Μιλήσαμε με τον Φώτη Τερζάκη με αφορμή την πρόσφατη επανακυκλοφορία της μετάφρασής του της περίφημης μελέτης του Έντουαρντ Σαΐντ (Edward Said) «Οριενταλισμός», στη σειρά «Κάλλιστος» των εκδόσεων Σάλτο.
Στον Κ.Β. Κατσουλάρη
Λίγα είναι τα βιβλία για τα οποία μπορούμε να πούμε ότι συνέστησαν έλα ολόκληρο πεδίο, ένα καινούργιο αντικείμενο μελέτης. Αν και στη σκέψη δεν υπάρχει παρθενογένεση, ο Οριενταλισμός του Έντουαρντ Σαΐντ είναι ένα από τα σπάνια αυτά βιβλία που χωρίζουν την ιστορία της σκέψης σε ένα πριν και ένα μετά, εγκαινιάζοντας έναν ολόκληρο κλάδο σπουδών, τις λεγόμενες «Μετααποικιακές σπουδές». Η επανέκδοσή τους στη χώρα μας, από τις εκδόσεις Σάλτο, στη σειρά «Κάλλιστος» (είχαν εκδοθεί από τις εκδόσεις Νεφέλη, το 1996, σε μετάφραση Φώτη Τερζάκη και τότε) θα αποτελούσε ούτως ή άλλως εκδοτικό γεγονός, μια και τέτοια βιβλία δεν πρέπει να λείπουν από την αγορά. Στη συγκεκριμένη συγκυρία, δε, όπου ο δυτικός άνθρωπος αντιμετωπίζει ξανά με κυνισμό (που βαφτίζει πραγματισμό) τους πολιτισμικά διαφορετικούς από εκείνον, το βιβλίο τούτο πρέπει να διαβαστεί και να συζητηθεί ξανά, ειδικά από τους νεότερους. Μιλήσαμε με τον Φώτη Τερζάκη, μεταφραστή του βιβλίου, αλλά και διανοούμενο με καίρια πολιτική σκέψη.
O Οριενταλισμός του αμερικανοπαλαιστίνιου διανοητή Έντουαρντ Σαΐντ έχει εγγραφεί ως ένα από τα πιο επιδραστικά έργα του τέλους τού εικοστού αιώνα (κυκλοφόρησε το 1978), αλλάζοντας τον τρόπο που βλέπουμε την αποικιοκρατία. Θα θέλατε να μας πείτε, καταρχάς, δυο λόγια για την ιστορία της πρόσληψής του;
Ευχαρίστως. Όπως είπατε, το βιβλίο προκάλεσε αμέσως μια ισχυρή εντύπωση στην ακαδημαϊκή κοινότητα και γέννησε έναν ολόκληρο κλάδο, τις από τότε λεγόμενες «Μετααποικιακές σπουδές». Είναι ένας υβριδικός κλάδος που εστιάζει κυρίως στις πολιτισμικές διαστάσεις της αποικιοκρατίας, κινούμενος ανάμεσα στην ιστορία των νοοτροπιών και τις γραμματολογικές σπουδές. Γονιμοποίησε όχι λιγότερο το πεδίο τής φιλολογικής κριτικής και βρήκε πολλούς μιμητές, ιδίως στη μελέτη των λογοτεχνιών της περιφέρειας. Συνδέθηκε πλαγίως με τις σπουδές φύλου και σπουδές μειονοτικών ή αποκλεισμένων από τις ηγεμονικές αφηγήσεις ομάδων. Ενέπνευσε ιδιαίτερα τους ινδούς θεωρητικούς της λεγόμενης «μελέτης των υποτελών» (Subaltern Studies), ιστορικούς της αποικιοκρατίας και πολλούς διανοούμενους του παγκόσμιου Νότου, οι οποίοι βρήκαν σε αυτό εργαλεία αξιοποιήσιμα στον αγώνα τους κατά του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού. Το σημαντικότερο ίσως: έκανε τον συγγραφέα του σεβαστό και αγαπητό σε όλες τις πτέρυγες της παλαιστινιακής αντίστασης, που είδαν -και βλέπουν- στο πρόσωπό του έναν πολύτιμο πρεσβευτή της παλαιστινιακής υπόθεσης στη Δύση. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, προκάλεσε αναμενόμενες εχθρότητες στους φιλοσιωνιστικούς κύκλους των ΗΠΑ. Είναι αξιοσημείωτο πάντως ότι οι αντιδράσεις υπήρξαν μάλλον χλιαρές. Το μεγάλο ακαδημαϊκό κύρος του Σαΐντ, η τεράστια καλλιέργεια και η αδιαφιλονίκητη ειδημοσύνη του λειτούργησαν ανοσοποιητικά, για να το πω έτσι, στις επιθέσεις που επιχειρήθηκαν εναντίον του [από κάτω, το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης, με τμήμα του «οριενταλιστικού» πίνακα The Snake Charmer (1880), του Jean-Léon Gérôme (1824–1904)].
Ο Σαΐντ επικεντρώθηκε, κυρίως, στη μελέτη της δυτικής λογοτεχνίας, για να δει πώς «κατασκευάστηκε» στη Δύση το αρνητικό του δυτικού ανθρώπου, ο άνθρωπος της Ανατολής. Πόσο ισχυρά είναι σήμερα αυτά τα στερεότυπα; Ζούμε σήμερα μια νέα φάση αυτής της «εργαλειοποίησης» του ανθρώπου της Ανατολής;
«Ανατολή», κατ’ αρχάς, είναι ένας παραπλανητικός όρος – και αυτό είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που έδειξε η μελέτη του Σαΐντ. Είναι μια κατασκευή, ένας τόπος της φαντασίας μας, δεν υπάρχει σε κανέναν χάρτη. Τι κοινό έχουν μεταξύ τους η αραβική Μεσόγειος και η Βόρειος Αφρική, το Ιράν και η κεντρική Ασία, η Ινδία, η Ινδονησία, η Κίνα, η Σιβηρία ή η Ιαπωνία; Μόνο το ότι αντιμετωπίστηκαν από τον ευρωπαϊκό κόσμο ως πραγματική ή δυνητική αποικιακή λεία! Ως συμπεριληπτικό όνομα, η «Ανατολή» είναι ήδη μια ρατσιστική και αποικιοκρατική κατηγορία. Και λέω «ρατσιστική» επειδή ακριβώς αυτή η εξάλειψη των ιδιαιτεροτήτων ενέχει τη βία εκείνου ο οποίος αντικρύζει αφ’ υψηλού, ομογενοποιώντας τους άλλους με κριτήριο τις δικές του επιδιώξεις, επιφυλάσσοντας αποκλειστικά για τον εαυτό του τη διακριτή ιδιαιτερότητα.
