
Σκέψεις για τη μετάφραση και τους μεταφραστές. «Η μετάφραση δεν είναι επιστήμη μετρήσιμη. Δεν υπάρχει μία και πρόδηλη αλήθεια στην οποία υπακούει, ούτε αποκλειστικός μπούσουλας». Κεντρική εικόνα: Η Ρούλα Πατεράκη στη θεατρική διασκευή του “Murder in the Cathedral” σε σκηνοθεσία της Ιόλης Ανδρεάδη, το 2017.
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Μεταφραστική κριτική στην Ελλάδα δεν υπάρχει. Δύο άνθρωποι την άσκησαν σοβαρά στο παρελθόν, ο Νίκος Φωκάς και η Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου. Αφ’ ότου κι εκείνοι αποστρατεύθηκαν, ξαναγυρίσαμε στα ειωθότα. Στους στερεότυπους ύμνους περί γλαφυρότητος, από τη μια, που κοσμούν φορτικά τις βιβλιοπαρουσιάσεις. Και στην πολεμογραφία, από την άλλη, σπάνια κι εκείνη για να πούμε την αλήθεια, που συνήθως κατευθύνει τους μύδρους της δυσθυμίας της επιλεκτικά, κατά ορισμένων στόχων.
Δυστυχώς, ούτε οι ύμνοι ούτε οι μύδροι είναι αρκούντως πειστικοί. Οι πρώτοι, διότι παραείναι εύκολοι. Αρκεί κανείς να μην παραβαίνει τη μεταφραστική κοινή, τα «αθηναίικα που ξέρουμε» για να παραφράσω τον ποιητή, την εν μέρει λογοτεχνίζουσα και εν μέρει δημοσιογραφίζουσα ομοιογλωσσία του καιρού μας, για να συγκαταταχθεί μετά χαράς στο πάνθεον των γλαφυρογράφων. «Γλαφυρό» στην καθομιλουμένη μας είναι το άμεσο, το ευκολονόητο· και τέτοιο είναι το εκάστοτε οικείο και συνηθισμένο. Οι «γλαφυρές» μεταφράσεις είναι αυτές που κουρεύουν, που εξομαλύνουν τα κείμενα. Που τα απλουστεύουν τόσο δηλαδή, κοβοντάς και ράβοντάς τα στα ενεστώτα μέτρα μας, ώστε να γίνουν επίπεδα και «βατά».
Αν βάλει κανείς αντικριστά τα ελληνικά στα οποία αποδίδονται οι σύγχρονοι ξένοι συγγραφείς, ή και οι κλασικοί του παρελθόντος ενίοτε, θα διαπιστώσει ότι μοιάζουν πάρα πολύ – και αναμεταξύ τους και με τα κείμενα της μέσης τρέχουσας ημεδαπής παραγωγής. Η πρωτότυπη ιδιοτυπία τους έχει σιδερωθεί, το γλωσσικό τους ανάγλυφο ισοπεδωθεί, ο τόνος τους εκσυγχρονιστεί – κάποτε με επιχείρημα ότι έτσι διασώζεται η ξενότητά τους!
Αν βάλει κανείς αντικριστά τα ελληνικά στα οποία αποδίδονται οι σύγχρονοι ξένοι συγγραφείς, ή και οι κλασικοί του παρελθόντος ενίοτε, θα διαπιστώσει ότι μοιάζουν πάρα πολύ – και αναμεταξύ τους και με τα κείμενα της μέσης τρέχουσας ημεδαπής παραγωγής.
Βέβαια, λίγο πολύ αυτό συνέβαινε ανέκαθεν. Ο Όμηρος του Λουκάνη και ο Όμηρος του Ρουσιάδη, λ.χ., περισσότερο συγγενεύουν με τα συγκαιρινά τους κείμενα του 16ου και 19ου αιώνα αντίστοιχα, παρά μεταξύ τους. Ωστόσο σήμερα το κακό έχει παραγίνει. Καθώς η ελληνική αφαιμάζεται σιγά σιγά από τις δύο μεγαλύτερες πηγές που την άρδευσαν τους περασμένους αιώνες, εννοώ τη λαϊκή γλώσσα και τα ιδιώματά της, αφενός, και την πολυστρώματη λόγια παράδοση, αφετέρου, η τωρινή μας γραφή μοιάζει αποσκελετωμένη. Υστερεί και σε βιωματική θερμοκρασία, την οποία παρείχε πλουσιοπάροχα το απόθεμα της δημοτικής λαλιάς, και σε διανοητική ακρίβεια, στην ειρωνική ευθυβολία λ.χ., με την οποία την προίκιζε η καθαρολογία.
