Η εξιδανίκευση του αρχαίου ελληνικού κόσμου και η αποδόμησή του για χάρη μιας εξισωτικότερης και πολυτασικότερης κοινωνικής πραγματικότητας στη Γερμανία μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Κεντρική εικόνα: Τα χάλκινα αγάλματα των Johann Wolfgang von Goethe και Friedrich von Schiller βρίσκονται από το 1857 μπροστά από το Γερμανικό Εθνικό Θέατρο στην πλατεία Θεάτρου της Βαϊμάρης.
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Ακραίος στη διατύπωσή του, ο τίτλος της παλιάς μελέτης της Ε.Μ. Βutler («The Tyranny of Greece over Germany», Καίημπριτζ 1935), διατηρεί ασφαλώς και στις μέρες μας κάτι από την εμφατική ευγλωττία που χρειαζόμαστε για να περιγράψουμε ένα από τα κεντρικότερα γνωρίσματα της γερμανικής πνευματικής ζωής των Νέων Χρόνων: την εξιδανίκευση του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Η εξιδανίκευση αυτή έχει τις καταβολές της στην περίοδο του αναγεννησιακού ουμανισμού, ωστόσο, αντίθετα απ’ ό,τι συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, θα κορυφωθεί μόλις στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, και θα παραμείνει έκτοτε στο προσκήνιο με τη μια ή την άλλη μορφή επί δύο σχεδόν αιώνες, ως το τέλος περίπου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ό,τι η Μπάτλερ περιέγραφε με πολιτικούς όρους, ως εθελούσια υποδούλωση δηλαδή στην καταναγκαστική μίμηση των κλασικών προτύπων της ελληνικής Αρχαιότητας, οι ίδιοι οι Γερμανοί προτιμούσαν να το περιγράφουν συνήθως με όρους θρησκευτικούς ή, όπου τον ενθουσιασμό ανέκοπτε προσώρας η κριτική αποστασιοποίηση, με όρους ψυχολογικούς. Στην πρώτη περίπτωση ανήκει η λέξη Griechenkult, που αποδίδει πράγματι με ευστοχία μια στάση που συχνά μόνο ως ευθέως λατρευτική μπορεί να θεωρηθεί. Στη δεύτερη, ο όρος Graekomanie, τον οποίο θα χρησιμοποιήσει μεταξύ άλλων ο Σίλλερ προκειμένου να χαρακτηρίσει τα ελληνολατρικά κηρύγματα ενός Φρήντριχ Σλέγκελ. Συγγραφείς τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους όσο ο Βήλαντ και ο Χέρντερ, ο Γκαίτε και ο Χαίλντερλιν, ο Νίτσε και ο Χάιντεγγερ, συναθροίζονται άνετα πάνω στον κοινό αυτόν παρονομαστή.
Από μόνος του ο ενθουσιασμός για την κλασική Ελλάδα δεν είναι βεβαίως φαινόμενο αποκλειστικά γερμανικό. Οι πυκνές αναφορές στον συμβολικό κόσμο της ελληνικής φύσης, γλώσσας, μυθολογίας και ιστορίας αποτελούν κοινό τόπο των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων. Ως τέτοιες θα τις συναντήσουμε σε όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, από την Ιταλία της Αναγέννησης ως την Ισπανία του Siglo de Oro, και από τη Γαλλία του Ρακίνα και του Μπουαλώ, ως την Αγγλία του Χομπς και του Σέλλεϋ. Ωστόσο, σε καμία από αυτές τις χώρες ο θαυμασμός για την κλασική Ελλάδα δεν πήρε τις διαστάσεις που προσέλαβε στη περίπτωση της Γερμανίας.
Οι πυκνές αναφορές στον συμβολικό κόσμο της ελληνικής φύσης, γλώσσας, μυθολογίας και ιστορίας αποτελούν κοινό τόπο των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων. [...] Ωστόσο, σε καμία από αυτές τις χώρες ο θαυμασμός για την κλασική Ελλάδα δεν πήρε τις διαστάσεις που προσέλαβε στη περίπτωση της Γερμανίας.
