Η Ευαγγελία Ανδριτσάνου συνομίλησε με τον Αλέξανδρο Ίσαρη, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του «Ονειρολόγιο» (εκδ. Στερέωμα), για τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, τις σπουδές του στο Γκρατς, τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική, τις μεταφράσεις, την πίστη στην τέχνη και τον θεό, την απογοήτευση από τους ανθρώπους.
Της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου
Με τον Αλέξανδρο Ίσαρη είμαστε γείτονες και γνωριζόμαστε καιρό. Νομίζω πως εκείνος είναι πιο συνεπής από μένα στην καλλιέργεια της φιλίας μας. Και πιο νεανικός! Έχει πάντα όρεξη και ενέργεια να βγούμε να τα πούμε ένα μεσημέρι πίνοντας καφέ ή ένα βράδυ τρώγοντας – εγώ σπανίως νιώθω αρκετά ξεκούραστη. Οι μεταφράσεις του είναι για μένα ένας πολύ ψηλός πήχυς. Οι πίνακές του, φιλοτεχνημένοι τα τελευταία χρόνια με χρωματιστά μολύβια, έχουν πάνω μου μια επίδραση μεταμορφωτική. Όσο για τα δικά του κείμενα, ποιήματα και πεζά, μου δίνουν συχνά την αίσθηση πως είναι διαυγή και κοφτερά σαν το διαμάντι.
Συμβαίνει μερικές φορές να πεταχτώ στο σπίτι του για λίγο, για να του δώσω ή να μου δώσει ένα καινούργιο βιβλίο. Το κάνω με χαρά, μ’ αρέσει αυτό το σπίτι, είναι ένα σπίτι ήρεμο. Μαζί αποφασίσαμε ότι ήταν το καλύτερο μέρος για να δοθεί αυτή η συνέντευξη.όμουν τη στιγμή που πέθαινε η Βιρτζίνια Γουλφ»
Μ’ έδειχνε κι έλεγε «Κοιτάξτε, είναι άρρωστο το παιδί, γιατί ή γράφει ή ζωγραφίζει κι όταν βρέχει κάνει περιπάτους». Δεν μπορούσε να το χωνέψει, ότι δεν πήγα ποτέ σε γήπεδο να δω ένα ματς. Ποτέ.
Ε.Α.: Το πιο πρόσφατο βιβλίο σου, το Ονειρολόγιο, που μου άρεσε πάρα πολύ, ξεκινάει με το όνειρο «Το κομμένο μου κεφάλι», ένα όνειρο σαν πινακοθήκη της οικογένειας. Πώς ήταν το κλίμα σ’ αυτή την οικογένεια;
Α.Ι.: Το κλίμα στο σπίτι μας ήτανε πολύ ευχάριστο και υπήρχε πολλή αγάπη, γιατί οι γονείς μου ήτανε τρελά ερωτευμένοι μεταξύ τους, αν και ήτανε πολύ διαφορετικοί άνθρωποι. Ο πατέρας μου ήτανε ποδοσφαιριστής –
Ε.Α.: Ποδοσφαιριστής;!
Α.Ι.: Aπό πολύ πλούσια οικογένεια και, όταν δεν μπορούσε να παίζει πια ποδόσφαιρο, άνοιξε ένα εμπορικό κατάστημα με οικοδομικά υλικά. Η μητέρα μου ήταν δασκάλα. Ο πατέρας μου δεν είχε διαβάσει ούτε ένα βιβλίο στη ζωή του, διάβαζε μόνο εφημερίδες και όταν έκανε γιο ήταν πανευτυχής, έλεγε σε όλους «Θα τον κάνω ποδοσφαιριστή».
Ε.Α.: Δεν μπορούσε να είχε πέσει πιο έξω μάλλον...
Α.Ι.: [γελάει με την καρδιά του] Ήμουν κατά κάποιο τρόπο η αποτυχία της ζωής του. Τον αγαπούσα μεν, αλλά δεν είχα καμιά επαφή μαζί του. Κι όταν ερχόντουσαν φίλοι στο σπίτι με έδειχνε, γιατί εγώ ή ζωγράφιζα ή έγραφα, κι όταν άρχισα να μαθαίνω αγγλικά, άρχισα να μεταφράζω. Από δεκάξι χρονών άρχισα να μεταφράζω από τ’ αγγλικά. Μ’ έδειχνε κι έλεγε «Κοιτάξτε, είναι άρρωστο το παιδί, γιατί ή γράφει ή ζωγραφίζει κι όταν βρέχει κάνει περιπάτους». Δεν μπορούσε να το χωνέψει ότι δεν πήγα ποτέ σε γήπεδο να δω ένα ματς. Ποτέ. Πριν από χρόνια, που μετέφρασα την Αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι, έμαθα ότι παίζουν έντεκα παίκτες σε μία ομάδα. Αλλά όσο θυμάμαι εγώ, ήταν μια ευτυχισμένη οικογένεια. Όταν είχα γενέθλια, έφερνε ορχήστρα στο σπίτι ο πατέρας μου και πρωτοστατούσε η μητέρα μου, η οποία είχε και πάρα πολύ ωραία φωνή. Τραγουδούσε κι έπαιζε μαντολίνο και εξαιρετικό βιολί. Με νανούριζε με Μπραμς και με Μότσαρτ. Αυτά τα νανουρίσματα τα θυμάμαι απέξω, γιατί τα έλεγε στα ελληνικά. Με τη μητέρα μου υπήρχε αγάπη πολλή. Το περίεργο είναι ότι, παρόλο που την αγαπούσα υπερβολικά, βλέπω συχνά όνειρα όπου τη βρίζω, είμαι επιθετικός μαζί της και της μιλώ πολύ άσχημα.
Ε.Α.: Τι σκέφτεσαι γι’ αυτό; Πώς το εξηγείς εσύ;
Πηγαίνοντας προς το σπίτι της θείας μου έπρεπε να περάσω μπροστά απ’ την Ασφάλεια Σερρών, όπου για αρκετά μεγάλο διάστημα υπήρχαν κομμένα κεφάλια στη σκάλα της Ασφάλειας – κεφάλια ανταρτών. Αυτό με τρόμαζε όταν έβγαινα στο μπαλκόνι και τα έβλεπα από μακριά. Για να πάω στο σπίτι της θείας μου δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Περνούσα δίπλα από τα κεφάλια. Αυτό μ’ έχει σημαδέψει.
Α.Ι.: Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Αγαπιόμασταν τόσο πολύ, που όταν πέθανε η μητέρα μου, έκανα έναν χρόνο να συνέλθω. Αλλά τα τελευταία χρόνια υπήρχαν κάποιες συγκρούσεις. Επέμενε πάρα πολύ να παντρευτώ και να κάνω παιδιά, αυτό την πείραζε πάρα πολύ. Έλεγε: «Σε σκέφτομαι να είσαι μόνος σου, να μη σε περιποιείται κανείς, να μη σε φροντίζει και γι’ αυτό δεν θα κλείσω ήσυχη τα μάτια μου». Κι αυτό ήταν πάρα πολύ πιεστικό, το έλεγε σχεδόν κάθε φορά που μιλούσαμε στο τηλέφωνο. Μικρός ήμουνα υπερβολικά εύθραυστος και ντροπαλός, έκλαιγα με το παραμικρό [γελάκι]. Απ’ την παιδική ηλικία αισθανόμουνα ξένος ανάμεσα στ’ άλλα παιδιά. Ήμουν και κακομαθημένος, γιατί ήμουν ο μόνος αρσενικός! Οι γυναίκες της οικογένειας με φρόντιζαν πολύ και μ’ αγαπούσαν υπερβολικά. Θυμάμαι τις εκδρομές που κάναμε, τα τραγούδια, τα πάρτι, τις ορχήστρες... Αγαπούσα πάρα πολύ την αδερφή της μητέρας μου και ήθελα πολύ να πηγαίνω στο σπίτι της να μένω. Είχε έναν κήπο με ντάλιες και τριαντάφυλλα. Τον βλέπω και στον ύπνο μου και τη θυμάμαι πάντα ανάμεσα σ’ αυτά τα λουλούδια.
Όμως πηγαίνοντας προς το σπίτι της θείας μου έπρεπε να περάσω μπροστά απ’ την Ασφάλεια Σερρών, όπου για αρκετά μεγάλο διάστημα υπήρχαν κομμένα κεφάλια στη σκάλα της Ασφάλειας – κεφάλια ανταρτών. Αυτό με τρόμαζε όταν έβγαινα στο μπαλκόνι και τα έβλεπα από μακριά. Για να πάω στο σπίτι της θείας μου δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Περνούσα δίπλα από τα κεφάλια. Αυτό μ’ έχει σημαδέψει. Τώρα τα βλέπω στον ύπνο μου και πολλές φορές τα σκέφτομαι. Μετά θυμάμαι τους αντάρτες που τους είχαν συλλάβει κι έκαναν παρέλαση μπροστά στο σπίτι μας. Εμείς μέναμε σ’ ένα πρώην ξενοδοχείο που έγινε σπίτι, ο παππούς μου είχε ένα ξενοδοχείο και ήταν και οινοποιός. Είχε πολλά λεφτά, αγόρασε στον γιο του, στον πατέρα μου, ένα απ’ τα πρώτα αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν στις Σέρρες. Υπήρχε οικονομική ευμάρεια. Μέναμε στον τρίτο όροφο κι απoκεί βλέπαμε κάθε τόσο τους αντάρτες που περνούσαν από κάτω κι ο κόσμος τους έριχνε πέτρες και ντομάτες και διάφορα αντικείμενα. Ήταν πολύ τραυματικό αυτό, το θυμάμαι σαν σήμερα.
Ε.Α.: Πολύ μεγάλη αντίθεση – η αγάπη, η ομορφιά, η τέχνη μέσα στο σπίτι κι έξω ο κόσμος ο άγριος.
Α.Ι.: Πολύ άγριος! Πολλές φορές, όταν έφτανα βράδυ στο σπίτι της θείας μου, γιατί ώς εκείνη την ώρα διάβαζα, έπρεπε να πηδήξω πάνω από κάποιο πτώμα, γιατί είχαν σκοτώσει κάποιον σ’ εκείνη τη γειτονιά. Ήταν ο Εμφύλιος. Η επαφή μου με το θάνατο και με τα πτώματα και με τα κεφάλια τα κομμένα ήταν πολύ έντονη εκείνη την εποχή. Τώρα ετοιμάζομαι να γράψω ένα μυθιστόρημα που θα έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, και θα τα πω αυτά με κάθε λεπτομέρεια. Επίσης υπάρχει μια σύμπτωση η οποία με έχει συνταράξει. Διάβασα πέρσι μια βιογραφία της Βιρτζίνια Γουλφ και διαπίστωσα ότι γεννήθηκα λίγο μετά από τη στιγμή που ξεψύχησε. Το μυθιστόρημα θ’ αρχίζει μ’ αυτό. Τι κάνω εγώ στην κοιλιά της μητέρας μου και τι κάνει η Βιρτζίνια Γουλφ, η οποία έγραψε ένα γράμμα στον άντρα της κι ένα στην αδελφή της, γέμισε το παλτό της με πέτρες και πήγε στο ποτάμι και πνίγηκε. Μέχρι να φτάσει στο ποτάμι και να πνιγεί θα πέρασαν μία-δύο ώρες και με τη διαφορά της ώρας συμπίπτει η γέννησή μου με τον θάνατό της.
Ε.Α.: Γιατί σε εντυπωσιάζει αυτό ειδικά ως προς τη Γουλφ;
Α.Ι.: Γιατί έχω διαβάσει τα βιβλία της, έχω μεταφράσει πρόσφατα το Ορλάντο.
Ε.Α.: Σαν να ανακάλυψες μια παραπάνω συγγένεια;
Α.Ι.: Ναι, ναι. Νιώθω συγγενής με διάφορους καλλιτέχνες και συγγραφείς – πολύ έντονα. Δηλαδή με τον Ρόμπερτ Μούζιλ και τον Ταρκόφσκι και τον Ζέμπαλντ και άλλους καλλιτέχνες νιώθω μια περίεργη συγγένεια. Τον Ταρκόφσκι τον θεωρώ αδελφό μου και συγκινούμαι πάρα πολύ όταν ξαναβλέπω τις ταινίες του ή όταν διαβάζω πράγματα γι’ αυτόν. Τον Μούζιλ τον έκανα εγώ γνωστό στην Ελλάδα και τον αγαπώ υπερβολικά.