Όσο για την πολεμογραφία, που κατά τ’ άλλα είναι κομμάτι αναφαίρετο της ζώσας κριτικής, εδώ αποδεικνύεται άσφαιρη. Διότι δεν εδράζεται στη συνολική θεώρηση των κειμένων, αλλά στην καζουϊστική της λαθοθηρίας. Και, συγχρόνως, στην «επιστημοφάνεια» όπως την αποκαλώ, στην παράδοξη ιδέα δηλαδή ότι το πώς μεταφράζουμε είναι πρόβλημα άπαξ και διά παντός λυμένο, γόρδιος δεσμός που έχει με μια σπαθιά κοπεί.
Κατά τη λαθοθηρία μας, οι πέντε δέκα «μαλλιαρές» λέξεις που βάζει ο Σεφέρης στο στόμα του Έλιοτ το 1936 είναι έγκλημα καθοσιώσεως. Κατά την επιστημοφάνειά μας πάλι, το ότι ο ίδιος μεταφραστής αποδίδει τον τίτλο Murder in the Cathedral ως Φονικό στην εκκλησιά είναι λάθος καραμπινάτο, βγάζει μάτι.
Κατά τη λαθοθηρία μας, οι πέντε δέκα «μαλλιαρές» λέξεις που βάζει ο Σεφέρης στο στόμα του Έλιοτ το 1936 είναι έγκλημα καθοσιώσεως. Κατά την επιστημοφάνειά μας πάλι, το ότι ο ίδιος μεταφραστής αποδίδει τον τίτλο Murder in the Cathedral ως Φονικό στην εκκλησιά είναι λάθος καραμπινάτο, βγάζει μάτι. Και ενώ από τους καιρούς του Κικέρωνα τουλάχιστον, οι μεταφραστές είναι παραδεκτό ότι έχουν στη διάθεσή τους ένα πλατύ εκφραστικό κλαβιέ που ξεκινάει από την κατά λέξιν απόδοση και φτάνει ως την ελεύθερη διασκευή, περνώντας ενδιαμέσως από όλα τα δυνατά στάδια (από τη μετάφραση-αναγνωστικό βοήθημα λ.χ. έως την μετάφραση-αναδημιουργία) αυτού του είδους η κριτική εξαντλεί όλη της την αυστηρότητα στους μεταφραστές-αναπλαστές ή στους μεταφραστές-διασκευαστές, κι ας είναι και δήλες και συνειδητές οι προθέσεις και επιλογές τους. Την ίδια στιγμή, δεν λέει λέξη για τις εντελώς αδέξιες κατά λέξιν μεταφράσεις που μας κατακλύζουν – όπως είναι η πλειοψηφία των ποιητικών, φευ, αποδόσεων.
Δεν είναι δα και μυστικό. Και οι πιο σπουδαίες μεταφράσεις έχουν λάθη. Ο Σίλλερ και ο Γκαίτε κορόιδευαν τον έρμο τον Χαίλντερλιν («Μα δεν είχε μάτια αυτός ο άνθρωπος!») επειδή είχε μεταφράσει κατά λέξη, και όντως κάπως κωμικά, εκείνο το «τι δ’ ἔστι; δηλοῖς γάρ τι καλχαίνουσ᾽ ἔπος» της Αντιγόνης. «Was ist’s, du scheinst ein rothes Wort zu färben», έγραφε ο Χαίλντερλιν («Τι συμβαίνει, φαίνεται να βάφεις κόκκινη μια λέξη;»), παραβλέποντας τη μεταφορική σημασία του ρήματος καλχαίνω=συλλογίζομαι με ένταση και σε βάθος, και παρασυρόμενος από το έτυμό του, την θαλασσινής προέλευσης κάλχη=πορφύρα. («Μα τι τρέχει; / Δείχνεις πως κάτι βράζει μες στο νου σου», αποδίδει υπέροχα ο Γρυπάρης.) Ο Γιώργος Χειμωνάς, πάλι, προλογίζοντας την σοφόκλεια Ηλέκτρα γράφει ότι απέδωσε τον στίχο «τὸν ἐμὸν εἶλον βίον» (που μου πήραν τη ζωή) με το, όντως εντυπωσιακό, «η ζωή μου εκαρφώθηκε», ακολουθώντας τον απαράλλαχτο (sic) «ήχο της λέξης εἷλον (< ίλον < ἧλος)».
