Για την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Αγγελή Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου (εκδ. Πόλις).
Της Ελένης Κοφτερού
Διάβασα πρόσφατα την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Αγγελή με τίτλο Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου (εκδ. Πόλις) και θα γράψω λίγα λόγια γι' αυτό το δακρυσμένο ελάφι που ξαποσταίνει μες στο ποίημα, τα δάκρυά του ακουμπώντας σε στίχους και λέξεις.
Το ελάφι είναι αποφασισμένο για την αναμέτρηση με τη δυσαρμονία του κόσμου ετούτου, για την αντίσταση (έστω με ένα δάκρυ) στην εγκαθιδρυμένη βαρβαρότητα που δεν εκλείπει, δεν εξαντλείται, παρά αλλάζει συνεχώς μορφές και εκφραστές.
Από το εξώφυλλο κιόλας (που από μόνο του αποτελεί έργο τέχνης του Κώστα Σιαφάκα) ο αναγνώστης νιώθει τη δυναμική και τον παλμό αυτού του ελαφίσιου βλέμματος ως αδιαπραγμάτευτο αμ(φορέα) αθωότητας. Το ελάφι (όπως και οι στίχοι του ποιητή) είναι αποφασισμένο για την αναμέτρηση με τη δυσαρμονία του κόσμου ετούτου, για την αντίσταση (έστω με ένα δάκρυ) στην εγκαθιδρυμένη βαρβαρότητα που δεν εκλείπει, δεν εξαντλείται, παρά αλλάζει συνεχώς μορφές και εκφραστές. Πίσω από το ελάφι, ένα μήλο λογχισμένο απ’ το μαχαίρι, μοιάζει με τραυματισμένο παιδικό χαμόγελο. Σπάνια έχω συναντήσει τέτοια ταύτιση του εξώφυλλου με τα ποιήματα που αντιπροσωπεύει. Ποιήματα που υπηρετούν θαρρείς ένα τελετουργικό: «Αυτό δεν είναι ποίημα. Το ποίημα είναι τρία χιλιόμετρα μακριά,/ πίσω από τους αμμόλοφους κι έρχεται. //Το ποίημα μυρίζει κόκκινο και σκεπάζει τον ορίζοντα. /Πάνω στις πτυχές του συνεχίζει τις νυχτερινές του πτήσεις/ ο Αντουάν ντε Σαίντ-Εξυπερύ με τη μικρή αλεπού του./ Τρώνε παγωμένα σταφύλια και φτύνουν γελώντας τα κουκούτσια/ πάνω στους ξιφίες που τους ακολουθούν /και στ’ ανύποπτα κεφάλια μας την ώρα/ που οι νυχτερίδες ανάβουν τη νύχτα.// Το ποίημα είναι ένα παγωμένο κουκούτσι : /Σου σπάει τα δόντια ./ Σου ξεσχίζει το λαιμό. / Κι αυτό δεν είναι ποίημα.» Πράγματι θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι αυτό δεν είναι ποίημα αλλά κάτι ουσιαστικότερο. Είναι η διαδρομή ενός ποιήματος που συναντά τον εξορισμένο για πάντα στη χώρα των θρύλων πιλότο-συγγραφέα. Είναι οι καλά φυλαγμένες λέξεις του μεγάλου υπερρεαλιστή Ρενέ Μαγκρίτ που περίμεναν το σινιάλο της αλεπούς του Σαιντ Εξυπερύ για να συγκεντρωθούν σαν παγωμένα κουκούτσια και να μας κάψουν τον λαιμό.
Η συλλογή ξεκινά μ’ ένα ποίημα- προσευχή. Σαν ν’ ακουμπούν σε εικονοστάσι, οι στίχοι υμνούν την αρχή της νέας μέρας (ίσως και την αρχή της δημιουργίας) όπου ο ποιητής στήνει τους πυλώνες της ποίησής του: «Αρχή της νέας μέρας, δίκρανα αιχμηρά/ τα δύο πρώτα κοντάρια του ήλιου. // Άνοιξε το τετράδιό σου , ποιητή –γράψε/ πόσο απαλά ανασαίνουν ακόμα/ τα θυμωμένα συνήθως μαλλιά της Μαρίας.» Προχωρώντας στήνει το σκηνικό οικειώνοντας στον αναγνώστη την τοπογραφία της ποίησής του, με δυνατούς συμβολισμούς «σα να ήθελε να φωτίσει τα στοιχειώδη μιας καθημερινότητας ευτελούς». Απευθύνεται «στην πάχνη του πρωινού» και κάνει έκκληση στην αθανασία των ποιητών.