Ο επιστημολογικός διαχωρισμός είναι ήδη διαποτισμένος από αποικιοκρατική ιδεολογία, όπου ο προσδιορισμός «Ανατολικές» έχει ως κρυφό σημαινόμενο το «υποτελείς».
Αυτή η βία είναι ενθηκευμένη στον όρο «οριενταλισμός». Όπως πιθανώς ξέρετε, ο όρος αρχικά σήμαινε έναν ακαδημαϊκό κλάδο: «Oriental Studies» ονόμαζαν τα τμήματα μελέτης των λεγόμενων Ανατολικών Γλωσσών που ιδρύθηκαν περί τις αρχές τού δέκατου ένατου αιώνα στις αποικιακές μητροπόλεις, πρώτα στο Λονδίνο και το Παρίσι. Ενδεικτικό είναι ότι ο όρος «Ανατολικές Γλώσσες» περιελάβανε βασικά τα σανσκριτικά, τα φαρσί (περσικά) και τα αραβικά. Ποιο είναι εδώ το περίεργο; Ότι γλώσσες οι οποίες ανήκαν σε διαφορετικές γλωσσικές οικογένειες, την ινδοευρωπαϊκή (σανσκριτικά και φαρσί) και τη σημιτική (αραβικά), διδάσκονταν μαζί· ενώ τα εβραϊκά, που ως σημιτική γλώσσα θα έπρεπε να διδάσκονται μαζί με τ’ αραβικά, διδάσκονταν εξαρχής ξεχωριστά στα θεολογικά τμήματα. «Γλώσσα του Θεού» βλέπεις…! Ο επιστημολογικός διαχωρισμός είναι ήδη διαποτισμένος από αποικιοκρατική ιδεολογία, όπου ο προσδιορισμός «Ανατολικές» έχει ως κρυφό σημαινόμενο το «υποτελείς».
Όμως μην τρέφουμε την αυταπάτη πως με την «correct» φρασεολογία μας έχουμε εξορκίσει το φάντασμα του ρατσισμού και τις «εργαλειοποιήσεις» των άλλων…
Δικαίως, λοιπόν, ο Σαΐντ επεξέτεινε τη σημασία του όρου «οριενταλισμός» για να σηματοδοτήσει με αυτήν μια μορφή ιδεολογίας. Βέβαια, είναι γεγονός ότι στις λαϊκές χρήσεις του το επίθετο oriental, ιδίως από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, έτεινε να παραπέμπει ειδικά στην αραβομουσουλμανική Ανατολή (τη Μέση Ανατολή, όπως λέμε). Και πραγματικά, η διερεύνηση των χρήσεων του όρου στα δυτικά αρχεία λόγου, και ιδιαίτερα στη λογοτεχνία, που επιχειρεί ο Σαΐντ αφορούν αποκλειστικά την αραβομουσουλμανική Ανατολή. Δεν μιλάει καθόλου, ας πούμε, για τις αναπαραστάσεις της Άπω Ανατολής ή της Ινδίας. Αυτό επιχείρησαν αργότερα άλλοι, υιοθετώντας τη μέθοδό του. Νομίζω ότι ο λόγος της επιλογής του είχε κυρίως να κάνει με την προσωπική του εμπλοκή – την καταγωγή και το βίωμα της αδικίας που είχε υποστεί ο κόσμος από τον οποίον προερχόταν.
Σήμερα, είναι αλήθεια, δεν μιλάμε πια για «ανατολή» με τον ίδιον τρόπο. Παραμένει ανοιχτό κατά πόσον συνέβαλε σε αυτή την αλλαγή το ίδιο το έργο του Σαΐντ και οι συζητήσεις που υποκίνησε. Όμως μην τρέφουμε την αυταπάτη πως με την «correct» φρασεολογία μας έχουμε εξορκίσει το φάντασμα του ρατσισμού και τις «εργαλειοποιήσεις» των άλλων…
Μια τέχνη πιο μαζική από τη λογοτεχνία, που επίσης μελετάται τα τελευταία χρόνια, είναι ο κινηματογράφος και τα οριενταλιστικά στερεότυπα που περνούν μέσα από μεγάλες ταινίες του Χόλιγουντ για τον «άνθρωπο της Ανατολής». Ως παραδείγματα αναφέρονται συχνά ταινίες όπως τα Beirut (2018), American Sniper (2014) και Argo (2012), αλλά «ων ουκ έστιν αριθμός». Πώς μπορούμε να αναγνωρίζουμε πλέον αυτά τα στερεότυπα και τη χρήση τους στις ταινίες και αλλού;
Ών ουκ έστιν αριθμός, πράγματι… Ο αμερικανικός κινηματογράφος, με βαρύ πυροβολικό το Χόλιγουντ, έχει υπάρξει ένα από τα φοβερότερα εργοστάσια προπαγάνδας στον εικοστό αιώνα. Θα συνιστούσα απλώς σε όσους αγαπούν το σινεμά να μη βλέπουν καθόλου χολιγουντιανές ταινίες, και ίσως να αποφεύγουν γενικά -εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων- τον αμερικανικό κινηματογράφο. Ακόμη και με απλά καλλιτεχνικά κριτήρια, είναι επιζήμιος για την αισθητική καλλιέργεια και τη νοημοσύνη τους. Τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’60, ό,τι σημαντικό συμβαίνει στην κινηματογραφική τέχνη έρχεται ώς επί το πλείστον από χώρες εκτός των ΗΠΑ, και σήμερα πλέον από χώρες της λεγόμενης περιφέρειας.
Ακόμη πιο επιτακτικά θα συνιστούσα το αριστουργηματικό ντοκυμανταίρ που κυκλοφόρησε πέρυσι, και παίζεται ακόμα στους κινηματογράφους νομίζω, το «Soundtrack για ένα πραξικόπημα» του βέλγου Johan Grimonprez.
