Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ [Ernest Hemingway] και ο Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ [F. Scott Fitzgerald], Αμερικανοί πεζογράφοι και εκπρόσωποι της «Χαμένης γενιάς», της γενιάς που ενηλικιώθηκε τα δύσκολα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν άσπονδοι φίλοι. Η συγγραφική τους κόντρα έχει αφήσει εποχή.
Επιμέλεια: Σόλωνας Παπαγεωργίου
Γνωρίστηκαν στο Παρίσι των années folles, ταξίδεψαν μαζί και για ένα μεγάλο διάστημα, αλληλογραφούσαν τακτικά, ώσπου οι σχέσεις τους ψυχράνθηκαν καθώς το άστρο του Χέμινγουεϊ ανέτειλε και του Φιτζέραλντ έδυε.
«Κυρία μου, είναι πάντα λάθος να γνωρίζεις έναν συγγραφέα», γράφει ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ στο Θάνατος το απομεσήμερο. Ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ φαίνεται πως συμφωνούσε μαζί του: «Απέφευγα με μεγάλη προσοχή τους συγγραφείς, καθώς μπορούν να διαιωνίζουν τα προβλήματά τους καλύτερα από τον καθένα», γράφει στο δοκίμιό του Η κατάρρευση, που δημοσιεύτηκε μετά από τον θάνατό του.
Ο Χέμινγουεϊ και ο Φιτζέραλντ συναντήθηκαν για πρώτη φορά στη Γηραιά ήπειρο, και πιο συγκεκριμένα, το 1925 στη Γαλλία - όπου τους συνάντησε κι ο πρωταγωνιστής του Γούντι Άλεν, στην ταινία «Μεσάνυχτα στο Παρίσι»
Παρότι ήταν τρία χρόνια νεώτερος του, ο Χέμινγουεϊ φαίνεται πως είχε πιο γεμάτη ζωή από τον Φιτζέραλντ. Είχε υπηρετήσει ως οδηγός ασθενοφόρου για τον Ερυθρό Σταυρό στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε ταξιδέψει περισσότερο και είχε πάρει συνεντεύξεις από ισχυρούς πολιτικούς ηγέτες της εποχής του, από τον Πρωθυπουργό της Μ. Βρετανίας Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ και από τον Μπενίτο Μουσολίνι. Αντιθέτως, ο Φιτζέραλντ είχε περάσει τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στις στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ, χωρίς να διακινδυνέψει τη ζωή του, κι έκτοτε μοίραζε τον χρόνο του ανάμεσα στα ξέφρενα πάρτι της καλής κοινωνίας.
«Ο νεαρός Χέμινγουεϊ ήταν ριψοκίνδυνος, τολμηρός. Όμως, αδιαμφισβήτητα, κατοικούσε στο σκοτάδι», γράφει στα ημερολόγιά του ο Φιτζέραλντ.
Η πρώτη τους συνάντηση έλαβε χώρα στο παρισινό Dingo Bar. Ο Φιτζέραλντ είχε μόλις δημοσιεύσει το magnum opus του, τον Υπέροχο Γκάτσμπυ, και ο Χέμινγουεϊ ήταν περισσότερο γνωστός ως δημοσιογράφος. Τους ένωνε η αγάπη τους για το αλκοόλ και τη λογοτεχνία.
Όπως αναφέρει ο Χέμινγουεϊ στα απομνημονεύματά του Μια κινητή γιορτή, ο Φιτζέραλντ τού πρότεινε να ταξιδέψουν ως τη Λυών, όπου αυτός και η σύζυγός του, η Ζέλντα Φιτζέραλντ, είχαν εγκαταλείψει το αυτοκίνητό τους κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας. Ο Χέμινγουεϊ συμφώνησε, χωρίς να γνωρίζει πως η περιπέτειά τους θα εκτροχιαζόταν πολύ σύντομα. Για αρχή, ο Φιτζέραλντ δεν εμφανίστηκε ποτέ στον σταθμό του τρένου, κι έτσι, ο Χέμινγουεϊ επιβιβάστηκε ολομόναχος. Ο Φιτζέραλντ παρουσιάστηκε στο ξενοδοχείο του Χέμινγουεϊ στη Λυών ορισμένες ώρες αργότερα, και οι δυο τους κατάφεραν να εντοπίσουν το όχημα, όμως στον δρόμο του γυρισμού, αναγκάστηκαν να κάνουν αρκετές στάσεις, εξαιτίας των έντονων βροχοπτώσεων. Ο Φιτζέραλντ αρρώστησε ελαφρώς, ανεβάζοντας δέκατα, κι άρχισε να παραληρεί, θεωρώντας πως θα πεθάνει, και να καυγαδίζει με τον Χέμινγουεϊ, υποχρεώνοντάς τον να του υποσχεθεί πως θα φροντίσει τη Ζέλντα μετά από τον θάνατό του.
Αφού επέστρεψαν σώοι και αβλαβείς στο Παρίσι των Années folles, οι δυο τους συνέχισαν να κάνουν στενή παρέα. Μάλιστα, ο Φιτζέραλντ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάδειξη του έργου του Χέμινγουεϊ στα πρώτα βήματά του: σύστησε τον Χέμινγουεϊ στον εκδότη του οίκου Scribner και κατόπιν του πρότεινε να κόψει τις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος Κι ο ήλιος ανατέλλει, θεωρώντας πως ήταν περιττές, μια συμβουλή που ο Χέμινγουεϊ ακολούθησε.
«Ο πιστός και αφοσιωμένος φίλος μου, Σκοτ Φιτζέραλντ, που είχε επενδύσει περισσότερο στη δική μου καριέρα απ’ ό,τι στη δική του, με έστειλε στον Scribner με την ιστορία μου», γράφει στο The art of the short story ο Χέμινγουεϊ.
Για ένα μεγάλο διάστημα, οι δυο τους αλληλογραφούσαν τακτικά, όμως από ένα σημείο και έπειτα, καθώς το άστρο του Χέμινγουεϊ ανέτειλε και του Φιτζέραλντ έδυε, οι σχέσεις τους ψυχράνθηκαν. Ενώ ο Φιτζέραλντ συνέχισε να θεωρεί τον Χέμινγουεϊ «τον σπουδαιότερο συγγραφέα της εποχής του», φαίνεται πως τα αισθήματα δεν ήταν αμοιβαία. Μετά από την έκδοση του μυθιστορήματος Τρυφερή είναι η νύχτα, ο Φιτζέραλντ έγραψε στον συνάδελφό του, θέλοντας να μάθει την άποψή του για το βιβλίο. Στην απάντησή του, ο Χέμινγουεϊ εμφανίζεται αρκετά επικριτικός απέναντί του.
«Αγαπητέ Σκοτ: Το βιβλίο σου μου άρεσε και δεν μου άρεσε. Ξεκινάς με μια υπέροχη περιγραφή της Σάρα και του Τζέραλντ (δυστυχώς, ο Ντος πήρε το αντίτυπό μου, οπότε δεν είμαι βέβαιος για τα ονόματα των χαρακτήρων σου). Μετά, όμως, αρχίζεις να παίζεις μαζί τους, να λες ανακρίβειες για την καταγωγή τους, τους αλλάζεις και τους κάνεις άλλους ανθρώπους, και αυτό είναι κάτι που απαγορεύεται, Σκοτ. Αν βασιστείς σε αληθινούς ανθρώπους για να δημιουργήσεις χαρακτήρες, τότε δεν γίνεται να αλλάξεις τις προσωπικότητες των γονιών τους (είτε μας αρέσει είτε όχι, όλοι διαμορφωνόμαστε από τους γονείς μας), δεν γίνεται να τους αναγκάσεις να κάνουν πράγματα που δεν θα έκαναν ποτέ. […] Όταν έχουμε έμπνευση, μπορούμε να επινοήσουμε ολόκληρες ιστορίες από το μηδέν, αρκεί να επινοούμε αλήθειες, πράγματα που θα μπορούσαν να ‘χουν συμβεί.
[…]
»Θα ήθελα να σε δω κάποια στιγμή που θα είμαστε νηφάλιοι, για να μιλήσουμε. Ήσουν απαίσιος όταν τα είπαμε στη Νέα Υόρκη, δεν έβγαλα άκρη. Βλέπεις, Μπο, δεν είσαι τραγικός χαρακτήρας. Ούτε και εγώ είμαι. Είμαστε απλοί συγγραφείς, και το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να γράφουμε. Εσύ, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο στη γη, χρειαζόσουν πειθαρχία· αντ’ αυτού, παντρεύτηκες κάποια που σε ζηλεύει για τη δουλειά σου, κάποια που θέλει να σε ανταγωνιστεί και να σε καταστρέψει. Δεν είναι τόσο απλό, κατάλαβα πως η Ζέλντα ήταν τρελή από την πρώτη στιγμή που την είδα, μα εσύ περιέπλεξες τα πράγματα ακόμα περισσότερο αφού την ερωτεύτηκες και, φυσικά, αφού είσαι αλκοολικός. Όμως, δεν πίνεις περισσότερο από τον Τζόις και, εδώ που τα λέμε, οι περισσότεροι συγγραφείς είναι αλκοολικοί. Αλλά Σκοτ, οι καλοί συγγραφείς πάντα κάνουν την επάνοδό τους. Πάντα. Τώρα είσαι δυο φορές καλύτερος από ό,τι ήσουν παλιότερα, τότε που πίστευες πως ήσουν εξαιρετικός. Ξέρεις, δεν πιστεύω πως ο Γκάτσμπι είναι ένα σπουδαίο βιβλίο. Πλέον, μπορείς να γράψεις δυο φορές καλύτερα. Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να γράφεις λέγοντας την αλήθεια, χωρίς να ενδιαφέρεσαι για το τι θα πουν οι άλλοι».
Είναι γεγονός πως ο Χέμινγουεϊ δεν συμπαθούσε τη Ζέλντα Φιτζέραλντ. Μάλιστα, της καταλόγιζε την ευθύνη για την άσχημη συναισθηματική κατάσταση, αλλά και τον καλλιτεχνικό εκπεσμό του συζύγου της, όπως αναφέρει σε μια επιστολή του στον βιογράφο Άρθουρ Μίζνερ:
«Πιστεύω πως στην ουσία γράφουμε για δύο άτομα· για τον εαυτό μας, θέλοντας να παραδώσουμε ένα απολύτως τέλειο κείμενο· κι αν όχι τέλειο, τότε υπέροχο· κι ύστερα, γράφουμε για αυτή που αγαπάμε, είτε ξέρει γραφή κι ανάγνωση είτε όχι, είτε είναι ζωντανή είτε νεκρή. Νομίζω πως ο Σκοτ, πιστεύοντας σε μια περίεργη, μπερδεμένη ιρλανδική-καθολική ιδέα περί μονογαμίας, έγραφε για τη Ζέλντα, και όταν έχασε κάθε ελπίδα γι’ αυτή κι εκείνη κατέστρεψε την αυτοπεποίθησή του, όλα τελείωσαν».
Από το 1936 ως τον θάνατο του Φιτζέραλντ το 1940, οι δυο τους έπαψαν να είναι φίλοι. Καταλυτικό ρόλο φαίνεται να έπαιξε η δημοσίευση του διηγήματος του Χέμινγουεϊ «Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο» στο περιοδικό Esquire, στο οποίο γίνεται μια ονομαστική αναφορά στον Φιτζέραλντ:
«Ήταν βαρετοί και έπιναν πολύ, ή έπαιζαν πολύ τάβλι. Ήταν βαρετοί και επαναλαμβάνονταν. Θυμόταν τον κακομοίρη τον Σκοτ Φιτζέραλντ και τον ρομαντικό θαυμασμό που έτρεφε γι’ αυτούς και το ότι κάποτε είχε ξεκινήσει μια ιστορία με τη φράση: ‘’Οι πολύ πλούσιοι είναι διαφορετικοί από εσένα και εμένα’’. Και πως κάποιος είχε πει στον Σκοτ: ‘’Ναι, επειδή έχουν πολλά χρήματα’’. Ο Σκοτ δεν το είχε βρει αστείο. Θεωρούσε πως ανήκαν σε μια ξεχωριστή, εντυπωσιακή φυλή και μόλις ανακάλυψε πως δεν ίσχυε αυτό, απογοητεύτηκε περισσότερο από ποτέ».
