Μια συνομιλία με τον Δημοσθένη Κούρτοβικ, με αναφορές σε παλιότερα και νεότερα βιβλία του, καθώς και με αφορμή το τελευταίο βιβλίο του που έγραψε από κοινού με τον Κώστα Κατσουλάρη, «Σκοντάφτοντας σε ανοιχτά σύνορα» (εκδ. Πατάκη).
Συνέντευξη στη Λίνα Σόρογκα
Δημοσθένης Κούρτοβικ, ένα σημαίνον πρόσωπο της ελληνικής διανόησης. Πολυγραφότατος, έχει διανύσει μία πορεία 44 χρόνων –μισού αιώνα σχεδόν– στην πεζογραφία, στον δοκιμιακό λόγο και στη βιβλιοκριτική, έχει μεταφραστεί και έχει μεταφράσει πολλές κατηγορίες βιβλίων: 63 βιβλία από 8 γλώσσες. Ωστόσο παραμένει ένας παρεμβατικός στοχαστής.
Φαίνεται πως η Ελλάδα δεν σας έχει αναγνωρίσει ισάξια με το έργο σας, απέχετε από τα κρατικά βραβεία, δεν είστε σε θέσεις κλειδιά στα μέσα ενημέρωσης ώστε να ασκείτε απ’ ευθείας πιο γόνιμη δημόσια κριτική ακόμα και πέραν της λογοτεχνίας. Στα θέματα επικαιρότητας στην χώρα μας, που κρατούν τον σημερινό ελληνισμό αγκυλωμένο και τελματωμένο, θα μπορούσατε να είστε ένας σημαντικός διαμορφωτής της δημόσιας γνώμης. Θέλετε να το σχολιάσετε;
Το τι θα μπορούσε κάποιος είναι συνάρτηση διαφόρων παραγόντων. Έχει να κάνει με τις ικανότητές του, με τις ευκαιρίες που του δίνονται, με τις συνθήκες στο πεδίο δράσης του. Για τις ικανότητές μου δεν είμαι εγώ αυτός που θα μιλήσει. Ευκαιρίες μού δόθηκαν αρκετές και τις περισσότερες δεν τις άφησα να πάνε χαμένες. Το αγκάθι βρίσκεται μάλλον στην τρίτη παράμετρο. Έχω πει πράγματα που, όπως έδειξε το μέλλον, ειπώθηκαν πρόωρα κατά δέκα ή είκοσι χρόνια και δεν έγιναν αποδεκτά τότε. Έχω πει άλλα που εξόργισαν και το πλήρωσα με παραγκωνισμούς, περιθωριοποίηση, αποκλεισμούς. Έχω πει, τέλος, και κάποια κατά τη γνώμη μου σημαντικά που πήγαν στον βρόντο, δεν φαίνεται να τα πρόσεξε κανένας. Επομένως, μάλλον δεν υπάρχει έδαφος για να πιάσει ο σπόρος της δικής μου σκέψης.
Θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην αναφερθώ εξ αρχής στις πιο πρόσφατες εκδόσεις βιβλίων σας, το σημαίνον και πρωτότυπο Η ελιά και η φλαμουριά (εκδ. Πατάκη) όσον αφορά την διαχείριση της ανάλυσης και παρουσίασης της μεταπολιτευτικής πεζογραφίας, από την σκοπιά των βιβλίων και της θεματολογίας τους και όχι κριτικής του συγγραφέα όπως γίνεται κατά κανόνα. Πρωτότυπο, διότι πραγματεύεται την λογοτεχνική παραγωγή της Ελλάδας από την μεταπολίτευση έως το 2020, και την πρόθεση να περάσει τα ελληνικά σύνορα και να διακριθεί στο εξωτερικό. Το βιβλίο σας στάθηκε αφορμή για την έκδοση και του επόμενου βιβλίου που συγγράψατε με τον Κώστα Κατσουλάρη Σκοντάφτοντας σε ανοιχτά σύνορα (εκδ. Πατάκη), προϊόν μιας σειράς συζητήσεων πάνω στο ερώτημα «Γιατί δεν μας διαβάζουν στο εξωτερικό», για τις ελληνικές ιδεοληψίες και τα όρια της κριτικής. Αν εσείς ήσασταν εκδότης βιβλίων λογοτεχνίας, τι πολιτική θα ασκούσατε για τα αξιόλογα βιβλία που κατά την γνώμη του εκδοτικού χώρου δεν έχουν προοπτική εμπορικής αξίας; Τι στρατηγική αξιολόγησης θα ακολουθούσατε στην επιλογή νέων βιβλίων προς έκδοση και σε τι ποσοστό θα ρισκάρατε αν ρισκάρατε από την νέα θέση;
Νομίζω ότι οι περισσότεροι εκδότες που έχουμε σήμερα κάνουν καλά τη δουλειά τους. Δεν χρειάζονται συμβουλές από εμένα. Προσπαθούν γενικά να ισορροπήσουν ανάμεσα στην εμπορικότητα και την ποιότητα. Θα βγάλουν, δηλαδή, κάποια βιβλία που θα τραβήξουν το ευρύ κοινό και χάρη σε αυτά θα είναι σε θέση να βγάλουν και άλλα βιβλία, λιγότερο ή και καθόλου εμπορικά, αλλά πιο απαιτητικά από άποψη αισθητικής και περιεχομένου. Είναι οπωσδήποτε μια δύσκολη ισορροπία.