Τα ποιήματα αυτής της συλλογής μοιάζουν με γλυπτά μετά από το πέρασμα της λάβας. Κρατούν φυλαγμένες τις χειρονομίες της αγωνίας αποτυπωμένη στο γλυπτό.
Η συλλογή αποτελεί ποιητική μετάθεση μιας εσωτερικής ζωής. Προεκτείνεται μέσω της τέχνης η φλέβα της υπαρξιακής αγωνίας του ποιητικού υποκειμένου που πάλλεται προαναγγέλλοντας τον κυματισμό του ποιήματος μα και την ενάργεια των στίχων καθώς καταλύουν τα στερεότυπα της φόρμας. Τα ποιήματα αυτής της συλλογής μοιάζουν με γλυπτά μετά από το πέρασμα της λάβας. Κρατούν φυλαγμένες τις χειρονομίες της αγωνίας -εκείνη τη μεγαλειώδη θα τολμούσα να πω στιγμή του αφανισμού- αποτυπωμένη στο γλυπτό. Κι έτσι, η με υπερρεαλιστικές καταβολές, καταιγιστική, τολμηρή, ανατρεπτική εικονοποιία της συλλογής γίνεται ανάγλυφη και χειροπιαστή. Άλαλη θεωρητικά η εικόνα, μα μέσω της ποίησης πυροδοτεί κραυγές, αναφιλητά, και νεύματα από τα έγκατα της αρχέγονης ανάγκης για έκφραση. Οι λέξεις αναδύονται από σκούρους βυθούς σαν λαμπερά κοράλλια κι άλλοτε πέφτουν από τις πανύψηλες σκαλωσιές της λύπης για να αναμετρηθούν με τη σκοτεινιά «προχωρούσε αθόρυβα το σκοτάδι από παράθυρο/ σε παράθυρο αδειάζοντας τα δωμάτια/ σαν ένας ψυχρά μεθοδικός κλητήρας, με χρόνια/ εμπειρία στις εξώσεις/ και στην ψυχρή καταγραφή της οικοσκευής. // Που και που έτριζε η ξύλινη νυχτικιά της θείας Ερημούλας / σαν κάτι το έκπτωτο και το αφοπλιστικά αληθινό μέσα στο τίποτα. // Και ξεσπούσε σε κλάματα το παιδί μέσα στη νύχτα /επειδή ψήλωνε γρήγορα και του πονούσαν τα κόκαλα των ποδιών.»
Οι εικόνες εναλλάσσονται, εύκαμπτες λυγίζουν προς τη θλίψη και κατόπιν τεντώνονται προς τη γαλάζια ανοιχτωσιά τ΄ουρανού, χωρίς να χάνουν ούτε για μια στιγμή την αιτιώδη συνάφεια τους με τις λέξεις, όπως συμβαίνει στο θαυμάσιο ποίημα με αριθ. 9 ένα βαθιά πολιτικό και υπαρξιακό ποίημα (έτσι τουλάχιστον το διαβάζω εγώ) που μαρτυρά πόσο ώριμη και κατασταλαγμένη είναι η ποίηση του Δημήτρη Αγγελή.
Τα ποιήματα εκτελούν έναν στροβιλισμό γύρω απ’ τους αρχέγονους μύθους και τα παραμύθια μα έλκονται συνεχώς από την κεντρομόλο δύναμη του βλέμματος του ποιητή στην εποχή του. Κι αυτή η εποχή δεν είναι ούτε χαρμόσυνη ούτε ειρηνική.
