
Μια συζήτηση με τον διεθνολόγο Σπύρο Κατσούλα, με αφορμή το βιβλίο του «Διλήμματα στο τρίγωνο: Οι ΗΠΑ και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις» (εκδ. Διόπτρα). Σημειώνει, μεταξύ άλλων: «Στον συρρικνωμένο γεωπολιτικό χάρτη του εικοστού πρώτου αιώνα, οι εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο αντηχούν σε Ουάσιγκτον, Μόσχα και Πεκίνο. Επομένως, το διακύβευμα μιας νέας κρίσης μεταξύ των δύο χωρών αναμένεται να είναι ακόμα μεγαλύτερο και τα διλήμματα στο τρίγωνο ακόμα οξύτερα».
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
Τα «Διλήμματα στο τρίγωνο – Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις» είναι ένα βιβλίο που έπεσε σαν μάνα εξ ουρανού, ακριβώς την εποχή που το χρειαζόμαστε περισσότερο. Ένα βιβλίο που αναλύει, αλλά από μια αναπάντεχη οπτική γωνία, την ιστορία των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Μας βοηθάει να σκεφτούμε καλύτερα τις λογικές με τις οποίες κινούνται οι μεγάλες δυνάμεις σε μακρινές για εκείνες περιοχές, αλλά και να κατανοήσουμε ότι τα κράτη, μεγάλα ή μικρά, κινούνται με βάση τα δικά τους συμφέροντα, όπως τα αντιλαμβάνονται κάθε φορά μέσα από ένα μείγμα αντικειμενικών και φαντασιωσικών δεδομένων.
Πόσο δύσκολο είναι να δούμε με μια πιο ψύχραιμη ματιά και κριτική προσέγγιση τα «ελληνοτουρκικά»; Πώς μπορεί να αλλάξει αυτό το μονομερές αφήγημα των «επιθετικών Τούρκων», από τη μία, και των «κακομαθημένων Ελλήνων», από την άλλη; Ελπίζετε να συνεισφέρετε σε αυτήν την κατεύθυνση με το βιβλίο σας;
Δεν είναι εύκολο γιατί η σχέση μας με τους γείτονες αποτελεί μέρος τόσο της ιστορίας μας όσο και της καθημερινότητάς μας. Ωστόσο, είναι απόλυτα απαραίτητο να υιοθετήσουμε μια ψύχραιμη στάση. Είναι ο μόνος τρόπος να έχουμε μια καλή αντίληψη της πραγματικότητας, που είναι το πρώτο βήμα για τη χάραξη αλλά και την κατανόηση της πολιτικής. Είμαι θαυμαστής του Θουκυδίδη. Αν κοιτάξει κανείς τις δημηγορίες που παραθέτει στο έργο του θα διαπιστώσει ότι οι συζητήσεις γίνονταν με ρεαλισμό και ότι οι καλύτεροι ομιλητές αποδομούσαν τα μονομερή αφηγήματα –που και τότε υπήρχαν– και συμβούλευαν νηφαλιότητα, ακόμα και στις πιο κρίσιμες στιγμές του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ωστόσο, δεν επικρατούσαν πάντα οι ψύχραιμες φωνές. Μάλλον το αντίθετο συνέβαινε και οι συνέπειες ήταν οδυνηρές για όλους. Αυτό είναι ένα από τα πολλά διδάγματα «διπλής ανάγνωσης» του έργου του Θουκυδίδη.
Θεωρώ ότι το ελληνικό κοινό έχει την ωριμότητα να αντιληφθεί ότι η ομφαλοσκόπηση δεν ωφελεί σε τίποτα και ότι η επίγνωση της πραγματικότητας απαιτεί ρεαλισμό. Δεν είναι απλό να επιδεικνύεις ψυχραιμία όταν αισθάνεσαι απειλή. Μπορεί να διανύουμε μια περίοδο ύφεσης αλλά τα διμερή ζητήματα δεν έχουν λυθεί. Ανατρέχοντας στην ιστορία μπορούμε να αντιληφθούμε τους κύκλους των κρίσεων και των υφέσεων στις διμερείς σχέσεις αλλά και τους διεθνείς περιορισμούς. Δικός μου σκοπός είναι να αποτυπώσω τη γεωπολιτική πραγματικότητα της περιοχής. Η γεωπολιτική προσφέρει τη δυνατότητα για μια αξιολογικά ουδέτερη ανάλυση. Ο χάρτης, η ιστορία και το συμφέρον είναι οι ασφαλέστεροι οδηγοί για το χθες, το σήμερα και το αύριο.