Μιας και αναφερθήκατε όμως στον κινηματογράφο, θα εκμεταλλευθώ την ευκαιρία να πω πως υπάρχουν σπουδαία πολιτικά ντοκυμανταίρ, αλλά και ταινίες μυθοπλασίας, που είναι αληθινό ιστορικό μάθημα για όσους μελετούν τον ιμπεριαλισμό και τα αντιαποικιακά κινήματα, ιδίως από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Θα αναφέρω μία, κορυφαία κατά τη γνώμη μου, τη Μάχη του Αλγερίου του Gillo Pontecorvo, που θα συνιστούσα σε όλους να δουν προσεκτικά. Ακόμη πιο επιτακτικά θα συνιστούσα το αριστουργηματικό ντοκυμανταίρ που κυκλοφόρησε πέρυσι, και παίζεται ακόμα στους κινηματογράφους νομίζω, το Soundtrack για ένα πραξικόπημα του Βέλγου Johan Grimonprez. Είναι μια συγκλονιστική μαρτυρία για τη διαμόρφωση της παγκόσμιας σκακιέρας στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, για το πραγματικό πρόσωπο της Δύσης και την πραγματική φύση της «διεθνούς νομιμότητας» και των Διεθνών Οργανισμών.
![]() |
Ο Έντουαρντ Σαΐντ (Edward Said) |
Οι δυτικοί, όπως παρατηρεί ο Σαΐντ, ήδη από την εποχή του Ναπολέοντα προέτασσαν την επιστήμη, ως έναν δήθεν αντικειμενικό φακό μέσα από τον οποίο θα έβλεπαν και θα μελετούσαν τους «ιθαγενείς», για παράδειγμα της Αιγύπτου. Πόσο ρόλο παίζει ακόμη και σήμερα ο επιστημονισμός, ως ιδεολογία κατασκευής ενός «άλλου» που εξυπηρετεί τα ήδη διαμορφωμένα στερεότυπα;
Το ζήτημα του επιστημονισμού… είναι μια τεράστια πληγή. Πρέπει να συγκρατήσω την παρόρμηση να μιλήσω γενικότερα γι’ αυτό το σύγχρονο όπιο των «προοδευτικών», που έχει γίνει η πιο σκοταδιστική ιδεολογία του καιρού μας, πραγματική μάστιγα της ανθρωπότητας, και να περιοριστώ στο θέμα που συζητάμε… Λοιπόν, το αποικιακό εγχείρημα, κάθε εγχείρημα κυριαρχίας στην αστική νεωτερικότητα, είναι πρωτίστως και κατεξοχήν ένα εγχείρημα επιστημονικό. Scientia est potentia δεν έλεγε ο Βάκων; Ένας στοχαστής του καιρού μας που ανέδειξε όσο κανένας άλλος την αρραγή διαπλοκή επιστήμης και εξουσίας ήταν ο Μισέλ Φουκώ. Δεν το λέω τυχαία, διότι ο ίδιος ο Σαΐντ έχει αναγνωρισμένα χρέη στον Φουκώ. Ο τρόπος που διαβάζει τους δυτικούς λόγους περί την «Ανατολή» έχει ως πρότυπο ακριβώς την discours analysis του Φουκώ. Η ψευδο-αντικειμενικότητα της επιστήμης είναι ο καλύτερος τρόπος για ν’ αποκρύψεις τις βλέψεις αυτού ο οποίος θέτει τα ερωτήματα κι επιβάλλει τους μεθοδολογικούς κανόνες, ενώ ταυτόχρονα απολιθώνει τον άλλον ή το άλλο (ό,τι τελεί υπό μελέτην) στη θέση του αντικειμένου. Παίζεται πάντα κατά κάποιον τρόπο ένα παιχνίδι ενεργητικού-παθητικού, που είναι η ουσία της εξουσιαστικής σχέσης.
Το ερώτημα «Ποιος έχει τη δύναμη να αναπαριστά ποιον;» συμφύεται αδιαχώριστα με το ερώτημα «Ποιος έχει το δικαίωμα να εκπροσωπεί ποιον;»
Κι εδώ πρέπει επίσης να προσέξουμε κάτι στο οποίο μας εφιστά την προσοχή ο Σαΐντ: τη διττή σημασία του όρου representation. Στ’ αγγλικά, όπως και στα γαλλικά, σημαίνει ταυτόχρονα «αναπαράσταση» και «εκπροσώπηση». Το ερώτημα «Ποιος έχει τη δύναμη να αναπαριστά ποιον;» συμφύεται αδιαχώριστα με το ερώτημα «Ποιος έχει το δικαίωμα να εκπροσωπεί ποιον;». Η σύμφυση των δύο σημασιών αποδίδει ακριβώς την ουσία της αποικιοκρατίας: ένα πολιτικό «δικαίωμα» που βασίζεται στην ωμή ισχύ, οργανωμένο μεθοδικά σαν γνωστικό εγχείρημα.