Η χώρα μας δεν πέρασε περίοδο Αναγέννησης όπως τα άλλα κράτη της Ευρώπης με αποτέλεσμα να μας «βαραίνουν» ακόμα τα κατάλοιπα της αρχαίας εποχής και του Μεσαίωνα. Όπως τα άλλα κράτη της Ευρώπης, δεν περάσαμε σταδιακά στην αναμόρφωση νέων ιδεών και πολιτισμού και έτσι δημιουργήθηκε ένα αγεφύρωτο κενό δημιουργικής ανάπλασης λόγω της μίζερης εθνικής μας αποσπασματικής πολιτικής ανάλογα με το ποιος κυβερνάει την χώρα. Θα έλεγα ότι αυτή είναι η κυρίως αιτία της αναποτελεσματικότητας στην Ελλάδα να στεριώσουν μακροπρόθεσμα οράματα και σχέδια πολιτισμού για να απελευθερωθεί η ελληνική λογοτεχνία και να ευδοκιμήσει στο εξωτερικό. Εσείς τι γνώμη έχετε;
Αυτό για μια Ελλάδα που δεν πέρασε από Αναγέννηση, Διαφωτισμό κ.λπ. έχει ένα βαθμό αλήθειας, αλλά ως ερμηνευτικό σχήμα για τις παθογένειες της χώρας αμφισβητείται ολοένα περισσότερο, τον τελευταίο καιρό, από σοβαρούς επιστήμονες και στοχαστές μας. Ο Ελληνισμός είχε πάντα στενότερες σχέσεις με τη Δύση από ό,τι άλλες βαλκανικές κοινωνίες και η νεωτερικότητα είχε σ’ εμάς μια διείσδυση που δεν περιοριζόταν σε μικρούς κύκλους φωτισμένων λογίων. Κατά τη γνώμη μου, τα εμπόδια στον εκσυγχρονισμό τα στήνει ο τρόπος λειτουργίας του κράτους και του πολιτικού συστήματος. Η κοινωνία είναι στην πράξη πιο προχωρημένη, κι ας μη δίνουν αυτή την εντύπωση οι κάλπες ή οι θορυβώδεις ιδεοληπτικές φιέστες του ενός ή του άλλου στρατοπέδου.
Σας έχουν χαρακτηρίσει κακό παιδί της λογοτεχνίας. Είστε κακό παιδί και στη ζωή;
Στην Ελλάδα είναι πολύ εύκολο να σε χαρακτηρίσουν κακό παιδί, όταν δεν μασάς τα λόγια σου και δεν χαϊδεύεις αυτιά, ιδίως γαϊδουρινά, νωθρά και υψηλά ιστάμενα. Είναι πολύ κακό να τα κάνεις αυτά στον δημόσιο χώρο. Τώρα, το τι πιστεύω εγώ για τον εαυτό μου μικρή σημασία έχει, αλλά δεν νομίζω πως αυτοί που με γνώρισαν θα με χαρακτήριζαν κακό άνθρωπο. Πολλές φορές μάλιστα υπήρξα καλός σε βαθμό αφέλειας. Μπορώ όμως πράγματι να γίνω κακός και μάλιστα να το χαρώ, όταν έχω να κάνω με επηρμένους βλάκες και ψευτοδιανοούμενους. Η Mae West έλεγε πως όταν είναι καλή είναι πολύ καλή, αλλά όταν είναι κακή είναι καλύτερη. Ισχύει και για μένα σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις.
