που καθιστούν –ειδικά αυτό το διήγημα– σωστό page turner.
[για την αντιγραφή διατηρώ την ορθογραφία του βιβλίου]
Χάθηκε και η τελευταία ευκαιρία πέντε μέρες στη σειρά να μπορούν να ονομαστούν «καλοκαιρινές διακοπές». Πριν προλάβω να αναρωτηθώ Ελύτης ή Λαϊνά, ξεφυλλίζω ήδη τη Μικτή τεχνική (εκδ. Πατάκη). Καθώς περνάνε οι σελίδες, σε μια στιγμή (σχεδόν) ακούω τη Μαρία Λαϊνά να λέει με βραχνιασμένη, σιγανή και βέβαιη φωνή:
ξερολιθιά με άνοιγμα στη θάλασσα
σκέψου τα πράγματα που δεν θα κάνουμε ποτέ.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΟΡΑΣΤΟΣ είναι δημοσιογράφος.
→ Στην κεντρική εικόνα: η Joan Collins διαβάζει το μυθιστόρημα του John Steinbeck, East of Eden.