Δεν σας έχει κάνει εντύπωση πόσους «γεωπολιτικούς αναλυτές» και ειδικούς των «διεθνών σχέσεων» έχουμε τελευταία εδώ στην Ελλάδα;
Ειδικά οι Γάλλοι επένδυσαν πολύ σε αυτή την στρατηγική. Και, παρεμπιπτόντως, μια ολόκληρη επιστήμη, η νεότερη των κοινωνικών επιστημών όπως λέγεται, η κοινωνική ανθρωπολογία, γεννήθηκε από την ανάγκη των αποικιακών διοικήσεων να γνωρίσουν καλύτερα τους λαούς που ήθελαν να διακυβερνήσουν – έστω και αν στην ανάπτυξή της δεν υπηρέτησε πιστά αυτόν τον σκοπό… Θα μπορούσαμε να πούμε πολλά επ’ αυτού, αλλά πρέπει πάλι να περιοριστώ, νομίζω. Σήμερα, το καθήκον αυτό έχει αναλάβει μια τεράστια καλοπληρωμένη στρατιά εμπειρογνωμόνων της γεωπολιτικής, όπως αποκαλείται. Αναρίθμητα ινστιτούτα και think tanks φυτρώνουν παντού σαν μανιτάρια στην Ευρώπη και στη Βόρειο Αμερική και χιλιάδες άνθρωποι κάνουν καριέρες με χρηματοδότηση από το Πεντάγωνο, τη CIA ή άλλα, πιο μυστικά κονδύλια. Δεν σας έχει κάνει εντύπωση πόσους «γεωπολιτικούς αναλυτές» και ειδικούς των «διεθνών σχέσεων» έχουμε τελευταία εδώ στην Ελλάδα; Πόσα τέτοια φυντάνια ξεπετάγονται καθημερινά στις τηλεοράσεις για να μας πουν πόσο απειλούμαστε από τα «αυταρχικά καθεστώτα» ή από την «ισλαμική τρομοκρατία» και πόσο πολύτιμο είναι το ξέπλυμα του Ισραήλ για τα «ελληνικά συμφέροντα»;
Πολλοί ισχυρίζονται ότι μια μορφή που έχει πάρει σήμερα ο «οριενταλισμός» έχει το πρόσωπο της ισλαμοφοβίας. Ο ισλαμιστής, δηλαδή ο φανατισμένος μουσουλμάνος, έχει γίνει πλέον το απόλυτο πρόσωπο του «άλλου» στο δυτικό φαντασιακό. Σε ποιον βαθμό συνδέονται οι δύο αυτές κατασκευές και πώς η μία τροφοδοτεί την άλλη (αν συμβαίνει αυτό);
Αν με το «δύο κατασκευές» εννοείτε τον οριενταλισμό και τη ισλαμοφοβία, μιλάμε ουσιαστικά για το ίδιο πράγμα. Η ισλαμοφοβία είναι η σημερινή μορφή αντισημιτισμού. Ο «μουσουλμάνος» άλλωστε είναι μια αντίστοιχη φαντασιώδης κατηγορία που δεν υφίσταται πουθενά στον πραγματικό κόσμο. Υπάρχει τεράστια πολιτισμική, θρησκευτική, μορφωτική, κοινωνική και πολιτική ανομοιογένεια στον υπάρχοντα αραβομουσουλμανικό κόσμο· υπάρχουν διαφορετικές ομολογίες, διαφορετικές ερμηνείες του Ισλάμ ακόμη και μέσα στην ίδια ομολογία, κοσμικιστικά ρεύματα που δεν καθορίζονται από κανενός είδους θρησκευτική πίστη, διχασμένα τα ίδια ανάμεσα σε αστικο-εκσυγχρονιστικές και σοσιαλιστικές-κομμουνιστικές τάσεις· συναντάμε πολιτικές πρόσδεσης στον ιμπεριαλιστικό άξονα ΗΠΑ-Ευρώπης και γνήσια αντι-ιμπεριαλιστικές πολιτικές, με θρησκευτικό ή με κοσμικό πρόσημο· υπάρχουν επίσης εθνοτικές κατά τόπους ιδιαιτερότητες που προηγούνται ιστορικά του Ισλάμ και διαμορφώνουν πολλές υβριδικές εκδοχές του.
Αναπαράγεται δηλαδή μια ιδεολογία που στόχο έχει να διαιωνίσει και να καταστήσει νόμιμη την άγρια εκμετάλλευση των πόρων της Μέσης Ανατολής, της Βορείου Αφρικής και της Κεντρικής Ασίας από τις κεφαλαιοκρατικές ελίτ της Ευρώπης και των ΗΠΑ.
Πώς θα φαινόταν εάν, αντίστοιχα, μιλούσαμε για τις ΗΠΑ, την Αυστραλία, τη Ρωσία, τη Νότιο Ευρώπη, τη Σκανδιναβία, την Αιθιοπία, τη Λατινική Αμερική και τις Φιλιππίνες σαν κάτι το ενιαίο, πολιτικά και κοινωνικά, υπό την κατηγορία «χριστιανοί»; Δεν είναι μόνο γελοίο, είναι και πολιτικά ύπουλο. Διότι εδώ, στη δημοσιογραφικά κατασκευασμένη γλώσσα που διαμορφώνει το δυτικό φαντασιακό, αξιοποιείται μια δηλητηριώδης αμφισημία: στη χρήση του όρου «μουσουλμάνος», που κανονικά είναι ένα θρησκευτικός προσδιορισμός, συνάπτεται υπόρρητα άλλοτε μια φυλετική συνδήλωση (σκούρος, μέλος μιας κατώτερης ράτσας που σαν μετανάστης έρχεται να διαβρώσει τον πολιτισμό μας) και άλλοτε μια πολιτική συνδήλωση (τρομοκράτης, οπαδός της βίας, εχθρός της δημοκρατίας και των διαφωτιστικών αξιών) – ή και τα δύο. Αναπαράγεται δηλαδή μια ιδεολογία που στόχο έχει να διαιωνίσει και να καταστήσει νόμιμη την άγρια εκμετάλλευση των πόρων της Μέσης Ανατολής, της Βορείου Αφρικής και της Κεντρικής Ασίας από τις κεφαλαιοκρατικές ελίτ της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Κάνει επίσης να φαίνεται δικαιολογημένο το λουτρό αίματος στο οποίο εξακολουθητικά υποβάλλει αυτόν τον κόσμο η κτηνώδης στρατιωτική μηχανή των ΗΠΑ και των συμμάχων τους.
Ανεξαρτήτως των υπαρκτών προβλημάτων του ελληνικού και κυπριακού κράτους με τη Τουρκία (που θα ήταν θέμα μιας άλλης, ξεχωριστής συζήτησης), μια οιονεί παρανοϊκή τουρκοφοβία έχει γίνει συστατικό του συλλογικού φαντασιακού της χώρας.
Και πρέπει πάντα να τονίζουμε πόσο άθλια λειτουργεί αυτό το στρατήγημα στον δημόσιο λόγο στην Ελλάδα. Ανεξαρτήτως των υπαρκτών προβλημάτων του ελληνικού και κυπριακού κράτους με τη Τουρκία (που θα ήταν θέμα μιας άλλης, ξεχωριστής συζήτησης), μια οιονεί παρανοϊκή τουρκοφοβία έχει γίνει συστατικό του συλλογικού φαντασιακού της χώρας. Αυτού δεδομένου, σε όλους σχεδόν τους λόγους που ενορχηστρώνονται από τα παπαγαλάκια της δημοσιότητας -πολιτικούς, δημοσιογράφους, απόστρατους «στρατηγούς» και «διεθνολόγους» της συμφοράς- ο όρος «Ισλάμ» συνδηλώνει σχεδόν αυτομάτως την Τουρκία. Έτσι ο διάχυτος αντιτουρκισμός, με ή χωρίς ελαφρυντικά, γίνεται αυτονόητα αντι-ισλαμισμός, πράγμα που επιτρέπει σε εγκληματικές κυβερνήσεις όπως η σημερινή να περνούν χωρίς μαζική αντίσταση τις επαίσχυντες πολιτικές των κυρίων τους: να καλλιεργούν αυτοκτονική εχθρότητα έναντι φιλικών λαών και χωρών, όπως το Ιράν, η Συρία, η Παλαιστίνη και ο αραβικός κόσμος, και να συνδράμουν αιμοσταγείς δημίους όπως το κράτος του Ισραήλ στο δολοφονικό τους έργο.