Τα ποιήματα εκτελούν έναν στροβιλισμό γύρω απ’ τους αρχέγονους μύθους και τα παραμύθια μα έλκονται συνεχώς από την κεντρομόλο δύναμη του βλέμματος του ποιητή στην εποχή του. Κι αυτή η εποχή δεν είναι ούτε χαρμόσυνη ούτε ειρηνική. Ο ποιητής με ευαισθησία και σθένος μιλά για τον εμφύλιο που διαδραματίζεται μέσα του, για τις γιγάντιες λύπες που ξεβράζονται κάθε χειμώνα στην ακτή του, μα και για τις σιωπηλές μακρόσυρτες Κυριακές, όπως συμβαίνει στο εξαιρετικό ποίημα με αριθ. 15, το οποίο αφήνει χαραμάδα για να γλιστρήσει η μελαγχολία του αναγνώστη και να συναντήσει άλλες οικείες Κυριακές, εκεί όπου όλες οι σιωπές μοιάζουν μεταξύ τους. «Να γράψω ένα ποίημα για τη σιωπηλή Κυριακή που να λέει τους λύκους λύκους και τους φονιάδες φονιάδες/ Να βγω στον ακάλυπτο και να φωνάξω "όχι σαν κάτι να με πνίγει//Να μην είναι σιωπηλή η Κυριακή, να μη γράφω ποιήματα"». Εδώ ο αναγνώστης νιώθει σχεδόν δική του την εναλλαγή της προτροπής με την ευχή καθώς οι στίχοι ακροβατούν ανάμεσα στη δυσβάσταχτη πραγματικότητα και τη δημιουργική φαντασία. Με εντυπωσίασε ο τρόπος με τον οποίο ο εκπληκτικός στίχος: «Να φανταστώ έναν βυζαντινό άγγελο να κατεβαίνει στα νερά ψιθυρίζοντας ακατάληπτες λέξεις» βρίσκεται αδερφικάαγκαλιασμένος με τους στίχους: «Ν’ αγοράσω εφημερίδα, να δω τους συνταξιούχους που παίζουν σκάκι στα παγκάκια της προκυμαίας» και «Να περάσω απ’ το καφενείο που συζητάνε πολιτική και ποδόσφαιρο». Ο εξαίσιος αυτός διχασμός του ποιητή επεκτείνεται και δεσπόζει στο ποίημα με αριθμ. 14 «γιατί καθένας έχει μέσα του έναν που κλαίει και φεύγει χτυπώντας την πόρτα / κι έτσι μπορείς να μένεις κάπου ενώ στην πραγματικότητα είσαι ήδη πολύ μακριά/ να γράφεις κάτι μέσα σου ενώ δεν γράφεις τίποτα/ ο ένας εργάζεται, έχει οικογένεια, αυτοκίνητο, περιμένει τη σύνταξη/ ο άλλος ξαπλωμένος κάτω από ένα πεύκο ρεμβάζει τη θάλασσα κι όταν ονειρεύεται / ο πρώτος ξενυχτάει παιδεύοντας στο χαρτί ένα ποίημα».
Άλλο ένα στοιχείο της συλλογής είναι η σχετικά συχνή χρήση των λέξεων νύχτα, παγωνιά και λύκοι με όλο το δύσκολο φορτίο που κουβαλούν τα σημαινόμενα αυτών, πράγμα που ενισχύει την αγωνιώδη αίσθηση του κόσμου που μας περιβάλλει, ενός κόσμου όπου «Οι μόνες υποσχέσεις της δημοκρατίας είναι τράπεζες./ Οι μόνες αποφάσεις της κυβέρνησης είναι για όπλα. / Κι εσύ έρχεσαι το λάθος Σάββατο να με βρεις /κρατώντας ρούβλια για να πληρώσεις τα ποτά μας / κι απαγγέλλοντας στίχους του Μαγιακόφσκι.// Απόψε, η παραμονή της Πρωτοχρονιάς μαζί σου / δεν είναι γιορτή στη μεγάλη πλατεία. Είναι / οι τράπεζες που μας πνίγουν κι ένα σώμα-οδόφραγμα. / Είναι το μουχλιασμένο ψωμί της Αχμάτοβα./ Είναι εκείνο το λευκό ελάφι που δακρύζει/ πάνω στο κρεβάτι μου.» Ωστόσο, αυτό το ποίημα δεν οδεύει προς τη ματαίωση και την απογοήτευση, παρόλη τη θλίψη και το καταγγελτικό του ύφος. Δικαιώνει την τέχνη της ποίησης αφού απ’ αυτό ξεπροβάλλει η ομορφιά και η χειροπιαστή λευκότητα του δακρυσμένου ελαφιού, ενός πλάσματος της αρετής που ποθεί να διασώσει την αθωότητα με δάκρυ λυγμικό.