Ο Γιώργος Χειμωνάς, πάλι, προλογίζοντας την σοφόκλεια Ηλέκτρα γράφει ότι απέδωσε τον στίχο «τὸν ἐμὸν εἶλον βίον» (που μου πήραν τη ζωή) με το, όντως εντυπωσιακό, «η ζωή μου εκαρφώθηκε», ακολουθώντας τον απαράλλαχτο (sic) «ήχο της λέξης εἷλον (< ίλον < ἧλος)».
Φυσικά, τα αρμόδια λεξικά και η εξέλιξη της ελληνικής προφοράς ανά τους αιώνες άλλα πράγματα εντελώς μαρτυρούν. Έχει όμως καμία σημασία; Προκειμένου για μεταφράσεις τέτοιες σημαδιακές, τι νόημα έχει να κοκκινίζει κανείς στενόκαρδα με τον μαρκαδόρο τις «ανορθογραφίες» τους, όταν είναι φως φανάρι (και η ιστορία της δεξίωσής τους το αποδεικνύει) ότι είναι ακριβώς αυτή η λοξάδα και η ιδιοτυπία τους που τις δικαιώνουν; Σε κάθε περίπτωση, όταν βλέπει κανείς πόσο επαινέθηκαν, και ακόμη επαινούνται, οι τόσες και τόσες μεταφραστικές αποκοτιές του Χειμωνά, απορεί κανείς προς τι οι αγανακτισμένες κραυγές σήμερα κατά του Κεντρωτή, του Μπλάνα, του Δημητριάδη…
Σε τελική ανάλυση όλος αυτός ο ζήλος να φορέσουμε με το ζόρι σε όλους τους μεταφραστές και σε όλες τις μεταφράσεις τα ίδια κριτήρια, δεν είναι παρά παρεξήγηση. Η μετάφραση δεν είναι επιστήμη μετρήσιμη. Δεν υπάρχει μία και πρόδηλη αλήθεια στην οποία υπακούει, ούτε αποκλειστικός μπούσουλας. Σε αντίθεση με το πρωτότυπο που είναι ένα και μοναδικό και αναντικατάστατο, το μετάφρασμα είναι μία μόνο από τις εναλλακτικές ερμηνείες του. Εξού και είναι δυνατόν να υπάρχουν πολλές καλές μεταφράσεις του ίδιου έργου – με την ίδια ακριβώς έννοια που υπάρχουν πολλές καλές εκτελέσεις του ίδιου μουσικού έργου ή πολλές καλές παραστάσεις του ίδιου δράματος. Είναι δικαίωμα φυσικά της μεταφραστικής κριτικής να έχει και να δηλώνει τις προτιμήσεις της. Ας μην τις επιστρατεύει όμως ως προκρούστειο κλίνη διορθωτική για το μπόι όσων δεν συμφωνούν μαζί της.
Σε αντίθεση με το πρωτότυπο που είναι ένα και μοναδικό και αναντικατάστατο, το μετάφρασμα είναι μία μόνο από τις εναλλακτικές ερμηνείες του.
Αν κάτι απειλεί τη μετάφραση, όπως απειλεί γενικά τη γλώσσα, δεν είναι η τόλμη των εξαιρέσεων λοιπόν, ούτε η ποικιλία των τρόπων. Αλλά αυτή η άχρωμη και άχυμη κοινή, η κακόζηλη ομοιογλωσσία που τη συνηθίσαμε τόσο ώστε ανακηρύξαμε στο μεταξύ τη μετριότητά της μόνο μας μέτρο.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής. Τελευταίο βιβλίο του η συλλογή δοκιμίων «Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση» (εκδ. Μικρή Άρκτος).