![]() |
Ο Έντουαρντ Σαΐντ (Edward Said) |
Πολλές από τις επισημάνσεις του Σαΐντ για τον τρόπο που το δυτικό φαντασιακό «κατασκευάζει» τον άνθρωπό της Ανατολής, ως το αρνητικό του, το απόλυτο «άλλο», βρήκαν πρόσφατα εφαρμογή, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, στον τρόπο που το κράτος του Ισραήλ, και η κυβέρνηση Νετανιάχου με τις ακροδεξιές συμμαχίες της ιδιαίτερα, παρουσιάζει τους Παλαιστίνιους, της Γάζας αλλά και ευρύτερα. Είδαμε, λένε, παλιές τεχνικές «απανθρωποποίησης» των Παλαιστινίων, ως δικαιολογία για επιθέσεις με όπλα μαζικής καταστροφής, την ισοπέδωση της Γάζας κ.ά.
Ερώτηση πρώτη: σε ποιον βαθμό συμφωνείτε ότι σε αυτό το σημείο το Ισραήλ χρησιμοποιεί τεχνικές που τις έχουμε πρωτοδεί στο Απαρτχάιντ στη Νότιο Αφρική, αλλά και τι καινούργιο υπάρχει ενδεχομένως σε αυτήν την αντίληψη;
Ερώτηση δεύτερη: θα αναγνωρίζατε ότι αυτές οι τεχνικές «απανθρωποποίησης» χρησιμοποιούνται εξίσου έντονα και σταθερά επίσης από την πλευρά των Παλαιστινίων ή των Ιρανών ή άλλων για όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες του Ισραήλ, και διασταλτικά για όλους τους Εβραίους του κόσμου; Η δαιμονοποίηση ενός ολόκληρου έθνους-κράτους με τις ιστορικές ιδιαιτερότητες του Ισραήλ δεν είναι μια παγίδα εξίσου επικίνδυνη με τον οριενταλισμό, απλώς με άλλο όνομα («αντισιωνισμός» για τους ίδιους, «αντισημιτισμός» για τους Ισραηλινούς);
Ξεκινώντας από το τέλος, θα πω ότι η δαιμονοποίηση του κράτους τού Ισραήλ δεν είναι ίδιο πράγμα με τη δαιμονοποίηση της εβραϊκής εθνότητας ή του εβραϊκού λαού ανεξαιρέτως – όπως και οι όροι «αντισιωνισμός» και «αντισημιτισμός» όχι μόνο δεν ταυτίζονται αλλά έχουν ευθέως αντίθετη σημασία. Και καμία συντεταγμένη πολιτική δύναμη του άξονα της αντίστασης, είτε κρατική (όπως το Ιράν) είτε μη κρατική (όπως η Χεσμπολά, η Χαμάς και όλες οι οργανώσεις του παλαιστινιακού αγώνα ή οι Ανσαραλά της Υεμένης) δεν έχει κηρύξει γενοκτονία κατά των Εβραίων. Στο Ιράν, για παράδειγμα, υπάρχει σημαντική εβραϊκή μειονότητα η οποία έχει πλήρη δικαιώματα ιρανού πολίτη και εκπροσώπηση στο μάτζλις (το ισλαμικό κοινοβούλιο). Ο αντισημιτισμός είναι καθαρά ευρωπαϊκό φαινόμενο και ποτέ δεν απέκτησε ρίζες έξω από τον ευρωπαϊκό κόσμο. Οι σκληρότερες διακηρύξεις αφορούν την καταστροφή του κράτους του Ισραήλ – που κατά τη γνώμη μου είναι μια δικαιολογημένη θέση (δεν συζητώ προς στιγμήν κατά πόσον είναι εφικτή), αν σκεφτεί κανείς τι είναι και πώς δημιουργήθηκε αυτό το εκτρωματικό κράτος.
Εξευτελισμοί, συλλήψεις, εξωδικαστικές κρατήσεις και δολοφονίες, εμπρησμοί περιουσιών είναι σε ημερήσια διάταξη και στις φυλακές του Ισραήλ εφαρμόζονται βασανιστήρια που γνωρίζουμε μόνο από τις πιο εφιαλτικές δικτατορίες.
Από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του, και μέχρι σήμερα, το Ισραήλ είναι ένα διαρκές ράπισμα στη διεθνή νομιμότητα: ένα φονταμενταλιστικό, με την ακριβή σημασία του όρου, κράτος που ορίζει την πολιτική ιδιότητα με θρησκευτικούς και εθνοφυλετικούς όρους· ένα κράτος που αρνήθηκε να θεσπίσει σύνταγμα ακριβώς για να έχει ανοιχτό περιθώριο διαπραγμάτευσης ανάμεσα στο φυλετικό και το θρησκευτικό στοιχείο· ένα κράτος που δεν υπέβαλε ποτέ σύνορα στον ΟΗΕ επειδή αποβλέπει στη διαρκή στρατιωτική επέκταση εις βάρος των γύρω περιοχών. Δημιουργήθηκε de facto με μια γενοκτονική επιχείρηση κατά του αυτόχθονος αραβικού πληθυσμού και προκαλώντας εκατομμύρια εκτοπισμένους. Όχι μόνο δεν επέτρεψε ποτέ τον επαναπατρισμό αυτών των εκτοπισμένων, όπως προέβλεπε και προβλέπει η διεθνής νομοθεσία, αλλά έκτοτε πολλαπλασιάζει διαρκώς τους αριθμούς τους με αλλεπάλληλες περαιτέρω εκκαθαρίσεις, ενώ ταυτόχρονα καταλαμβάνει με κάθε ευκαιρία γειτονικά εδάφη και δολοφονεί με μαφιόζικο τρόπο πολιτικούς ηγέτες που θεωρεί αντιπάλους του. Αγνόησε επιδεικτικά το καταστατικό της de jure ίδρυσής του από τον ΟΗΕ σε μια ορισμένη εδαφική επικράτεια (ήδη άνισα κατανεμημένη υπέρ του) κι εννοεί να την επεκτείνει διαρκώς ξεριζώνοντας, σκοτώνοντας, εκτοπίζοντας, φυλακίζοντας και βασανίζοντας με κάθε τρόπο που μπορεί να φανταστεί κάποιος τον εναπομένοντα αραβικό πληθυσμό. Εξευτελισμοί, συλλήψεις, εξωδικαστικές κρατήσεις και δολοφονίες, εμπρησμοί περιουσιών είναι σε ημερήσια διάταξη και στις φυλακές του Ισραήλ εφαρμόζονται βασανιστήρια που γνωρίζουμε μόνο από τις πιο εφιαλτικές δικτατορίες. Ξέρετε μήπως πόσα ψηφίσματα του ΟΗΕ έχει καταπατήσει μέχρι σήμερα το Ισραήλ; Και υπάρχουνε λέξεις να περιγράψουν τη φρίκη της γενοκτονίας που εδώ κι ενάμιση χρόνο συντελείται στη Λωρίδα της Γάζας (αλλά όχι μόνο), γενοκτονία που όμοιά της δεν έχουμε αντικρίσει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο;