Τα αίτια γι’ αυτό υπήρξαν πολλά και ποικίλα. Η πολιτική και πολιτιστική υστέρηση της Γερμανίας έναντι των χωρών της Δυτικής και Νότιας Ευρώπης, υστέρηση που έκανε τους Γερμανούς να μελετούν ενίοτε την κλασική παράδοση με τον φανατισμό του νεοπροσήλυτου. Η συχνά συνειδητή και ηθελημένη υποτίμηση από μέρους των Γερμανών της άλλης βασικής συνιστώσας της κλασικής κληρονομιάς, της λατινικής γλώσσας και γραμματείας, υποτίμηση που εν μέρει είχε να κάνει με το κλίμα του προτεσταντισμού και την αποστροφή των οπαδών του προς ό,τι το ρωμαϊκό. Ο βαθύς ρομαντικός χαρακτήρας της γερμανικής σκέψης κατά το κρίσιμο αυτό διάστημα, χαρακτήρας που από τη φύση του έτεινε στην εξιδανίκευση και τη λυρική εξύμνηση των μεγάλων ιδεών, εν προκειμένω της ιδέας του ιδεατού «ελληνισμού» ως πανανθρώπινου και υπερχρονικού προτύπου.
Είναι ενδιαφέρον ότι μολονότι ο ρομαντισμός παρουσιαζόταν γενικά ως αντίπαλος του ελληνοτραφούς κλασικισμού και των αποστεωμένων προτύπων του, και για τον λόγο αυτό η κλασική Ελλάδα διαδραμάτιζε περιορισμένο ρόλο στο έργο των εκπροσώπων του ρομαντισμού στην Αγγλία και τις ρωμανικές χώρες, στη Γερμανία παρατηρήθηκε μια αξιοσημείωτη ώσμωσή του με τα κλασικά και τα κλασικιστικά μοτίβα, διεργασία που επιτάθηκε από την άνθηση του κινήματος του ευρωπαϊκού φιλελληνισμού. Όπως δείχνει η, μοναδική πανευρωπαϊκά, περίπτωση του Βαυαρού μονάρχη Λουδοβίκου Α΄, ο φιλάρχαιος ενθουσιασμός των Γερμανών Φιλελλήνων ήταν τόσος, ώστε όχι μόνο να μην αποθαρρύνεται από το χαμηλό παιδευτικό επίπεδο των Νεοελλήνων, αλλά να αγνοεί επιδεικτικά ακόμη και τις ψυχρές σταθμίσεις της Realpolitik. Με την έννοια αυτή, ο γερμανικός φιλελληνισμός δεν συνιστά παρά άλλο ένα κεφάλαιο στη μακρά ιστορία της σχέσης των Γερμανών με την κλασική αρχαιότητα.
Ο Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν: Αυστριακός θεολόγος, βιβλιοθηκάριος και επιφανής αρχαιογνώστης. |
Θεωρημένη εκ των υστέρων, η γερμανική ελληνολατρία αποτελεί ασφαλώς, όπως υποστηρίχθηκε, την τελευταία ευρωπαϊκή Αναγέννηση, μια Αναγέννηση που αρκετούς αιώνες μετά την πρώτη εκείνη των Ιταλών λογίων της εποχής του Πετράρχη και του Βοκκάκιου θα έρθει να αναζωπυρώσει για μια ακόμη φορά, προικίζοντάς τον με σημαντικότατα έργα, τον ευρωπαϊκό ουμανισμό. Όσο για την παρακμή της, αυτή όπως είπαμε μπορεί να τοποθετηθεί με αρκετή ακρίβεια στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ανάδυση της μεταπολεμικής Γερμανίας, Ανατολικής και Δυτικής, από τα ερείπια που άφηνε πίσω του ο χιτλερισμός, ήταν επόμενο να στηριχθεί σε εντελώς διαφορετικά ιδεολογικά και πολιτικά θεμέλια, από αυτά που στήριξαν την γερμανική παιδεία τους προηγούμενους αιώνες. Ο ουμανισμός της εγκύκλιας παιδείας, το ιδεώδες του homo universalis υποκαταστάθηκε, όπως και σε όλες τις χώρες του Δυτικού κόσμου άλλωστε, από ένα εκπαιδευτικό σύστημα που επιδοτεί όλο και εντονότερα την εξειδίκευση και τους παντός είδος Fachleute. Ο καταποντισμός της γερμανικής κληρονομικής αριστοκρατίας και της εθνικής αστικής τάξης, που υπήρξαν παραδοσιακά οι φορείς του ελληνολατρικού ουμανισμού, άνοιξε τον δρόμο για την ανάδυση μιας ολοένα και εξισωτικότερης και πολυτασικότερης κοινωνικής πραγματικότητας, η οποία αποδείχθηκε όλο και λιγότερο πρόθυμη να αναγνωρίσει τις πολιτιστικές ιεραρχίες του παρελθόντος.