Οι μεγάλες δυνάμεις δεν επιλέγουν συμμάχους με βάση τις συμπάθειες, την πολιτισμική παράδοση ή το πολίτευμα. Η επιλογή των συμμάχων αποτελεί σοβαρή υπόθεση και τα κριτήρια είναι αυστηρά γεωπολιτικά.
Τι είναι το «δίλημμα του Φύλακα» που αναφέρετε στο βιβλίο και πώς επηρεάζει τις σχέσεις ανάμεσα στο «τρίγωνο» ΗΠΑ-Ελλάς-Τουρκία;
Το «τρίγωνο» ΗΠΑ-Ελλάδα-Τουρκία αποτελεί ένα θεωρητικό παράδοξο. Μπορεί για εμάς να θεωρείται πια δεδομένο, αλλά η συνύπαρξη δύο αντιπάλων κάτω από την ίδια στέγη αποτελεί μια σπάνια εξαίρεση. Σε αυτό το παράδοξο οφείλονται και οι διαχρονικές απορίες: Γιατί δεν μας στηρίζουν οι σύμμαχοι στην αντιπαράθεσή μας με την Τουρκία; Γιατί δεν καταδικάζουν τις προκλητικές συμπεριφορές; Γιατί τηρούν ίσες αποστάσεις;
Το οξύμωρο είναι ότι τις ίδιες απορίες πολλές φορές εκφράζουν και οι Τούρκοι. Ο λόγος είναι ότι κάθε πλευρά περιμένει από τον ισχυρό σύμμαχό της βοήθεια, συμπαράσταση και υποστήριξη στα εθνικά της συμφέροντα, όπως αυτή τα αντιλαμβάνεται. Τί γίνεται, όμως, όταν ο ισχυρός σύμμαχος είναι σύμμαχος και με τις δύο πλευρές; Πρόκειται για μια αδιέξοδη συνθήκη χωρίς εύκολες επιλογές. Διότι κάθε επιλογή εμπεριέχει το ρίσκο να δυσαρεστηθεί ένας από τους δύο συμμάχους και ενδεχομένως να αποχωρήσει από τη συμμαχία.
Η επιλογή των συμμάχων αποτελεί σοβαρή υπόθεση και τα κριτήρια είναι αυστηρά γεωπολιτικά. Ελλάδα και Τουρκία αποτελούν τους φρουρούς της Μεσογείου.
Το «δίλημμα του Φύλακα» είναι ένα γεωπολιτικό πρόβλημα. Οι μεγάλες δυνάμεις δεν επιλέγουν συμμάχους με βάση τις συμπάθειες, την πολιτισμική παράδοση ή το πολίτευμα. Η επιλογή των συμμάχων αποτελεί σοβαρή υπόθεση και τα κριτήρια είναι αυστηρά γεωπολιτικά. Ελλάδα και Τουρκία αποτελούν τους φρουρούς της Μεσογείου. Η στρατηγική αξία τους είναι συμπληρωματική. Χρειάζονται και οι δύο για να διασφαλιστεί ο απρόσκοπτος έλεγχος της περιοχής.
Επομένως, κάθε φορά που ανέκυπτε ένα πρόβλημα, ο «φύλακας» ερχόταν στη δύσκολη θέση να συγκρατήσει τους δύο φρουρούς από το να επιτεθούν ο ένας στον άλλον. Η πρόκληση ήταν να καταφέρει να τους συγκρατήσει χωρίς να δυσαρεστήσει κάποιον ανεπανόρθωτα, αλλά και ούτε να δώσει την εντύπωση ότι υποστηρίζει κάποιον από τους δύο. Η τήρηση τόσο λεπτών ισορροπιών κάποιες φορές αποδείχτηκε αδύνατη, με αποτέλεσμα οι δύο χώρες να αισθανθούν εγκαταλελειμμένες και να στραφούν σε άλλες λύσεις για να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους – χωρίς πάντως να διαρρήξουν ποτέ τους δεσμούς τους με τις ΗΠΑ.
![]() |
Ο δρ Σπύρος Κατσούλας είναι διεθνολόγος με ειδίκευση στη στρατηγική ιστορία και τη γεωπολιτική. Διδάσκει μαθήματα Διεθνών Σχέσεων και Στρατηγικής στη Σχολή Εθνικής Άμυνας, στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και στο Αμερικανικό Κολέγιο της Ελλάδας (Deree). Είναι επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) και αρχισυντάκτης του επιστημονικού περιοδικού Στρατηγείν. Αποφοίτησε από το Πάντειο Πανεπιστήμιο και στη συνέχεια προχώρησε σε μεταπτυχιακές σπουδές στο King’s College του Λονδίνου, διδακτορικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ και έρευνα στη διπλωματική ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης. Έχει λάβει υποτροφίες από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ) και το Ίδρυμα Fulbright. Έχει δημοσιεύσεις σε ελληνικά και διεθνή περιοδικά, ενώ δραστηριοποιείται και στη μετάφραση βιβλίων διεθνολογικού ενδιαφέροντος. |
Η περίοδος που αναλύετε στο βιβλίο ξεκινά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και φτάνει μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Με ποιο κριτήριο επιλέξατε αυτό το διάστημα;
Το κριτήριο είναι το ιστορικό και γεωπολιτικό πλαίσιο. Ο Ψυχρός Πόλεμος αποτελεί μια ιδιάζουσα ιστορική περίοδο όπου συνυπάρχουν ισότιμα το συμφέρον και η ιδεολογία. Η αναγκαιότητα του Ψυχρού Πολέμου καθόρισε τη στρατηγική των ΗΠΑ τόσο απέναντι στη Σοβιετική Ένωση όσο και απέναντι στους συμμάχους τους. Η Ανατολική Μεσόγειος είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στον αναδυόμενο ανταγωνισμό Δύσης και Ανατολής. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο Γιώργος Σεφέρης στο ημερολόγιό του, οι πρώτες μάχες του Ψυχρού Πόλεμου δόθηκαν στην «ειδυλλιακή Πλάκα».
Το τρίγωνο ΗΠΑ-Ελλάδα-Τουρκία σχηματίστηκε στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι ΗΠΑ συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν πλέον να απέχουν από τις διεθνείς εξελίξεις και ότι η εθνική τους ασφάλεια ήταν άμεσα εξαρτώμενη από την ασφάλεια της Ευρώπης. Με το Δόγμα Τρούμαν για την Ελλάδα και την Τουρκία αναλαμβάνουν ουσιαστικά για πρώτη φορά στην ιστορία τους ενεργό ρόλο στη διεθνή πολιτική σκηνή εν καιρώ ειρήνης, παραλαμβάνοντας τη σκυτάλη από τη Μεγάλη Βρετανία. Ως η νέα θαλασσοκράτειρα δύναμη, θα έπρεπε να έχουν τον έλεγχο των κομβικών σημείων του πλανήτη, ξεκινώντας από την Ανατολική Μεσόγειο.
Οι ΗΠΑ δεν ενδιαφέρονταν ποτέ ιδιαίτερα για τις λεπτομέρειες των ελληνοτουρκικών διαφορών. Αυτό που τους απασχολούσε πρωτίστως ήταν να μην διαταραχθούν η ενότητα και σταθερότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ.
Η στάση των ΗΠΑ απέναντι στις ενδοσυμμαχικές αντιπαραθέσεις διαμορφώθηκε στη σκιά του κινδύνου εξάπλωσης της ΕΣΣΔ στα νερά της Ανατολικής Μεσογείου. Έτσι προέκυψε και η μόνιμη επωδός των Αμερικανών σε κάθε κρίση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας περί επίδειξης αυτοσυγκράτησης για το «υπέρτερο κοινό καλό». Οι ΗΠΑ δεν ενδιαφέρονταν ποτέ ιδιαίτερα για τις λεπτομέρειες των ελληνοτουρκικών διαφορών. Αυτό που τους απασχολούσε πρωτίστως ήταν να μην διαταραχθούν η ενότητα και σταθερότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ.
Στο βιβλίο ξεχωρίζετε 6 κρίσεις ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Ποια ήταν, κατά τη γνώμη σας, η σημαντικότερη και πιο καταλυτική για τη σχέση των δύο χωρών;
Το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από έξι ελληνοτουρκικές κρίσεις αλλά δεν περιορίζεται σε αυτές. Η διατήρηση της εύθραυστης ισορροπίας στην Ανατολική Μεσόγειο απασχολούσε διαρκώς τις ΗΠΑ. Η κανονικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο ήταν η αυξημένη ένταση. Για μεγάλα χρονικά διαστήματα κυριαρχούσε η αίσθηση μιας επικείμενης κλιμάκωσης ανά πάσα στιγμή. Δεν υπήρχε ποτέ περίοδος εφησυχασμού στην περιοχή, ούτε καν κατά την περίοδο της ύφεσης του Ψυχρού Πολέμου στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Είναι γεγονός, πάντως, ότι η μεγάλη κρίση του 1974 στην Κύπρο είχε συγκριτικά τη μεγαλύτερη και πιο καταλυτική επίδραση στις τριγωνικές σχέσεις ΗΠΑ-Ελλάδας-Τουρκίας.
Κάθε κρίση είναι σημαντική στη πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων και όλες μαζί συνθέτουν τη στρατηγική ιστορία της περιοχής. Όλες απείλησαν να ανατινάξουν τη νατοϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας στην περιοχή, είτε με πόλεμο μεταξύ συμμάχων είτε με την απειλή αποσκίρτησης από τη συμμαχία. Καμία κρίση δεν είχε προδιαγεγραμμένη εξέλιξη και τα πάντα κρέμονταν κάθε φορά από μια κλωστή. Επιπλέον, κάθε κρίση επηρέαζε την επόμενη. Για παράδειγμα, η αδυναμία των ΗΠΑ να συγκρατήσουν την Τουρκία το 1974 δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι την είχαν εμποδίσει ήδη δύο φορές στο παρελθόν. Η Τουρκία το επεσήμαινε με πικρία και ήταν αποφασισμένη να μην το επιτρέψει τρίτη φορά.
Είναι γεγονός, πάντως, ότι η μεγάλη κρίση του 1974 στην Κύπρο είχε συγκριτικά τη μεγαλύτερη και πιο καταλυτική επίδραση στις τριγωνικές σχέσεις ΗΠΑ-Ελλάδας-Τουρκίας. Οι συνέπειες της αδράνειας του Κίσινγκερ είναι ακόμα ορατές στην Κύπρο, με τη Λευκωσία να αποτελεί την τελευταία διχασμένη πρωτεύουσα στην Ευρώπη. Η αποξένωση της Ελλάδας διήρκεσε δεκαετίες, ενώ η επιβολή του εμπάργκο από το Κογκρέσο των ΗΠΑ στην Τουρκία περιέπλεξε τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις για αρκετά μεγάλο διάστημα. Μπορεί ο υπέρτατος φόβος ενός ελληνοτουρκικού πολέμου τελικά να αποφεύχθηκε, αλλά η νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ αποδυναμώθηκε σε επικίνδυνο βαθμό για αρκετό καιρό. Το συμπέρασμα που προέκυψε από την κακή διαχείριση της κρίσης στους κόλπους της αμερικανικής διπλωματίας, και ακόμα και από τον ίδιο τον Κίσινγκερ, ήταν ότι η αδράνεια αποτελεί την πιο ριψοκίνδυνη και αναποτελεσματική επιλογή.
Η τελευταία κρίση για την οποία μιλάτε στο βιβλίο σας είναι η κρίση με το Σισμίκ στο Αιγαίο, το 1987. Με ποιο σκεπτικό δεν συμπεριλάβατε την κρίση των Ιμίων; Επειδή δεν βρισκόμαστε πια στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου; Άλλαξε τόσο πολύ η ισορροπία στο «τρίγωνο» από το 1990 και μετά;
Αν και δεν άλλαξε η σημασία του «τριγώνου», άλλαξαν καθοριστικά κάποια από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του. Αφενός, η Ελλάδα και η Τουρκία της δεκαετίας του 1940 δεν ήταν ίδιες με τη δεκαετία του 1990. Είχαν σημειωθεί σημαντικές αλλαγές σε πολιτικά, οικονομικά και δημογραφικά στοιχεία. Αφετέρου, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου σήμανε την έναρξη μιας νέας γεωπολιτικής περιόδου. Δεν υπήρχε πια το αντίπαλο δέος της σοβιετικής Ρωσίας – τουλάχιστον προσωρινά. Οι ΗΠΑ απολάμβαναν τη μονοπολική στιγμή τους στην ιστορία. Καλούνταν τώρα να διαχειριστούν την αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία τους και να βρουν τον ρόλο τους στη διεθνή σκηνή. Μια πρόκληση στην οποία δεν κατόρθωσαν να ανταπεξέλθουν με επιτυχία.
Η κρίση των Ιμίων όσο και οι υπόλοιπες κρίσεις της δεκαετίας του 1990, αλλά και οι πρόσφατες κρίσεις στο Αιγαίο, στον Έβρο και στα ανοικτά της Κύπρου πρέπει να εξεταστούν υπό το φως των νέων συνθηκών.
Κάθε εποχή έχει τη δική της γεωπολιτική ανάγνωση. Επομένως, θα ήταν αδόκιμο να εξετάσουμε τις ελληνοτουρκικές κρίσεις με τα ίδια κριτήρια. Ως εκ τούτου, τόσο η κρίση των Ιμίων όσο και οι υπόλοιπες κρίσεις της δεκαετίας του 1990, αλλά και οι πρόσφατες κρίσεις στο Αιγαίο, στον Έβρο και στα ανοικτά της Κύπρου πρέπει να εξεταστούν υπό το φως των νέων αυτών συνθηκών. Μια νηφάλια και αξιολογικά ουδέτερη ανάλυση προϋποθέτει μια μακροσκοπική ανάγνωση της κατάστασης.
Η γεωπολιτική δεν είναι μια φωτογραφία της στιγμής. Η ανάλυση των δυναμικών και των τάσεων γίνεται σε ορίζοντα δεκαετιών. Υπό μια έννοια, μέχρι και σήμερα διανύουμε την ίδια μεταβατική εποχή, περνώντας από τον διπολισμό του Ψυχρού Πολέμου, στον μονοπολισμό των ΗΠΑ και τώρα σταδιακά στον γεωπολιτικό ανταγωνισμό ΗΠΑ και Κίνας όπου συνυπάρχουν και άλλοι σημαντικοί δρώντες. Το ζητούμενο είναι αν θα καταφέρουμε να αποφύγουμε τη λεγόμενη Παγίδα του Θουκυδίδη. Δηλαδή αν ο φόβος που θα προκαλέσει στις ΗΠΑ (σε ρόλο Σπάρτης) η άνοδος της Κίνας (σε ρόλο Αθήνας) θα οδηγήσει σε μια νέα μακρά ψυχροπολεμική αντιπαράθεση ή σε έναν αιματηρό πόλεμο. Σε αυτό το νέο γεωπολιτικό πλαίσιο, η Ανατολική Μεσόγειος διαδραματίζει ήδη κεντρικό ρόλο. Ως εκ τούτου, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για την περιοχή και έτσι τα διλήμματα στο τρίγωνο παραμένουν αμείωτα.
Πολλοί πιστεύουν ότι αν οι ΗΠΑ αναλάμβαναν πιο ενεργό ρόλο στη διευθέτηση των ελληνοτουρκικών κρίσεων, τα προβλήματα (Κυπριακό, «Τουρκική προκλητικότητα» κ.λπ) θα είχαν λυθεί. Τι θα τους λέγατε;
Θα έλεγα ότι εκεί ακριβώς έγκειται διαχρονικά το δίλημμα των ΗΠΑ. Αν δηλαδή είναι προς το συμφέρον τους να αναλάβουν ενεργό ρόλο ή όχι. Πρώτιστο μέλημα των ΗΠΑ είναι η σταθερότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Όποτε ξεσπούσε μια κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο, η αγωνία στην Ουάσιγκτον ήταν για τις συνέπειες που θα είχε στη συνοχή και αποτελεσματικότητα της συμμαχίας. Ο μεγαλύτερος φόβος των ΗΠΑ ήταν μην τυχόν η ΕΣΣΔ εκμεταλλευτεί μια κρίση για να αποδυναμώσει το ΝΑΤΟ ή για να εξαπλώσει την επιρροή της στην περιοχή. Επομένως, τα ζητήματα που ανέκυπταν μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προκαλούσαν κάθε φορά τεράστια ανησυχία στην Ουάσιγκτον.
Ο μεγαλύτερος φόβος των ΗΠΑ ήταν μην τυχόν η ΕΣΣΔ εκμεταλλευτεί μια κρίση για να αποδυναμώσει το ΝΑΤΟ ή για να εξαπλώσει την επιρροή της στην περιοχή.
Το πρόβλημα ήταν ότι δεν υπήρχε μια συμβιβαστική λύση που θα άφηνε και τις δύο πλευρές ικανοποιημένες. Οι ΗΠΑ δεν ενδιαφέρονταν ασφαλώς για τη δίκαιη επίλυση των ζητημάτων. Ενδιαφέρονταν, όμως, να μην αισθανθεί καμία πλευρά αδικημένη. Ο λόγος ήταν για να μην αποξενώσουν κάποια από τις δύο και απωλέσουν τον έλεγχο της περιοχής. Όπως είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο Ντιν Άτσεσον, «τίποτε απ’ όσα συμβαίνουν στην Κύπρο δεν είναι κάτι το αβάσταχτο για εμάς· μόνο ο πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ή η μόνιμη αποξένωσή τους από τη Δύση θα αποτελούσε καταστροφή». Τα σχέδια Άτσεσον ήταν η πιο ενεργή προσπάθεια των ΗΠΑ να διευθετήσουν το Κυπριακό· χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα όπως αποδείχθηκε. Έκτοτε, απέφυγαν ξανά να εμπλακούν τόσο ενεργά και προτίμησαν να ενθαρρύνουν τις διμερείς συνομιλίες και διαπραγματεύσεις. Και πάλι, όμως, χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα. Οι ΗΠΑ κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τελικά διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο να δυσαρεστήσουν και αποξενώσουν κάποιον από τους δύο συμμάχους πιέζοντας οι ίδιες για μια λύση. Επομένως, αντί για ένα πρόβλημα που χρήζει επίλυσης, προτίμησαν να αντιμετωπίζουν τις ελληνοτουρκικές διαφορές ως μια συνθήκη που χρήζει διαχείρισης.
Όσο για την αποτυχία επίτευξης ενός συμβιβασμού; Ο διπλωμάτης Μόντιγκλ Στερνς προσφέρει την καλύτερη εξήγηση για την αδυναμία οριστικής επίλυσης των διμερών διαφορών. «Όταν οι εντάσεις είναι αυξημένες, ο συμβιβασμός είναι αδιανόητος· όταν είναι μειωμένες, είναι αχρείαστος.»
Υπάρχει μια «παραδοσιακή» ανάλυση πολλών στη χώρα μας που θεωρούν ότι η ένταση στα ελληνοτουρκικά συντηρείται τεχνηέντως από τις ΗΠΑ, «για να μας πουλάνε αεροπλάνα», όπως λένε. Στην έρευνά σας στα αρχεία της διπλωματίας και των μυστικών υπηρεσιών για δεκαετίες, βρήκατε καθόλου ψήγματα που να επιβεβαιώνουν αυτήν τη θεωρία;
Αυτό θα ήταν μια πολύ βολική εξήγηση, αλλά δεν επιβεβαιώνεται από πουθενά. Ιστορικά, οι ελληνοτουρκικές διαφορές προϋπήρχαν της άφιξης των Αμερικανών και δεν σχετίζονται με την παρουσία τους στην περιοχή. Περισσότερο συμφέρον έχουν οι αντίπαλοι των ΗΠΑ να αναμοχλεύουν τις ελληνοτουρκικές διαφορές, παρά οι ίδιες οι ΗΠΑ.
Περισσότερο συμφέρον έχουν οι αντίπαλοι των ΗΠΑ να αναμοχλεύουν τις ελληνοτουρκικές διαφορές, παρά οι ίδιες οι ΗΠΑ.
Αντίθετα, αυτό που προκύπτει από μια έκθεση των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων κατά παραγγελία της CIA είναι μια ικανοποίηση ως προς τη σταθερότητα που είχε επιφέρει η αναλογία 7:10 της στρατιωτικής βοήθειας προς την Ελλάδα και την Τουρκία τα πρώτα δέκα χρόνια μετά την εφαρμογή της το 1978. Η ισορροπία στρατιωτικής ισχύος μεταξύ των δύο χωρών καθιστούσε αμφίρροπο το αποτέλεσμα μιας σύρραξης και επομένως αποθάρρυνε την όξυνση των εντάσεων. Αυτό καθησύχαζε την Ουάσιγκτον ως προς τις πιθανότητες κλιμάκωσης σε πόλεμο. Δεν ήταν λίγες οι φορές κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου που Ελλάδα και Τουρκία έκαναν ανοίγματα προς τη Μόσχα, εξαιτίας της δυσαρέσκειάς τους από τη στάση των Αμερικανών. Αν οι ΗΠΑ έχαναν κάποιον από τους δύο συμμάχους, τότε θα διέτρεχαν έναν πολύ πιο σημαντικό κίνδυνο για τα ζωτικά τους συμφέροντα από το να έχαναν απλά κάποιον «πελάτη» για τα εξοπλιστικά τους προγράμματα.
Γράφετε στο βιβλίο σας ότι στην καρδιά των ζητημάτων που χωρίζουν Έλληνες και Τούρκους «βρίσκεται το προαιώνιο πρόβλημα της καχυποψίας: ο φόβος ότι ο ένας θα αλλάξει τη στρατηγική ισορροπία ή θα αποκτήσει ζωτικούς πόρους εις βάρος του άλλου». Μπορούν οι δυο χώρες να απαλλαγούν από την καχυποψία ή είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε μέσα στην εχθρότητα;
Η τελευταία φράση μου θύμισε τον σπουδαίο Έλληνα διπλωµάτη Βύρωνα Θεοδωρόπουλο, ο οποίος αναρωτιόταν τι σηµαίνει το γεγονός ότι «είµαστε καταδικασµένοι να ζούµε µε γείτονα την Τουρκία». Οι επιλογές ήταν δύο, έλεγε. Είτε θα έπρεπε να αποδεχθούμε σχεδόν μοιρολατρικά αυτό το γεωγραφικό και ιστορικό δεδομένο είτε να αναζητήσουμε έναν καλύτερο τρόπο για να συνυπάρξουμε. Η ρεαλιστική οπτική των πραγμάτων μπορεί να είναι συνυφασμένη με την απαισιόδοξη οπτική των πραγμάτων, αλλά στην καθημερινότητα των διεθνών σχέσεων χρειάζεται πραγματισμός και καλή εκτίμηση του διεθνούς περιβάλλοντος. Η συνύπαρξη με έναν αναθεωρητικό και ιδιόρρυθμο γείτονα δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά ούτε ένα «πρόβλημα» που διορθώνεται. Είναι μια συνθήκη που θα πρέπει να διαχειριστούμε σε βάθος χρόνου. Η διαχείριση αυτής της συνθήκης για μια ειρηνική συνύπαρξη απαιτεί, αφενός, σύνεση, προπαρασκευή και επιφυλακή και, αφετέρου, ριζικές αλλαγές σε συμπεριφορές και δηλώσεις από τις κυβερνήσεις των δύο χωρών.
Ταυτόχρονα, η ιστορία της περιοχής μας, από τη γέννηση του ελληνικού κράτους μέχρι και σήμερα, δείχνει ότι καθοριστικό ρόλο στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας έχουν οι παγκόσμιες και περιφερειακές εξελίξεις και τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων. Αυτό αφήνει περιθώρια συνεργασίας αλλά περιέχει και τους σπόρους νέων αναταραχών. Οι μεγάλες δυνάμεις θα συνεχίσουν να ανταγωνίζονται για σφαίρες επιρροής στα κομβικά σημεία του πλανήτη. Η Ανατολική Μεσόγειος αποτελεί ένα κρίσιμο σταυροδρόμι της Ευρασίας. Οι ΗΠΑ επιθυμούν τη διατήρηση του γεωπολιτικού τριγώνου με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Ρωσία και Κίνα προσπαθούν να διεισδύσουν στην Ανατολική Μεσόγειο. Στον συρρικνωμένο γεωπολιτικό χάρτη του εικοστού πρώτου αιώνα, οι εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο αντηχούν σε Ουάσιγκτον, Μόσχα και Πεκίνο. Επομένως, το διακύβευμα μιας νέας κρίσης μεταξύ των δύο χωρών αναμένεται να είναι ακόμα μεγαλύτερο και τα διλήμματα στο τρίγωνο ακόμα οξύτερα.
* Ο Κ.Β. ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η συζήτηση με τον Δημοσθένη Κούρτοβικ με τίτλο «Σκοντάφτοντας σε ανοιχτά σύνορα» (εκδ. Πατάκη).