Ένα εξομολογητικό κείμενο για το πώς βρίσκουμε παρηγοριά στις οικιακές ιεροτελεστίες, με αφορμή τα «οικιακά μυθιστορήματα» της Marilynne Robinson.
Της Κρίστεν Μάρτιν
Μτφρ. Βάσια Τζανακάρη
Το σπίτι στο επίκεντρο του μυθιστορήματος της Μέριλιν Ρόμπινσον, Ρουθ (1980), παρουσιάζεται αρχικά ως καταφύγιο σταθερότητας. Στην κορυφή ενός λόφου, στη φανταστική πόλη Φίνγκερμποουν, στο Άινταχο, το σπίτι των Φόστερ ορθώνει, καλύτερα απ’ τα περισσότερα, το ανάστημά του στο «απέραντο τοπίο και τον ακραίο καιρό».
Το Φίνγκερμποουν είναι μια πόλη χτισμένη σε γη που «κάποτε αποτελούσε μέρος της λίμνης» – μια μεγάλη λίμνη που στενάζει καθώς ο πάγος της λιώνει την άνοιξη. Η λίμνη στο Φίνγκερμποουν είναι πανταχού παρούσα, αναπόφευκτη: η μυρωδιά της πλανιέται στον αέρα, η γεύση της ποτίζει το πόσιμο νερό. Την άνοιξη επανέρχεται στο παλιό της μέγεθος, αγνοώντας τις προσπάθειες των ανθρώπων να απλώσουν ρίζες και να βάλουν μια τάξη. Όταν η «παλιά λίμνη» επιστρέφει, γράφει η Ρόμπινσον, «θα ανοίξεις την πόρτα για να κατέβεις στο κελάρι και θα βρεθείς μπροστά σε γαλότσες που επιπλέουν πρησμένες θαρρείς, με τι σόλες προς τα πάνω μπροστά σε σανίδια και κουβάδες που κουτουλάνε στο κατώφλι, αφού η σκάλα θα έχει πια βουλιάξει μετά το δεύτερο σκαλί». Αλλά όχι στο σπίτι των Φόστερ, που «το νερό που τρύπωνε στο κελάρι μας λίμναζε σε μιαν άκρη, λιγοστό, μαύρο και σκοτεινό, με μερικά ισχνά έντομα να επιπλέουν στην επιφάνεια».
Το σπίτι χτίστηκε από τον Έντμουντ Φόστερ, ο οποίος μεγάλωσε σε μια καλύβα στις μεσοδυτικές πολιτείες, ένα σπίτι που ήταν «σαν τύμβος, περισσότερο μνημούρι παρά ανθρώπινο οχυρό». Λαχταρώντας κάτι περισσότερο από έναν «απόλυτα οριζόντιο κόσμο» πήρε το τρένο προς τα δυτικά και βρέθηκε στο Φίνγκερμποουν. Η εγγονή του Έντμουντ, η Ρουθ –η αφηγήτριά μας– μας λέει ότι το σπίτι που έχτισε ο Έντμουντ έχει μια «φαινομενική αντοχή»: «Ήταν μια εντύπωση που τη δημιουργούσε το πιάνο, και ο ανακλινόμενος καναπές και οι βιβλιοθήκες, γεμάτες με αλμανάκ, Κίπλινγκ και Ντεφόου». Αλλά η Ρουθ αναγνωρίζει ότι αυτή η όψη, όπως όλες οι όψεις, είναι «απατηλή». Ξέρει πόσο ασταθής μπορεί να είναι η ζωή πίσω από μια ήρεμη όψη.
Ένα κυριακάτικο πρωινό, η μητέρα τους, η Έλεν, οδήγησε από το μικρό τους διαμέρισμα στο Σιάτλ ως το Φίνγκερμποουν και άφησε τις κόρες της στην κλειστή υπερυψωμένη βεράντα της μητέρας της, με ένα πακέτο κρακεράκια Γκρέιαμ «για να αποτρέψει τους καβγάδες και να κατευνάσει την αδημονία μας». Έπειτα εφόρμησε με το αυτοκίνητό της από έναν γκρεμό «στα ζοφερά βάθη της λίμνης».
Άλλωστε, η Ρουθ και η μικρή της αδελφή, η Λουσίλ, ήρθαν να ζήσουν σε αυτό το σπίτι όταν η τάξη της ζωής τους διαταράχθηκε, απειλώντας να βυθίσει τα πάντα σε μια εντροπία. Ένα κυριακάτικο πρωινό, η μητέρα τους, η Έλεν, οδήγησε από το μικρό τους διαμέρισμα στο Σιάτλ ως το Φίνγκερμποουν και άφησε τις κόρες της στην κλειστή υπερυψωμένη βεράντα της μητέρας της, με ένα πακέτο κρακεράκια Γκρέιαμ «για να αποτρέψει τους καβγάδες και να κατευνάσει την αδημονία μας». Έπειτα εφόρμησε με το αυτοκίνητό της από έναν γκρεμό «στα ζοφερά βάθη της λίμνης».
