
Για τις παραστάσεις «Ευγένιος» του Φρανκ ΜακΓκίνες, σε σκηνοθεσία Γιώργου Καραμίχου, στο θέατρο «Σημείο», και «Nα ξέρετε πως αυτό που ακούτε είναι σφύριγμα τρένου» του Θανάση Τριαρίδη, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαρνά και Γιώργου Γκιόκα, στο θέατρο «Olvio». Εικόνα: Από το «Nα ξέρετε πως...»
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
«Ευγένιος» του Φρανκ ΜακΓκίνες, σε σκηνοθεσία Γιώργου Καραμίχου
Koμίζοντας αρκετά χρόνια θεατρικής εμπειρίας, ο Γιώργος Καραμίχος μεταφράζει, εμφανώς περικόπτει και σκηνοθετεί στο θέατρο «Σημείο» τον «Ευγένιο» (πρωτ. τίτλος: «There came a gypsy riding») του ιρλανδού Φρανκ ΜακΓκίνες.
Ο Φρανκ ΜακΓκίνες (γεν.1953) έχει γράψει τα «Κορίτσια του εργοστασίου», το «Παρατηρήστε τους γιους του Όλστερ να βαδίζουν προς τον Σομμ», και το «Κάποιος που θα με προσέχει», ενώ έχει μεταφράσει έργα του Ρακίνα, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, του Ίψεν, του Γκαρθία Λόρκα και του Στρίντμπεργκ και έχει δημοσιεύσει έξι ποιητικές συλλογές και δύο μυθιστορήματα (Arimathea, The woodcutter and his family). Υπήρξε καθηγητής Δημιουργικής Γραφής στο University College Dublin (UCD) από το 2007 έως το 2018.
Το πένθος – η στέρηση – η εξατομίκευση
Σε μιαν οικογενειακή συνάντηση σε παραθαλάσσιο σπίτι της Ιρλανδίας πρόκειται να γίνει ο μακάβριος εορτασμός των 21ων γενεθλίων του Eugene (ή απλώς Gene), του μικρότερου γιου της οικογένειας, που αυτοκτόνησε πριν από δυο χρόνια στην κοντινή παραλία. Η σκληρή μητριαρχική φιγούρα που προέρχεται από μια στερημένη παιδική ηλικία και απαιτητικές σπουδές, η Μαργαρίτα, προκαλεί αυτή την ανεπιθύμητη οικογενειακή συγκέντρωση. Λέκτορας πανεπιστημίου με αντικείμενο διδασκαλίας τον ποιητή Keats, η Μάνα-Μαργαρίτα είναι κάτι τελείως διαφορετικό από τη Σύζυγο-Μαργαρίτα: η Εβελίνα Αραπίδη φτάνει σε ύψη ερμηνευτικής πληρότητας, κρατώντας την γκάμα των συναισθημάτων σε σταθερή σύνδεση προς το κείμενο και καλύπτοντας έτσι κάποια προφανή κειμενικά κενά. Ο σπαραγμός της –το σημείο κορύφωσης του έργου– είναι αριστοτεχνικά ερμηνευμένος: ως σπαραγμός μιας γυναίκας που θέλει να την προσέχουν και που, με υψηλό βαθμό θεατρικότητας, μπορεί εύκολα να περάσει στο αμέσως επόμενο συναίσθημα.

Καθένα από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας βιώνει το πένθος με τελείως διαφορετικό τρόπο. Για τα δυο αδέλφια του (τη Λουίζα και τον Σίμο, που τους ερμηνεύουν, αντίστοιχα, η Μαρλέν Σαΐτη και ο Χάρης Ηλιάδης), ο Ευγένιος είναι παράδειγμα προς αποφυγήν. Ως νέα παιδιά που είναι, προτιμούν ν' αλλάξουν σελίδα και να αποποιηθούν του συναισθήματος της απώλειας. Λιγότερο ιστριονικός από τη Μαργαρίτα, ο πατέρας, ο Λεό, λεπταίσθητα και προσεκτικά ερμηνευμένος από τον Βαγγέλη Ρόκκο, κρατά τις δικές του ισορροπίες με εσωτερικευμένη διακριτικότητα, διατηρώντας ως αντίβαρο την οικονομική/κοινωνική του επιφάνεια. Το κενό επικοινωνίας στη σχέση του ζευγαριού μένει αγεφύρωτο στην παράσταση, καθώς γίνεται αισθητή η αφαίρεση μεγάλων κομματιών του κειμένου.
Η εξαδέρφη Βαλεντίνη και το Σπίτι
Η βαριά ατμόσφαιρα πένθους και το κενό από την απουσία του Ευγένιου διανθίζεται με την εμφάνιση της ιδιότυπης «εξαδέλφης» που διαχειρίζεται το εξοχικό αυτό: με δηκτικό χιούμορ, που αγγίζει τα όρια της αγριότητας, και αδιάφορη για τη γνώμη των άλλων (σαν τον «Τρελό»/«Fool» των σαιξπηρικών δραμάτων), η εκκεντρική, μισότρελη εξαδέλφη Βαλεντίνη υποσκάπτει τη σοβαρότητα του πένθους και αποκαλύπτει, δυο χρόνια μετά, το τελευταίο σημείωμα που η ίδια βρήκε πάνω στο πνιγμένο σώμα του ανιψιού της. Με τη σύνδεση Βαλεντίνης και Εωσφόρου (σατιρική αλλά και δεόντως ανατριχιαστική) ίσως εξορκιστούν οι «δαίμονες» που κατατρύχουν την οικογένεια. Η Εύρη Σωφρονιάδου διατηρεί σταθερή ερμηνευτική μανιέρα, με χιούμορ, λειαίνοντας τις αντιφατικές πτυχές του ρόλου της. Δεν είμαι βέβαιος εάν αυτό είναι και το επιθυμητό, πάντως αυτό υποβάλλει η σκηνοθεσία.
Το σπίτι δεν είναι ένα αντιπροσωπευτικό ιρλανδικό σπίτι, είναι το Σπίτι οποιουδήποτε, οποτεδήποτε, οπουδήποτε.
Και, ενώ το κείμενο προδιαθέτει για ένα άγριο ιρλανδικό τοπίο γης και θάλασσας, ο Καραμίχος μαζί με τον σκηνογράφο Κώστα Γκαραμέτση έχουν αφήσει μόνο μια υπόνοια θάλασσας σε αφαιρετικό φόντο, ενώ ο τύπος της oblique κουνιστής καρέκλας που υιοθετούν, σε συνδυασμό με την κινητικότητα όλων των αντικειμένων (σκαμνιά, τραπέζια, το μωρουδίστικο καρότσι της εξαδέρφης και αυτό το «εκκύκλημα» ή βαγόνι όπου επιβαίνουν όσοι δεν συμμετέχουν σε κάποια σκηνή), όλα παραπέμπουν στο ασταθές και το ευμετάβολο του ανθρώπινου ψυχισμού απέναντι στον θάνατο, στον αποχωρισμό και στο σύνδρομο στέρησης, και έχουν μια πλάγια αναφορά σε εξοχική επίπλωση. Παρόλα αυτά, το διάχυτο ιρλανδικό στοιχείο έχει αφαιρεθεί ολοκληρωτικά, προφανώς για ν’ αποκτήσουν οι διάλογοι πιο οικουμενική διάσταση. Το σπίτι δεν είναι ένα αντιπροσωπευτικό ιρλανδικό σπίτι, είναι το Σπίτι οποιουδήποτε, οποτεδήποτε, οπουδήποτε. Τα ουδέτερα κοστούμια του Γιώργου Ελευθεριάδη υπηρετούν την ίδια ακριβώς σύλληψη.
Στη σκιά του χαμένου αδερφού
Η ακριβής μετάφραση του τίτλου θα ήταν: «Ήρθε μια τσιγγάνα/ή ένας τσιγγάνος/ καβάλα»: ο Γιώργος Στεφανακίδης συνθέτει εκ νέου το τραγούδι του τίτλου και η Μαρία Τράκα το χορογραφεί. Το μουσικό τοπίο προσγράφεται στα μεγάλα ατού της παράστασης. Ο «Ευγένιος» είναι ένα συμπυκνωμένο έργο με πινελιές μεταφυσικού ρίγους που αντλεί από τη «γενετική δεξαμενή» της οικογένειας για να πυροδοτήσει μια σειρά συναισθηματικών εξάρσεων και δραματικών εντάσεων αλληλοκατηγορίας. Όλα τα μέλη της οικογένειας είναι, τρόπον τινά, «στοιχειωμένα» από την απώλεια του Eugene. Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει «κληρονομική» αυτήν τη κατάρα -καθώς το όνομα «Eugene» παραπέμπει στη λέξη «gene», δηλαδή «γονίδιο»- πάντως είναι σίγουρα συνδεδεμένη με κάποιες δοξασίες για τον Σατανά και τις περίεργες ορέξεις του.
Εξαρχής, η συνάντηση στο εξοχικό στην επέτειο των γενεθλίων του Ευγένιου προσπαθεί να πάρει τον χαρακτήρα ενός πάρτυ με τούρτα στη μνήμη του. Και αυτή η προσπάθεια δεν αποβαίνει άκαρπη: το τελευταίο σημείωμα του αυτόχειρα νέου (επιμελώς κρατημένο ως επτασφράγιστο μυστικό από την εξαδέρφη) έρχεται ως καταλύτης να λυτρώσει την οικογένεια από όλο το φάσμα της ενοχής. Η σκιά του χαμένου αδερφού έρχεται, δηλώνοντας την προγραμματισμένη ημερομηνία αυτοκτονίας του, να αμβλύνει τα οξυκόρυφα συναισθήματα και τις κακοτράχαλες προθέσεις, να γλυκάνει τα πρόσωπα, να τα εξοικειώσει με ό,τι μέχρι προ ολίγου τα ξένιζε: δηλαδή με τον Θάνατο.
Συγγραφέας: Φρανκ ΜακΓκίνες
Σκηνοθεσία-Μετάφραση-Διασκευή: Γιώργος Καραμίχος
Συνεργασία στη Δραματουργία: Έλενα Τριανταφυλλοπούλου
Σχεδιασμός Φωτισμού: Βαγγέλης Δελιβασίλης
Σκηνικά: Κώστας Γκαραμέτσης
Κοστούμια: Γιώργος Ελευθεριάδης
Πρωτότυπη Μουσική: Γιώργος Στεφανακίδης
Στίχοι: Γιώργος Καραμίχος, Γιώργος Στεφανακίδης
Κίνηση: Μαρία Τράκα
Βοηθός Σκηνοθέτη: Βιργινία Δρακοπούλου
Βοηθός Σκηνογράφου: Ελπίδα Δαλιάνη
Διεύθυνση παραγωγής: Λαμπρίνα Καραγιαννίδου
Επικοινωνία – Γραφείο Τύπου: Μαρία Τσολάκη
Social Media – Διαφήμιση: Renegade Media, Βασίλης Ζαρκαδούλας
Παραγωγή: ΤΕΧΝΗΧΩΡΟΣ
Παίζουν:
Εξαδέλφη Βαλεντίνη: Εύρη Σωφρονιάδου
Μαργαρίτα: Εβελίνα Αραπίδη
Λεό: Βαγγέλης Ρόκκος
Λουίζα: Μαρλέν Σαΐτη
Σίμος: Χάρης Ηλιάδης
«Nα ξέρετε πως αυτό που ακούτε είναι σφύριγμα τρένου», του Θανάση Τριαρίδη, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαρνά και Γιώργου Γκιόκα
Στο θέατρο «Olvio» είδα το έργο του Θανάση Τριαρίδη «Να ξέρετε πως αυτό που ακούτε είναι σφύριγμα τρένου», που σκηνοθέτησαν πολύ ευφάνταστα οι Νίκος Μαρνάς και Γιώργος Γκιόκας. To έργο γράφτηκε λίγο μετά το ναυάγιο, στα ανοιχτά της Πύλου, του αλιευτικού σκάφους «Adriana», που είχε ως αποτέλεσμα τον πνιγμό εκατοντάδων ανθρώπων από την Αίγυπτο, τη Συρία, το Πακιστάν και την Παλαιστίνη. Τότε οι αγνοούμενοι και οι νεκροί είχαν καταχωρηθεί απλώς ως «ακαθόριστοι» στα νερά της Μεσογείου.
«Ακαθόριστα αντικείμενα στις θάλασσες»
Ο χρόνος, κάπου στο εγγύς μέλλον – σ’ έναν επερχόμενο αιώνα, χωρίς ακτιβιστές και πολιτικό αντίλογο. Ο «Τσάμπι» (έξοχος στον ρόλο ο Νίκος Στεργιώτης) είναι παλαίμαχος υπάλληλος του «γραφείου 20/4» της Κρατικής Υπηρεσίας που έχει στο ενεργητικό της την «εκκαθάριση» όλων αυτών των «ακαθόριστων αντικειμένων», όπως σαρκαστικά περιγράφονται τα πτώματα των μεταναστών. Ο «Τσάμπι» δέχεται στο γραφείο του έναν πραγματικό «nerd», τον υπάλληλο με το παρατσούκλι «Χίτσκοκ» (στον ρόλο αυτού του λάτρη ασπρόμαυρων ταινιών του Χόλιγουντ ο σκηνοθέτης Νίκος Μαρνάς, που κυριολεκτικά «δίνει ρέστα») και προσπαθεί να τον εισαγάγει στο αδιάφορο, παραμελημένο κλίμα λήθης του γραφείου.