O ίδιος ο ποιητής είναι το ελάφι που ζει στη δική του στέπα, εκεί όπου λίγη μονάχα ποώδης βλάστηση, σαν υπόμνηση άνθισης, σαν της άνοιξης ελάχιστη πλησμονή , προστατεύει τη λύτρωση και την παρηγοριά από την ολοκληρωτική παγωνιά.
Μετά τις πολλές αναγνώσεις της συλλογής, είμαι πλέον πεπεισμένη ότι ο ίδιος ο ποιητής είναι το ελάφι που ζει στη δική του στέπα, εκεί όπου λίγη μονάχα ποώδης βλάστηση, σαν υπόμνηση άνθισης, σαν της άνοιξης ελάχιστη πλησμονή , προστατεύει τη λύτρωση και την παρηγοριά από την ολοκληρωτική παγωνιά.
Όλα τα ποιήματα της συλλογής συνδέονται μεταξύ τους θεματικά και υφολογικά συμμετέχοντας θαρρείς σε μια πανσπερμία μικρών δημιουργικών εκρήξεων, μολονότι κάθε ποίημα λειτουργεί αυτόνομα ακολουθώντας ή παρακολουθώντας την Μαρία με ό,τι αυτή αντιπροσωπεύει συμβολίζει ή κομίζει. Γυναίκα, έρωτας και πληγή, πόθος και απουσία, σύμβολο και έμπνευση η Μαρία μπαινοβγαίνει ανάμεσα στα ποιήματα – ποιά δημιουργία άλλωστε μπόρεσε να υπάρξει χωρίς μια Μαρία;_ περιφέροντας τα αέρινα βήματά της και τον αιθέριο κυματισμό των μαλλιών της εκεί όπου οι λέξεις τυφλές, περιμένουν να τις οδηγήσει στο ποίημα, χαρίζοντας στον ποιητή μα και στον καθένα από τους αναγνώστες ένα κομμάτι από την ιαματική της δύναμη.
Η συλλογή κλείνει όπως αρχίζει. Με ριπές φωτός πάνω στα ανύποπτα κεφάλια των πλασμάτων που έρχονται στον κόσμο καταδικασμένα στον πόνο και στην απώλεια μα διαθέτουν την ευλογία της αθωότητας και την πιθανότητα μιας Μαρίας στην ζωή τους, για την οποία ακαταπαύστως θέλουν να μιλούν.
«Αυγερινέ, πρώτο φως της άγουρης μέρας
Καλωσόρισες τον άσωτο που γύριζε από τη νύχτα του,
Πρόσταξες να διαγραφούν τα συσσωρευμένα του χρέη, τον έντυσες
Αρραβωνιαστικό σου και πρίγκιπα
Ήπιες πατρίδα στο χιόνι της εξορίας του, έφαγες
Στο ψαχνό των ματιών του τοπία σισύφειων βράχων
Κι έσφαξες το καλό μοσχάρι για να διασκεδάσεις τη μοναξιά του
Που σαν ορθάνοιχτος καταπιόνας περίμενε ανυπόμονα
Τη σειρά σου.
Ανείπωτη ευτυχία. Αλλά εσύ Χριστέ
στ' αλήθεια
έλειπες;
(κι όμως εγώ ήθελα μόνο να μιλήσω
Για τη Μαρία.)»
* Η ΕΛΕΝΗ ΚΟΦΤΕΡΟΥ είναι ποιήτρια.
Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου
Δημήτρης Αγγελής
Πόλις 2015
Σελ. 56, τιμή εκδότη €10,00