Οι νεότεροι ιστορικοί της τέχνης αμφισβήτησαν έντονα τον κλασικισμό ενός Βίνκελμαν, λ.χ., και ζήτησαν να αποδείξουν ότι βασιζόταν σε ελλιπή γνώση της ιστορικής πραγματικότητας. Παρατήρησαν έτσι πως ό,τι οι κλασικιστές εξελάμβαναν ως κατ’ εξοχήν ελληνικό, συχνά δεν ήταν παρά μια προβολή των δικών τους αισθητικών αντιλήψεων στην αρχαία τέχνη.
Μετά τον πόλεμο η ευστάθεια των παλαιότερων ερμηνειών της ελληνικής Αρχαιότητας αποτιμήθηκε συνεπώς εκ νέου. Οι νεότεροι ιστορικοί της τέχνης αμφισβήτησαν έντονα τον κλασικισμό ενός Βίνκελμαν, λ.χ., και ζήτησαν να αποδείξουν ότι βασιζόταν σε ελλιπή γνώση της ιστορικής πραγματικότητας. Παρατήρησαν έτσι πως ό,τι οι κλασικιστές εξελάμβαναν ως κατ’ εξοχήν ελληνικό, συχνά δεν ήταν παρά μια προβολή των δικών τους αισθητικών αντιλήψεων στην αρχαία τέχνη. Ήδη, με την έλευση του μοντερνισμού στις τέχνες και τα γράμματα, ο 20ός αιώνας είχε αποκόψει τις σύγχρονες καλλιτεχνικές ζητήσεις από τα αρχαία πρότυπα ή είχε καταστήσει τους δεσμούς τους με αυτά έμμεσους και χαλαρούς. Η εξιδανικευμένη εικόνα της Αρχαίας Ελλάδας, που με τον ιστορισμό είχε δεχθεί τα πρώτα πλήγματα, αποδομήθηκε πλήρως από τον σχετικισμό των νεότερων κοινωνικών επιστημών που αμφισβήτησαν τόσο την απόλυτη αξία των ελληνικών αισθητικών και πολιτικών ιδεών, όσο και την υπερχρονική τους ισχύ.
Όμως και ένας άλλος παράγοντας μπορούμε να πούμε ότι συνετέλεσε στη ραγδαία παρακμή της γερμανικής ελληνολατρίας. Η για πρώτη φορά σε τόση έκταση επαφή των Γερμανών με την πραγματικότητα της νεότερης Ελλάδας και των κατοίκων της. Προστάδιο αυτής της επαφής υπήρξε η μακρά περίοδος της οθωνικής βασιλείας. Θα ακολουθήσει, πολύ πικρότερη αυτή, η περίοδος της Κατοχής 1941-1944. Την περίοδο 1950-1970 εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες εργάτες θα μεταναστεύσουν στη Δυτική Γερμανία, κομίζοντας μια εικόνα βαλκανικού λαού, ελάχιστα προσφερόμενη σε εξωραϊσμούς. Σχεδόν ταυτόχρονα ο μαζικός τουρισμός θα οδηγήσει εκατομμύρια Γερμανών επισκεπτών στην Ελλάδα. Το διπλό αυτό ρεύμα και οι τριβές που δημιούργησε και ακόμη δημιουργεί, ήταν επόμενο να συμπαρασύρει και τα τελευταία υπόλοιπα της παλαιάς εξιδανικευμένης εικόνας που οι απόγονοι του Γκαίτε έτρεφαν για την Ελλάδα, κλασική και νεότερη. Όπως άλλωστε εξανέμισε και την ιδεαλιστική αντίληψη πολλών πεπαιδευμένων Ελλήνων για τη χώρα των Ποιητών και Στοχαστών, των Dichter und Denker.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής. Τελευταίο βιβλίο του η συλλογή δοκιμίων «Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση» (εκδ. Μικρή Άρκτος).