[...] είναι γεγονός ότι είχα από μικρός κάτι το συγκρουσιακό στον χαρακτήρα μου.
Έχετε δηλώσει παλαιότερα ότι σας άρεσε ο ρόλος του ελεύθερου σκοπευτή, του μοναχικού καβαλάρη. Και από μικρός ακόμα, βγαίνατε στη γειτονιά ντυμένος με αποκριάτικη στολή του Μέγα Αλέξανδρου για να προκαλέσετε τα άλλα παιδιά και εκείνα σας πετροβολούσαν γιατί σας είχαν άχτι. Τραυματική εμπειρία, δεν νομίζετε;
Δεν ήταν τραυματική, γιατί μου άρεσε να βρίσκομαι σε ρόλο «ηρωικώς» αμυνόμενου, ρόλο βέβαια μάλλον άγνωστο στον Μέγα Αλέξανδρο, όπως μαθαίνουμε από την Ιστορία. Από εκείνη την υπαίθρια παράσταση, πάντως, αποκόμισα άλλα τραύματα, με την κυριολεκτική σημασία, δηλαδή σωματικές πληγές. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ήμουν και λίγο ψώνιο τότε. Αλλά είναι γεγονός ότι είχα από μικρός κάτι το συγκρουσιακό στον χαρακτήρα μου. Σ’ αυτό χρωστάω τόσο τις επιτυχίες όσο και τις αποτυχίες μου.
Αργότερα όμως, στο Λύκειο, γίνατε ένας μαθητής του 20, με την υψηλότερη βαθμολογία στην Ελλάδα, που δεν το αποδίδετε στην ευφυία σας αλλά και στην καλή σας διαγωγή. Εν κατακλείδι, γίνατε ένα φρόνιμο παιδί. Θέλετε να πάμε πάλι πίσω σ' εκείνα τα χρόνια;
Ναι, στην εφηβεία πήγα στο άλλο άκρο, έγινα πράγματι φρόνιμο παιδί, πολύ φρόνιμο. Αλλά μόνο στο σχολείο. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως επειδή μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα μου με μεγάλωσε μια αυστηρή μητέρα με πολύ έντονη προσωπικότητα, που απαιτούσε υψηλές επιδόσεις από μένα. Της έκανα το χατίρι σ’ αυτό, κατά τα άλλα όμως της δυσκόλευα τη ζωή με τις ιδιοτροπίες μου.
[...] θα έλεγα ότι είμαι φιλοπερίεργος και φιλέρευνος, φιλομαθής, φιλαλήθης, από την άλλη έχω τάσεις αυταρχισμού και, φοβάμαι, ελιτισμού, δεν συνεργάζομαι εύκολα με άλλους, είμαι ευέξαπτος, δεν έχω τα χαρίσματα της υπομονής και της ανεκτικότητας.
Για ποιες ιδιοτροπίες μιλάτε δηλαδή; Μήπως σας ακολουθούν ακόμα και τώρα; Τι θεωρείτε μειονέκτημά σας και τι πλεονέκτημα στον χαρακτήρα σας;
Είχα διάφορες εμμονές, μανίες καλύτερα, που η μητέρα μου τις θεωρούσε επικίνδυνες για τη διανοητική υγεία μου. Τώρα, σχετικά με τα μειονεκτήματα και τα πλεονεκτήματα του χαρακτήρα μου, ποιος άνθρωπος μπορεί να μιλήσει αξιόπιστα για τον εαυτό του σε τέτοια ζητήματα; Αν πρέπει πάντως να απαντήσω, θα έλεγα ότι είμαι φιλοπερίεργος και φιλέρευνος, φιλομαθής, φιλαλήθης, από την άλλη έχω τάσεις αυταρχισμού και, φοβάμαι, ελιτισμού, δεν συνεργάζομαι εύκολα με άλλους, είμαι ευέξαπτος, δεν έχω τα χαρίσματα της υπομονής και της ανεκτικότητας.