Αυτοί τα κανόνισαν όλα, κι έτσι πήγα στην Αυστρία. Εγώ έλεγα «θέλω να γίνω σκηνοθέτης, ηθοποιός και τέτοια. Ή συγγραφέας. Και μου έλεγαν «Αυτά δεν βγάζουν ψωμί, πρέπει να κάνεις κάτι που να γίνεις πλούσιος, να βγάζεις λεφτά». Κι αποφάσισα να γίνω αρχιτέκτων. Τότε υπήρχε έντονη ανοικοδόμηση και οι αρχιτέκτονες έβγαζαν πάρα πολλά λεφτά.
Ε.Α.: Πώς σμίξανε οι γονείς σου, δύο τόσο διαφορετικοί άνθρωποι;
Α.Ι.: Ερωτεύτηκαν παράφορα και ήταν ερωτευμένοι ώς τον θάνατο του πατέρα μου. Ο πατέρας μου πέθανε δυστυχώς σαράντα έξι χρονών. Είχε νευρική πίεση και στο τέλος έπαθε ουρία και πέθανε. Και από λάθος ενός Αυστριακού γιατρού που ζούσε στη Θεσσαλονίκη. Ενώ με την προηγούμενη αγωγή πήγαινε αρκετά καλά, αυτός του έδωσε κάτι καινούργια φάρμακα, τα οποία τον έστειλαν στο νοσοκομείο όπου και πέθανε. Τέλος πάντων, εγώ ήμουνα φοιτητής τότε στο Γκρατς, και επί τρεις μήνες δεν μου είχανε πει ότι πέθανε για να μη στεναχωρηθώ. Δεν πήγα στην κηδεία του.
Ε.Α.: Έχεις και μια αδελφή;
Α.Ι.: Μια αδελφή τέσσερα χρόνια μικρότερη. [ξαφνικά] Ο πατέρας μου ήταν φίλος του Καραμανλή. Του Κωνσταντίνου. Κι ο πατέρας του πατέρα μου είχε δώσει χρήματα για τον προεκλογικό αγώνα του, όταν βγήκε για πρώτη φορά βουλευτής. Είχανε πολύ στενή φιλία με τον Καραμανλή. Έχουμε πολλές φωτογραφίες όπου είναι μαζί.
Ε.Α.: Πώς αισθάνεσαι εσύ με αυτή τη φιλία και με την εισβολή της πολιτικής στο σπίτι;
Α.Ι.: Αισθανόμουν φοβερή υπερηφάνεια, γιατί όταν ανέβαινε σ’ ένα μπαλκόνι απέναντι απ’ το σπίτι μας και τον έβλεπα εκεί να έχει δίπλα του τον πατέρα μου, εγώ πετούσα! Έφυγα 17 χρονών από τις Σέρρες, άρχισα να σπουδάζω αρχιτέκτων στο Γκρατς, γιατί η μητέρα μου ήταν δασκάλα, μ’ έβαλε πολύ νωρίς στο σχολείο και τελείωσα το Γυμνάσιο δεκαεπτά χρονών. Με πίεσαν πολύ οι γονείς μου να σπουδάσω αρχιτέκτων, εγώ τους είπα ότι ήταν αδύνατον, γιατί στα μαθηματικά ήμουνα σκράπας, οπότε μου είπαν «Τότε θα πας στο εξωτερικό». Αυτοί τα κανόνισαν όλα, κι έτσι πήγα στην Αυστρία. Εγώ έλεγα «θέλω να γίνω σκηνοθέτης, ηθοποιός και τέτοια. Ή συγγραφΕ.Α.ς. Και μου έλεγαν «Αυτά δεν βγάζουν ψωμί, πρέπει να κάνεις κάτι που να γίνεις πλούσιος, να βγάζεις λεφτά». Κι αποφάσισα να γίνω αρχιτέκτων. Τότε υπήρχε έντονη ανοικοδόμηση και οι αρχιτέκτονες έβγαζαν πάρα πολλά λεφτά.
Ε.Α.: Τι απέγινε η περιουσία που υπήρχε από την πλευρά του πατέρα σου;
Α.Ι.: Εξαφανίστηκε. Μόλις πέθανε ο πατέρας μου, η μητέρα μου διαπίστωσε ότι χρωστούσε παντού πάρα πολλά λεφτά, κι άρχισε να πουλάει το σπίτι που μέναμε, το εστιατόριο, τα οικόπεδα, τα άλλα σπίτια που είχαμε και ξαφνικά, ενώ της είχε απαγορεύσει ο πατέρας μου να διδάσκει και είχε φύγει από το Δημόσιο, αναγκάστηκε ν’ αρχίσει από την αρχή, να διδάσκει σε δημόσια σχολεία, να πηγαίνει σε χωριά... Αργότερα την πήρανε σ’ ένα ιδιωτικό σχολείο στις Σέρρες – τουλάχιστον δίδασκε στις Σέρρες.
Ε.Α.: Γι’ αυτό γύρισες κι εσύ από το Γκρατς;
Α.Ι.: Ναι, γιατί μόλις πήρα το προδίπλωμα, η μητέρα μου μου είπε να επιστρέψω στην Ελλάδα και να συγκεντρωθούμε οι τρεις μας, εκείνη, η αδελφή μου κι εγώ, σ’ ένα σπίτι που αγόρασε, αλλιώς δεν μπορούσε ν’ ανταπεξέλθει. Με ό,τι περίσσεψε απ’ όλ’ αυτά που πούλησε, αγόρασε ένα σπίτι στη Θεσσαλονίκη. Κι έτσι μεταφερθήκαμε εκεί και τελείωσα την Αρχιτεκτονική στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης.
Ε.Α.: Ξαναγυρίζω λίγο σ’ αυτό που είπες: πόσο παράξενο είναι να πεθαίνει ο πατέρας σου και να μη σου το λένε, και να μην έχεις την ευκαιρία να πας στην κηδεία.
Α.Ι.: Όχι, ούτε το ήξερα! Έπαθα σοκ. Η μητέρα μου έβαλε μια θεία να μου γράψει ένα τεράστιο γράμμα, να με προετοιμάσει, να μου αναγγείλει τον θάνατο του πατέρα μου και έπαθα σοκ μεγάλο. Ήταν πάρα πολύ νέος – άλλοι σ’ αυτή την ηλικία αρχίζουν τη ζωή τους. Και αγαπητός άνθρωπος, τον αγαπούσαν πάρα πολύ όλοι. Ήταν και υπερβολικά όμορφος, με μαύρα μαλλιά και πράσινα μάτια, είναι αυτός εκεί πάνω [δείχνει μια φωτογραφία].
Σηκώνομαι να δω το πορτρέτο που κρέμεται στο καθιστικό του και βλέπω πράγματι έναν άντρα εξαιρετικά όμορφο, ακόμα και με σημερινά κριτήρια.
Ε.Α.: Μπορεί να είναι κι αυτός ένας λόγος για τον θυμό σου προς τη μητέρα σου, ότι σε απέκλεισε από το να τον αποχαιρετήσεις;
Α.Ι.: Μπορεί αυτό, αλλά μπορεί και άλλα.
Ε.Α.: Η επαφή σου με τη γερμανική-αυστριακή κουλτούρα από πού προήλθε;
Α.Ι.: Πριν πάω στην Αυστρία δεν ήξερα ούτε καλημέρα να λέω στα γερμανικά. Είχα μόλις πάρει το Lower και μιλούσα μόνο αγγλικά.
Ε.Α.: Και πώς σε στείλανε εκεί ειδικά;
Α.Ι.: Στο Γκρατς είναι το πιο παλιό Πολυτεχνείο της Ευρώπης. Είχε πάρα πολύ υψηλού επιπέδου καθηγητές.
Πέρασα πάρα πολύ δύσκολα, γιατί τα τεσσεράμισι χρόνια που έμεινα στο Γκρατς ήμουνα τελείως μόνος μου. Δεν είχα φίλους, διάβαζα υπερβολικά, πήγαινα στην όπερα, στις Stehplätze, δηλαδή στο «Τμήμα ορθίων». Άκουγα πάρα πολύ ραδιόφωνο, όλες τις εκπομπές για τη μουσική, τη λογοτεχνία... Προς το τέλος άρχισα να πηγαίνω και στη Βιέννη για να βλέπω παραστάσεις στο Burgtheater ή στο Akademietheater.
Ε.Α.: Εσύ, ένας άνθρωπος που ένιωθε και στο σπίτι του και στην πόλη του ακόμα διαφορετικός, πώς αισθάνθηκες στην Αυστρία, σε άλλη χώρα, σε άλλη κουλτούρα;
Α.Ι.: Πέρασα πάρα πολύ δύσκολα, γιατί τα τεσσεράμισι χρόνια που έμεινα στο Γκρατς ήμουνα τελείως μόνος μου. Δεν είχα φίλους, διάβαζα υπερβολικά, πήγαινα στην όπερα, στις Stehplätze, δηλαδή στο «Τμήμα ορθίων». Άκουγα πάρα πολύ ραδιόφωνο, όλες τις εκπομπές για τη μουσική, τη λογοτεχνία... Προς το τέλος άρχισα να πηγαίνω και στη Βιέννη για να βλέπω παραστάσεις στο Burgtheater ή στο Akademietheater, γιατί αγαπούσα και το θΕ.Α.τρο πολύ. Πήγαινα στα κοντσέρτα, πήγαινα στις ταινίες κι όλ’ αυτά μόνος μου. Ναι, τα χρόνια του Γκρατς συνδέονται με απερίγραπτη μοναξιά. Εκεί άρχισα να γράφω τα πρώτα μου ποιήματα, να μεταφράζω... Μόλις έμαθα γερμανικά, άρχισα να μεταφράζω διάφορα ποιήματα και αποσπάσματα από βιβλία. Είχα βρει έναν καταπληκτικό δάσκαλο, τον Δόκτορα Κλεππ, ο οποίος τα ’χασε. Γιατί για μένα, μόλις ήρθα σ’ επαφή με τη γερμανική γλώσσα, ήταν ένα coup de foudre. Ερωτεύτηκα αυτή τη γλώσσα και μου φάνηκε πολύ ανώτερη από τα αγγλικά. Τα γερμανικά είναι υπερβολικά πλούσια γλώσσα, μπορείς να διατυπώσεις τα πιο δύσκολα και δυσνόητα νοήματα με κάθε λεπτομέρεια και με μεγάλη ακρίβεια. Κι έχει έναν πλούτο λέξεων που σου δίνει την ευκαιρία να γράψεις, να μιλήσεις, να εκφραστείς, κι αυτό με ενθουσίασε. Ο Κλεππ έλεγε ότι στα σαράντα χρόνια που δούλευε σαν δάσκαλος της γερμανικής ήταν η πρώτη φορά που γνώρισε κάποιον που να έχει τέτοιο ενθουσιασμό για τα γερμανικά. Στους έξι μήνες που μάθαινα τη γλώσσα άρχισα να διαβάζω σε μετάφραση ένα βιβλίο της Άγκαθα Κρίστι που λεγόταν Das krumme Haus, Το κυρτό σπίτι. Και άρχισα να το μεταφράζω από τα γερμανικά. Με το λεξικό, βέβαια. Το δεύτερο βιβλίο που διάβασα στα γερμανικά ήταν Ο Ηλίθιος του Ντοστογέφσκι.
Ε.Α.: Στην Αυστρία αργότερα σε προσκάλεσε πολλές φορές η Εταιρεία Αυστριακών Συγγραφέων.
Α.Ι.: Ναι, στη Βιέννη πήγα πάρα πολλές φορές και την αγαπώ, αν και ξέρω τι άνθρωποι είναι οι Αυστριακοί. Όσο ήμουν φοιτητής υπέφερα πάρα πολύ, γιατί υπήρχε φοβερός ρατσισμός απέναντι στους Έλληνες.
