Ο νεαρός Βιετναμέζο-Αμερικανός Ocean Vuong αποκαλύπτει τα δέκα βιβλία που διαμόρφωσαν τη λογοτεχνική ματιά του, τα έργα που του έδωσαν την απαραίτητη έμπνευση για να γράψει το πρώτο, βραβευμένο μυθιστόρημά του «Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι» (μτφρ. Έφη Φρυδά, εκδ. Gutenberg.
Επιμέλεια: Book Press
Παρά το νεαρό της ηλικίας του, ο Όσιαν Βουόνγκ έχει ήδη διακριθεί για το λογοτεχνικό, αλλά και για το ποιητικό του έργο. Σε μια δημοσίευσή του, ο ταλαντούχος δημιουργός απαρίθμησε τα δέκα βιβλία που τον στιγμάτισαν και ενέπνευσαν τη δημιουργία του πρώτου του μυθιστορήματος, με τίτλο Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι (μτφρ. Έφη Φρυδά), το οποίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg.
Τα δέκα βιβλία που διαμόρφωσαν τη λογοτεχνική του ματιά
[με δικά του λόγια]
«Αγαπημένη» (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Παπαδόπουλος), της Τόνι Μόρισον
«Τι να πω γι' αυτό το βιβλίο που δεν έχει ήδη ειπωθεί, με τρόπο εύγλωττο και περιεκτικό; Όταν άρχισα να το διαβάζω, ανακάλυψα κάτι που δεν περίμενα: πως, πέρα από όλα τα άλλα υπέροχα πράγματα που είναι η Αγαπημένη, είναι επίσης και μια ιστορία για την προσφυγιά. Το μυθιστόρημα περιγράφει την επιβίωση ως μια πράξη δημιουργίας, ιδιαίτερα για εκείνες τις μητέρες που βίωσαν τραυματικές εμπειρίες και απόκτησαν τη δύναμη να προστατεύσουν τα παιδιά τους μέσω της αγάπης τους – ακόμα κι αν αυτό σήμαινε πως θα έπρεπε να προβούν στην απόλυτη πράξη σωτηρίας: στον θάνατο. Το βιβλίο είναι μια διατριβή που αποδεικνύει πως η λογοτεχνική βία μπορεί –και κάποιες φορές είναι υποχρεωμένη– να συγκριθεί με την βία στις σελίδες της Ιστορίας, όπου δεν στέκουν οι χαρακτηρισμοί “αυτό που περιγράφεται είναι πολύ βαρύ” ή “πολύ ελαφρύ”, καθώς όλα είναι αληθινά. Στους χαρακτήρες της Μόρισον αναγνώρισα την πρωτοποριακή σκέψη των γυναικών της οικογένειάς μου.
Αν και οι χαρακτήρες της Μόρισον ζουν σε μια εντελώς διαφορετική ιστορική περίοδο, που δεν μπορεί να συγκριθεί με καμία άλλη, το μυθιστόρημα μού έμαθε να βλέπω τους Βιετναμέζους πρόσφυγες ως επιζώντες, σαν τη Sethe, η οποία καλείται να δημιουργήσει ένα μέλλον μετά από τα τόσα παράλογα πράγματα που βίωσε. Μου έδωσε την αυτοπεποίθηση και την αποφασιστικότητα να δω τη βιετναμέζικη-αμερικανική ζωή ως άξια να εμπνεύσει ένα λογοτεχνικό έργο, ως εξαιρετικά όμορφη».
«Dictee», της Theresa Hak Kyung Cha
«Το βιβλίο παρουσιάζει μια από τις πιο ριζοσπαστικές μυθιστορηματικές προσεγγίσεις που έχω διαβάσει, καθώς οι αφηγηματικοί κανόνες της συνοχής, της ανάπτυξης και της εξέλιξης των χαρακτήρων, της εξέλιξης της πλοκής, απορρίπτονται όλοι προκειμένου να κατασκευαστεί μια απαραίτητη, ενορχηστρωμένη αίσθηση αποπροσανατολισμού, που αναδεικνύει τα θέματα της προσφυγιάς, του τραύματος, της εθνικής και της προσωπικής θλίψης. Το μυθιστόρημα μού έδωσε το θάρρος να σταματήσω να βλέπω το ιστορικό τραύμα ως κάτι που πρέπει να ανακατασκευαστεί για να επιτευχθεί η “καλή τέχνη”, και να αρχίσω να βλέπω τη θραυσματική αφήγηση, εξαιτίας της ακατανοησίας της, ως έναν ισχυρό τρόπο για να πω μια ιστορία, έναν τρόπο που επικρίνει τις αποικιοκρατικές απόψεις περί καλής τέχνης, χωρίς ποτέ να ξεχνάει τον βασικό του στόχο: να φροντίζει και να ενώνει εκείνους που απηύδησαν με τις κλασικές αφηγηματικές δομές».
«Autobiography of Red», της Anne Carson
«Αυτό το υβριδικό βιβλίο (ένα μυθιστόρημα γραμμένο σε στίχους) μού δίδαξε τι μπορεί να συμβεί όταν μια κλασική ιστορία εντάσσεται σε άλλα, μεταγενέστερα κείμενα και αποκτά νέα μορφή – η νέα μορφή της ιστορίας μπορεί να εξυψώσει ή να κατακρίνει την πρωτότυπη ιστορία, ενώ ταυτόχρονα αποκτά και τη δική της ζωντάνια. Στην περίπτωση της Carson, το βιβλίο της αφηγείται ξανά τον κλασικό μύθο του Γηρυόνη. Αλλά επιπλέον, χρησιμοποιεί την ανδροκρατούμενη αφήγηση της ανέκδοτης ζωής του Γηρυόνη, ώστε να εντάξει το ελληνικό πρωτότυπο στο σύγχρονο όραμα της Carson για την αγροτική queer ζωή, την απομόνωση της καλλιτεχνικής δημιουργίας και τις τραγικές συνέπειες της εσωστρέφειας σε μια πατριαρχική κοινωνία».
«Μόμπι Ντικ» (μτφρ. Αθανάσιος Χριστοδούλου, εκδ. Gutenberg), του Χέρμαν Μέλβιλ
«Πάντα ένιωθα πως ο Μέλβιλ ήταν ο συγγραφέας που ενσάρκωσε την άποψη του Γουίτμαν περί αμερικανικής πολυπλοκότητας, με τρόπους πολύ πιο πλούσιους και περίπλοκους από τον ίδιο τον Γουίτμαν. Ένα βιβλίο που αρνείται να συμβιβαστεί, ένα βιβλίο που χρησιμοποιεί την αυτοβιογραφική ματιά για να αναδείξει μερικές πολύ ριζοσπαστικές μορφές queerness, για να αναδείξει τον πολυθεϊσμό ως μια μορφή προοδευτικής αυτογνωσίας και για να ασκήσει εκτεταμένη κριτική στο τι σημαίνει να είσαι “λευκός” –τόσο όσο αφορά στην αγνότητα, αλλά και στη φυλή–, ο Μόμπι Ντικ χρησιμοποίει το κυνήγι της φάλαινας αλληγορικά, για να καταδείξει την καταδικασμένη αμερικανική αναζήτηση για αυτογνωσία. Διαβάζοντάς το, σκέφτηκα: Τι θα γινόταν αν ένας queer Αμερικάνος ασιατικής καταγωγής αποφάσιζε, σύμφωνα με τον Μέλβιλ, να μην συμβιβαστεί; Τι θα γινόταν αν όλα τα είδη φωνών, θεμάτων, γνώσεων και επιρροών ήταν εξίσου ισχυρά στο μυθιστόρημα;
Επειδή ήξερα πως δεν ήθελα να γράψω έναν τόμο 600 σελίδων, η επιστολική γραφή μού επέτρεψε να κάνω γρήγορες παρακάμψεις και αφηγηματικά παιχνίδια, διατηρώντας παράλληλα τη ζωτική ανάγκη και την ευαισθησία της άμεσης απεύθυνσης. Η επιστολή κατέληξε να περιγράφει εξολοκλήρου την κύρια πλοκή, ενώ οι παρεκβάσεις στη μνήμη, οι πολιτιστικές αναφορές και οι βινιέτες έγιναν κομμάτια της δευτερεύουσας πλοκής. Και η φάλαινα, πάντα φευγαλέα, απρόσιτη, και τελικά απρόθυμη να κατακτηθεί, είναι η ανάγνωση της επιστολής από τη μητέρα».
«Φώναξέ το στα βουνά» (μτφρ. Μαρία Κονδύλη, εκδ. Μεταίχμιο), του Τζέιμς Μπόλντουιν
«Το μυθιστόρημα που ο Μπόλντουιν ισχυρίζεται ότι “έπρεπε να γράψει πρώτο-πρώτο, εάν [ήθελε] στη συνέχεια να γράψει οτιδήποτε άλλο” είναι ένα μάθημα για το πόσο ισχυρό μπορεί να είναι το αυτοβιογραφικό κείμενο ενός έγχρωμου συγγραφέα. Σε μια κοινωνία που συχνά θεωρεί το λογοτεχνικό ντεμπούτο ενός συγγραφέα ως το τυχαίο αποτέλεσμα των σωστών συγκυριών, το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, όπως αποδεικνύεται από τον Μπόλντουιν, χρησιμεύει ως ο χάρτης του ταξιδιού προς την πραγματική τέχνη. Ουσιαστικά, μας αποδεικνύει πως ένας έγχρωμος συγγραφέας δεν φτάνει στη λογοτεχνική πηγή παρά την καταγωγή του και τις πολιτισμικές του ρίζες, αλλά χάρη σε αυτές· ότι αυτές οι καταβολές, οι πολύπλοκες και πλούσιες σε χαρά και προκλήσεις, είναι τα θεμέλια – όχι τα δεσμά που του στερούν τη φαντασία.
Οι Γερμανοί θα αποκαλούσαν ένα τέτοιο βιβλίο künstlerroman – καλλιτεχνικό μυθιστόρημα. Στα χέρια του Μπόλντουιν, το βιβλίο γίνεται κάτι περισσότερο, γίνεται ένας ταξιδιωτικός χάρτης όπου ένας ομοφυλόφιλος μαύρος συγγραφέας συγκεντρώνει όλη την αυτογνωσία του, μέσα από την προσεκτική, διεξοδική και λαμπρή μελέτη των έργων των προγόνων του, τα οποία φανερώνουν τα ελαττώματά τους, τους θριάμβους τους και το σχεδόν καταστροφικό αποτέλεσμα που επέφερε ο αμερικανικός ρατσισμός στο μυαλό τους και στο σώμα τους».
«The gangster we are all looking for», της lê thị diễm thúy
«Ένα πραγματικά καινοτόμο βιβλίο που χρησιμοποιεί την ταλάντευση και την αποσταθεροποίηση ως αφηγηματικά μέσα. Με τη χρήση πολλών αφηγηματικών φωνών, σε μη γραμμικό χρόνο, το βιβλίο χτίζει μια αφήγηση που μερικές φορές μοιάζει περισσότερο με την πανέμορφη ζωγραφιά ενός τοπίου, παρά με το αποτέλεσμα της λογοτεχνικής γραφής. Αυτό το βιβλίο ήταν πολύ σημαντικό για τη συγγραφική εκπαίδευσή μου, καθώς δείχνει πόσο εύκολα οι έγχρωμοι συγγραφείς μπορούν να χαρακτηριστούν ακατανόητοι αν επιλέξουν να υιοθετήσουν αντισυμβατικά, μη παραδοσιακά μοντέλα αφήγησης για να γράψουν».
«Στο φάρο» (μτφρ. Άρης Μπερλής, εκδ. Ύψιλον), της Βιρτζίνια Γουλφ
«Το συγκεκριμένο βιβλίο εξακολουθεί να μοιάζει τολμηρό καθώς επαναπροσδιορίζει πλήρως τη σημασία της συμβατικής πλοκής, προς όφελος των χαρακτήρων, των ανθρώπων και των ιδεών έναντι της ίδιας της “ιστορίας”, είναι μια πραγματεία που χρησιμοποιεί τον εσωτερικό κόσμο μιας γυναίκας ως το κεντρικό θέμα της μυθοπλασίας. Είναι διακριτικά ανατρεπτικό, αλλά και πολύ καινοτόμο στη δράση του – ή καλύτερα, στην αδράνειά του (όλη η ιστορία μπορεί να συνοψιστεί, με μια δόση υπερβολής, ως πέντε άτομα που διασχίζουν ένα γκαζόν καθώς μια γυναίκα προσπαθεί να τελειώσει τη ζωγραφική της). Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι η επιμονή της Γουλφ σε μια εκτεταμένη αλληγορία (κατά καιρούς ομηρική), ως μέσο για την κατάργηση της κλασικής έννοιας της πλοκής. Τι είναι αληθινό όταν η αλληγορία γίνεται εξίσου αισθητή, αν όχι περισσότερο αισθητή, από τα γεγονότα που διαδραματίζονται, όταν η αλληγορία και πλοκή είναι το ένα και το αυτό;»
«Close to the knives: A memoir of disintegration», του David Wojnarowicz
«Αν για τον καθένα μας υπήρχε μια προσωπική queer Βίβλος, αυτή θα ήταν δική μου. Η ακαταμάχητη γοητεία αυτής της συλλογής δοκιμίων φαίνεται στις απότομες αλλαγές στον τρόπο της γραφής, καθώς και στην ποικιλία της γλώσσας και των εκφραστικών μέσων. Ο Wojnarowicz ταλαντεύεται ανάμεσα στην οργή του για το καθεστώς του Ρήγκαν και στα έντονα λυρικά κομμάτια για την queer μοναξιά, την ασθένεια, την τέχνη και το πένθος για τους εραστές και τους φίλους του που χάθηκαν από την επιδημία του AIDS».
«Crapalachia: A Biography of Place», του Scott McClanahan
«Ο Scott McClanahan είναι ένας από τους λίγους συγγραφείς που πραγματικά επικυρώνουν την άποψη του Κάφκα ότι ένα βιβλίο πρέπει να είναι το τσεκούρι που συντρίβει την παγωμένη ψυχή του εσωτερικού μας. Το Crapalachia, με τον ειρωνικό τίτλο του, είναι κάθε άλλο παρά σαβούρα ή σκουπίδι (crap = σκουπίδι, στα αγγλικά). Στην πραγματικότητα, είναι μια θλιβερή ωδή για τον τόπο, τους ανθρώπους και την ιστορία, μια προσωπική εξερεύνηση των ψεμάτων που βασανίζουν τις αγροτικές κοινότητες της Δυτικής Βιρτζίνια. Είναι η απόδειξη ότι, παρόλο που το μέρος στο οποίο ζείτε έχει παρουσιαστεί πολλές φορές σε άλλα βιβλία, δεν σημαίνει ότι περιγράφει τη δική σας ιστορία ή την ιστορία των δικών σας ανθρώπων. Αυτό το βιβλίο μού έδωσε το θάρρος και τη δύναμη να γράψω για το Χάρτφορντ, μια πόλη στοιχειωμένη από τα φαντάσματα λογοτεχνικών γιγάντων όπως ο Γουάλας Στίβενς, ο Μαρκ Τουέιν και η Χάριετ Μπίτσερ Στόου».
«Dept. of Speculation», της Jenny Offill
«Μια σύγχρονη απόδειξη της δύναμης της βινιέτας ως αφηγηματικού μέσου. Το βιβλίο συνδυάζει τη μυθιστορηματική τεχνική του Σέργουντ Άντερσον με την ελλειπτική αφήγηση της Μαργκερίτ Ντυράς, για να δημιουργήσει κάτι εντελώς καινούριο. Αυτό που προκύπτει είναι η καινοτόμα απαίτηση προς τον αναγνώστη να συμμετάσχει στην πλοκή του μυθιστορήματος, να συμπληρώσει τα κενά, να συμπληρώσει τις στροφές του ποιήματος, μας ζητά και μας επιτρέπει να νιώσουμε τη συναισθηματική πίεση που αντηχεί μέσα από τα συνειρμικά άλματα. Αυτή η στρατηγική είναι απίστευτα δύσκολο να υλοποιηθεί, καθώς προϋποθέτει πως έντονα συναισθήματα θα συμπυκνωθούν στα κενά που πρέπει να συμπληρώσει ο αναγνώστης, χωρίς να υπάρχουν προφανείς νοηματικές “γέφυρες” και αφηγηματικές συνδέσεις».
➻ Οι παραπάνω σκέψεις του Όσεαν Βουόνγκ είναι αποσπάσματα από το άρθρο του στο LitHub. Διαβάστε ολόκληρη την ανάλυσή του για τα δέκα έργα εδώ.