Παλαιότερα, το 1990, διδάσκατε στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης ιστορία της ανθρώπινης σεξουαλικότητας. Το διδακτορικό σας μάλιστα, το 1986, είχε θέμα «την εξέλιξη της ανθρώπινης σεξουαλικότητας» και εκδόθηκε και σε βιβλίο. Πως συνδέεται η βιολογία με τα λογοτεχνικά σας ενδιαφέροντα;
Αυτό είναι το μεγάλο σχίσμα της ζωής μου. Ήμουν από πολύ νωρίς διχασμένος ανάμεσα στη λογοτεχνία και τις φυσικές επιστήμες, ανάμεσα στα παιχνίδια της φαντασίας και την πειθαρχία της λογικής. Διχασμένος δεν είναι ίσως η σωστή λέξη, γιατί δεν αισθανόμουν πως υπήρχε κάτι το ασύμβατο ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους. Μικρός, για παράδειγμα, έγραφα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας. Δεν ήθελα, όμως, να ακολουθήσω φιλολογικές σπουδές, τις φανταζόμουν αραχνιασμένες και πληκτικές. Έτσι, αποφάσισα για τη βιολογία. Ωστόσο δεν έπαψα να ενδιαφέρομαι για τη λογοτεχνία. Όπως επίσης για το θέατρο και, ακόμη περισσότερο, για τον κινηματογράφο.
Σε ένα σχετικά πρόσφατο βιβλίο σας Το νέο αντιλεξικό νεοελληνικής χρηστομάθειας (εκδ. Εστία) θεωρείτε ότι το σεξ είναι ζήτημα δικαιωμάτων και καλών τρόπων. Πώς συνδέονται όλα αυτά;
Μα δεν το βλέπετε; Η νέα κανονικότητα που προωθείται από την πολιτική ορθότητα θέλει να υποτάξει και αυτόν τον άναρχο θεό που λέγεται Έρωτας. Μην κοιτάζεις, μη μιλάς, μη φλερτάρεις, μην αγγίζεις χωρίς να έχεις πρώτα εμπεδώσει τον σεξουαλικό ποινικό κώδικα της πολιτικής ορθότητας. Πώς να υπάρξει ερωτική διάθεση με τόσες απαγορεύσεις; Δεν θέλω να παρεξηγηθώ. Το κίνημα του MeToo άρχισε με απολύτως δικαιολογημένες καταγγελίες και ωφέλησε πολλές γυναίκες, αλλά και άνδρες, που βρίσκονται σε θέση αδυναμίας απέναντι στις ωμές σεξουαλικές επιθέσεις αδίστακτων εξουσιαστών. Αλλά έχει πια εκφυλιστεί σε έναν υστερικό, μοχθηρό καταγγελτισμό που τα βέλη του πέφτουν επί δικαίους και αδίκους.
Πιστεύετε δηλαδή ότι πολλοί/πολλές εκμεταλλεύτηκαν το ελληνικό Κίνημα του Me Too και αδίκως κατηγόρησαν πρόσωπα για σεξουαλικές κακοποιήσεις; Και κάτι άλλο. Τα δύο τελευταία χρόνια έχουν συγκλονίσει τη χώρα πολλές γυναικοκτονίες, καμμιά εικοσαριά αν δεν κάνω λάθος, που δολοφονήθηκαν από συζύγους, συντρόφους και συγγενείς. Ένα κίνημα έξαρσης απαράμιλλης βιαιότητας στην Ελλάδα εναντίον των γυναικών. Πού το αποδίδετε; Έχει σχέση με το «Me too»; Είχατε πει σε παλαιότερη συνέντευξή σας ότι σας αρέσουν οι γυναίκες. Ποιες γυναίκες σας αρέσουν;
Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που έφτασαν να χάσουν ακόμη και τη δουλειά τους εξαιτίας ανόητων καταγγελιών για σεξισμό, ρατσισμό κ.λπ. από μικρόνοες φανατικούς.