Στα βάθη της λίμνης, η Έλεν συνάντησε τον πατέρα της στον τόπο ανάπαυσής του. Όταν η Έλεν ήταν 15, ο «θνητός βίος» του Έντμουντ τελείωσε με έναν εκτροχιασμού τρένου στη γέφυρα που διέσχιζε τη λίμνη. Τα μόνα που βρέθηκαν ήταν «μια βαλίτσα, ένα ερεισίνωτο κι ένα λάχανο», που ήταν, όπως μας υπενθυμίζει η Ρόμπινσον, «ευπαθές και αλλοιώσιμο».
Η λίμνη των στεναγμών στο Φίνγκερμποουν είναι ένα τεράστιο σύμβολο αυτής της προσωρινότητας, της διαρκούς πιθανότητας για αλλαγή. Το σπίτι συμβολίζει τις ισχνές προσπάθειές μας να αντισταθούμε σε αυτή την πιθανότητα. Ένα σπίτι μπορεί μόνο να φαίνεται σταθερό. Μια ζωή μπορεί μόνο να φαίνεται αιώνια. Είναι απλουστευτικό αυτό που κάνω, φυσικά, το ότι διυλίζω την καλοδουλεμένη και υπνωτική πρόζα της Ρόμπινσον σε αυτά τα πρωτογενή σύμβολα. Διαβάζοντας όμως το Ρουθ ένιωσα ότι ήταν ένας τρόπος να δω τη δική μου εμπειρία πένθους να προβάλλεται πάνω μου μέσω μιας ιστορίας άγνωστης μα βαθιά οικείας.
Ένα σπίτι μπορεί μόνο να φαίνεται σταθερό. Μια ζωή μπορεί μόνο να φαίνεται αιώνια.
Δεν μεγάλωσα σε μια πόλη με ακραίο καιρό. Αν και υπήρχε μια λιμνούλα, κανείς από την οικογένειά μου δεν κατέληξε στα βάθη της. Οι γονείς μου όμως πέθαναν –ή όπως μπορεί να το έθετε η Ρόμπινσον, «αρνήθηκαν να ξυπνήσουν»– όταν έμπαινα στην εφηβεία και από τη στιγμή που τους έχασα διαπίστωσα ότι το σπίτι μου δεν ήταν το καταφύγιο σταθερότητας που θεωρούσα πάντα.
Εδώ και καιρό πιστεύω ότι η απώλεια των γονιών μου και η απώλεια του σπιτιού της παιδικής μου ηλικίας ήταν γεγονότα άρρηκτα δεμένα – το ένα δεν θα συνέβαινε όπως συνέβη χωρίς το άλλο, το ένα ενίσχυσε το άλλο, και το ένα κατέστησε το άλλο μια πρακτική και ψυχολογική αναγκαιότητα. Όμως διαβάζοντας το Ρουθ το φετινό καλοκαίρι, 37 χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία και 15 χρόνια μετά την πρώτη μου απώλεια, βρήκα στη γραφή της Ρόμπινσον τα λόγια για να περιγράψω πώς η φροντίδα του σπιτιού μπορεί να είναι ένας τρόπος να προστατεύσεις τον εαυτό σου από τη θνητότητα και πώς το πένθος διαπλέκεται με τη φευγαλέα φύση του σπιτιού.
Η Alice Munro (κρατάει το βιβλίο της The moon of jupiter) και η Merilynne Robinson. |
Το σπίτι της οικογένειάς μου στο Λονγκ Άιλαντ –όπως το σπίτι των Φόστερ στο Ρουθ– στέγασε τρεις γενιές. Μπορεί να μην το έχτισε ο πατέρας της μητέρας μου, αλλά έφερε την οικογένειά του εκεί το 1956, αναζητώντας κάτι διαφορετικό από το Μπρούκλιν: περισσότερο χώρο, περισσότερη ιδιωτικότητα. Όλα αυτά τα βρήκε στο Δυτικό Χάμστεντ στο μικρό εκείνο σπίτι, με τους φεγγίτες του, το οποίο ήταν πανομοιότυπο με όλα τα άλλα σπίτια στον δρόμο, τα οποία χτίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ‘40, στο πλαίσιο της στεγαστικής έκρηξης των προαστίων μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η μαμά μου πέρασε σχεδόν όλη της τη ζωή σε εκείνο το σπίτι, εκτός απ’ τα πρώτα παιδικά της χρόνια (στο Μπρούκλιν) και τα πρώτα χρόνια της μητρότητας (σε ένα διαμέρισμα σε μια πόλη λίγο πιο μακριά). Το 1988 πέθανε ο πατέρας της, αφήνοντας τη μητέρα της μόνη σε ένα σπίτι με τέσσερα υπνοδωμάτια. Το 1989, γεννήθηκε το δεύτερο παιδί της – εγώ. Εκείνη κι ο μπαμπάς μου χρειάζονταν περισσότερο χώρο –και ίσως να ήθελαν να απαλλάξουν τη γιαγιά μου από κάτι παραπανίσιο– έτσι αγόρασαν το σπίτι.