Ε.Α.: Ειδικά στους Έλληνες;
Α.Ι.: Φοβερός! Υπήρχαν εστιατόρια που δεν τους δεχόντουσαν. Γενικώς οι Αυστριακοί είναι πάρα πολύ ρατσιστές. Υπήρχαν σπιτονοικοκυρές που δεν δεχόντουσαν Έλληνες. Εγώ νοίκιαζα και δωμάτια σε σπίτια γιατί δεν είχα λεφτά, λόγω του θανάτου του πατέρα μου κι έμενα μέσα σε οικογένειες. Εκεί διαπίστωσα πόσο μικροαστοί είναι, πόσο φασιστική νοοτροπία έχουν και πόσο είναι προσκολλημένοι στον Άντολφ Χίτλερ. Σ’ όλα τα σπίτια που άλλαξα στο Γκρατς, κάθε Σάββατο η σπιτονοικοκυρά μού έδινε καινούργια σεντόνια, μαξιλαροθήκες και πετσέτες και κάτω από τα σεντόνια έβλεπα πάντοτε κάτι τεράστιες φωτογραφίες του Χίτλερ. Δεν τολμούσαν να τις κρεμάσουν κάπου, αλλά ήταν κάτω από τα σεντόνια. Έχει δίκιο σε όσα λέει ο Τόμας Μπέρνχαρντ για τους Αυστριακούς. Και τώρα η πολιτική τους το δείχνει, είναι η ακροδεξιά στην εξουσία.
Ε.Α.: Δυστυχώς τώρα η ακροδεξιά –
Α.Ι.: Αρχίζει να ανέρχεται σε όλη την Ευρώπη. Είναι απίστευτο αυτό! Θαρρείς και οι άνθρωποι δεν διδάσκονται απ’ την Ιστορία. Πενήντα χρόνια πέρασαν από τότε που τελείωσε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, όπου έγιναν τερατώδη πράγματα.
Ε.Α.: Αισθάνεσαι ανήμπορος μπροστά στις ιστορικές και πολιτικές εξελίξεις;
Α.Ι.: Με ενδιαφέρουν πάρα πολύ αλλά δεν συμμετείχα ποτέ στην πολιτική, δεν ήμουν οργανωμένος σε κανένα κόμμα, δεν πήγα ποτέ σε διαδήλωση...
Λυπάμαι πάρα πολύ τα χρόνια που αφιέρωσα διαβάζοντας όλα αυτά τα βιβλία, τα οποία όταν πια έφυγα από την Αριστερά ή τα πέταξα ή τα χάρισα. Άρχισα να σκέφτομαι μόνος μου, χωρίς την επιρροή αυτών των ανθρώπων.
Ε.Α.: Ενώ σ’ ενδιαφέρουν πάρα πολύ, τι σε κάνει να μη συμμετέχεις;
Α.Ι.: Δεν είναι στον χαρακτήρα μου να ανακατώνομαι στα δημόσια πράγματα. Όμως στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης υπήρχε τέτοιο κλίμα από τη μεριά των αριστερών, που με πλεύρισαν και μου έκαναν καθοδήγηση [γελάει]. Έγινα ξαφνικά αριστερός, ενώ προερχόμουν από δεξιά οικογένεια. Και άρχισα να διαβάζω τα άπαντα του Λένιν, τα άπαντα του Τρότσκι, να συμμετέχω στους καβγάδες για το αν είναι καλύτερο σύστημα το σοβιετικό ή το κινέζικο...
Ε.Α.: Τι έχεις κρατήσει απ’ όλο αυτό;
Α.Ι.: Λυπάμαι πάρα πολύ τα χρόνια που αφιέρωσα διαβάζοντας όλα αυτά τα βιβλία, τα οποία όταν πια έφυγα από την Αριστερά ή τα πέταξα ή τα χάρισα. Άρχισα να σκέφτομαι μόνος μου, χωρίς την επιρροή αυτών των ανθρώπων. Πρώτα πρώτα αυτοί ακολουθούσαν μια ουτοπία, μια ουτοπική θεωρία και έλεγαν ότι θα δημιουργηθεί ένας παράδεισος όπου όλοι θα είμαστε ίσοι κι αυτά όλα τα συνθήματα με είχαν γοητεύσει βέβαια πάρα πολύ. Τότε, όταν ήμουνα νέος, πολύ νέος, άκουγα συνέχεια για πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, για το κυνηγητό που υπέστησαν οι αριστεροί, που τους έστελναν σε εξορίες. Δεν μπορούσες να εργαστείς αν ήσουν αριστερός, κι όλ’ αυτά μου τους έκαναν πάρα πολύ συμπαθείς.
Στην αρχή χαιρόμουνα που ανήκα σε αριστερό κόμμα. Τώρα ακούω «Αριστερά» και το βάζω στα πόδια. Είδα χθες μια ταινία που μ’ επηρέασε πάρα πολύ, τον Θάνατο του Στάλιν. Είδα τι συνέβαινε στη Σοβιετική Ένωση εκείνα τα χρόνια, τι τρόμος υπήρχε. Με τάραξε πάρα πολύ, ήρθα εδώ και δεν μπορούσα να συνέλθω. Σκεφτόμουνα ότι εκείνα τα χρόνια που αυτοί οι εγκληματίες καταπίεζαν και δολοφονούσαν όλον αυτόν τον κόσμο, η αφρόκρεμα της Ελλάδας ήταν αριστερή. Αυτό το βρίσκω τελείως εξωφρενικό.
Α.Ι.: Έζησα και ως δημόσιος υπάλληλος. Οκτώ χρόνια δούλευα στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων, όπου έκανα πάρα πολλές πολεοδομικές μελέτες, αλλά την περίοδο εκείνη ένιωθα πάρα πολύ καταπιεσμένος, γιατί έπρεπε να πηγαίνω στο γραφείο μου στις επτάμισι και να έχω δύο προϊσταμένους που μου έδιναν διαταγές. Το περιβάλλον ήταν αφόρητο, γιατί το επίπεδο των υπαλλήλων ήταν πάρα πολύ χαμηλό. Όταν μελέτησα έναν καινούργιο οικισμό στη Φλώρινα και πήγα για να επιβλέψω το χτίσιμο των κτιρίων, με συμπάθησαν πάρα πολύ οι μηχανικοί της περιοχής, ζήτησαν από το Υπουργείο να με τοποθετήσουν εκεί και με διόρισαν Διευθυντή της Διευθύνσεως Οικοδομικών Υπηρεσιών Φλώρινας – να βγάζω άδειες δηλαδή! [γελάει] Την άλλη μέρα παραιτήθηκα και πήρα τη μεγάλη απόφαση να φύγω όχι μόνο απ’ τη Φλώρινα αλλά κι από τη Θεσσαλονίκη.
Νομίζω ότι οι δύο μεγάλες και σημαντικές αποφάσεις που πήρα στη ζωή μου ήταν πρώτον ότι έφυγα από την Ελλάδα, από μία επαρχιακή πόλη, τις Σέρρες, και βρέθηκα στην καρδιά της Ευρώπης για σπουδές. Και η δεύτερη είναι ότι το 1978 εγκατέλειψα τη Θεσσαλονίκη και ήρθα στην Αθήνα. Αν δεν ερχόμουν στην Αθήνα, νομίζω ότι δεν θα έκανα ούτε τα μισά απ’ όσα έκανα εδώ.
Ε.Α.: Να φύγεις κι από τη Θεσσαλονίκη, κι απ’ το Δημόσιο κι από παντού;
Α.Ι.: Από παντού. Νομίζω ότι οι δύο μεγάλες και σημαντικές αποφάσεις που πήρα στη ζωή μου ήταν πρώτον ότι έφυγα από την Ελλάδα, από μία επαρχιακή πόλη, τις Σέρρες, και βρέθηκα στην καρδιά της Ευρώπης για σπουδές. Και η δεύτερη είναι ότι το 1978 εγκατέλειψα τη Θεσσαλονίκη και ήρθα στην Αθήνα. Αν δεν ερχόμουν στην Αθήνα, νομίζω ότι δεν θα έκανα ούτε τα μισά απ’ όσα έκανα εδώ.
Ε.Α.: Τι φαντάζεσαι ότι θα είχε γίνει;
Α.Ι.: Θα ήμουν ένας γραφικός τύπος, ίσως. Θα έκανα αυτά που έκανα, αλλά δεν θα είχαν αυτή την ποιότητα. Γιατί κι εδώ νιώθω πολλή μοναξιά. Αν και έχω πολλούς γνωστούς.
Ε.Α.: Η μοναξιά λες δηλαδή ότι βοηθάει σε μια καταβύθιση;
Α.Ι.: Ναι. Αυτή η καταβύθιση στη ζωγραφική ή στη λογοτεχνία ή στις μεταφράσεις συνδυάζεται με πολλή μοναξιά.
Ε.Α.: Ενώ στη Θεσσαλονίκη;
Α.Ι.: Α, ήταν πολύ εξωστρεφής η ζωή. Στη Θεσσαλονίκη απέκτησα φίλους για πρώτη φορά στη ζωή μου. [γελάει] Στη Θεσσαλονίκη ερωτεύτηκα για πρώτη φορά. Τα ωραιότερα χρόνια της ζωής μου τα πέρασα στη Θεσσαλονίκη, αλλά από δημιουργία δεν έκανα και πολλά πράγματα. Έκανα κάποια πράγματα αλλά όχι πολύ σημαντικά.
Ε.Α.: Τελικά, ζωή ή δημιουργία;
Α.Ι.: Μοίρα, νομίζω. Πιστεύω πολύ στη μοίρα, γι’ αυτό έγραψα και τη νουβέλα Βίνκελμαν ή το πεπρωμένο. [παύση] Εμείς νομίζουμε ότι προγραμματίζουμε τη ζωή μας και ότι πάμε προς έναν στόχο, αλλά συμβαίνει κάτι και η ζωή μάς οδηγεί αλλού.
Ε.Α.: Ο καλλιτέχνης έχει λοιπόν ένα πεπρωμένο;
Α.Ι.: Ναι, φυσικά. Αδυσώπητο.
Ε.Α.: Αδυσώπητο!…
Α.Ι.: Τώρα που μεγάλωσα –σε λίγες μέρες θα γίνω 77 χρονών– και κοιτάω προς τα πίσω, είναι σαν να ήταν όλα προγραμματισμένα από κάποιον άλλον! Νιώθω σαν να ακολουθώ ένα μονοπάτι, το οποίο κάποιος άλλος έχει χαράξει.
Ε.Α.: Δεν αισθάνεσαι ν’ ασφυκτιάς στη σκέψη αυτή;
Α.Ι.: Όχι. [παύση] Από τη στιγμή που δέχομαι πως όλα είναι μοιραία –ο Σάμπατο έλεγε «Μην είστε αθώοι, τίποτα δεν είναι τυχαίο»– απ’ τη στιγμή που το πιστεύω αυτό, λέω «Δεν ήταν δυνατόν να γίνει διαφορετικά», οπότε ακολουθώ τη μοίρα μου.
Ε.Α.: Οπότε απαλλάσσεσαι και από την ευθύνη.
Α.Ι.: Ναι! [γελάει πολύ, γελάω κι εγώ] Όταν ακούω να μιλάνε για επιλογή, «ο τάδε επέλεξε να γίνει αυτό», λέω μέσα μου αυτά είναι μπούρδες, γιατί άλλοι επιλέγουν για μας. Είχα πει το ’78 που κατέβηκα στην Αθήνα ότι δεν θα ξανακάνω μεταφράσεις, θα γράφω ποιήματα και πεζά, θα βγάζω φωτογραφίες και θα ζωγραφίζω, και η ζωή με τίναξε τελείως αλλού. Έγινα ένας από τους πιο γνωστούς γραφίστες στην Αθήνα από ανάγκη. Η ζωή με πήγε προς τα εκεί. Ήταν κάτι που δεν είχα ονειρευτεί ποτέ.
Ε.Α.: Υποθέτω όμως πως αυτές τις ανατροπές της ζωής ένας άλλος στη θέση σου αλλιώς θα τις άντεχε. Κάποιος μπορεί και να γονάτιζε τελείως.
Α.Ι.: Α, ναι! Είχα τόσες ατυχίες στη ζωή μου, κι αρρώστησα τόσες φορές, που ένας άλλος ή θα γονάτιζε τελείως ή θα τα παρατούσε όλα, αλλά εγώ είχα φαίνεται πολλή δύναμη μέσα μου και συνέχισα. Συνέχισα ακάθεκτος. Τώρα είμαι πιο δημιουργικός απ’ ό,τι όταν ήμουν τριάντα χρονών.
Ε.Α.: Αυτό είναι πολύ ωραίο. Είχες και αυτή την πολυπραγμοσύνη.
Α.Ι.: Είχα πολλά ταλέντα.
Ε.Α.: Και τα αξιοποίησες όλα.
Α.Ι.: Όλα, ναι. Όταν βρέθηκα χωρίς λεφτά, μετά την αποτυχία της έκθεσής μου στις Νέες Μορφές, έκανα τα πάντα. Με παίρναν και μου λέγανε, «Θες να κάνεις διορθώσεις σε ιατρικά βιβλία;» κι έλεγα «Ναι», «Θες να κάνεις εικονογράφηση στο Playboy;» έλεγα «Ναι» – σε όλους έλεγα ναι. Και αναλάμβανα και δυο και τρεις μεταφράσεις συγχρόνως και ξενυχτούσα για να τις κάνω.