Σχετικά τώρα με την αύξηση των γυναικοκτονιών, οι άνδρες έχουν χάσει την προνομιακή θέση που τους έδινε η πατριαρχική κουλτούρα και αυτό κάνει πολλούς, ίσως τους περισσότερους, ανασφαλείς, χωρίς ρόλο ως άνδρες και ανέτοιμους για μια σχέση ισοτιμίας με τη γυναίκα, πράγμα που παράγει επιθετικότητα και οδηγεί κάποιους σε ακραίες μορφές βίας. Προσθέστε τον παρατεταμένο εγκλεισμό λόγω πανδημίας, που αύξησε κατακόρυφα την ενδοοικογενειακή βία.
Με ρωτάτε και κάτι άλλο, σχετικό με μια παλιά συνέντευξή μου. Δεν είχα πει όμως ότι μου αρέσουν οι γυναίκες, είχα πει ότι αγαπάω τις γυναίκες. Από το στόμα ενός άνδρα δεν είναι το ίδιο. Θεωρώ ότι οι γυναίκες είναι πιο ενδιαφέροντες άνθρωποι από τους άνδρες. Έχουν χαρίσματα που εμείς οι άνδρες δεν εκτιμούμε όσο τους αξίζει. Είναι γενναιόδωρες, έχουν πολύ βαθύτερο ψυχισμό από τους άνδρες, πολύ λεπτότερα και πιο σύνθετα αισθήματα, μεγαλύτερη αντιληπτική ικανότητα σε ζητήματα ανθρώπινων σχέσεων. Για όλα αυτά το βρίσκω συναρπαστικό να συναναστρέφομαι μαζί τους.
Σε ένα άλλο βιβλίο σας, Η θέα πέρα από τον ακάλυπτο (εκδ. Εστία), γράφετε ότι αισθάνεστε εξόριστος εσωτερικά, ξένος στον τόπο σας. Αυτό το αίσθημα παραμένει;
Χρειάζεται απάντηση, έπειτα από όσα σας έχω πει;
Πώς αποφασίσατε να ζείτε στην Αίγινα, αποτραβηγμένος από το «κέντρο του πολιτισμού» της Αθήνας; Είναι μια φυγή από την «βαβούρα του αγριεμένου πλήθους», ένα καταφύγιο στην ηρεμία και απόλαυση της φύσης, ανάγκη για επαφή με τον εσωτερικό σας εαυτό δίπλα από τα φυστικόδενδρα ή άλλοι προσωπικοί λόγοι;
Η Αίγινα συνδέεται με την πρώιμη παιδική ηλικία μου, γιατί είχαμε εξοχικό κοντά στην Κολόνα και παραθερίζαμε εκεί κάθε καλοκαίρι. Ήταν από χρόνια όνειρό μου να περάσω το φθινόπωρο της ζωής μου σε αυτό το νησί. Ναι, η Αίγινα μού προσφέρει ηρεμία, με εξαίρεση τους μήνες της τουριστικής αιχμής, και συγχρόνως ζω εδώ κοντά στη φύση, αφουγκράζομαι τους ρυθμούς της, κάτι που για μένα, έναν άνθρωπο της πόλης, έχει κάτι το παραμυθένιο. Αλλά επειδή παραμένω μέσα μου άνθρωπος της πόλης, χρειάζομαι συχνά πυκνά την αεικινησία και την αναρχία της μεγαλούπολης, αντλώ από αυτές ερεθίσματα ως συγγραφέας. Οπότε η Αίγινα, τόσο κοντά στην Αθήνα, είναι ιδανικό μέρος και από αυτή την άποψη.
Εκτιμώ ότι η συγγραφική σας πορεία και το έργο σας γενικά κλίνει σαφέστερα προς τη μελέτη και τη φιλοσοφική αναζήτηση. Διακρίνεστε για τις εύστοχες και έντιμες απόψεις σας, το χιούμορ και το ανεξάρτητο πνεύμα σας. Θα μπορούσατε να γινόσασταν ένας επιδραστικός σύγχρονος στοχαστής στη χώρα μας.
Δεν νομίζω. Μπορεί πριν από μερικές δεκαετίες να ασκούσα επιρροή σε κάποιο κοινό. Αλλά οι καιροί έχουν αλλάξει. Διανύουμε περίοδο μονοφωνίας, συμμόρφωσης και σιδερωμένων ιδεών. Ακόμη και ό,τι εμφανίζεται ως αιρετικό και ανορθόδοξο είναι ένα κραυγαλέο, αλλά ανούσιο προϊόν ενός ναρκισσιστικού εγώ. Η εποχή μας θέλει άλλου είδους επιδραστικά πρόσωπα. Λέγονται ινφλουένσερς. Η διερώτηση, η σοβαρή αμφισβήτηση, η ανεξάρτητη σκέψη και κριτική είναι παρωχημένα πράγματα.
Έχω ξεχωρίσει ιδιαίτερα από τα βιβλία σας Το νέο αντιλεξικό νεοελληνικής χρηστομάθειας (εκδ. Εστία), και το Τετέλεσται (εκδ. Opera) με την αλλαγή του αιώνα. Θα αναφερθώ εν συντομία και στα δύο ξεχωριστά. Κάπου λέτε ότι η ανάγνωση των βιβλίων από το γυναικείο κοινό, που είναι και η πλειονότητα, είναι απόρρητη πράξη απόλαυσης. Αυτό νομίζετε; Ίσως να ισχύει για μια μικρή μερίδα γυναικών που διαβάζουν ροζ λογοτεχνία.
Με εκπλήσσει που λέτε ότι είναι μικρή η μερίδα των γυναικών που διαβάζουν ροζ λογοτεχνία. Σύμφωνα με τη δική μου πείρα, αλλά και την πείρα των βιβλιοπωλών και τις λίστες των μπεστ σέλερ, είναι πολύ μεγαλύτερη και δεν περιλαμβάνει μόνο γυναίκες με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Αλλά η παρατήρησή μου για την απόρρητη απόλαυση αναφερόταν σε κάτι γενικότερο. Οι γυναίκες, ιδίως σε κοινωνίες με ισχυρότερα πατριαρχικά κατάλοιπα, όπως είναι η ελληνική, αναγκάζονται πολύ συχνά να κρύβουν τα αληθινά αισθήματά τους. Το διάβασμα είναι γι’ αυτές ένα καταφύγιο όπου μπορούν να τα ζήσουν ελεύθερα, δι’ αντιπροσώπων βέβαια, δηλαδή μυθιστορηματικών χαρακτήρων με τους οποίους ταυτίζονται.
Εννοούσα –κατά τη δική μου κρίση πάντα– ότι είναι απόρρητη πράξη απόλαυσης και ίσως για τις μεγαλύτερες ηλικίες περισσότερο, και ισχύει για μια μικρή μερίδα γυναικών και ίσως μεγαλύτερων ηλικιών που διαβάζουν ροζ λογοτεχνία. Στην Ελλάδα τα πράγματα έχουν προχωρήσει με τη γυναικεία χειραφέτηση και στην επαρχία. Οι γυναίκες είναι αυτές που παίρνουν πρωτοβουλία στις σχέσεις. Δεν περιμένουν τις πράξεις απόλαυσης από τα βιβλία. Διαφωνείτε;
Εσείς θα ξέρετε καλύτερα. Πάω πάσο.
Πολύ ενδιαφέρουσα η παρατήρησή σας ότι είναι ζήτημα αισθητικής το πώς καλλιεργούνται οι δημόσιες σχέσεις στη Ελλάδα. Θέλετε να το σχολιάσετε;
Όταν παρατηρείς πώς πλέκονται οι δημόσιες σχέσεις στη χώρα μας, αισθάνεσαι πως το να τις αποφεύγεις δεν είναι τόσο ζήτημα ηθικών αρχών όσο στοιχειώδους αυτοσεβασμού. Αυτό που βλέπεις είναι, πολύ απλά, αηδιαστικό.
Και μια άλλη ενδιαφέρουσα παρατήρηση. «Ό,τι μπορεί να εκφραστεί με συναισθήματα δεν χρειάζεται τη λογοτεχνία».
Ο Όσκαρ Ουάιλντ είχε πει ότι αισθηματολογία είναι το να θέλει κάποιος να έχει την πολυτέλεια μιας συγκίνησης χωρίς να πληρώσει γι’ αυτή. Κι έτσι είναι. Όταν μιλάς με ευκολία, φλύαρα, για τα αισθήματά σου, σημαίνει ότι σου είναι ανέξοδα. Η αισθηματολογία στη λογοτεχνία εκφράζει στην καλύτερη περίπτωση ρηχά αισθήματα και στη χειρότερη ψεύτικα.
Και στη συνέχεια, «στην ελληνική κουλτούρα τα συναισθήματα δεν γίνονται αντιληπτά αν δεν γίνουν πόζα».
Ε, ναι, στην κουλτούρα μας το συναίσθημα, είτε θετικό είτε αρνητικό, γίνεται συνήθως πόζα και με τον τρόπο αυτό ξεμπερδεύουμε μαζί του και πάμε γι’ άλλα. Ίσως έχει και κάτι το υγιές αυτή η στάση. Δεν μπορείς να ζεις συνέχεια κουβαλώντας το βάρος των συναισθημάτων σου.
Το χιούμορ είναι το όπλο του αδύναμου.
Λέτε στο Αντιλεξικό σας ότι το χιούμορ λίγο διαφέρει από το δάκρυ. Κλαίτε εσείς ποτέ;
Το χιούμορ είναι το όπλο του αδύναμου. Όταν δεν μπορείς να τα βάλεις μετωπικά με έναν πολύ ισχυρότερο αντίπαλο, το χιούμορ είναι ένας πολύ καλός τρόπος να τον μπερδέψεις και να τον εκθέσεις. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να θριαμβολογείς γι’ αυτό. Γιατί, ειδικά όταν ο αντίπαλος είναι μια οδυνηρή πραγματικότητα, το χιούμορ λίγο απέχει από το δάκρυ. Όσο για το αν εγώ κλαίω, το κάνω πιο συχνά από ό,τι φαντάζονται όσοι δεν με γνωρίζουν καλά.
Για το Τετέλεσται που επίσης έχω ξεχωρίσει ανάμεσα στα βιβλία σας, είναι ένα δοκιμιακό άλμπουμ, με επιλεγμένες φωτογραφίες-ντοκουμέντα, η μια μετά την άλλη, με εξαιρετική διεισδυτική ματιά μέσα από την προσωπική ερμηνεία του συγγραφέα και των υποκειμενικών όχι κατά ανάγκη συλλογικών οραμάτων του 20ου αιώνα, που εσείς τόσο εύστοχα τα αποκαλείτε «Γρατσουνιές στον πίνακα της Ιστορίας». Δεν μπορούμε όμως να παραλείψουμε να αναφερθούμε στη διορατικότητα και εξαιρετική ανάλυση και υπόδειξη «πιπεράτων λεπτομερειών» στις φωτό που περνούν συνήθως απαρατήρητες με την πρώτη ματιά.
Αυτό ακριβώς ήθελα, να μελετήσω σε παλιές φωτογραφίες λεπτομέρειες που είναι αδιόρατες ή και παρεισέφρησαν στο κάδρο εν αγνοία του φωτογράφου. Εκεί βρίσκεται, όπως πίστευα και πιστεύω, το νήμα ιστοριών διαφορετικών από αυτές που, σε πρώτη ανάγνωση, διηγούνται οι φωτογραφίες. Είχε κάτι το συναρπαστικό, το μυθιστορηματικό, αυτό το εγχείρημα.
Θα μου επιτρέψετε να ξεχωρίσω στην ενότητα «Οι άνθρωποι» (κεφ. 3), τις παρατηρήσεις σας σχετικά με την παραμόρφωση του προσώπου του αστέρα της ποπ Μάικλ Τζάκσον με τις πλαστικές εγχειρήσεις για την απόκτηση μιας «ελκυστικής ακακαταμάχητης όψης», με λευκό πια πρόσωπο θηλυκής παιδικότητας και μαύρης γοητείας αρσενικού brutal ερωτισμού. Καταγγέλλετε λοιπόν εδώ την αγωνία μας και τον ένοχο εφιάλτη μας, με το ερώτημα τι θα απογίνει ο κόσμος αν επιτραπούν οι μεταλλάξεις. Έχετε την ίδια γνώμη μετά από 20 χρόνια και, αν ναι, πώς διαφοροποιείται;
Το πρόβλημα δεν είναι οι μεταλλάξεις καθαυτές. Πολλές γονιδιακές μεταλλάξεις που πραγματοποιεί η βιοτεχνολογία έχουν ευεργετικά αποτελέσματα, στη γεωργία, στην ιατρική κ.λπ. Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει όριο σε αυτή την εξέλιξη. Οι φραγμοί που βάζει η βιοηθική δεν πιστεύω ότι θα είναι αποτελεσματικοί, μακροπρόθεσμα. Σε τελική ανάλυση, το πρόβλημα είναι η κουλτούρα της εποχής μας, ο ναρκισσισμός που τη χαρακτηρίζει και που αποτελεί πρώτης τάξεως επένδυση για τους επιχειρηματικούς κολοσσούς.