Όταν ο Φιτζέραλντ διάβασε το διήγημα, δεν χάρηκε ιδιαιτέρως:
«Αγαπητέ Έρνεστ,
Σε παρακαλώ να με αφήνεις στην ησυχία μου όταν δημοσιεύεις. Αν επιλέγω να γράφω de profundis μερικές φορές, δεν σημαίνει πως επιθυμώ οι φίλοι μου να προσεύχονται δυνατά γύρω από το πτώμα μου. Δεν αντιλέγω πως είχες καλές προθέσεις, αλλά έχασα τον ύπνο μου για ένα βράδυ. Οπότε, όταν συμπεριλάβεις την ιστορία σε κάποιο βιβλίο, θα σε πείραζε να βγάλεις το όνομά μου; Πρόκειται για μια καλή ιστορία -μια από τις καλύτερές σου-, παρόλο που η φράση ‘’ο κακομοίρης Σκοτ Φιτζέραλντ’’ μου χάλασε τη διάθεση».
Παρόλο που ο Χέμινγουεϊ εστιάζει αρκετά στις αρνητικές πλευρές του Φιτζέραλντ στα απομνημονεύματά του, σημειώνοντας μάλιστα πως «δεν έτρεφε τον παραμικρό σεβασμό για αυτόν και εκτιμούσε μόνο το υπέροχο, ατόφιο ταλέντο του που χαραμίστηκε», ο βιογράφος Σκοτ Ντόναλντσον υποθέτει πως η πικρία του Χέμινγουεϊ ίσως να οφειλόταν στη ζηλοφθονία του, εφόσον το έργο του Φιτζέραλντ, μετά απ’ τον θάνατό του, είχε αρχίσει να επαινείται περισσότερο από την κριτική.
Στο βιβλίο Hemingway vs. Fitzgerald, ο Ντόναλντσον καταλήγει στο εξής συμπέρασμα όσον αφορά στη σύνθετη σχέση των δύο εκπροσώπων της «Χαμένης γενιάς»:
«Ο έρωτας δεν λειτουργεί για τους χαρακτήρες του Χέμινγουεϊ καθώς η ίδια η μοίρα τους τάσσεται εναντίον τους. Οι γάμοι δεν διαρκούν στη μυθοπλασία του. Ο θάνατος παρεμβαίνει όταν οι ήρωές του προσπαθούν να εξελιχτούν, όπως συμβαίνει με την Κάθριν Μπέρκλι ή τον Ρόμπερτ Τζόρνταν. Μετά από την Πτώση, δεν υπάρχει επιστροφή στον Κήπο. Οι ερωτικές σχέσεις δεν έχουν χαρούμενο τέλος ούτε στο έργο του Φιτζέραλντ, για διαφορετικούς λόγους. Στο σύμπαν του, ο έρωτας διαρκεί μόνο αν το αντικείμενο του πόθου απορρίψει τον εραστή, κι έτσι αυτή παραμένει για πάντα εξιδανικευμένη στο μυαλό του. Σε περίπτωση που οι δυο τους παντρευτούν, διαλύονται οι ψευδαισθήσεις χάρη στις οποίες υπήρξε ο έρωτας, με αποτέλεσμα, στην καλύτερη των περιπτώσεων, οι δυο τους να απογοητεύουν ή, στα όψιμα έργα του, να καταστραφούν.
»Οι σχέσεις που αποτυγχάνουν στις ιστορίες και στα μυθιστορήματα του Χέμινγουεϊ και του Φιτζέραλντ αντικατοπτρίζουν τις σχέσεις στη ζωή τους. Ο Χέμινγουεϊ, που παντρεύτηκε τέσσερις φορές, διέλυσε μόνος του τους τρεις πρώτους του γάμους και επεδίωξε να διαλύσει και τον τέταρτο. Ο Φιτζέραλντ παντρεύτηκε μια φορά, αλλά ο γάμος του με τη Ζέλντα μόνο επιτυχημένος δεν ήταν. Εφόσον ο έρωτας δεν είχε μεγάλη διάρκεια για κανέναν από τους δύο, ούτε η φιλία θα μπορούσε να διαρκέσει».
Πηγές: Hemingway vs. Fitzgerald (Scott Donaldson, εκδ. Abrams Press), Lit Hub, The Marginalian