Εκείνο που έγινε με του Ινδιάνους στη Βόρειο Αμερική και με τους Αβορίγινες στην Αυστραλία (και αποφεύχθηκε μόνο λόγω του αριθμητικού συσχετισμού των πληθυσμών στη Νότιο Αφρική) είναι η μοίρα που είχε εξαρχής προδιαγραφεί για τους Παλαιστίνιους
Από την ίδια τη σύλληψή του, το κράτος του Ισραήλ ήταν ένα πρόγραμμα εποικιστικής αποικιοκρατίας εκπονημένο από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης (της Βρετανίας εν πρώτοις, από την οποία πήρανε τη σκυτάλη οι ΗΠΑ). Εποικιστική αποικιοκρατία σημαίνει αποικία εγκατάστασης λευκών εποίκων, όπως ήταν οι ίδιες οι ΗΠΑ και ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία, η Αποικία του Ακρωτηρίου (Νότιος Αφρική) ή και η Αλγερία για τους Γάλλους – σε αντίθεση με τις αποικίες εκμετάλλευσης, αρχέτυπο των οποίων ήταν οι Βρετανικές Ινδίες. Αντίθετα από τις τελευταίες, που βασίζονταν στην απόσπαση πόρων και φτηνής εργατικής δύναμης από τους υποτελείς, οι αποικίες εγκατάστασης απέβλεπαν στην πλήρη εξάλειψη του ιθαγενούς πληθυσμού. Εκείνο που έγινε με του Ινδιάνους στη Βόρειο Αμερική και με τους Αβορίγινες στην Αυστραλία (και αποφεύχθηκε μόνο λόγω του αριθμητικού συσχετισμού των πληθυσμών στη Νότιο Αφρική) είναι η μοίρα που είχε εξαρχής προδιαγραφεί για τους Παλαιστίνιους – και αυτή είναι πάγια επιδίωξη του Ισραήλ, απερίφραστα διακηρυγμένη εσχάτως, απ’ όλο το πολιτικό φάσμα και όχι από μόνο από τη «δεξιά» ή την «ακροδεξιά» του Νετανιάχου και των συνοδοιπόρων του.
Αυτή ήταν άλλωστε και η θέση που υποστήριξε ο Έντουαρντ Σαΐντ ως μέλος του εξόριστου Εθνικού Παλαιστινιακού Συμβουλίου την περίοδο 1977-92: δημιουργία ενός δημοκρατικού, πολυπολιτισμικού και πολυθρησκευτικού παλαιστινιακού κράτους (ανεξαρτήτως του πώς θα ονομάζεται) στο οποίο θα ζουν ισότιμα, με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, Άραβες Εβραίοι και Χριστιανοί όλων των δογμάτων.
Εδώ και πάνω από 75 χρόνια το παλαιστινιακό είναι η πληγή της Μέσης Ανατολής και του κόσμου. Δεν μπορεί να λυθεί επειδή το Ισραήλ δεν θέλει να λυθεί· δεν μπορεί να δεχθεί ούτε την ενσωμάτωση του παλαιστινιακού πληθυσμού με ίσα πολιτικά δικαιώματα ούτε τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους. Εκείνο που θέλει το Ισραήλ είναι η ολοσχερής εξόντωση του παλαιστινιακού στοιχείου, και δεν το κρύβει. Το πραγματικό ερώτημα εδώ είναι πώς μια τέτοια απάνθρωπη πολιτική, παράνομη, ανήθικη, άδικη ή όπως αλλιώς θέλει να την πει κανείς, βρίσκει τέτοια ισχυρή ανοχή, ουσιαστικά ενεργό στήριξη, από τη διεθνή (δυτική) κοινότητα. Αυτό από μόνο του δείχνει, θεωρώ, το μακάβριο πρόσωπο της σύγχρονης Δύσης· τη συνέχεια με το αποικιοκρατικό παρελθόν της, τον ιμπεριαλιστικό της χαρακτήρα και την απάτη των «αξιών» και των «ιδεωδών» που επαγγέλθηκε.
Για να μην τα πολυλογώ, η «Δύση» πρέπει να ηττηθεί και το κράτος του Ισραήλ πρέπει να καταστραφεί. Όποιος επιθυμεί την παγκόσμια ειρήνη, την αδελφοσύνη και την ισότητα των λαών δεν μπορεί να εύχεται τίποτε άλλο. Χιλιάδες Εβραίοι της Διασποράς, που δεν θα μπορούσαν να κατηγορηθούν για «αντισημιτισμό» (εκτός αν υιοθετήσουμε το πραξικόπημα κατά της λογικής των απολογητών του Σιωνισμού), υποστηρίζουν την ίδια θέση. Αυτή ήταν άλλωστε και η θέση που υποστήριξε ο Έντουαρντ Σαΐντ ως μέλος του εξόριστου Εθνικού Παλαιστινιακού Συμβουλίου την περίοδο 1977-92: δημιουργία ενός δημοκρατικού, πολυπολιτισμικού και πολυθρησκευτικού παλαιστινιακού κράτους (ανεξαρτήτως του πώς θα ονομάζεται) στο οποίο θα ζουν ισότιμα, με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, Άραβες, Εβραίοι και Χριστιανοί όλων των δογμάτων. Και, ας μου επιτραπεί να προσθέσω, όσο εξωπραγματικό κι αν ακούγεται αυτό, είναι εφικτό εάν τσακιστεί αποτελεσματικά η πολεμική μηχανή των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Ας ελπίσουμε ότι η πρώτη στρατιωτική ήττα του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία είναι η αμυδρή προαναγγελία μιας τέτοιας δυνατότητας.