Η ανθρώπινη απληστία που είπατε ήταν κάποτε ένα λίγο πολύ ατομικό φαινόμενο, σήμερα όμως έχει γίνει συλλογικό, είναι η μεταμοντέρνα κουλτούρα.
Αποφεύγω να αναφέρω δικά μου βιβλία σε συνεντεύξεις για να μην κατηγορηθώ για αυτοπροβολή, αλλά εδώ συμβαίνει μια «καρμική πνευματική συνάντηση» με τον συγγραφέα Κούρτοβικ και παίζει ρόλο η αναφορά τους. Ακόμα και μετά από 20 χρόνια από την δική του επισήμανση με τον Μάικλ Τζάκσον, εκφράζω και εγώ τις ίδιες φοβίες και ανησυχίες με τις γονιδιακές αλλαγές και την κατασκευή «επί παραγγελίας μωρών με επιθυμητά χαρακτηριστικά». Το θέμα αυτό με απασχόλησε στο τελευταίο μου μυθιστόρημα, πρώην επιστημονικής φαντασίας Το εργαστήρι του δόκτορα Μάγιερλαντ (εκδ. Πλέθρον), το 2022, αλλά και πολύ νωρίτερα, το 2010, με την συλλογή διηγημάτων Μαυσωλείο παιχνιδιών (εκδ. Πλέθρον), αναφερόμενη στην ιστορία του Νάρκισσου που δολοφονείται από τους κλωνοποιημένους γιούς του, και στην γιαγιά μου που βγαίνει ζωντανή ξανά πολύ αργότερα, από τον θάλαμο του Ινστιτούτου Κρυογονικής στο Οχάιο. Αλλά βλέπετε ότι η επιστημονική πρόοδος της βιοτεχνολογίας με στόχο να καλύψει την απληστία του ανθρώπου ακόμα και να φθάσει μέχρι την αθανασία, κυριαρχεί και μας πνίγει. Τον «σκίζουμε λοιπόν τον λογαριασμό» κύριε Κούρτοβικ;
Όπως είπα πριν, το πρόβλημα δεν είναι η βιοτεχνολογία. Το να πεις ότι κάθε τεχνολογία μπορεί να έχει καλές και κακές εφαρμογές είναι κάτι κοινότοπο, αυτονόητο. Δυστυχώς, όμως, από τη βιομηχανική επανάσταση και δώθε πολλές καινούργιες τεχνολογίες άρχιζαν με ευεργεσίες και κατέληγαν σε κακοδαιμονίες. Τα αεροπορικά ταξίδια ήταν μια προμηθεϊκή απελευθέρωση του ανθρώπου από τα επίγεια δεσμά και τους περιορισμούς μετακίνησης, αλλά ο συνεχής και ιλιγγιώδης πολλαπλασιασμός τους τα κάνει σήμερα ολέθρια για το περιβάλλον. Η τηλεόραση έφερε τον κινηματογράφο στο σαλόνι του σπιτιού, αλλά συρρίκνωσε την κοινωνική του διάσταση και ακολούθησαν τα smartphones και το streaming, που την έχουν πια εξαφανίσει. Η ανθρώπινη απληστία που είπατε ήταν κάποτε ένα λίγο πολύ ατομικό φαινόμενο, σήμερα όμως έχει γίνει συλλογικό, είναι η μεταμοντέρνα κουλτούρα. Γι’ αυτό φοβάμαι τις μελλοντικές χρήσεις της βιοτεχνολογίας, όπως και της τεχνητής νοημοσύνης. Που δεν είναι άλλωστε και τόσο μελλοντικές.
* Η ΛΙΝΑ ΣΟΡΟΓΚΑ είναι επικοινωνιολόγος και συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα «Το εργαστήρι του δόκτορα Μάγιερλαντ» (εκδ. Πλέθρον).