Το καφκικό σκηνικό (τα εύσημα στην Ηρώ Παρδαβέλλα) απαρτίζουν τρία γραφεία, ένας εκχυμωτής πορτοκαλιών που δεν λειτουργεί και ένα ανοιχτό/αναπάντητο υπόμνημα «προς τα κεντρικά» για την αποκατάστασή του. Πολλά πορτοκάλια κυλούν επί σκηνής. Από έναν φοριαμό λείπει το «καίριο» συρτάρι με τα ονόματα των αγνοουμένων. Μια μηχανή γαλλικού καφέ, ένας υπολογιστής παλαιού τύπου και ένα καλάθι σκουπιδιών συμπληρώνουν το περιβάλλον αυτού του γραφείου, που μοιάζει «ξεχασμένο» από την Ιστορία. Και, ως επιστέγασμα όλων αυτών, ένας μυστηριώδης εργάτης ντυμένος στα κίτρινα και με αντιασφυξιογόνα μάσκα Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κυκλοφορεί σαν εφιάλτης επί σκηνής (ο συν-σκηνοθέτης Κώστας Γκόζιας), φωτισμένος υποβλητικά από την Κατερίνα Μαρία Σαλταούρα. Η μουσική του Οδυσσέα Τσούβαλη είναι, επίσης, πολύ υποβλητική.
«Αυτά που είδατε δεν συνέβησαν»
Η λήθη στο έργο του Τριαρίδη είναι υποβαλλόμενη: το να μην θυμάσαι τα pushback των μεταναστευτικών ροών, να μην καταγράφεις τα κυβερνητικά εγκλήματα και να μην σχολιάζεις την κακουργία της υπηρεσίας (το να είσαι, εν ολίγοις, ο ιδεώδης «αλγοριθμικός υπάλληλος») είναι η απόλυτη επιθυμία του Διευθυντή, που φέρει το ψευδώνυμο «Ρούλης». Τον αντιπαθητικό αυτόν ρόλο ερμηνεύει με θαυμαστή υπερβολή κι ευκινησία ο εκπληκτικός Γιώργος Γκιόκας, φιλοτεχνώντας μιαν εξωφρενική persona, σαν βγαλμένη από κόμικ.
Αξίζει να δει κανείς αυτήν την παράσταση μόνο και μόνο για τον καταιγιστικό ρυθμό της, τον καλοκουρδισμένο της θίασο και την πρωτοτυπία της σκηνοθεσίας. Γενικώς, ο έπαινος είναι το μόνο που αξίζει σ’ αυτήν την ομάδα νέων ηθοποιών (αποφοίτησαν μόλις το 2022 από τη σχολή του Θεάτρου Τέχνης), που εμπνεύστηκαν από το ειλικρινέστατο και απροκάλυπτα καταγγελτικό κείμενο του κύριου Τριαρίδη για να σκαρώσουν μια παράσταση υψηλών προδιαγραφών. Όμως, δεν μπορώ να μην σχολιάσω αρνητικά το κείμενο καθεαυτό. Ενώ συμφωνώ με τη δήλωση του συγγραφέα («Το θέατρο -και η τέχνη- πρέπει να έχει τον χαρακτήρα του επείγοντος: Να μιλάει για τα εγκλήματα την ώρα που γίνονται – να μην περιμένει να περάσουν οι δεκαετίες για να τοποθετηθεί εκ του ασφαλούς»), συμμερίζομαι την οργή του και αποκαλύπτομαι μπροστά στην τόλμη του, δυστυχώς βρίσκω το έργο αφελές.
Το «Να ξέρετε πως αυτό που ακούτε είναι σφύριγμα τρένου», μιμούμενο κάποιες στιγμές του Θεάτρου του Παραλόγου, αναπαράγοντας στερεότυπα του Κάφκα, του Κλάους Μαν και κάποιων φουτουριστικών αφηγήσεων, αποδελτιώνοντας άμεσα τους συμβολισμούς του, μην αφήνοντας περιθώριο στη φαντασία του θεατή και υποβάλλοντας βίαια το πολιτικό του μήνυμα, καταντά ένα μανιφέστο που υποτιμά το κοινό του. Αυτό είναι λυπηρό, γιατί η τολμηρή πολιτική του παρέμβαση θα μπορούσε να δώσει θαυμάσιους καρπούς, προσκρούει όμως στην αφελή επεξηγηματικότητα και στην καρικατουρίστικη διαγραφή των χαρακτήρων.
Κείμενο: Θανάσης Τριαρίδης
Σκηνοθεσία: Νίκος Μαρνάς - Γιώργος Γκιόκας
Σκηνικά - Κοστούμια: Ηρώ Παρδαβέλλα
Μουσική: Οδυσσέας Τσούβαλης
Σχεδιασμός φωτισμού: Κατερίνα Μαρία Σαλταούρα
Φωτογραφίες-video: Φίλιππος Μέμος και Μαρία Μονάντερου
Παίζουν οι ηθοποιοί: Κώστας Γκόζιας, Νίκος Μαρνάς, Γιώργος Γκιόκας, Νίκος Στεργιώτης
Επικοινωνία: Γιώτα Δημητριάδη
Παραγωγή: SPEAK ART PRODUCTIONS AMKE
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας και κριτικός θεάτρου και χορού.






















