
Για τις παραστάσεις «Πέντε μικρά έργα του Σάμιουελ Μπέκετ», από τους Loxodox, σε σκηνοθεσία Αλκίνοου Δωρή και «Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, από τους «Αυτή κι Αυτοί», σε σκηνοθεσία Αντρέα Ψύλλια. Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία από την παράσταση «Πέντε μικρά έργα του Σάμιουελ Μπέκετ».
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
«Πέντε μικρά έργα του Σάμιουελ Μπέκετ», των Loxodox
Στη «Σκηνή Μπέκετ», στα Εξάρχεια, έναν ευρύχωρο ισόγειο χώρο με τζαμαρία που έχει μετατραπεί σε θεατρική σκηνή, οι (γνωστοί μας πια) Loxodox ερμηνεύουν με φροντίδα και γνώση πέντε έργα του Σάμιουελ Μπέκετ: το «Footballs», το «Play», το «Acte sans paroles II», το «Rockaby» και το «Come and Go». Το πρώτο είναι έργο που αποδόθηκε σε συνοπτική μορφή, τα δύο δεύτερα παίζονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και είναι μονόπρακτα μικρής διάρκειας, εκ των οποίων το δεύτερο («Act without words II») περιλαμβάνει μόνο μιμική, το τέταρτο είναι ο μονόλογος μιας γυναίκας και το πέμπτο προορίζεται για τρία πρόσωπα. Η ομάδα Loxodox έχει προβεί σε σοβαρή δραματουργική επεξεργασία των πέντε αυτών έργων, ενώ η μουσική της Στέλλας Γαδέδη επενδύει την πειραματική αυτήν παράσταση.
Το «Footfalls» γράφτηκε στα αγγλικά το 1975 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Royal Court Theatre το 1976 σε σκηνοθεσία του ίδιου του Μπέκετ. Οι χαρακτήρες είναι δύο: η Μαίη (μια γυναίκα γύρω στα σαράντα που δείχνει πολύ νέα) και η ετοιμοθάνατη Μητέρα της. Με σταδιακά ντιμαρίσματα του φωτός ο Μπέκετ αναδεικνύει το πρόσωπο της Μαίη, που περπατά πάνω-κάτω απευθυνόμενη στη μητέρα της, ενώ παραμένει απόλυτα αναδιπλωμένη στον εαυτό της. Αραιά και πού ακούγεται και η φωνή της ενενηντάχρονης Μητέρας, που ωστόσο παραμένει απροσδιόριστο εάν υπάρχει στ’ αλήθεια ή είναι γέννημα της φαντασίας της Μαίη.
Το «Play» είναι μονόπρακτο, γράφτηκε μεταξύ 1962 και 1963, και παρουσιάστηκε στις 7 Απριλίου 1964 στο Old Vic του Λονδίνου. Τρεις είναι οι χαρακτήρες: ένας άνδρας, η σύζυγος (ή σύντροφός) του και η ερωμένη του. Οι τρεις φιγούρες είναι ακινητοποιημένες, τρόπον τινά, όπως στο Endgame, και τα πρόσωπα αυτονομούνται τη στιγμή που φωτίζονται, ενώ αρχίζουν να μιλούν το ένα «πάνω» στο άλλο για τη σχέση τους: παρά το κομφούζιο που σκόπιμα προκαλείται, μπορεί κανείς να διακρίνει ένα επαναλαμβανόμενο λεκτικό refrain. Ονόματα δεν αναφέρονται, μόνο αντωνυμίες σε α’ πρόσωπο.
Το «Act Without Words II» είναι ένα σύντομο μιμικό έργο που γράφτηκε από τον Μπέκετ στα Γαλλικά («Acte sans paroles II»), στη συνέχεια μεταφράστηκε από τον ίδιον στα Αγγλικά στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Εκτός από τον απεριποίητο, χαοτικό άντρα που παίζει τον έναν βωβό ρόλο, υπάρχει ένα δεύτερο ανδρικό πρόσωπο που βγαίνει από το ίδιο sleeping-bag και είναι εκ διαμέτρου αντίθετης ψυχοσύνθεσης, καθώς κι ένας γάντζος που κατεβαίνει από ψηλά και είναι άγνωστης προέλευσης (σαν από μηχανής θεός ή ως υπαινιγμός τρίτου προσώπου, καθοριστικού για τη δράση). Ο πρώτος άντρας καταπίνει χάπια, προσεύχεται, προσπαθεί να ντυθεί εις μάτην, μασουλά ένα καρότο και αμέσως το φτύνει, ενώ ο πρόθυμος και οργανωμένος δεύτερος ανδρικός χαρακτήρας φροντίζει τον εαυτό του και βουρτσίζει τα δόντια του, ελέγχει το ρολόι του πολλές φορές και συμβουλεύεται χάρτη προτού προβεί σε κάποια ενέργεια: η μόνη ενέργεια, άλλωστε, είναι η μετακίνηση του υπνόσακου. Η παντομίμα ολοκληρώνεται με black-out.
Στo «Rockaby», μια μοναχική καλοντυμένη γυναίκα κάθεται ακίνητη σε μια κουνιστή πολυθρόνα, μια berceuse
Στo «Rockaby», μια μοναχική καλοντυμένη γυναίκα κάθεται ακίνητη σε μια κουνιστή πολυθρόνα, μια berceuse, ενώ στο τελευταίο μέρος του μονολόγου της πλησιάζει ένα παράθυρο του ισογείου και διακρίνει απειλητικές ανθρώπινες μορφές στο απέναντι φωτισμένο παράθυρο. Η κουνιστή καρέκλα κινείται από μόνη της, και ο μονόλογος της ανέκφραστης γυναίκας, με συνεχή ανακεφαλαίωση των πρώτων γραμμών εκθέτει τη ζωή της και τον θάνατο της μητέρας της. Το «Rockaby» διασταυρώνεται με το εναρκτήριο έργο της παράστασης, το «Footfalls», προσδίδοντας δραματουργική ενότητα στην παράσταση. Η φωνή της μοιάζει με λαϊκό νανάρισμα ή με επιθανάτιο ρόγχο, καθώς οι γραμμές της απαγγέλλονται ρυθμικά.
Το «Come and Go» είναι σατιρικό μονόπρακτο με τρεις γυναικείους χαρακτήρες απροσδιόριστης ηλικίας που φέρουν τα ονόματα Φλο, Βι και Ρου και φορούν πολυκαιρισμένα χρωματιστά, ολόσωμα παλτά και καπέλα. Συναντιούνται σε ένα είδος reunion σε κάποιο υπαίθριο παγκάκι πάρκου, ενώ η κινησιολογία και ο τρόπος πιασίματος των χεριών τους αποτελεί ανάμνηση της κοινής παιδικής τους ηλικίας. Η κάθε μια με τη σειρά της βγαίνει για λίγο έξω, αφήνοντας στις άλλες δύο τη δυνατότητα να την κουτσομπολέψουν: υποτίθεται, δε, ότι η μια αποκαλύπτει στο αυτί της άλλης ένα αποτρόπαιο μυστικό, υιοθετώντας κινήσεις μαριονέτας.
Ο Αλκίνοος Δωρής συνεργάστηκε με τον Θωμά Οικονομάκο στους φωτισμούς, σεβόμενος τις υποδείξεις του Μπέκετ, αλλά και υπακούοντας στις συνθήκες που αναδεικνύει η συγκεκριμένη σύνθεση των πέντε μπεκετικών έργων: το σκεπτικό του περιλαμβάνει μια πρόθεση ανάδειξης του εφιαλτικού χαρακτήρα των ανθρωπίνων, καθώς και του σαρκασμού απέναντι σε πέντε διαφορετικές συνθήκες κοινωνικής συνύπαρξης ή κοινωνικής μόνωσης. Επίσης, σε μια δημοκρατική διεργασία συν-σκηνοθεσίας, οι τρεις πολύ καλοί ηθοποιοί του (Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου, Γιάννης Μπάτσης και Κατερίνα Ρουσιάκη) πρότειναν ένα αμάλγαμα διαφορετικών ερμηνευτικών προσεγγίσεων: ανασχηματιζόμενοι κατά μονάδες, ντουέτα ή τρίο που κινούνται (ή ακινητούν) πάνω στο κόκκινο χαλί του δαπέδου και κατακτούν το κοινό με την εκφραστικότητά τους.
Οι Loxodox ιδρύθηκαν το 2019. Συναντήθηκαν τον χειμώνα του 2016 στο Θέατρο Σφενδόνη και απαρτίζονται από ηθοποιούς, δραματουργούς, τεχνικούς, ηλεκτρολόγους, βοηθούς σκηνοθέτες
Οι Loxodox ιδρύθηκαν το 2019. Συναντήθηκαν τον χειμώνα του 2016 στο Θέατρο Σφενδόνη και απαρτίζονται από ηθοποιούς, δραματουργούς, τεχνικούς, ηλεκτρολόγους, βοηθούς σκηνοθέτες και πάνω απ' όλα από ανθρώπους που αγαπούν το θέατρο και ζουν μέσα σ΄ αυτό. Δεν παίρνουν αποφάσεις για τα πράγματα πριν αυτά συμβούν, καθώς ο ορίζοντάς τους, όπως δηλώνουν, θα ήταν στενός και οι ιδέες θα φυλάκιζαν τους εαυτούς τους. Όταν παίζουν γίνονται οι ίδιοι το αντικείμενο της παρατήρησής τους, καθώς το θέατρο εδραιώνεται πρώτα απ' όλα στον εαυτό μας, έπειτα πλουτίζει το περιβάλλον της ζωής, μάλλον της αληθινής. «Ο Αστικός Μύθος του Γ.Ψ.» ήταν η πρώτη παράσταση των Loxodox, ενώ συγκλονιστικό ήταν το περσινό τους «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» του Σαίξπηρ.
Συγγραφέας: Σάμιουελ Μπέκετ
Σκηνοθεσία: Αλκίνοος Δωρής
Πρωταγωνιστούν: Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου, Γιάννης Μπάτσης, Κατερίνα Ρουσιάκη
Μετάφραση: Αλκίνοος Δωρής
Δραματουργική επεξεργασία: Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου, Γιάννης Μπάτσης, Κατερίνα Ρουσιάκη, Αλκίνοος Δωρής
Μουσική: Στέλλα Γαδέδη
Σκηνικά-Κοστούμια: Loxodox
Φωτισμοί: Θωμάς Οικονομάκος
«Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, των «Αυτή κι Αυτοί»
Μια άλλη νεανική, φρέσκια φετινή παράσταση είναι «Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα», σε σκηνοθεσία του Αντρέα Ψύλλια, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.
Ο Κερκυραίος Κωνσταντίνος Θεοτόκης (1872-1923), ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες πεζογράφους, υπήρξε πρωτοπόρος του κοινωνικού ρεαλισμού στην ελληνική λογοτεχνία, επιστρατεύοντας συχνά το επτανησιακό ιδίωμα. Υποστήριξε τις ιδέες της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας στα έργα του Η τιμή και το χρήμα, Κατάδικος και Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα (1920).
Το κείμενο του «Καραβέλα» είναι ζοφερό και η παράσταση κατορθώνει να αναπαραγάγει το κλίμα αυτό: «Μαύρη γυαλιστερὴ ἡ γωνιά, ὥς ἀπάνου στὴ στέγη, ἀπὸ τὴν ἀθάλη· μαῦροι οἱ παλιωμένοι τοῖχοι, πὤδειχναν τὲς πέτρες τους· μαῦρο τὸ πατημένο χῶμα τοῦ σπιτιοῦ· μαῦρα τὰ δοκάρια καὶ οἱ ἀραιὲς σανίδες τῆς στέγης ἀπὸ τοὺς καπνοὺς πολλῶν αἰώνων· μαῦρο τὸ κόνισμα πάνουθε ἀπὸ τὸ κρεββάτι. Καὶ τώρα ἐφαινότουν ὥς κι' ὁ ἀέρας μαῦρος, παρόμοιος σὲ ψιλὴ πυκνὴ ἀθάλη, σκορπισμένη σ' ὅλο τὸ σπίτι, κ' ἐθάμπωνε τοῦ λυχναριοῦ τὸ φῶς. Κι' αὐτὴ ἡ μαυρίλα ἐμύριζε βαρειὰ ἀπὸ καπνούς, ἀπὸ χυμένο κρασί, ἀπὸ πρόβατο καὶ τράγο».
Πολύ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το κοκκινωπό χώμα, καθώς δραματουργικά (ως λουτρό από χώμα) επενδύει σχεδόν όλες τις σκηνές, ενώ συμβολικά παραπέμπει στο «χους εί και εις χουν απελεύσει», κι επιπλέον χρησιμεύει και ως στοιχείο μεταμόρφωσης των χαρακτήρων. Στο νατουραλιστικό αυτό έργο οι χαρακτήρες που περιβάλλουν τον Καραβέλα (Μαρία, Γιάννης, Αργύρης και Χρυσάνθη) αντικατοπτρίζουν την πατριαρχική δόμηση της κοινωνίας του χωριού, που κάθε άλλο παρά «αθώα» είναι, καθώς έχει επιμολυνθεί από τα βίτσια της σεξουαλικής υποταγής και της φιλαργυρίας. Η κοινωνική παθογένεια, η αήθεια, το ένστικτο κυριαρχούν, στα πλαίσια μιας κοινωνίας που σταδιακά μετασχηματίζεται.
Οι εξαιρετικές χορογραφίες και η δύσκολη κινησιολογική γραμμή της Αφροδίτης Καλαφάτη είναι το μεγάλο ατού της παράστασης, ενώ άψογοι ήταν οι φωτισμοί του Γιάννη Καραλιά, όπως και τα κοστούμια της Αλεξάνδρας Μπαρή. Αντίθετα, οι επί σκηνής μουσικοί Ελένη Αληφραγκή και Βαγγέλης Σταθόπουλος δεν με έπεισαν με τα τραγούδια τους τύπου μπαλάντας (όπως το εναρκτήριο/επιλογικό τραγούδι «Ψηλά στου χωριού τη γειτονιά»), παρά τις τεράστιες φωνητικές τους δυνατότητες και τη μεγάλη ερμηνευτική τους ευαισθησία: προφανώς τα τραγουδιστά μέρη «με πέταξαν έξω», αμβλύνοντας τις έντονες σκηνές με λυρισμό και αποκλίνοντας αισθητά από το «δημώδες» και «ροκ» ύφος κάποιων σκηνών, που όντως ήταν πολύ πιο ταιριαστό. Θα ξεχώριζα τον Αλέξανδρο Παυλίδη για τις υψηλές του ερμηνευτικές δυνατότητες, τον Πάνο Μαλικούρτη για τον σπαραγμό που επιδεικνύει κατά την ερμηνεία του Καραβέλα και την Ηρώ Κόκκινου για το θηλυκό εκτόπισμά της.
Τη δραματοποίηση της «Ζωής και του θανάτου του Καραβέλα» έχει κάνει ο Σπύρος Αναστασίνης και τη σκηνοθεσία ο Αντρέας Ψύλλιας. Πρέπει εδώ να επισημάνω ότι η αγάπη για την ελληνική λογοτεχνία και η ανάγκη ενός δημιουργού να προβάλει και να κάνει «να ακουστεί» ο όμορφος λόγος ενός συγγραφέα δεν αρκεί ώστε να ευσταθεί μια παράσταση. Κρίνω πως στη συγκεκριμένη (καθ’ όλα αξιέπαινη) προσπάθεια αυτών των νέων παιδιών η αφήγηση παρέμεινε ένα «εξωτερικό», παράλληλο γεγονός που σεβάστηκε μεν απολύτως το κείμενο του Θεοτόκη, όμως υποστηρίχθηκε από ισχνή δραματουργία. Η επιστράτευση δύσκολων θεατρικών προσωπείων, κραυγών, κινήσεων και σχηματισμών επί σκηνής δεν υπηρέτησε καθόλου τη δραματοποίηση αυτής της αφήγησης, ώστε το κείμενο να «ζωντανέψει» και να παραγάγει ένα αξιόλογο θεατρικό συμβάν.
Η ομάδα «Αυτή κι Αυτοί» δημιουργήθηκε το 2017 από την Ελένη Αληφραγκή (Αυτή), τον Σπύρο Αναστασίνη, και τον Αντρέα Ψύλλια (Αυτοί). Πρωτοεμφανίστηκαν στο φεστιβάλ Duet Yourself του θεάτρου Άλφα, όπου παρουσίασαν μια διασκευή του έργου Βουρκόλακας του Αργύρη Εφταλιώτη. Δύο χρόνια αργότερα, παρουσίασαν το έργο ως ολοκληρωμένη παράσταση, και στην ομάδα προστέθηκε ο Τάσος Χαλάς. Το 2022 ανέβασαν τον Ζητιάνο του Ανδρέα Καρκαβίτσα, ενώ την Άνοιξη του 2023 δραματοποίησαν το μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθούλη Την Κυριακή έχουμε γάμο στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Την ομάδα της συγκεκριμένης παράστασης αποτελούν ο Πάνος Μαλικούρτης, η Τερέζα Καζιτόρη, ο Σπύρος Αναστασίνης, ο Αλέξανδρος Παυλίδης, η Ηρώ Κόκκινου και η Γεωργία Σωτηριανάκου.
Σκηνοθεσία: Αντρέας Ψύλλιας
Δραματουργία: Σπύρος Αναστασίνης
Μουσική: Ελένη Αληφραγκή
Βοηθός Σκηνοθέτη: Τάσος Χαλάς
Κίνηση: Αφροδίτη Καλαφάτη
Σκηνικά-Κοστούμια: Αλεξάνδρα Μπαρή
Φωτισμοί: Γιάννης Καραλιάς
Κατασκευή Κοστουμιών: Γεωργία Καραθανάση
Μουσικοί επί σκηνής: Ελένη Αληφραγκή, Βαγγέλης Σταθόπουλος
Παίζουν: Τερέζα Καζιτόρη, Σπύρος Αναστασίνης, Αλέξανδρος Παυλίδης,
Ηρώ Κόκκινου, Γεωργία Σωτηριανάκου, Πάνος Μαλικούρτης
*Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα «Αλλοτεκοίτη – Εκεί που χάθηκε η βλάστηση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.