Ο Αλέξανδρος Βαλκανάς μας συστήθηκε πρόσφατα με τη συλλογή δηγημάτων του «Η Μαντική Μηχανή και άλλες καθημερινές συγκινήσεις», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν. «Η ανάγκη να στείλεις το μήνυμά σου είναι αυτή που σε οδηγεί να γίνεις ή να κάνεις οτιδήποτε», σημειώνει, μεταξύ άλλων. Φωτογραφίες: © Κατερίνα Παπαδημητρίου
Επιμέλεια: Ευλαλία Πάνου
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Η Μαντική Μηχανή και άλλες καθημερινές συγκινήσεις είναι μια συλλογή από σαρανταένα μικροδιηγήματα, που έλκουν την αφορμή της σύνθεσής τους από προσωπικά βιώματα, οικογενειακές αφηγήσεις και στιγμιότυπα από την καθημερινή ζωή. Διατηρούν στον πυρήνα τους μία σύνδεση με την πραγματικότητα, από την οποία όμως απομακρύνονται με παράδοξο και απροσδόκητο τρόπο κατά την εξέλιξη της ιστορίας. Στόχος δεν είναι η δημιουργία ενός υπερρεαλιστικού τοπίου, όσο η δυνητική θέαση της πραγματικότητας από μία άλλη σκοπιά.
Υποθέτω πως ο μοναχικός καλλιτέχνης στο παρελθόν πετούσε το μπουκάλι με το μήνυμά του στο νερό, ελπίζοντας πως κάποιος εκεί στην απέναντι όχθη θα το έπιανε και θα το διάβαζε.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Μία τέτοια ερώτηση θα σήμαινε, όπως εγώ τη μεταφράζω, ότι φτάνει πια, δεν χωράει άλλους το «καράβι». Και αυτή είναι μία αίσθηση κορεσμού που την έχουμε και για οτιδήποτε συμβαίνει γύρω μας: υπερπαραγωγή, υπερπληροφόρηση, υπέρ, υπέρ, υπέρ… Υποθέτω πως ο μοναχικός καλλιτέχνης στο παρελθόν πετούσε το μπουκάλι με το μήνυμά του στο νερό, ελπίζοντας πως κάποιος εκεί στην απέναντι όχθη θα το έπιανε και θα το διάβαζε. Τώρα ο ωκεανός έχει ΥΠΕΡπληρωθεί από μπουκάλια με μηνύματα. Υπό αυτό το πρίσμα δεν κομίζω τίποτα καινούργιο, όλα έχουν ειπωθεί. Η ανάγκη, ωστόσο, να στείλεις το μήνυμά σου, ακόμα κι έτσι, είναι αυτή που σε οδηγεί να γίνεις ή να κάνεις οτιδήποτε.
Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».
Το συγγραφικό μου εργαστήρι για τη σύνθεση της «Μαντικής Μηχανής» διαμορφώθηκε από την ενασχόληση και τον πειραματισμό πάνω στο «οικονομικότερο» είδος πεζού λόγου, τα μικροδιηγήματα ή αλλιώς τις ιστορίες Μπονζάι. Μια παρόρμηση και στοίχημα καλλιτεχνικό να πετάξω ό,τι πλεονάζει, σε συνάρτηση με ένα εργαστήριο δημιουργικής γραφής που παρακολούθησα κατά την περίοδο της καραντίνας, επηρέασαν το πλαίσιο και τον χαρακτήρα των έργων της συλλογής. Από τη θάλασσα των λέξεων επιχείρησα να κρατήσω μόνο ό,τι θεώρησα απολύτως αναγκαίο για το επιδιωκόμενο αισθητικό και εννοιολογικό αποτέλεσμα.
Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες –κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά.– τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;
Η μουσική έχει σίγουρα παίξει έναν σημαντικό ρόλο. Η αγάπη μου για το τραγούδι επιτάσσει μέσα μου μια προτεραιότητα σε ζητήματα μελωδικότητας και ρυθμικής, γίνεται σχεδόν απρόθετα, με συνέπεια τα έργα μου να αποκτούν συχνά μία ποιητική υφή. Στον κινηματογράφο οφείλω την άλλοτε λυρική και άλλοτε παράδοξη εικονοποιία, καθώς και μια προφορικότητα στην εκφορά του λόγου.
Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;
Δίσταζα για πολλά χρόνια να δοκιμαστώ στα εκδοτικά. Έργα μου δημοσιεύονταν σε ηλεκτρονικά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά, αλλά η έκδοση έμοιαζε μακρινή υπόθεση. Το αποφάσισα ως προσωπικό στοίχημα, ένα ακόμα τικ στο κουτάκι, τεκμηρίωση μίας πορείας ζωής, και όταν κάποια στιγμή αισθάνθηκα ότι το υλικό που συνέλεξα διαθέτει συνοχή. Τότε απευθύνθηκα σε έναν φίλο συγγραφέα, ο οποίος με βοήθησε στη σύνταξη μίας λίστας πιθανών ενδιαφερομένων. Το Βακχικόν ήταν το πρώτο που μου πρότεινε και, παρόλο που είχα στείλει τη συλλογή σε αρκετούς εκδοτικούς –πες παιχνίδι της τύχης–, ήταν και οι πρώτοι που μου απάντησαν θετικά. Από εκεί και πέρα τα πράγματα ήταν εύκολα, χωρίς καμία υπερβολή ή διάθεση φιλοφρόνησης. Άψογη συνεργασία και διαρκής μέριμνα για την προώθηση του βιβλίου, γεγονός που δημιουργεί ασφάλεια στον δημιουργό και το αίσθημα του «ανήκειν».