Πολλοί πιστεύουν ότι αυτή η ενοχοποίηση της Δύσης σε σχέση με την αποικιοκρατία έχει φτάσει στα άκρα. Καλλιεργούν την ιδέα ενός «ώς εδώ», ότι η Δύση παραμένει το «πιο πολιτισμένο κομμάτι του πλανήτη» και πρέπει να τελειώσει το «αυτομαστίγωμα» εμάς των δυτικών. Πόσο επικίνδυνη είναι μια τέτοια ιδέα ανώδυνης απενοχοποίησης; Πόσο αποκρύπτει τις σημερινές αποικιοκρατικές παρεμβάσεις της Δύσης στη Μέση Ανατολή, στην Αφρική και αλλού;
Μόνο κρετίνοι ή μισθωτοί πράκτορες είναι σε θέση να ξεστομίσουν μια φράση όπως «η Δύση είναι το πιο πολιτισμένο κομμάτι του πλανήτη», και μόνο ένας Ευρωπαίος ή Αμερικανός αποχαυνωμένος από την κατανάλωση μπορεί να έχει ξεχάσει σε τέτοιον βαθμό τον νόημα της λέξης «πολιτισμός». Η καπιταλιστική Δύση είναι το βαρβαρότερο δείγμα ανθρωπότητας που γνώρισε ποτέ ο πλανήτης· και σήμερα, ενόψει της πτώσης της, έχει γίνει μια μανιασμένη δολοφονική μηχανή που σκορπίζει μονάχα θάνατο, αίμα και τρόμο, κανιβαλίζοντας και τον ίδιο τον εαυτό της. Είναι το ιστορικό τέλος που της αξίζει. Δεν ξέρω τι είδους ημέρα θα ξημερώσει για την ανθρωπότητα εάν δεν πάρει ολόκληρο τον πλανήτη στην άβυσσο μαζί της, μπορώ όμως με βεβαιότητα να πω ότι, αν ακόμα διασώζονται κάποια υπολείμματα πολιτισμού, υπολείμματα αληθινής εκλέπτυνσης και ανθρωπιάς με την πιο κοινή έννοια του όρου, θα τα βρούμε στην Αφρική, στην Ασία, στη Νότιο Αμερική και στις καταδικασμένες γωνιές του κόσμου. Αυτοί θα είναι οι κληρονόμοι της ιστορίας μας – αν υπάρξει μελλοντική ιστορία.
Για το τέλος, μια γενικότερη ερώτηση: Σε ποιον βαθμό το οπλοστάσιο των ιδεών που μας προσέφερε ο Σαΐντ μας είναι σήμερα χρήσιμο και σε ποιον βαθμό χρειάζεται κάποιαν αναθεώρηση και θα έπρεπε να το διαβάσουμε κριτικά;
Να διαβάζουμε κριτικά είναι όρος απροϋπόθετος για οιαδήποτε σκέψη που θέλει να μείνει πιστή στον εαυτό της. Το πόσο πολύτιμη υπήρξε η προσφορά του Σαΐντ, και για ποιους, θέλω να πιστεύω ότι έχει φανεί απ’ όσα είπαμε μέχρι τώρα. Αξίζει παρ’ όλ’ αυτά να αναφέρουμε δύο κριτικές ενστάσεις που του έχουν απευθυνθεί «από τ’ αριστερά», για να το πω έτσι. Η μία, εκφρασμένη από Άραβες λογίους μάλιστα, είναι ότι στον Οριενταλισμό ανατέμνει εξονυχιστικά μεν τη δυτικοευρωπαϊκή λογοτεχνία και τους λόγους τής δυτικής εμπειρογνωμοσύνης, αλλά δεν μιλάει καθόλου για τα ίδια τα «ανατολικά» υποκείμενα και για τη δική τους οπτική τού κόσμου· τα αφήνει βουβά στη σκιά, σαν να λέμε, όσο και ο ίδιος ο λόγος των κυριάρχων. Η ένσταση αυτή νομίζω πως οφείλεται σε μια παραγνώριση των προθέσεών του. Στον Οριενταλισμό ο Σαΐντ οριοθετεί με ακρίβεια το αντικείμενο της μελέτης του. Δεν είναι ας πούμε η λογοτεχνία του αραβομουσουλμανικού κόσμου, ή του «τρίτου κόσμου» εν γένει, ούτε οι πολιτικοφιλοσοφικές ιδέες στον σύγχρονο αραβικό κόσμο, ούτε τα απελευθερωτικά προγράμματα των πολιτικών δρώντων στις αποικιοποιημένες ζώνες της Μέσης Ανατολή ή αλλού. Δεν υπονοεί ότι αυτά δεν υπάρχουν ή ότι δεν είναι σημαντικά, απλώς θα ήταν το αντικείμενο μια άλλης μελέτης. Θέτει «εν παρενθέσει», για να το πω έτσι (με την φαινομενολογική έννοια του όρου), την οπτική γωνία του αποικιοποιημένου για να φωτίσει την υποκειμενική οπτική του αποικιοκράτη – όπως σε μια κινηματογραφική σεκάνς αφήνουμε αναγκαστικά στη σκιά ένα μέρος της σκηνής για να εστιάσουμε τον φακό στο άλλο. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, άλλωστε, στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής πρόσληψής του, το έργο διαβάστηκε διττά: όχι μόνο σαν αντιαποικιακό ντοκουμέντο αλλά και σαν ένα έργο υψηλής κειμενολογίας, στα πρότυπα ιερών τεράτων του κλάδου όπως ο Άουερμπαχ, ο Κούρτιους, κ.ά. που είχε ασφαλώς σαν παράδειγμά του ο Σαΐντ.