Απέρριψα τελείως τον ιστορικό υλισμό και γενικά τους υλιστές και τους ορθολογιστές. Αντιπαθώ φοβερά τους ανθρώπους που είναι τόσο ρασιοναλιστές που πιστεύουν μόνο σε ό,τι βλέπουν.
Α.Ι.: Τώρα έχω στραφεί πιο πολύ στη μεταφυσική, στους ανθρώπους που πιστεύουν ότι αυτός ο κόσμος που προσλαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας δεν είναι αρκετός, δεν είναι ο πραγματικός, ότι υπάρχουν κι άλλοι κόσμοι και άλλα σύμπαντα. Αυτή ήταν μια μεγάλη ρήξη στη ζωή μου. Απέρριψα τελείως τον ιστορικό υλισμό και γενικά τους υλιστές και τους ορθολογιστές. Αντιπαθώ φοβερά τους ανθρώπους που είναι τόσο ρασιοναλιστές που πιστεύουν μόνο σε ό,τι βλέπουν. Τα μάτια μας είναι έτσι κατασκευασμένα που έχουμε περιορισμένη αντίληψη. Το πράσινο παραδείγματος χάριν δεν υπάρχει, η φύση δεν είναι πράσινη. Παρακολούθησα μια διάλεξη καταπληκτική που έλεγε ότι είναι έτσι κατασκευασμένος ο οφθαλμός που βλέπει τα φύλλα των δέντρων πράσινα, ενώ δεν είναι. Ο ουρανός δεν είναι γαλάζιος, η θάλασσα δεν είναι μπλε, εμείς είμαστε έτσι κατασκευασμένοι ώστε να προσλαμβάνουμε τις εικόνες αυτές που απαρτίζουν την πραγματικότητα. Εγώ πιστεύω ότι αυτή τη στιγμή που καθόμαστε εδώ και μιλάμε, υπάρχουν γύρω μας διάφορα πνεύματα, διάφοροι που μας παρακολουθούν, συμβαίνουν παράλληλα χιλιάδες γεγονότα που δεν μπορούμε να τα δούμε. Υπάρχουνε μηνύματα απ’ αυτόν τον κόσμο.
Ακούγοντάς τον συνειδητοποιώ πως η θεωρία του μου προκαλεί κάτι σαν ανακούφιση, μια μικρή ευφορία.
Ε.Α.: Ωραία! Αυτά τα μηνύματα που λες έχεις αρχίσει τελευταία να τα προσλαμβάνεις ή μπορεί να σκέφτεσαι αναδρομικά ότι ίσως να είχες και παλιότερα επαφή με κόσμους πέρα απ’ τους αισθητούς;
Α.Ι.: Μπορεί. Αλλά με σταματούσε πάντα αυτό το περιβάλλον που ήτανε τόσο αρνητικό! Ήθελα να αρέσω. Όταν βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη, ήθελα να ανήκω κάπου, ήθελα να ανήκω στο καλό τμήμα της κοινωνίας, κι εκείνη την εποχή το καλό τμήμα ήταν η Αριστερά. Οι φίλοι μου, ο Μανόλης Αναγνωστάκης και όλοι αυτοί ήταν αριστεροί. Αλλά έκανα παρέα και με τον Πεντζίκη που μου μιλούσε για τον άλλο κόσμο. [γελάκι] Οπότε σιγά-σιγά πήγα προς τη μεριά του Πεντζίκη [γελάει λίγο] και εγκατέλειψα τον Αναγνωστάκη...
Ε.Α.: Αυτό με πηγαίνει σε μια άλλη ερώτηση που είχα στον νου μου να σου κάνω: Μέσα στην ημέρα εδώ, στο σπίτι σου όπου ζεις μόνος σου, όταν φτιάχνεις το φαγητό σου ή περιποιείσαι τα φυτά σου ή ξεσκονίζεις τα βιβλία σου, μπορεί να βρίσκεσαι ψυχικά σε διάλογο με κάποιον ή κάποιους;
Α.Ι.: Ψυχικά και πνευματικά βρίσκομαι σε συνεχή διάλογο [γελάει με την καρδιά του].
Ε.Α.: Με ποιους;
Α.Ι.: Με πάρα πολλούς. Με τους συγγραφείς που αγαπώ, με τους σκηνοθέτες, με τους καλλιτέχνες. Ακούγοντας μουσική βρίσκομαι σε διάλογο με τον Μπαχ ή με τον Γκούσταφ Μάλερ. Συνεχώς βρίσκομαι σε κάποιον διάλογο.
Ε.Α.: Και όταν δημιουργείς, ας πούμε όταν γράφεις ή όταν ζωγραφίζεις, εκεί αλλάζει κάτι;
Α.Ι.: Εκεί βυθίζομαι. Ειδικά όταν ζωγραφίζω, βυθίζομαι τόσο πολύ που ξαφνικά κοιτάζω το ρολόι και βλέπω ότι πήγε δύο η ώρα ή τρεις το πρωί και δεν το έχω καταλάβει. Εξαφανίζεται ο χρόνος – όχι όταν γράφω, μόνο όταν ζωγραφίζω. Η ζωγραφική με λυτρώνει, με εξυψώνει, με ανακουφίζει, ακόμα κι όταν ζωγραφίζω δυσάρεστα πράγματα και τερατώδη. Τα τελευταία χρόνια που ζωγραφίζω με μολύβι, αυτή η διαδικασία του μολυβιού είναι σαν meditation. Αλλά όταν γράφω, επειδή φοβάμαι πολύ τις λέξεις, νιώθω μεγάλη ανασφάλεια, γι’ αυτό με κουράζει πάρα πολύ η ενασχόληση με τις λέξεις και τον λόγο. Κι έχω αφιερώσει πολύ μεγάλο τμήμα της ζωής μου και στις μεταφράσεις και στα δικά μου βιβλία.
Ε.Α.: Τι φοβάσαι στις λέξεις;
Α.Ι.: Φοβάμαι πάρα πολύ τις λέξεις, γιατί οι λέξεις έχουν πολύ μακρινό παρελθόν. Είναι φορτωμένες με πάρα πολλά βιώματα και νοήματα, τόσο πολλά, που έχουν αποκτήσει τεράστια δύναμη. Μια λέξη μπορεί να σε κατακεραυνώσει, να σε συντρίψει. Να σου πει κάποιος κάτι και να λιώσεις, να διαλυθείς. Επίσης μια λέξη, όταν είναι θετική ή όταν είναι ένας μεγάλος έπαινος, μπορεί να σ’ ανεβάσει στα ύψη. Αλλά όταν γράφεις ή μεταφράζεις μπορεί να κάνεις κάποιο λάθος, να βάλεις τη λάθος λέξη...
Ε.Α.: Και τι γίνεται όταν κάνεις λάθος;
Α.Ι.: Με πιάνει πανικός. Ειδικά όταν μεταφράζω, γιατί νιώθω μεγάλη ευθύνη απέναντι σ’ αυτόν που μεταφράζω. Ξυπνάω μες στη νύχτα και λέω μήπως δεν έπρεπε να το πω έτσι, μήπως έπρεπε να το πω αλλιώς [γελάει λίγο]. Κι όταν κυκλοφορεί ένα βιβλίο τρέμω μήπως κάποιος ανακαλύψει ένα αδύναμο σημείο ή ένα λάθος μεταφραστικό.
Ε.Α.: Το θέμα είναι να μην προδώσεις αυτόν που αγαπάς και που τον μεταφράζεις;
Α.Ι.: Ναι. Έχω γράψει κι ένα κείμενο, «Συγγραφέας και μεταφραστής: μια ιδιότυπη σχέση». Όταν συγκατοικώ με κάποιον που είναι μεγάλος συγγραφέας, όπως ο Τόμας Μαν, νιώθω απερίγραπτη ευθύνη, διότι ο μεταφραστής –δεν το ξέρει ο κόσμος και ούτε το σκέφτεται– ξαναγράφει το βιβλίο από την αρχή, δηλαδή παίρνει τη θέση του συγγραφέα.
Ε.Α.: Ναι, έτσι είναι.
Α.Ι.: Κι από τη στιγμή που εγώ παίρνω τη θέση του Μούζιλ, πρέπει να γράψω σαν τον Μούζιλ. Γι’ αυτό και στις Αναστατώσεις του οικότροφου Τέρλες αναθεώρησα τη μετάφραση τέσσερις φορές μέσα σε 24 χρόνια, γιατί κάτι δεν μ’ άρεσε κάθε φορά.
Ε.Α.: Τέσσερις φορές!
Α.Ι.: Τέσσερις φορές. Και την Αγωνία του τερματοφύλακα την αναθεώρησα τελείως τώρα που ξανακυκλοφόρησε στην αγορά. Απ’ ό,τι έχω κάνει στη ζωή μου, κι έχω κάνει πάρα πολλά πράγματα, το πιο βασανιστικό, το πιο δύσκολο και το πιο υπεύθυνο ήταν η μετάφραση.
Ε.Α.: Και γιατί μπαίνεις σ’ αυτό το βάσανο;
Α.Ι.: Γιατί πάντα έχω οικονομικά προβλήματα. Στην αρχή μετέφραζα αυτά που αγαπούσα εγώ, τον Τόνιο Κραίγκερ, τον Τέρλες, τέτοια κείμενα. Αλλά κατόπιν συνέβαινε να μου αναθέτουν να κάνω κάποια μετάφραση ενός συγγραφέα που δεν συμπαθώ. Όμως τον μετέφραζα για να βγάλω χρήματα. Έτσι μετέφρασα το Μπετόν του Τόμας Μπέρνχαρντ, παρόλο που δεν τον συμπαθώ καθόλου.
Ε.Α.: Πήρες και Κρατικό Βραβείο για τη μετάφραση.
Α.Ι.: Παραλίγο να πάρω και το Αριστείο, δηλαδή το πήρα παμψηφεί αλλά κάποιος από την επιτροπή διαμαρτυρήθηκε λέγοντας ότι η μετάφρασή μου είχε ξαναβγεί σε κάποια πειρατική έκδοση στη Θεσσαλονίκη κι έτσι δεν το πήρα. Ο ετεροθαλής αδελφός του Μπέρνχαρντ, που πληροφορήθηκε για την ποιότητα της μετάφρασής μου, με έβαλε στο Συμβούλιο της Thomas Bernhardt Foundation όπου έμεινα για έναν χρόνο. Είχα πολύ στενή επαφή μαζί του κι έτσι έμαθα ότι είναι σχεδόν σίγουρο πως ο Μπέρνχαρντ αυτοκτόνησε. Γιατί μία εβδομάδα πριν πεθάνει, τηλεφώνησε σε όλους αυτούς που είχε πικράνει και πληγώσει στη ζωή του και τους ζήτησε συγγνώμη.
Ε.Α.: Ωστόσο λοιπόν ακόμα και στις περιπτώσεις που σου ζητάνε να μεταφράσεις κάποιον και το κάνεις για λόγους βιοποριστικούς, δεν υπάρχει η δυνατότητα για σένα να κάνεις κάτι πιο «πρόχειρα».
Α.Ι.: Όχι. Δεν μπορώ τίποτα να κάνω πρόχειρα! [γελάει] Είναι στο χαρακτήρα μου. Ακόμα και οι εικονογραφήσεις μου στο Playboy ήτανε κανονικοί πίνακες.
Τώρα που κοιτάω προς τα πίσω, γιατί ζω την εποχή των ανακεφαλαιώσεων και των résumés, απορώ πώς χώρεσαν τόσα πράγματα στη ζωή μου. Έχω κάνει πάρα πολλά πράγματα, είναι σαν να έχω ζήσει έξι ζωές.
Ε.Α.: Στο Playboy πώς βρέθηκες; Από πού προήλθε η συνεργασία;
Α.Ι.: Ήταν διευθυντής ο φίλος μου ο Ανταίος Χρυσοστομίδης τότε και δημοσίευε πάντα ένα διήγημα του Ταχτσή ή του Αλέξη Πανσέληνου, διαφόρων λογοτεχνών, κι εγώ έκανα την εικονογράφηση. Τώρα που κοιτάω προς τα πίσω, γιατί ζω την εποχή των ανακεφαλαιώσεων και των résumés, απορώ πώς χώρεσαν τόσα πράγματα στη ζωή μου. Έχω κάνει πάρα πολλά πράγματα, είναι σαν να έχω ζήσει έξι ζωές.
Ε.Α.: Νιώθεις γεμάτος;
Α.Ι.: Ναι, πολύ. Έχω κάνει πάνω από πεντακόσια εξώφυλλα σε βιβλία. Τα δώδεκα χρόνια που συνεργαζόμουν με το Μέγαρο Μουσικής έκανα αυτά τα προγράμματα που είναι ολόκληρα βιβλία. Και έκανα τα πάντα εκεί – τις μεταφράσεις, τις διορθώσεις, το layout, τα εξώφυλλα και τα λοιπά. Και κάθε τόσο αρρώσταινα βέβαια, πήγαινα στα νοσοκομεία [γελάει]. Έχω επισκεφτεί όλα τα νοσοκομεία της Αθήνας.
Ε.Α.: Το συνδέεις όμως με την πίεση;
Α.Ι.: Με την υπερβολική δουλειά, την υπερβολική κούραση και με το άγχος που έχω κάθε φορά που κάνω κάτι.
Ε.Α.: Ωστόσο δεν αποτραβιέσαι κιόλας. Ορμάς!
Α.Ι.: Είμαι πεισματάρης. Και συνεχίζω. [γελάει] Ελπίζω να έχω καλή υγεία στο εξής και να συνεχίσω να δημιουργώ ώς το τέλος.
Ε.Α.: Το εύχομαι κι εγώ, για πολύ καιρό.
Ε.Α.: Με τη θρησκεία η σχέση σου ποια είναι;
Α.Ι.: Για ένα διάστημα ζωγράφιζα πολλούς πίνακες με θρησκευτικά θέματα, Σταυρώσεις, Αναστάσεις. Πήρα μέρος και σε μια μεγάλη έκθεση που λεγόταν «Passion – Τα Πάθη του Χριστού», στο Βυζαντινό Μουσείο.
Ε.Α.: Αυτά όμως έχουν να κάνουν με τη θρησκεία ή με τον άνθρωπο;
Α.Ι.: Με τον άνθρωπο. Αλλά από τη στιγμή που εγώ πιστεύω στη μετά θάνατον ζωή, πιστεύω ότι υπάρχει Θεός, πλησίασα περισσότερο στη θρησκεία. Δεν είμαι κανένας θρήσκος ή θρησκευόμενος που πάει στην εκκλησία. Στην εκκλησία πάω μόνο τη Μεγάλη Εβδομάδα, η οποία κάθε φορά με συγκλονίζει, κι όταν πάω στον Επιτάφιο κλαίω. Πρώτα πρώτα με συγκινεί το πρόσωπο του Χριστού πάρα πολύ. Προτιμώ να είμαι σ’ ένα μικρό εκκλησάκι της Τήνου, στον Άγιο Νικόλαο, όπου πήγαινα για δεκατέσσερα χρόνια, παρά να είμαι σε μια πολιτική συγκέντρωση. [γελάει]
Ε.Α.: Έχει να κάνει και με την αισθητική αυτό, έτσι δεν είναι; Το ένα έχει ομορφιά, ενώ το άλλο…
Α.Ι.: Απόλυτη. Απόλυτη ομορφιά. Η θρησκεία συνδέεται με καταπληκτικά κείμενα, με καταπληκτική ζωγραφική, με καταπληκτική γλυπτική, όχι στην Ελλάδα μόνο, παγκοσμίως. Όλοι οι μεγάλοι ζωγράφοι, από τον Μικελάντζελο ώς τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι, ζωγράφιζαν θρησκευτικά θέματα. Ώς το τέλος του 19ου αιώνα έχουμε εκατοντάδες καλλιτέχνες που εμπνέονταν από τη Βίβλο, από θρησκευτικά θέματα και από τέτοιες ανησυχίες. Πάντως τα τελευταία χρόνια μ’ ενδιαφέρει να διαβάζω βιβλία που έχουν σχέση με τη μεταφυσική, διαβάζω βιβλία του Σβέντενμποργκ – δεν ξέρω αν τον γνωρίζεις. Ό,τι μπόρεσα να βρω δικό του το έχω διαβάσει. Λατρεύω τον Ταρκόφσκι που είχε επίσης τέτοιες τάσεις.
Ε.Α.: Και ο Θεός σου πώς είναι; Ποια είναι η φυσιογνωμία του;
Α.Ι.: Ο Θεός μου είναι μια ουσία, μια ύπαρξη που με υπερβαίνει, που δεν μπορώ να τη συλλάβω αλλά που είμαι σίγουρος ότι υπάρχει. Εγώ τον βλέπω τον Θεό παντού, στην τελειότητα που υπάρχει στη φύση, στο πώς συλλαμβάνεται ένα παιδί. Κάνουν έρωτα ένας άντρας και μια γυναίκα και δημιουργείται ένα καινούργιο πλάσμα από ένα λευκό υγρό. Όλ’ αυτά με συγκλονίζουν. Το ότι υπάρχουν τόσο πολλά σύμπαντα που μας είναι άγνωστα, εκατομμύρια πλανήτες, και όλ’ αυτά υπάρχουν σε μια ισορροπία που είναι ασύλληπτη! Αυτό εμένα καθημερινά με απασχολεί, δηλαδή όταν ζωγραφίζω ένα συκώτι ή έντερα ή κόκαλα, βλέπω πόσο τέλεια είναι φτιαγμένα αυτά τα όργανα. Πόσο το ανθρώπινο σώμα αντανακλά εικόνες της φύσης, ότι υπάρχουνε βουνά, οροσειρές μέσα μας, ρυάκια που τρέχουνε...
Ε.Α.: Δεν το ’χα σκεφτεί ποτέ έτσι.
Α.Ι.: Εγώ, επειδή ζωγραφίζω την εσωτερική εικόνα του ανθρώπινου σώματος, το σκέφτομαι συνέχεια. Αν μεγεθύνεις ένα μάτι, βλέπεις από πόσα τριχίδια αποτελείται, πόσα αγγίδια, πόσα χρώματα, διαύλους, πώς συμπλέκονται όλ’ αυτά. Και λες, «Θεέ μου, είναι δυνατόν ο Δαρβίνος να είχε δίκιο και να προερχόμαστε απ’ τον πίθηκο;». Είναι τόσο τέλεια τα ανθρώπινα σώματα, που δεν μπορώ να το πιστέψω.
Ε.Α.: Υποθέτω ότι και του πιθήκου θα είναι εξίσου τέλειο...
Α.Ι.: Και του πιθήκου θα είναι τέλειο, μόνο που αυτός δεν μπορεί να εκφραστεί, να μιλήσει. Θυμάμαι παρακολουθούσα κάποτε ένα σεμινάριο για το Ιερό, γιατί η έννοια του Ιερού με συγκινεί πάρα πολύ. Και κάποιος εκεί είπε ότι άνθρωπος είναι ένα ον που μπορεί να κατασκευάζει εργαλεία... Αυτό είναι ο άνθρωπος;
Γελάει, γελάω κι εγώ. Αισθάνομαι σαν να έχει σημασία για κείνον να συμφωνήσουμε και σ’ αυτό.
Ε.Α.: Πάντως το πρώτο πράγμα που ακούει κανείς στο σχολείο είναι πως ο άνθρωπος διαφέρει από τα ζώα, γιατί με τον αντίχειρα κατάφερε να φτιάξει τα εργαλεία. Είναι το πρώτο πράγμα που μας λένε, για τον τροχό και λοιπά. Δεν λένε τι ήταν αυτό που μέσα του οδήγησε στην αναγκαιότητα να φτιάξει όλ’ αυτά.
Α.Ι.: Ακριβώς. Μα και μόνο ο εγκέφαλος του ανθρώπου ακόμα δεν έχει διερευνηθεί πλήρως. Είναι τόσο πολύπλοκος μηχανισμός!
Ε.Α.: Και για να αποτυπώσεις τα όργανα του ανθρώπινου σώματος στη ζωγραφική σου πού καταφεύγεις;
Α.Ι.: Από τότε που ήμουν φοιτητής στο Γκρατς αγόραζα ανατομικούς άτλαντες, τους οποίους έχω ακόμα. Επί έναν χρόνο στο Πολυτεχνείο ζωγραφίζαμε τα οστά του ανθρώπου.
Ε.Α.: Την αρχιτεκτονική του σώματος δηλαδή και τη στατική του!
Α.Ι.: Ναι. Βρήκα και σχέδια που έκανα όταν ήμουνα δεκαέξι χρονών, ανθρώπους που φαίνονται οι μύες τους. Έχω κάνει ανθρώπους που είναι σαν να τους έχεις γδάρει και φαίνεται το εσωτερικό τους. Άρα από τότε υπήρχε η ανάγκη αυτή... Εγώ νομίζω ότι κι αυτά είναι προγραμματισμένα. Κι ότι είναι θέμα γονιδίων. Ακόμα κι οι σεξουαλικές μας προτιμήσεις νομίζω ότι είναι θέμα γονιδίων.
Α.Ι.: Θυμώνω πάντως πάρα πολύ όταν συναντώ ανθρώπους που είναι δογματικοί. Ένας δημοσιογράφος ήθελε να μου πάρει μια συνέντευξη, όταν έκανα μια ατομική έκθεση. Από την αρχή κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά, και ξαφνικά μου είπε, «Εγώ είμαι οπαδός του ιστορικού υλισμού και πιστεύω μόνο στις θεωρίες του Μαρξ – σε τίποτ’ άλλο. Εσείς, ένας τόσο καλλιεργημένος άνθρωπος, πιστεύετε στον Θεό;». «Ναι» λέω «και όταν έχω πολύ μεγάλες στενοχώριες κι είμαι πολύ στριμωγμένος στη ζωή μου –και είμαι πολύ συχνά στριμωγμένος– λέω “Θεέ μου, βοήθησέ με”. Εσείς τι λέτε; “Λένιν, βοήθησέ με”;» Μου λέει, «Δηλαδή τώρα με ειρωνεύεστε;». Θύμωσε και δεν πήρε τη συνέντευξη.
Ε.Α.: [μεγάλη παύση] Ο θυμός επανέρχεται, ε; Κάθε τόσο...
Α.Ι.: Εγώ κάθε τόσο θυμώνω, ναι. Και έρχομαι σε σύγκρουση με το περιβάλλον μου πάρα πολύ συχνά. Ζω σε μια πόλη που είναι η πιο μουντζουρωμένη πόλη της Ευρώπης. Δεν υπάρχει άλλη πόλη που να έχει παντού γκράφιτι και να έχουνε λερωθεί όλοι οι τοίχοι της.
Ε.Α.: Μερικά όμως απ’ αυτά, όχι τόσο τα γκράφιτι όσο η στριτ αρτ, είναι ωραία. Δεν υπάρχουν σε κάποιους τοίχους πράγματα ζωγραφισμένα που είναι πολύ όμορφα;
Α.Ι.: Σε κάποιους τοίχους έξω απ’ τον αστικό ιστό.
Ε.Α.: Τη θέλεις πιο καθαρή την πόλη δηλαδή.
Α.Ι.: Ναι, να φαίνονται τα κτίρια. Εδώ, η οδός Αρχιμήδους είναι απ’ τους ωραιότερους δρόμους της Αθήνας και δεν μπορώ να περπατήσω γιατί αριστερά όλον τον τοίχο [του Σταδίου] τον έχουνε γεμίσει με τεράστια γκράφιτι. Ή έφαγα προχθές το μεσημέρι στην Πλατεία Εξαρχείων και εκεί πια δεν υπάρχουν ούτε παράθυρα ούτε πόρτες ούτε τοίχοι. Όλα είναι ζωγραφισμένα και όλα μουντζουρωμένα. Αγαπώ υπερβολικά την Αθήνα και μ’ αρέσει σαν πόλη, κι όταν βρίσκομαι βέβαια γύρω από την Ακρόπολη λέω τι τυχερός που είμαι που ζω εδώ, αλλά όταν βλέπω πώς καταστρέφεται η πόλη αυτή έτσι και κανένας δεν ενδιαφέρεται... Ξυπνάς ένα πρωί και οι τοίχοι σου απ’ έξω είναι όλοι μουντζουρωμένοι. Και στο δικό μου σπίτι απ’ αυτή την πλευρά έχουνε γράψει κάτι αηδίες. Θέλω να πω, είναι αρνητικό το περιβάλλον στο οποίο δημιουργώ, γι’ αυτό και κλείνομαι όσο γίνεται πιο πολύ στο σπίτι μου, όπου όλα είναι κάπως καλαίσθητα.
Αγαπώ υπερβολικά την Αθήνα και μ’ αρέσει σαν πόλη, κι όταν βρίσκομαι βέβαια γύρω από την Ακρόπολη λέω τι τυχερός που είμαι που ζω εδώ, αλλά όταν βλέπω πώς καταστρέφεται η πόλη αυτή έτσι και κανένας δεν ενδιαφέρεται... Ξυπνάς ένα πρωί και οι τοίχοι σου απ’ έξω είναι όλοι μουντζουρωμένοι. Και στο δικό μου σπίτι απ’ αυτή την πλευρά έχουνε γράψει κάτι αηδίες.
Ε.Α.: Ενώ έχεις τόσες σχέσεις με τη Γερμανία, με το Βερολίνο ας πούμε, ή με τη Βιέννη, πώς και δεν θέλησες να εγκατασταθείς μόνιμα εκεί – ή θέλησες και δεν τα κατάφερες;
Α.Ι.: Δεν ήταν η οικονομική κατάσταση τέτοια που να μπορέσω να το κάνω. Ή ίσως φοβόμουνα και να πάω, γιατί θα ήμουνα κι εκεί μόνος μου. Η Ελλάδα μ’ αρέσει υπερβολικά. Κατά διαστήματα αγαπώ κάποιον τόπο υπερβολικά. Για 8-10 χρόνια αγαπούσα πολύ τη Μονεμβασιά, πήγαινα συνέχεια εκεί, έζησα μια μεγάλη ερωτική ιστορία στη Μονεμβασιά. Μετά πήγαινα επί 14 χρόνια στην Τήνο, ήταν ένας έρωτας παράφορος.
Τον θυμάμαι τον παράφορο έρωτά του για την Τήνο από συζητήσεις μαζί του αλλά και από εκείνο το μικρό εκδοτικό κόσμημα, το Προσκέφαλο με φύλλα λεμονιάςπου εξέδωσε στην Κίχλη το 2012, όπου περιγράφει πώς αγόρασε στην Τήνο έναν τάφο, γιατί η επιθυμία του είναι να θαφτεί εκεί. Δεν πίστευα ότι θα έπαυε αυτός ο έρωτας. Και όμως...
Α.Ι.: Τώρα είμαι ερωτευμένος με την Καρδαμύλη, θέλω να πηγαίνω συνέχεια εκεί.
Ε.Α.: Πώς σταματάει ο έρωτας για σένα;
Α.Ι.: Συμβαίνουν διάφορα αρνητικά γεγονότα που μ’ επηρεάζουν πάρα πολύ. Την τελευταία φορά που πήγα στην Τήνο ήταν τόσο δυσάρεστα όλα, που είπα δεν θα ξαναπατήσω το πόδι μου εδώ.
Ε.Α.: Ζωντανός ή νεκρός δεν θα πατήσεις το πόδι σου εκεί;...
Α.Ι.: Αρχικά είπα μόνο νεκρός θα πατήσω το πόδι μου εδώ αλλά τώρα ούτε νεκρός δεν θέλω. Θέλω να με θάψουν στην Καρδαμύλη. [γελάει]
Ε.Α.: Συνδέεται με ανθρώπους;
Α.Ι.: Ναι, συνδέεται με ανθρώπους.
Ε.Α.: Η απογοήτευση συνδέεται με ανθρώπους; Ή η μαγεία;
Α.Ι.: Η απογοήτευση. Η μαγεία συνδέεται με τοπία και λιγότερο με ανθρώπους. Το τοπίο είναι συγκλονιστικό στην Τήνο, είναι απαράμιλλο. Τώρα βρήκα μια οικογένεια που μου έχει δείξει πολύ μεγάλη αγάπη και ζω σ’ έναν κήπο τεράστιο στην Καρδαμύλη, είκοσι μέτρα από τη θάλασσα και τη βλέπω συνέχεια από το δωμάτιό μου. Νιώθω φοβερή συγκίνηση όταν φτάνω σ’ αυτόν τον τόπο.
Ε.Α.: Τι γίνεται επομένως στις σχέσεις σου με τους ανθρώπους; Έχουν υπάρξει κάποιοι άνθρωποι που ατράνταχτα και ακλόνητα τους αισθάνεσαι ότι είναι δικοί σου ή το πιο συνηθισμένο στις σχέσεις σου είναι κάποια στιγμή να σε απογοητεύουν;
Α.Ι.: Όχι απλώς συνηθισμένο – ο κανόνας είναι να ερωτεύομαι κάποιο πρόσωπο, να του δίνομαι ολόψυχα και ν’ αφιερώνομαι σ’ αυτό, κι αυτό το πρόσωπο να μ’ εγκαταλείπει, να με προδίδει, να με συκοφαντεί, να απομακρύνεται. Έχω γεμίσει πληγές από τέτοιες ματαιωμένες σχέσεις.
Ε.Α.: Και στις φιλικές σχέσεις παθιάζεσαι με κάποιον και γοητεύεσαι και τον αγαπάς πολύ;
Α.Ι.: Πάρα πολύ! Ένα κεφάλαιο στο μυθιστόρημα που γράφω θα έχει τίτλο «Αναζητώντας τον Ολιβιέ». Όταν ήμουν 16 χρονών, η μητέρα μου μου χάρισε τον πρώτο τόμο του Ζαν Κριστόφ του Ρομαίν Ρολλάν. Εκεί περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια η φιλία ανάμεσα στον Ζαν Κριστόφ και στον Ολιβιέ και για μένα αυτό ήταν το ιδανικό, να αποκτήσω έναν φίλο σαν αυτόν του Ζαν Κριστόφ. Γι’ αυτό μόλις γνώριζα ένα πρόσωπο που είχε κάποια στοιχεία γοητευτικά, άρχιζα να του χαρίζω πίνακες, βιβλία –ξέρεις πόσα βιβλία έχω χαρίσει, αντικείμενα, πίνακες, την αγάπη μου, ποιήματα;– και ξαφνικά αυτός ο άνθρωπος στρεφόταν εναντίον μου ή μου φερόταν τόσο άσχημα, που κάθε φορά για να συνέλθω χρειαζόμουν μήνες ολόκληρους. Αυτό όμως επαναλήφθηκε πολλές φορές. Γι’ αυτό και έχω δημιουργήσει ένα εικονοστάσι, όπου έχω τοποθετήσει τους αγαπημένους μου φίλους που είναι οι πιο σταθεροί: είναι καλλιτέχνες, συγγραφείς, ποιητές, συνθέτες και στο κέντρο βέβαια κυριαρχεί ο Ταρκόφσκι. [γελάει με την καρδιά του]
Ε.Α.: Εννοείς αυτούς με τους οποίους έχεις συναναστραφεί και στη ζωή ή μόνο ψυχικά;
Α.Ι.: Αυτούς με τους οποίους βρίσκομαι σε διάλογο. Ναι, ναι και άμεσα συναναστραφεί. Και όταν πρόκειται για μεταφραστές και λογοτέχνες, τους έχω βοηθήσει να βρουν εκδότες, να πάρουν μεταφράσεις. Κάνω τα πάντα γι’ αυτούς. Έναν τον είχα πάρει και υπό την προστασία μου, γιατί μου φαινόταν πολύ αδύναμος, και τον έκανα διάσημο, εγώ δημοσίευσα τα πρώτα του κείμενα, εγώ τον γνώρισα σε ανθρώπους-κλειδιά, γιατί αυτός δεν ήξερε κανέναν, και μόλις έγινε διάσημος έπαψε να μου μιλάει, μου έκοψε την καλημέρα. [γελάει λίγο]
Ε.Α.: Πικρό πολύ αυτό.
Α.Ι.: Πάρα πολύ πικρό. Το σώμα μου και η σκέψη μου και το μυαλό μου είναι γεμάτα πληγές.
Ε.Α.: Οι άνθρωποι που σχετίζονται μαζί σου σου έχουν εκφράσει ποτέ παράπονα από σένα;
Α.Ι.: Ναι, ναι κι αυτοί έχουν εκφράσει παράπονα. Αλλά συνήθως με βλέπουν μ’ έναν τρόπο ανταγωνιστικό.
Ε.Α.: Πώς μπορεί να εκδηλώνουν τον ανταγωνισμό τους;
Α.Ι.: Με σκηνές ζήλιας, με ξεσπάσματα μίσους – μέχρι και μίσος έχω δεχτεί! Αλλά είμαι αδιόρθωτος. Δηλαδή αν γνωρίσω τώρα κάποιο πρόσωπο που να έχουμε κάποια κοινά ενδιαφέροντα, θα πω μέσα μου: Να ο Ολιβιέ, εμφανίστηκε!
Ε.Α.: Όλο ελπίζεις.
Α.Ι.: Ελπίζω!
Ε.Α.: Και όλο διαψεύδεσαι, απ’ ό,τι λες – αλλά ξαναελπίζεις!
Α.Ι.: Ναι. [γελάει]
Ε.Α.: Με ανθρώπους που δεν είναι οι ίδιοι καλλιτέχνες κάνεις παρέα;
Α.Ι.: Ναι! Τώρα τελευταία κάνω παρέα με γιατρούς και με δικαστικούς.
Ε.Α.: Το λες σαν να είναι πιο ανακουφιστικό.
Α.Ι.: Ναι, είναι πιο ανακουφιστικό, γιατί δεν με ανταγωνίζονται.
Ε.Α.: Τελικά αισθάνεσαι ότι δεν είσαι μόνος σου, όπως φοβόταν η μαμά σου;
Α.Ι.: Όταν αρρωσταίνω, τότε φοβάμαι πάρα πολύ. Ζω συνεχώς με αυτόν τον φόβο, ότι δεν θα έχω κάποιον να με περιποιείται στο νοσοκομείο ή στο σπίτι μου.
Ε.Α.: Όταν χρειάζεσαι βοήθεια έχεις κάποιους ανθρώπους που τους παίρνεις τηλέφωνο;
Α.Ι.: Έχω, αλλά ποιοι απ’ αυτούς μ’ επισκέπτονται και ποιοι ασχολούνται μαζί μου; Οι πιο πολλοί φίλοι και γνωστοί που έχω είναι για να πηγαίνουμε μαζί στα σινεμά και στις ταβέρνες. Πέρσι τον Αύγουστο που έπαθα ερυσίπελας, μια φοβερή αρρώστια στο πόδι μου, έπρεπε να είναι σηκωμένο το πόδι μου ψηλά και να παίρνω αντιβίωση για είκοσι-τριάντα μέρες. Αυτές τις 25 μέρες που έμεινα σ’ αυτό το σπίτι, νομίζω μια φορά μια φίλη μου ήρθε από την Τεργέστη και με επισκέφτηκε. Δεν ήρθε κανένας. Ήταν κι η εποχή που ήταν όλοι σε διακοπές, δηλαδή έτυχε και δεν βρισκόντουσαν στην Αθήνα. Αλλά κι όταν είναι εδώ, λίγοι άνθρωποι έρχονται και ασχολούνται μαζί μου, γιατί κάποιος πρέπει να αφιερώσει χρόνο σ’ έναν άρρωστο, να ’ρθει να του μαγειρέψει, να ψωνίσει, να ποτίσει τα λουλούδια, να πληρώσει τους λογαριασμούς – είναι πάρα πολλά. Να τον πάει στο νοσοκομείο... Ένιωσα την απόλυτη μοναξιά τον περασμένο Αύγουστο, δεν θέλω να το θυμάμαι.
Ε.Α.: Εδώ στη γειτονιά έχεις γνωστούς, έχεις σχέσεις με κάποιους;
Α.Ι.: Όχι.
Ε.Α.: Με τον χασάπη, τον φούρναρη, τον φαρμακοποιό;
Α.Ι.: Α, μ’ αυτούς ναι, με τους φαρμακοποιούς έχω τρομερή σχέση. Και με τον φούρνο αυτόν που είναι στην πλατεία Βαρνάβα και με τον χασάπη, μ’ αυτούς έχω πάρα πολύ καλή σχέση. Αγαπιόμαστε πολύ, όταν μπαίνω μέσα κάνουν σαν τρελοί, ενδιαφέρονται για μένα και τα λοιπά. Αλλά αυτές είναι πολύ επιφανειακές σχέσεις. Είναι για να φάω, για να ψωνίσω...
Ε.Α.: Δες όμως με τι απόλαυση τις περιγράφεις!
Α.Ι.: Ναι, ναι. Αφού σκέφτομαι ότι περιβάλλομαι από έναν κλοιό ανθρώπων που μου προσφέρουν ζεστασιά.
Ε.Α.: Για να σου προσφέρουν ζεστασιά όλοι αυτοί οι άνθρωποι, θα πει ίσως πως κι εσύ συνδέεσαι μαζί τους εκείνη την ώρα, δεν πας απλώς να κάνεις τη δουλειά σου.
Α.Ι.: Συνδέομαι πάρα πολύ. Μάλιστα η μία φαρμακοποιός απέκτησε κοριτσάκι και πάω ειδικά για να το δω, γιατί είναι υπερβολικά όμορφο.
Α.Ι.: Αλλά περνάνε τα χρόνια κι εγώ γερνάω όλο και πιο πολύ. Μόλις μπαίνω στο τρόλεϊ, σηκώνονται και μου δίνουν τη θέση τους. Νιώθω πολύ γέρος όταν το κάνουν αυτό. Μου συνέβη και κάτι τραγικό [γελάει] το καλοκαίρι που πέρασε. Μόλις αρχίσουν οι ζέστες, πάω τουλάχιστον δύο φορές τη βδομάδα στη λίμνη της Βουλιαγμένης. Αυτό το νερό της λίμνης μου κάνει πάρα πολύ καλό. Νομίζω ότι αυτό με κρατάει στη ζωή. Βγήκα από το νερό, ήμουν σε κατάσταση μεγάλης ευφορίας και βλέπω ένα κοριτσάκι 4-5 χρονών, πάρα πολύ όμορφο, με τον παππού του. Ο παππούς θα ήταν 85. Έσκυψα και του λέω, «Τι όμορφη που είσαι. Πώς σε λένε;» Και λέει ο παππούς της: «Πες καλό μήνα στον παππού»!
Ε.Α.: [γελάμε] Ενώ εσύ έχεις άλλη αίσθηση για σένα...
Α.Ι.: Εγώ έχω άλλη εικόνα για τον εαυτό μου.
Ε.Α.: Πόσων χρονών αισθάνεσαι;
Α.Ι.: Εγώ νομίζω ότι είμαι γύρω στα 45-50, γιατί μέσα μου νιώθω πολύ νέος. Ενθουσιάζομαι με ταινίες, με παραστάσεις, με μουσικές. Ανακαλύπτω έναν νέο συνθέτη και μαζεύω στοιχεία γι’ αυτόν, αγοράζω δίσκους του, πηγαίνω στο σινεμά, στην όπερα και ενθουσιάζομαι. Έχω και φίλους νεαρούς. Έχω τώρα έναν νεαρό φίλο που είναι 27 χρονών. Αυτός δεν ενθουσιάζεται τόσο πολύ, δεν είναι τόσο ζωντανός όσο είμαι εγώ. Εγώ όταν ανακάλυψα αυτή την ηθοποιό, την Αμαλία Καβάλη, στο «Ορλάντο», τρελάθηκα! Έκανα το παν να τη γνωρίσω, γίναμε φίλοι, μετέφρασα το κείμενο της Γουλφ...
Ενθουσιάζομαι με ταινίες, με παραστάσεις, με μουσικές. Ανακαλύπτω έναν νέο συνθέτη και μαζεύω στοιχεία γι’ αυτόν, αγοράζω δίσκους του, πηγαίνω στο σινεμά, στην όπερα και ενθουσιάζομαι. Έχω και φίλους νεαρούς. Έχω τώρα έναν νεαρό φίλο που είναι 27 χρονών. Αυτός δεν ενθουσιάζεται τόσο πολύ, δεν είναι τόσο ζωντανός όσο είμαι εγώ.
Ε.Α.: Μ’ έναν τρόπο σαν να ανοίγεσαι πολύ, εμπιστεύεσαι πολύ και μετά…
Α.Ι.: Εμπιστεύομαι πολύ. Έτσι είναι. [γελάει]
Θυμάμαι ένα από τα πιο αγαπημένα μου ποιήματά του που έχει ακριβώς αυτόν τον τίτλο: «Εμπιστεύομαι». Αρχίζει απαριθμώντας όλα τα πράγματα ή φυσικά φαινόμενα που εμπιστεύεται και καταλήγει: «Δεν εμπιστεύομαι τον φίλο που χαμογελά / Κι αιώνια αγάπη μου προσφέρει».
Ε.Α.: Ακόμα κι ο θυμός νομίζω ότι είναι νεανική στάση απέναντι στη ζωή, ε; Δεν παραιτείσαι, θυμώνεις.
Α.Ι.: Ναι! [γελάει με την καρδιά του]
Ε.Α.: Γιατί έχεις ζωγραφίσει 40 πορτρέτα του Καβάφη;
Α.Ι.: Από υπερβολική αγάπη [γελάει]. Δεν ήξερα πώς να εκφράσω την αγάπη μου. Γιατί ήταν έτος Καβάφη και γινόντουσαν εκδηλώσεις κι εγώ σκέφτηκα να κάνω αυτή την εκδήλωση [γελάει], να ζωγραφίζω τον Καβάφη από το πρωί ώς το βράδυ. Ήταν μια εκδήλωση αγάπης.
Ε.Α.: Ανακάλυπτες κάτι ζωγραφίζοντάς τον κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο;
Α.Ι.: Σκεφτόμουνα τη μοναξιά του, γιατί αυτός στην Αλεξάνδρεια θα πρέπει να ένιωθε πολύ μόνος του.
Ε.Α.: Έμοιαζε λίγο μ’ εσένα;
Α.Ι.: Ακριβώς. Εγώ βρίσκω πολλά κοινά στοιχεία με όλους αυτούς. Και με τον Μούζιλ και με τον Ταρκόφσκι και με τον Καβάφη.
Ε.Α.: Διάβαζα αυτό που έγραφες για τον Μούζιλ στο Αφιέρωμα του «Δέντρου», όπου τον παραβάλλεις με τον Προυστ.
Α.Ι.: Έκανα δύο αφιερώματα, ένα για να τον κάνω γνωστό, στον Ηριδανό, όπου δημοσίευσα την Γκρίτζα, κι ένα απόσπασμα απ’ τον Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες, και ένα στο «Δέντρο».
Ε.Α.: Εκεί περιγράφεις ότι αυτοί οι δύο επί 17 χρόνια είχαν αφιερωθεί σε ένα έργο –
Α.Ι.: Τεράστιο!
Ε.Α.: Και πώς είναι γραμμένος Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες. Λοιπόν, αυτό μου θύμισε το πώς ζωγραφίζεις εσύ με το μολύβι.
Α.Ι.: Ναι, μπράβο.
Ε.Α.: Με μολύβια φτιάχνεις όλ’ αυτά που μοιάζουνε σαν πίνακες με λάδι.
Α.Ι.: Μ’ αυτούς όλους βρίσκω κοινά στοιχεία. Και η σκέψη του Ζέμπαλντ μου πάει πολύ. Καμιά φορά διαβάζω φράσεις που τις έχω σκεφτεί κι εγώ. Τον αγαπώ πάρα πολύ.
Ε.Α.: Τι παράξενο να συνδεόμαστε, να έχουμε συγγένειες με ανθρώπους άλλων εθνοτήτων –
Α.Ι.: Και που είναι πεθαμένοι οι πιο πολλοί. Όταν έγινε αυτή η έκθεση με τα 40 πορτρέτα του Καβάφη, ήρθε ένας πολύ γέρος να τη δει, έτρεμε κιόλας, και μου λέει «Έχω συγκινηθεί πάρα πολύ γιατί εγώ πήγαινα στο σπίτι του Καβάφη» – πρέπει να ήταν 90 χρονών. Λέω «Δηλαδή έχετε μιλήσει με τον Καβάφη;», λέει «Ναι, είχα πάει δυο φορές στο σπίτι του». [γελάει] Ήταν Αλεξανδρινός. Και τον έβαλα να μου μιλήσει όπως μιλούσε ο Καβάφης.
Ε.Α.: Τώρα που το θυμήθηκες γέλασες κάπως και σαν να αφαιρέθηκες.
Α.Ι.: Συγκινήθηκα τόσο πολύ! Να μιλάω με κάποιον που είχε πάει στο σπίτι του Καβάφη! Ήταν φοβερό!
Ε.Α.: Η καταβύθιση μέσα στην προσωπικότητα, στο έργο, στο κείμενο ενός από τους καλλιτέχνες που αγαπάς, είναι λίγο σαν να ζεις μια ζωή μαζί του, δηλαδή;
Α.Ι.: Ακριβώς. Πολύ ωραία το είπες. [παύση] Αλλά όλες αυτές τις εμπειρίες τις νιώθω, τις επεξεργάζομαι, τις σκέφτομαι και τις αναλύω μόνος μου. Τώρα μου δίνεται η ευκαιρία και τα λέω όλ’ αυτά, αλλά δεν τα κοινοποιώ στους ανθρώπους συνήθως. Α, μπορώ να σου δείξω και τα ημερολόγια, αυτά τα 18 βιβλία που δεν έχω δείξει σε κανέναν.
Α.Ι.: Είναι όλο αυτό το συρτάρι. 1800 σελίδες είναι όλα μαζί, γιατί είναι 18.
Ε.Α.:Με τις ταμπελίτσες τους και τις χρονολογίες. Και συνεχίζεις;
Α.Ι.: Βέβαια. Κάθε μέρα γράφω ένα κομμάτι.
Ε.Α.: Αυτά λοιπόν τα γράφεις για ποιον;
Α.Ι.: Για μένα. [γελάει πολύ] Για να μη θυμάμαι. Αφού καταφεύγω συνέχεια σ’ αυτούς.
Ε.Α.: «Για να μη θυμάμαι»;
Α.Ι.: Για να θυμάμαι.
Με απασχολεί λίγο αυτό το παράδοξο lapsus linguae. Και ξανά, καθώς απομαγνητοφωνώ τη συνέντευξη, το σκέφτομαι. Τι αποκαλύπτει εν αγνοία του ομιλητή; Μήπως: «Δεν θέλω να θυμάμαι την αβάσταχτη ψυχική οδύνη από τα τραύματα, τις απώλειες, τις ματαιώσεις, τις προδοσίες, τις απογοητεύσεις»; Αλλά πώς το να επισκέπτεται ξανά τις αναμνήσεις του βοηθάει σε κάτι τέτοιο; Διαλέγω τελικά μια άλλη εξήγηση: «Για να μη θυμάμαι» ίσως να σημαίνει «Για να μη γίνουν τα βιώματά μου παρελθόν, για να τα ζω σε συνεχές παρόν». Φυσικά αυτή είναι μια προσωπική μου ερμηνεία. Η συνέχεια της συζήτησης ρίχνει ίσως λίγο παραπάνω φως για τον αναγνώστη.
Α.Ι.: Γυρίζω πίσω και διαβάζω. Σήμερα, που είναι 12 Μαρτίου, αναρωτιέμαι τι έγινε το 2001 στις 12 Μαρτίου. Και βρίσκω πράγματα που έχουν σχέση με τη σημερινή μέρα. Πολύ συχνά. Εκεί επιβεβαιώνεται η άποψή μου ότι υπάρχει μοίρα, δηλαδή ότι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα έτσι όπως έγιναν.
Ε.Α.: Με μία έννοια λοιπόν –τώρα θα κάνω μια προκλητική υπόθεση– εσύ φτιάχνεις τη μοίρα, εννοώ τη σπρώχνεις και λιγάκι, με το να κάνεις όλες αυτές τις συνδέσεις.
Α.Ι.: [γελάει] Μπορεί.
Ε.Α.: Συγκροτείς τη μοίρα με μια τέτοια αναδρομή –
Α.Ι.: Ναι, ναι, ναι.
Ε.Α.: Και φτιάχνεις κάτι συνεκτικό.
Α.Ι.: Τρομάζω καμιά φορά, γιατί συμβαίνει το ίδιο γεγονός την ίδια μέρα.
Ε.Α.: Όπως το όνειρο που αναφέρεις στον πρόλογο του Ονειρολόγιου. Κι αυτό δίνει ένα άνοιγμα προς το μεταφυσικό, προς την αίσθηση πως υπάρχουν άλλοι κόσμοι.
Α.Ι.: Εγώ πιστεύω ακράδαντα πως υπάρχουν και εξωγήινοι! Από άλλους πλανήτες! [γελάει πολύ]
Ε.Α.: Πώς τους φαντάζεσαι;
Α.Ι.: Δεν τους φαντάζομαι, απλώς είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν. Δεν μπορεί να είμαστε ολομόναχοι σ’ ένα τεράστιο σύμπαν – στα πολλά σύμπαντα που μας περιβάλλουν.
Ε.Α.: Με την έννοια της ζωής σε οποιαδήποτε μορφή της, αυτό εννοείς; Ή κάτι σχετικά ανθρωπόμορφο;
Α.Ι.: Μπορεί να μην είναι ανθρωπομορφικό, μπορεί αυτοί να έχουν άλλη σύσταση, άλλη σκέψη, άλλη κατασκευή.
Ε.Α.: Κάποιο πλάσμα όμως σκεπτόμενο πάλι;
Α.Ι.: Ναι, αλλά με διαφορετική σκέψη. Πιστεύω και στην άλλη ζωή, πιστεύω ότι συνεχίζουμε να ζούμε.
Ε.Α.: Φωτεινοί; Όπως είναι ο τίτλος ενός βιβλίου σου: Θα επιστρέψω φωτεινός;
Α.Ι.: Ναι. Πιστεύω ότι η στιγμή του θανάτου είναι η αρχή μιας άλλης ζωής σε άλλη διάσταση. Όλοι όσοι πέθαναν για λίγο και επανήλθαν, μιλούν για μια ανείπωτη γαλήνη και ευτυχία που έχουν νιώσει και λένε ότι διασχίζουν ένα τούνελ γεμάτο φως.
Ε.Α.: Σ’ αρέσει να διαβάζεις τέτοιες αναφορές;
Α.Ι.: Α, πάρα πολύ!
Ε.Α.: Ο θάνατος επομένως θα συνοδεύεται από ομορφιά, φως και γαλήνη μετά από τα πάθη και τα βάσανα;
Α.Ι.: Ναι. Έχω τραβήξει πολλά βάσανα. Νοσηλεύτηκα μάλιστα και σε κλινική, όταν χώρισα μ’ αυτή την κοπέλα [μου δείχνει μια φωτογραφία στον τοίχο], την ξέρεις; Την είχα ερωτευτεί παράφορα όταν ήμουν 26 χρονών. Αλλά όταν χωρίσαμε, έπαθα διπλωπία, υπερακουσία, γενικά κατέρρευσα σαν οργανισμός και με βάλανε σε μια ψυχιατρική κλινική και μου κάνανε υπνοθεραπεία.
Σηκώνεται και παίρνει από το ράφι ένα βιβλίο με φωτογραφικά πορτρέτα που έχει τραβήξει. Είναι άνθρωποι που έπαιξαν ρόλο στη ζωή του –βλέπω πολλούς ποιητές, ηθοποιούς– αλλά και ανώνυμοι άγνωστοι που η όψη τους τον τράβηξε στιγμιαία. Λυπάται που δεν έχει δεύτερο αντίτυπο για να μου το χαρίσει. Μου δείχνει και τον εαυτό του στα 26 με μια ομορφιά αγγελική και μερικές φωτογραφίες της μεγάλης αγάπης που τον εγκατέλειψε.
Ε.Α.: Ο θάνατος θα έχει λοιπόν αυτή την ομορφιά και τη γαλήνη. Τον θέλεις, δηλαδή, τον περιμένεις;
Α.Ι.: Τον περιμένω γιατί όλοι τον περιμένουμε, αλλά δεν με τρομάζει. Εμένα με τρομάζει η αρρώστια πάρα πολύ. Και η μοναξιά. Το να είσαι μόνος σου, το να νιώθεις μόνος και να έχεις προβλήματα υγείας. Αλλιώς ο θάνατος είναι μια λύτρωση.
Ε.Α.: Τελικά από τη ζωή σου εσύ τι κρατάς περισσότερο;
Α.Ι.: Κρατάω τους μεγάλους έρωτες και τις μεγάλες φιλίες, ακόμα κι αν τελείωσαν. Ε, και τις καλλιτεχνικές επιτυχίες που είχα στη ζωή μου. Έχω δημιουργήσει τόσο πολλά πράγματα, που ελπίζω να με θυμούνται οι άνθρωποι μετά τον θάνατό μου. Ένας με βρήκε στον δρόμο, στην Πανεπιστημίου, μου έπιασε και τα δύο χέρια και προσπάθησε να με φιλήσει, αλλά εγώ δεν τον άφησα [γελάει]. Μου είπε «Έχετε αλλάξει τη ζωή μου, πέθανε ο καλύτερός μου φίλος και είχα βυθιστεί σε τρομερό πένθος και ξαφνικά είδα το Προσκέφαλο με φύλλα λεμονιάς και όταν το διάβασα ένιωσα πολύ ανάλαφρος. Έφυγε όλο το βάρος που κουβαλούσα, γιατί με παρηγόρησε πολύ αυτό το κείμενο». Αυτές είναι οι πιο ωραίες στιγμές.
Τον Χειμωνά τον σκέφτομαι πολύ συχνά, γι’ αυτό και τον ονειρεύομαι συχνά. Και μ’ αυτόν υπήρχε μια συγγένεια. Αλλά με ενοχλούσαν πάρα πολύ οι μεταφράσεις του, γιατί άλλαζε τα κείμενα. Για μένα είναι προδοσία αυτό, να αλλοιώνεις το πρωτότυπο. Μου είπε μια μέρα με περηφάνια, «Μα είναι μονόλογος αυτός της Λαίδης Μάκμπεθ; Γι’ αυτό κι εγώ τον έγραψα από την αρχή». Δικός του είναι ο μονόλογος; Φοβερό! Ήταν πολύ εγωπαθής και νάρκισσος.
Μου είπε μια μέρα με περηφάνια, «Μα είναι μονόλογος αυτός της Λαίδης Μάκμπεθ; Γι’ αυτό κι εγώ τον έγραψα από την αρχή». Δικός του είναι ο μονόλογος; Φοβερό! Ήταν πολύ εγωπαθής και νάρκισσος.
Ε.Α. Το φανταζόσουνα εσύ, όταν το έγραφες, ότι θα έχει τέτοια λειτουργία;
Α.Ι.: Όχι. Απίστευτο είναι αυτό. Το τι απήχηση είχε αυτό το κείμενο.
Ε.Α.: Εσύ και σε άλλα κείμενα είσαι πολύ διάφανος και αποκαλυπτικός, αλλά αυτό σαν να ’χει κάτι πιο γαλήνιο.
Α.Ι.: Δεν καταλαβαίνω γιατί το αγαπούν όλοι τόσο πολύ.
Ε.Α.: Εσύ ποιο βιβλίο σου αγαπάς πιο πολύ;
Α.Ι.: Εγώ αγαπώ το βιβλίο Βίνκελμαν ή το πεπρωμένο πιο πολύ. Κι από τα ποιήματα το «Εγώ ένας ξένος». Αλλά κανένας δεν μου έχει πει για τα ποιήματά μου ότι τους άλλαξαν τη ζωή ή τους επηρέασαν. Για τον Βίνκελμαν μου έχουν μιλήσει πολλοί και είπαν ότι ήταν το καλύτερο βιβλίο που διάβασαν τα τελευταία χρόνια. Αυτές οι στιγμές είναι καταπληκτικές και απερίγραπτες, λες «δεν πήγε χαμένος τόσος κόπος». [γελάκι]
Ε.Α.: Δεν είπαμε κάτι για τον Χειμωνά. Δεν ξέρω αν θες να πεις κάτι.
Α.Ι.: Ε, ήταν μια μεγάλη φιλία αυτή. Με επηρέασε και σαν άνθρωπος αλλά κυρίως σαν λογοτέχνης και όταν πέθανε ήμουν απαρηγόρητος όσο και όταν πέθανε η μητέρα μου. Τον Χειμωνά τον σκέφτομαι πολύ συχνά, γι’ αυτό και τον ονειρεύομαι συχνά. Και μ’ αυτόν υπήρχε μια συγγένεια. Αλλά με ενοχλούσαν πάρα πολύ οι μεταφράσεις του, γιατί άλλαζε τα κείμενα. Για μένα είναι προδοσία αυτό, να αλλοιώνεις το πρωτότυπο. Μου είπε μια μέρα με περηφάνια, «Μα είναι μονόλογος αυτός της Λαίδης Μάκμπεθ; Γι’ αυτό κι εγώ τον έγραψα από την αρχή». Δικός του είναι ο μονόλογος; Φοβερό! Ήταν πολύ εγωπαθής και νάρκισσος.
Ε.Α.: Ωστόσο κι εσύ δεν συγχωρείς.
Α.Ι.: Αυτό το κατάλαβες.
Ε.Α.: Δεν συγχωρείς ελαττώματα, δεν συγχωρείς λάθη.
Α.Ι.: Σε ζητήματα που αφορούν την Τέχνη είμαι αυστηρός. Δεν μπορώ να συγχωρήσω έναν ασυνείδητο μεταφραστή, κάποιον που κάνει φριχτούς συμβιβασμούς για να ανέλθει καλλιτεχνικά ή για να πάρει κάποιο βραβείο... Στις προσωπικές μου σχέσεις έχω συγχωρήσει πολλές φορές ανθρώπους που με έχουν αδικήσει ή που με έχουν πληγώσει. Όμως δεν συγχωρώ την υποκρισία, την έπαρση, τη βλακεία. [παύση] Σ’ ευχαριστώ πολύ γιατί μου έδωσες την ευκαιρία να τα πω όλ’ αυτά.
Ε.Α.: Εγώ σ’ ευχαριστώ για όλο αυτό το πλούσιο υλικό της ζωής σου, της σκέψης σου, της ψυχής σου που μοιράστηκες μαζί μου.
* Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΑΝΔΡΙΤΣΑΝΟΥ είναι συγγραφέας και ψυχοθεραπεύτρια.
Ο Αλέξανδρος Ίσαρης με δυο λόγια:
Ο Αλέξανδρος Ίσαρης [1941-2022] (κατά κόσμον Γιάννης Δημητριάδης) ήταν συγγραφέας, μεταφραστής, ζωγράφος, γραφίστας και φωτογράφος. Γεννήθηκε στις Σέρρες το 1941. Σπούδασε αρχιτεκτονική στα Πολυτεχενεία του Γκρατς και της Θεσσαλονίκης. Από το 1962 ως το 1978 έζησε στη Θεσσαλονίκη. Δημοσίευσε κατά καιρούς δοκίμια, πεζά, ποιήματα και μεταφράσεις σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά. Επί οκτώ χρόνια ήταν υπεύθυνος της ελληνικής σύνταξης του περιοδικού "Ausblicke". Για την πρώτη του ποιητική συλλογή "Όμιλος Φίλων Θαλάσσης - Ο ισορροπιστής", του απονεμήθηκε το βραβείο Μαρίας Ράλλη (1977). Το 1982 έκανε μια σειρά εκπομπών στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΤ. Το 1985 πήρε μέρος στην εβδομάδα ελληνικής ποίησης στο Άμστερνταμ και στο Χρόνινγκεν. Το 1986 εκπροσώπησε την Ελλάδα στο θεατρικό φεστιβάλ του Μύλχάιμ της Γερμανίας. Το 1990 επισκέφθηκε σημαντικά πολιτιστικά κέντρα της Γερμανίας, ύστερα από πρόσκληση του Ινστιτούτου Γκαίτε. Τα έτη 1990, 1992, 1994 και 1999 έμεινε για ένα διάστημα στη Βιέννη, ως προσκεκλημένος της Αυστριακής Λογοτεχνικής Εταιρείας. Το 1997 έγινε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Τόμας Μπέρνχαρντ. Μετέφρασε πάνω από τριάντα βιβλία και τιμήθηκε με τα εξής βραβεία: Βραβείο Μαρίας Ράλλη (1977), Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης για το "Μπετόν" του Τόμας Μπέρνχαρντ (1977) και δύο βραβεία του ΕΚΕΜΕΛ για το βιβλίο του Λούντβιχ Τηκ "Ο ξανθός Έκμπερτ - Το Ρούρενμπεργκ" (2007) καθώς και για τα "Γράμματα σε έναν νεαρό ποιητή "του Ράινερ Μαρία Ρίλκε (2011). Το 2014 τιμήθηκε με το βραβείο του Public για το βιβλίο "Εγώ ένας ξένος".
Έχει παρουσιάσει ζωγραφική του σε οκτώ ατομικές και σε δώδεκα ομαδικές εκθέσεις. Τον Οκτώβριο του 2017 πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση φωτογραφίας με τον τίτλο "Εικόνες μιας ζωής".
Από το 1978 ζούσε στην Αθήνα.