Η γιαγιά κράτησε το υπνοδωμάτιό της στον πρώτο όροφο, με τους κιτρινισμένους από το τσιγάρο τοίχους και τις σιφονιέρες με τα σεμεδάκια και την τηλεόραση που έπρεπε να την κοπανήσεις για να στρώσει η εικόνα όταν έβλεπε Jeopardy! Με εξαίρεση εκείνο το υπνοδωμάτιο, οι γονείς μου έκαναν το σπίτι δικό τους – δικό μας. Μέσα στα χρόνια, τελείωσαν το υπόγειο, φτιάχνοντας ένα πλέιρουμ με καταπράσινη μοκέτα για εμένα και τον μεγάλο μου αδελφό τον Τζον. Έβαψαν το δωμάτιό μου στον δεύτερο όροφο ένα απαλό ροζ χρώμα και κόλλησαν μια μπορντούρα ταπετσαρίας με αρκουδάκια γύρω γύρω στους στραβοχυμένους τοίχους. Οι τοίχοι του Τζον ήταν γαλάζιοι, με μια μπορντούρα με φορτηγά. Στην εσοχή του υπνοδωματίου τους τοποθέτησαν μια τουαλέτα (για τη μαμά) και μια δερμάτινη πολυθρόνα στο χρώμα ενός καλολαδωμένου γαντιού του μπέιζμπολ (για τον μπαμπά).
Ακόμα κι όταν το σπίτι είχε ένα εκατομμύριο μικρές φθορές, ήταν αρκετά εύκολο να κρατάω το νοικοκυριό γύρω από τη φθορά, να κρατάω μακριά τις υπενθυμίσεις προσωρινότητας καθώς βοηθούσα τη μαμά μου να ξεσκονίζει με πανάκια τα έπιπλα του καθιστικού.
Καθεμιά από αυτές τις αλλαγές σηματοδοτούσε τη «βαρύτητα και σταθερότητα» που ήταν χαρακτηριστική στα μεσοαστικά προάστια της δεκαετίας του ‘90. Και κάθε αλλαγή έμοιαζε μόνιμη, παρόλο που αποτελούσε ένδειξη της προσωρινότητας του ντεκόρ και του τρόπου ζωής των παππούδων μου – της ζωής τους. Ακόμα κι όταν το πέλος στην πράσινη μοκέτα στο υπόγειο πήρε να φθείρεται, ακόμα κι όταν ο σφένδαμος στην μπροστινή αυλή ξεράθηκε και αναγκαστήκαμε να ξεθάψουμε τις ρίζες του, ακόμα κι όταν το σπίτι είχε ένα εκατομμύριο μικρές φθορές, ήταν αρκετά εύκολο να κρατάω το νοικοκυριό γύρω από τη φθορά, να κρατάω μακριά τις υπενθυμίσεις προσωρινότητας καθώς βοηθούσα τη μαμά μου να ξεσκονίζει με πανάκια τα έπιπλα του καθιστικού.
Έπειτα, στις αρχές του φθινοπώρου του 2001 η μαμά μου διαγνώστηκε με καρκίνο του πνεύμονα. Όταν σκέφτομαι τους τέσσερις μήνες μεταξύ της διάγνωσης και του θανάτου της, δεν μπορώ να θυμηθώ την κατάσταση του σπιτιού μας, το οποίο πρέπει να ήταν σε κακό χάλι καθώς οι γονείς μου προσπαθούσαν να διατηρήσουν μια κανονικότητα εν μέσω ραντεβού για χημειοθεραπείες και ακτινοθεραπείες. Αυτό που θυμάμαι είναι οι προσπάθειες της μαμάς μου να διατηρήσει την όψη της: την περούκα που τοποθετούσε σε μια βάση και βούρτσιζε κάθε βράδυ, τις βόλτες για να αγοράσει καλλυντικά για να μοιάζει περισσότερο με τον εαυτό της. Πάλεψε την αποδιοργάνωση στο σώμα της κρύβοντας τα εξωτερικά σημάδια ώσπου ένα πρωί έπεσε από το κρεβάτι και δεν μπορούσε να σηκωθεί κι έτσι κατέληξε στο νοσοκομείο. Δεν γύρισε ποτέ σπίτι.
Λίγους μήνες μετά τον θάνατο της μαμάς μου άρχισα να παρατηρώ ότι το σπίτι μας είχε κάποια σημάδια θνητότητας.
Τα δύο χρόνια που μεσολάβησαν από τον θάνατό της μέχρι τον θάνατο του μπαμπά μου, συνειδητοποίησα την τεράστια προσπάθεια που χρειαζόταν για να φροντίζεις το σπίτι. Η μαμά είχε πεθάνει κι ο μπαμπάς ήταν άρρωστος –ο καρκίνος του προστάτη ξαφνικά έπαψε να είναι σε ύφεση περίπου την εποχή που διαγνώστηκε η μαμά– κι έτσι αποκαλύφθηκε ό,τι έκαναν για να διατηρήσουν την όψη του σπιτιού. Θα ήθελα να πω ότι ο αδελφός μου κι εγώ αναλάβαμε επιπλέον αγγαρείες για να βοηθήσουμε, στην πραγματικότητα όμως μετακόμισε μαζί μας η μαμά του μπαμπά, και οι τέσσερις αδελφές του έρχονταν εναλλάξ τα σαββατοκύριακα, μας έφερναν χαρτί υγείας και ψώνια, σκούπιζαν, έτριβαν και ξεσκόνιζαν.
Ακόμα και με αυτή τη συντήρηση, λίγους μήνες μετά τον θάνατο της μαμάς μου άρχισα να παρατηρώ ότι το σπίτι μας είχε κάποια σημάδια θνητότητας. Το σαγρέ ταβάνι του καθιστικού είχε μερικές λεπτές ρωγμές. Η μπορντούρα στο δωμάτιό μου είχε αρχίσει να ξεκολλάει και κομμάτια ροζ μπογιάς ξεφλούδιζαν όταν κατέβαζα αφίσες με boy bands που είχα κολλήσει στους τοίχους. Όλοι οι μεταχειρισμένοι καναπέδες στο υπόγειο είχαν βουλιάξει στους σπασμένους σκελετούς τους.
Η Merilynne Robinson με τους δυο γιους της.
|
Την εποχή εκείνη δεν συνέδεα τη μεταστατική αποδιοργάνωση που λυσσομανούσε στα κορμιά των γονιών μου με το ότι η γιαγιά και οι θείες μου είχαν αναλάβει να την καταπολεμήσουν στο σπίτι μας. Τώρα όμως βλέπω αναπόφευκτα τη σύνδεση. Όταν οι γονείς μου –οι πραγματικοί φροντιστές του σπιτιού μας, οι άνθρωποι που ήξεραν πώς να το κρατήσουν– άρχισαν να καταρρέουν σωματικά, έγινε σαφές ότι οι μέρες μας στο σπίτι μας ήταν μετρημένες.
Και τότε, χωρίς τους γονείς μας, το σπίτι μας δεν ήταν πια δικό μας. Έμοιαζε λες και το είχαν στοιχειώσει, τα δωμάτια μάς θύμιζαν τι είχαμε χάσει και δεν θα ξαναβρίσκαμε, ακόμα και αν κάναμε τον κόπο να φρεσκάρουμε το βάψιμο στους τοίχους και να επιδιορθώσουμε τις ρωγμές στο ταβάνι. Το σπίτι μας όπως το ξέραμε κάποτε θα παρέμενε για μας άπιαστο, ακόμα και όσο ζούσαμε σ’ αυτό.
Τη χρονιά μετά τον θάνατο του μπαμπά μου –αφού φύγαμε από το σπίτι και μετακομίσαμε με μία από τις θείες μας– έμαθα για την έννοια της εντροπίας στο μάθημα της χημείας. Στη θερμοδυναμική, η εντροπία είναι ένα μέτρο της αποδιοργάνωσης ενός συστήματος. Η εντροπία δεν μειώνεται ποτέ. Μπορεί μόνο να αυξάνεται ή να μένει η ίδια. Όλες οι διαδικασίες τείνουν προς την εντροπία.
Τη χρονιά μετά τον θάνατο του μπαμπά μου έμαθα για την έννοια της εντροπίας στο μάθημα της χημείας. Στη θερμοδυναμική, η εντροπία είναι ένα μέτρο της αποδιοργάνωσης ενός συστήματος. Η εντροπία δεν μειώνεται ποτέ. Μπορεί μόνο να αυξάνεται ή να μένει η ίδια. Όλες οι διαδικασίες τείνουν προς την εντροπία.
Είναι μια λέξη που σκέφτομαι τώρα όταν θυμάμαι τα τελευταία χρόνια της ζωής των γονιών μου – τα τελευταία χρόνια της σχεδόν 50χρονης πορείας της οικογένειάς μου σε εκείνο το σπίτι στο Λονγκ Άιλαντ. Και είναι μια λέξη που υπήρχε στο μυαλό μου καθώς διάβαζα το Ρουθ.
Στο μυθιστόρημα της Ρόμπινσον, οι Φόστερ, τα πρώτα χρόνια μετά τον θάνατο του Έντμουντ κρατάνε την εντροπία υπό έλεγχο. Η Ρουθ, ενήλικη πια, μια παντογνώστρια αφηγήτρια, μιλάει για την ηρεμία που κυρίεψε το σπίτι όταν έμειναν μόνο η γυναίκα του Έντμουντ, η Σύλβια και οι τρεις κόρες του: «Ο κόσµος στριφογύριζε και οι ζωές τους ξετυλίγονταν µέσα απ’ αυτόν, όπως η κλωστή από την κουβαρίστρα· ώρα για το πρωινό, ώρα για το βραδινό, ώρα για τα κρινάκια, ώρα για τα μήλα. Αν ο Παράδεισος τύχαινε να μοιάζει µε τούτο τον κόσμο αποκαθαρµένο από καταστροφές και βάσανα, αν η αθανασία τύχαινε να µοιάζει µε τούτη την ανεσταλµένη και απόλυτα ατάραχη ζωή... είναι εύλογο που αυτά τα πέντε γαλήνια, αδιατάρακτα από γεγονότα χρόνια ηρέμησαν τόσο τη γιαγιά µου, ώστε λησµόνησε ό,τι δεν θα ’πρεπε ποτέ να λησμονήσει». Καθώς η συνήθεια νάρκωνε το πένθος τους και ζούσαν μέσα στη φούσκα του σπιτιού-καταφυγίου, η Σύλβια και οι κόρες της ζούσαν τη μια εποχή μετά την άλλη λες και ο θάνατος του Έντμουντ –το συμβάν που «είχε αναστατώσει το ίδιο το υλικό της ζωής τους»– δεν υπήρξε ποτέ. Μετά τους μετασεισμούς που ακολούθησαν τον εκτροχιασμό, «η πολύτιµη καθηµερινότητα είχε γιατρέψει τα πάντα, σβήνοντας τον πόνο σαν µια εικόνα στο νερό».
H Robinson και ένα μικρό βιογραφικό της, στο αφτί του πρώτου της βιβλίου Housekeeping (1980).
|
Και ακόμα και αφότου η Έλεν πέσει στη λίμνη και αφήσει τη μητέρα της να φροντίσει δυο κοριτσάκια, η Σύλβια φροντίζει το σπίτι με επιτακτικότητα: «λουστράριζε παπούτσια και έπλεκε κοτσίδες και αέριζε τα σεντόνια λες και η επανάληψη του συνηθισµένου θα το ξανάκανε συνηθισµένο». Το να φροντίζουμε συνηθισμένες ανάγκες μπορεί να είναι ανακουφιστικό, ένας τρόπος να λησμονήσουμε τη θνητότητά μας και τις δυνάμεις τυχαιότητας του κόσμου μας. Νομίζω πως γι’ αυτό οι θείες μου πάντα φαίνονταν τόσο πρόθυμες όταν μας επισκέπτονταν να σκουπίσουν τη μοκέτα που εκτεινόταν απ’ άκρη σ’ άκρη: ήταν κάτι που μπορούσαν να ελέγξουν, κάτι που δεν είχε αλλάξει.
Μετά τον θάνατο αυτής της γυναίκας, που φρόντιζε το σπίτι –και που συντηρούσε την ψευδαίσθηση του «συνηθισμένου»– η όψη ασφάλειας και σταθερότητάς του ξεθωριάζει. Όπως οι γονείς μου, η Σύλβια ήταν η αρχηγός του σπιτιού με την έννοια ότι ήταν και δικό της και το φρόντιζε. Όταν οι αντικαταστάτριές της –πρώτα οι κουνιάδες της Λίλι και Νόνα κι έπειτα η κόρη της, η Σύλβι–, «αναλαμβάνουν τη φροντίδα του σπιτιού», η εντροπία του συστήματος κλιμακώνεται. Μόλις μήνες μετά τον θάνατο της Σύλβια, τα όρια μεταξύ του σπιτιού των Φόστερ και των τυχαίων γεγονότων του έξω κόσμου κλονίζονται όταν μια τεράστια πλημμύρα χτυπάει το Φίνγκερμποουν. Το χιόνι που έλιωσε και οι ανοιξιάτικες βροχές ενώθηκαν για να διαψεύσουν τις καυχησιές της Σύλβια ότι «οι πληµµύρες δεν έφταναν ποτέ στο σπίτι µας, όµως εκείνη την άνοιξη το νερό πέρασε το κατώφλι µας και κάλυψε το πάτωµα σε ύψος δέκα εκατοστών... Μύκητες και µούχλα σύρθηκαν ύπουλα σε φυλαγµένα νυφικά και φωτογραφικά λευκώµατα, έτσι που το δέρµα έµενε στα δάχτυλά µας όταν ανοίγαµε τo εξώφυλλο».
Η Ρόμπινσον γράφει για τις απώλειες που υπέστησαν στην πλημμύρα με ψυχρό τόνο: αυτές δεν είναι απώλειες να πενθήσει κανείς. Η πιο σκληρή απώλεια έχει ήδη συμβεί. Όπως επισημαίνει αργότερα η Ρουθ, «ακόµα και η ψευδαίσθηση των περιγραµµάτων καταρρέει όταν χωρίζονται οι οικογένειες».
Η Συλβί είναι μια γυναίκα που δεν μάχεται πια τις δυνάμεις της φύσης – αντ’ αυτού τις προσκαλεί στο σπίτι. Ένα σπίτι υποτίθεται ότι θέτει όρια ανάμεσα στον άνθρωπο και τον έξω κόσμο, αλλά η Συλβί τα καταρρίπτει. Το βράδυ, αφήνει τα φώτα σβηστά, αφήνει το έξω να μπει μέσα: «Χίλιες φορές θα προτιµούσε να βυθιστεί το σπίτι στο στοιχείο εκείνο το οποίο καλούνταν να αποκλείει. Είχαµε γρύλους στο κελάρι, σκίουρους στη µαρκίζα, σπουργίτια στη σοφίτα».
Η Christine Lahti (Sylvie) και η Sara Walker (Ruth) καθαρίζουν το σπίτι μετά την πλημμύρα, στην κινηματογραφική μεταφορά του Housekeeping, το 1987, σε σκηνοθεσία του Bill Forsyth.
|
Στην αρχή, η Ρουθ και η Λουσίλ ανησυχούν και οι δύο για τις παράξενες συμπεριφορές της θείας τους –συνειδητοποιούν ότι η Συλβί «δεν ήταν ισορροπημένη»– αλλά τις υιοθετούν έτσι κι αλλιώς, περνάνε τεμπέλικα απογεύματα στις όχθες της λίμνης, τρώνε αργά το βραδινό, βυθίζονται στο σκοτάδι. Υπάρχει μια γοητεία στο να βυθίζεσαι στα στοιχεία της φύσης, όπως η μητέρα τους βυθίστηκε στη λίμνη.
Αλλά όταν τα κορίτσια το παρατραβάνε και περνούν μια ολόκληρη νύχτα στο δάσος, μακριά από τον πολιτισμένο κόσμο, η Λουσίλ επανέρχεται απότομα στην πραγματικότητα. Έχοντας πρόσφατη εμμονή με την αυτοβελτίωση, η Λουσίλ βάζει στο μάτι τζελ μαλλιών και πατρόν για ασορτί σύνολα. «Διέκρινε στο καθετί µια δυνάµει αλλαγή επί τα χείρω» –την απειλή της προσωρινότητας, της παροδικότητας, της φθοράς– και αποζητά να προφυλάξει τον εαυτό της από αυτή την αλλαγή με τις αβρότητες της ευπρέπειας. Ακόμα πιστεύει στην «ψευδαίσθηση των περιγραμμάτων».
Σταματώντας να νοιάζεται για τους δείκτες πολιτισμού, η Ρουθ φλερτάρει με τον κόσμο των αφανισμένων, όπου κατοικεί τώρα η μητέρα της.
Η Λουσίλ προσπαθεί να παρασύρει τη Ρουθ, αλλά η Ρουθ δεν μπορεί να κάνει τον εαυτό της να νοιαστεί: «Η Λουσίλ θα ασχολιόταν µε το ζήτηµα για πάντα, παροτρύνοντας, σπρώχνοντας, καλοπιάνοντας, σαν να µπορούσε να µου µεταδώσει τη βούληση που µου έλειπε, για να αποκτήσω ένα ευπρεπές σχήµα και να γλιστρήσω στην άλλη πλευρά των συνόρων, σ’ αυτό τον άλλο κόσµο όπου πίστευα πως ποτέ δεν θα επιθυµούσα να βρεθώ».
Το χάσμα ανάμεσα στον τρόπο ζωής της Συλβί και τον πολιτισμό έχει μεγαλώσει τόσο που πλέον ο πολιτισμός είναι ένας τελείως άλλος κόσμος. Η Ρουθ συντάσσεται με τον κόσμο της Συλβί: «φαινόταν πως ό,τι κι αν είχα χάσει ίσως και να µπορούσε να βρεθεί στο σπίτι της Συλβί... Πίστευα πως ό,τι φθειρόταν δεν ήταν υποχρεωτικό να αφανιστεί... Η Συλβί, το ήξερα, ένιωθε τη ζωή των φθαρµένων πραγµάτων».
Εδώ, λίγο μετά τη μέση του Ρουθ, το πένθος βγαίνει τελικά στην επιφάνεια. Καθώς σταματά να νοιάζεται για τους δείκτες του πολιτισμού –σταματά να μάχεται την εντροπία και αντίθετα την προσκαλεί να μείνει– η Ρουθ φλερτάρει με τον κόσμο των αφανισμένων, όπου κατοικεί τώρα η μητέρα της. Δέχεται ότι «τα ανθρώπινα σύνορά μας είχαν καταλυθεί» όταν πέθανε η μητέρα της. Δεν είναι άξιο απορίας που όταν βυθίζεται σε αυτή την κατάσταση πένθους, ένα πένθος τόσο βαθύ που παύεις να ζεις πραγματικά, είναι όλο και πιο δύσκολο να αγνοήσεις το τραγούδι των σειρήνων της λίμνης, ώσπου η Ρουθ και η Συλβί καταλήγουν να τραμπαλίζονται μια ολόκληρη νύχτα σε μια βάρκα με κουπιά κοντά στη γέφυρα. Η Ρουθ συλλογίζεται τι θα συνέβαινε αν αναποδογύριζαν, γιατί αυτό θα ήταν ένα φυσικό τέλος: «Ήταν η τάξη του κόσµου, τελικά, να εισβάλλει το νερό µέσα από τις ραφές κάθε κελύφους, που όσο σφιχτό και τεντωµένο κι αν είναι, είναι προορισµένο να διαρραγεί».
Το νερό που θα έμπαινε στη βάρκα τους ήταν το ίδιο με εκείνο όπου βρισκόταν η μητέρα τους: «βρισκόταν εδώ, όπου κι αν έπεφταν τα µάτια µου και πίσω από τα µάτια µου, ολόκληρη ή κατακερµατισµένη». Στοιχειωμένη από τη μητέρα της στη λίμνη, η Ρουθ αδυνατεί να δει και να νοιαστεί για οτιδήποτε άλλο.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του Ρουθ με εκνεύριζε η Λουσίλ που προσπαθεί να κρατήσει τα όρια γύρω της και θέλει να απομονωθεί με «χοντρά γάντια, καφέ δετά παπούτσια, κόκκινες γαλότσες». Λίγο αφότου αποφασίζει να «βελτιωθεί», μετακομίζει με τη δασκάλα της οικιακής οικονομίας – δεν υπάρχει μεγαλύτερο σύμβολο της επιβολής της τάξης. Εγκαταλείπει το σπίτι που έχει πάψει να φέρει οποιοδήποτε σημάδι των προσπαθειών της γιαγιάς της να αποκαταστήσει το συνηθισμένο και να συνεχίσει η ζωή.
Δεν άντεχα αυτόν τον χαρακτήρα που γαντζωνόταν στο ψέμα ότι η μητέρα της ήταν «τακτική, δυναμική, λογική... είχε σκοτωθεί σε ατύχημα». Δεν άντεχα που μπορούσε να προχωρήσει, που ανάγκασε τον εαυτό της να λησμονήσει πως η μητέρα της την είχε εγκαταλείψει, που φερόταν σαν φυσιολογικό κορίτσι και φανταζόταν πώς οι άλλες γυναίκες στο Φίνγκερμποουν θα έκριναν τη Συλβί. Αντίθετα με τραβούσε η Ρουθ και η επιθυμία της να παραμείνει κοντά στη μητέρα της σταματώντας να ζει στον κόσμο του συνηθισμένου. Συνειδητοποίησα ότι διάβαζα και ξαναδιάβαζα τις φράσεις του μαγικού τρόπου σκέψης της Ρουθ, θολωμένες από το πένθος, φιλτραρισμένες μέσα από τις τεράστιες, χειμαρρώδεις προτάσεις της Ρόμπινσον: «Αν µπορούσα να δω τη µητέρα µου, δεν χρειαζόταν αυτό που θα ’βλεπα να είναι τα µάτια, τα µαλλιά της... Είχε περάσει τόσος καιρός αφότου το σκοτάδι είχε ρουφήξει τα µαλλιά της! Δεν υπήρχε τίποτα παραπάνω να ονειρευτώ· όµως συχνά γλιστρούσε µέσα από κάθε πόρτα που έβλεπα µε τη γωνία του µατιού µου και ήταν εκείνη, και δεν είχε αλλάξει, δεν είχε χαθεί. Ήταν µια µουσική που πια δεν άκουγα, που ηχούσε στο µυαλό µου, αυτή και τίποτ’ άλλο, ασύλληπτη από τις αισθήσεις µα όχι αφανισµένη, όχι αφανισµένη». Η Ρουθ έχει στο μυαλό της δυο αντίθετες εικόνες: τη μητέρα της που από καιρό την πήρε η λίμνη, αλλά γι' αυτή δεν αφανίστηκε – στο μυαλό της Ρουθ αντηχεί ακόμα.
Αν και κανένα από τα διαμερίσματα της ενήλικης ζωής μου δεν είχε αίσθηση μονιμότητας –είναι σπίτια απ’ τα οποία ξέρω ότι θα φύγω είτε τον επόμενο χρόνο είτε μετά από μερικά χρόνια, γιατί δεν θα χωράω ή θα θέλω κάτι άλλο– σε κάθε μετακόμιση βιάζομαι να γεμίσω τα ράφια με βιβλία και τους τοίχους με πίνακες, για να με ανακουφίσω με λίγη «βαρύτητα και σταθερότητα».
Ίσως με ελκύει η Ρουθ επειδή στην πραγματικότητα είμαι η Λουσίλ. Έχω διαλέξει να ζω, να πιστεύω στα ανθρώπινα όρια, παρόλο που είδα πόσο λίγο οι τοίχοι του σπιτιού μου προστάτεψαν την οικογένειά μου από την εντροπία που καραδοκούσε ανάμεσά τους.
Απ’ όταν έφυγα από εκείνο το σπίτι έχω ζήσει σε μια ντουζίνα άλλα. Τώρα που είμαι ενήλικη, έχω φροντίσει κάποια μόνη μου. Αν και κανένα από τα διαμερίσματα της ενήλικης ζωής μου δεν είχε αίσθηση μονιμότητας –είναι σπίτια απ’ τα οποία ξέρω ότι θα φύγω είτε τον επόμενο χρόνο είτε μετά από μερικά χρόνια, γιατί δεν θα χωράω ή θα θέλω κάτι άλλο– σε κάθε μετακόμιση βιάζομαι να γεμίσω τα ράφια με βιβλία και τους τοίχους με πίνακες, για να με ανακουφίσω με λίγη «βαρύτητα και σταθερότητα». Διαλέγω έπιπλα που θα αντέξουν στα νύχια της γάτας μου και στον χρόνο. Θέλω ξύλο στιβαρό. Θέλω βάρος, για να με κρατάει αγκυροβολημένη μέχρι να είμαι έτοιμη να φύγω με τους δικούς μου όρους.
Και κάθε βδομάδα με πιάνω να κάνω δουλειές, σκουπίζω τη βρομιά και τη σκόνη που έχει παραβιάσει τα ανθρώπινα όριά μας. Σπεύδω να τρίψω σημάδια από τους τοίχους και βρομιά από τους αρμούς στα πλακάκια, έκπληκτη κάθε φορά από το πόσο λίγη προσπάθεια μπορεί να σβήσει αυτά τα σημάδια αποδιοργάνωσης. Αλλά κάθε φορά που επαναφέρω το λευκό στους τοίχους ή στα πλακάκια, επίσης προσέχω τη φθορά –πώς η μπογιά ξεφλουδίζει, πώς οι αρμοί αρχίζουν να ραγίζουν– και ξέρω ότι ποτέ δεν θα μπορέσω να ξεφύγω απ’ τον θάνατο.
* Η Κρίστεν Μάρτιν διδάσκει δημοσιογραφική γραφή στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Άρθρα της έχουν δημοσιευτεί στα: The Cut, Hazlitt, Catapult, Real Life.
→ Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Literary Hub στις 14/09/2017
→ Τα αποσπάσματα από το Ρουθ είναι από τη μετάφραση της Κατερίνας Σχινά (εκδ. Μεταίχμιο).
→ Το μυθιστόρημα της Ρόμπινσον «Στο σπίτι» κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες, σε μετάφραση της Κατερίνας Σχινά (εκδ. Μεταίχμιο)
Ρουθ
Marilynne Robinson
Μτφρ. Κατερίνα Σχινά
Εκδ. Μεταίχμιο 2017
Σελ. 272, τιμή εκδότη €16,60