Η δεύτερη ένσταση είναι πιο δικαιολογημένη, κατά τη γνώμη μου, και διατυπώθηκε από έναν σπουδαίο ινδό μαρξιστή πολιτικό στοχαστή, τον Aijaz Ahmad (βρίσκεται στο βιβλίο του με τίτλο Πέρ’ από τον Οριενταλισμό που έχω επίσης μεταφράσει στις εκδόσεις Ηριδανός). Επισημαίνει την έλλειψη ενός στέρεου μαρξιστικού θεμελίου στη σκέψη του Σαΐντ που οδηγεί σε μια σύγχυση των σχέσεων μεταξύ υλικής πραγματικότητας και ιδεολογίας. Θα προσπαθήσω να συνοψίσω το επιχείρημα όσο πιο σύντομα μπορώ. Ο «οριενταλισμός», όπως τον παρουσιάζει ο Σαΐντ, λειτουργεί ως κατεξοχήν αποικιοκρατική ιδεολογία. «Ιδεολογία» όμως είναι ένας μαρξιστικός όρος που ο Σαΐντ αποφεύγει και αντ’ αυτού, όπως είπα, βασίζεται στην discours analysis του Φουκώ. Έτσι όμως παίρνει μαζί και όλες τις ανεπίλυτες αμφιλογίες του μεταστρουκτουραλιστικού ιδιώματος, την αδυναμία του δηλαδή να γειώσει τις αναλύσεις των λόγων και των στρατηγημάτων εξουσίας σε μια ρεαλιστική ανάλυση του κυρίαρχου μοντέλου παραγωγής – του καπιταλισμού, εν προκειμένω, του οποίου παράγωγα είναι οι μορφές διεθνούς επέκτασης που σε διαφορετικά ιστορικά στάδια λέμε αποικιοκρατία και ιμπεριαλισμό (διότι δεν είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα). Χάρη σε αυτό το μεθοδολογικό διφορούμενο ο Σαΐντ διαστέλλει υπερβολικά το εύρος του «οριενταλισμού» πίσω στον χρόνο, πολύ πριν την έναρξη της αποικιοκρατίας, περιλαμβάνοντας όλον τον Μεσαίωνα (δαιμονοποίηση του Ισλάμ στη χριστιανική ρητορική ώς τη Θεία κωμωδία του Δάντη) και φτάνοντας μέχρι την αρχαία Ελλάδα (περιγραφές των Μήδων από τον Ηρόδοτο).
Εν ολίγοις, ο Αχμάντ επιρρίπτει στον Σαΐντ υπερβάλλουσα ενδοτικότητα στον «μεταμοντέρνο» συρμό που μάστιζε ήδη το αμερικανικό πανεπιστήμιο και αδυνατίζει σε κάποια σημεία την επιχειρηματολογία του Οριενταλισμού
Το ερώτημα είναι: έχουν όλες αυτές οι διαπολιτισμικές απεικονίσεις το ίδιο νόημα – ή, για να το θέσουμε ακριβέστερα, τι προηγείται; Είναι ο οριενταλισμός προϊόν της αποικιοκρατίας ή η αποικιοκρατία προϊόν του οριενταλισμού; Καταλαβαίνετε ότι εδώ τίθεται το ζήτημα της υλιστικής ερμηνείας τής ιστορίας: είναι οι νοοτροπίες που γεννούν σχέσεις εκμετάλλευσης ή οι σχέσεις εκμετάλλευσης που γεννούν νοοτροπίες; Είναι, αν θέλετε, ανάλογο με το ζήτημα που είχε τεθεί ανάμεσα στον Μαξ Βέμπερ και τους μαρξιστές ιστορικούς του καπιταλισμού, κατά πόσον θα πρέπει δηλαδή να σκεφτόμαστε τον Προτεσταντισμό ως αιτία ή ως παράγωγο της ανάπτυξης ενός κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής στην Ευρώπη… Μια διαλεκτική σκέψη αναγνωρίζει βέβαια την κυκλική ανατροφοδότηση μεταξύ των επιπέδων, αλλά δεν πρέπει ποτέ να παραγνωρίζει την υλική εξάρτηση της γλώσσας και της σκέψης. Εν ολίγοις, ο Αχμάντ επιρρίπτει στον Σαΐντ υπερβάλλουσα ενδοτικότητα στον «μεταμοντέρνο» συρμό που μάστιζε ήδη το αμερικανικό πανεπιστήμιο και αδυνατίζει σε κάποια σημεία την επιχειρηματολογία του Οριενταλισμού (ενώ δεν υπάρχει σε άλλα, πιο πολιτικά του βιβλία).
*Ο Κ.Β. ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Δυο λόγια για τον μεταφραστή
Ο Φώτης Τερζάκης γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1959 στην Πάτρα. Παρακολούθησε μαθήματα κινηματογράφου και, σε συνεργασία με φίλους, οργάνωσε έναν χώρο αυτοσχεδιαζόμενης μουσικής στην Πάτρα. Το 1982 ίδρυσε στην Αθήνα τις εκδόσεις Praxis τις οποίες διηύθυνε ώς το 1990, ενώ από το 1990 ώς το 1994 υπήρξε συνεργάτης των εκδόσεων Πρίσμα· από το 1998 ως το 2004 σχεδίαζε και επιμελείτο τη σειρά «Ιστάρ. Ανθρωπολογία της Σεξουαλικότητας» στις εκδόσεις Οξύ, και από το 2007 σχεδιάζει τη σειρά «Ιανός. Πολιτισμικές Διασταυρώσεις» στις εκδόσεις Futura.
Έχει εργαστεί ερευνητικά, στα πλαίσια σεμιναρίων, σε ποικίλους τομείς των επιστημών του ανθρώπου (φιλοσοφία, πολιτική ψυχολογία, ομαδική ανάλυση και κοινωνική ανθρωπολογία). Από το 1992 ώς το 2001 συνδιοργάνωνε το ανεξάρτητο Θρησκειολογικό Σεμινάριο που το 1997 οδήγησε στη δημιουργία της Εταιρείας Θρησκειολογικών Ερευνών, και ήταν από τους βασικούς συντάκτες του Θρησκειολογικού Λεξικού στις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα. Από το 2005 έχει ιδρύσει το «Κέντρο Διαπολιτισμικών Σπούδων», όπου διδάσκει φιλοσοφία, αισθητική και συγκριτική θρησκειολογία.
Έχει δημοσιεύσει εκτεταμένο αριθμό δοκιμίων και κριτικών σε πολλά έντυπα και κατά περιόδους έχει συνεργαστεί ως βιβλιοκριτικός με τις εφημερίδες Ελευθεροτυπία, Καθημερινή και Αυγή και με το περιοδικό Διαβάζω. Εκτός από το προσωπικό δοκιμιογραφικό του έργο, έχει παρουσιάσει μεγάλο αριθμό μεταφράσεων· επίσης, έχει διδάξει μετάφραση φιλοσοφίας στο Αγγλικό Τμήμα του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ).