
Της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Πενήντα χρόνια, πέντε δεκαετίες, μισός αιώνας, όπως και να ορίσει κανείς το χρόνο που πέρασε, το ερώτημα είναι πώς τον διασχίσαμε, τι κρατήσαμε από αυτόν και τι δώσαμε. Τι εξοικονομήσαμε και τι σπαταλήσαμε.
Τόσα είναι τα χρόνια από τότε που διάβασα, το 1962, για πρώτη φορά το βιβλίο «Φράνι & Ζούι» του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ. Αν θυμάμαι την ημερομηνία, είναι γιατί τον ίδιο χρόνο είχε κυκλοφορήσεις το πρώτο μου μυθιστόρημα, Επιπλωμένα Δωμάτια – δεν υπάρχει βέβαια συγκριτική διάθεση.
Όταν διάβασα, για πρώτη φορά, μόνο τον τίτλο, δεν ήμουν βέβαιη σε ποιο φύλο ανήκε το καθένα. Διάβασα το Ζούι ως Ζωή, επομένως το εξέλαβα ως γυναικείο. Πολλά από τα ξένα ονόματα, τότε, μου ήταν άγνωστα. Γνωστά ήταν του κινηματογράφου, λιγότερο του θεάτρου, που διαβάζαμε στον τύπο ή στις αφίσες και ταυτίζαμε με τους ήρωες του κινηματογράφου: Τζον, Ρόμπερτ, Βίκτωρ, Τάιρον, Μπέτι, Μωρίν, Σούζαν, τέτοια.
Στην ανάγνωση, η πιστοποίηση του φύλου γινόταν από τις προσωπικές ή κτητικές αντωνυμίες.
Δεν είχα διαβάσει στο περιοδικό, Νιού Γιόρκερ, το διήγημα, Φράνι, κι έτσι μου ήταν άγνωστη, όπως και ο συγγραφέας Τζ. Ντ. Σάλιντζερ. Σύντομα, βρέθηκα ανάμεσα σε συζητήσεις για το βιβλίο, απαρτιζόταν από το διήγημα, Φράνι, και τη νουβέλα Ζούι, που το θέμα του και η γραφή του είχαν δημιουργήσει από καιρό μεγάλη αίσθηση, συζητήσεις και κριτικές ανυπέρβλητου θαυμασμού και προβλέψεις για την πορεία ή την στροφή της λογοτεχνίας και της επίδρασής της ή επιρροής της.
Από την πρώτη μου ανάγνωση, εκτός από το διήγημα, δεν είχα καταλάβει και πολλά. Δεν ήταν θέμα οι άγνωστες λέξεις, αυτές υπάρχουν στα λεξικά, αλλά τι εννοούσαν.
Από την πρώτη μου ανάγνωση, εκτός από το διήγημα, δεν είχα καταλάβει και πολλά. Δεν ήταν θέμα οι άγνωστες λέξεις, αυτές υπάρχουν στα λεξικά, αλλά τι εννοούσαν.
Ύστερα από τα διαβάσματα του Χέμινγουεϊ, του Φιτζέραλντ, του Σίνκλερ και πολλών άλλων, ιδιαίτερα των συγγραφέων της Χαμένης Γενιάς, με την δράση τους, τις περιπλανήσεις τους, την εξωτερίκευση των ιδεών τους και τους κοινωνικούς προβληματισμούς όπως του Στάινμπεκ, του Κάλντγουελ, του Ντρέιζερ και άλλων, ο Σάλιντζερ με είχε παρασύρει σ’ έναν άλλο κύκλο: μάλλον οικογενειακό, περισσότερο κλειστό, με άλλες αναζητήσεις του πνεύματος ή του θείου, πέραν της Αμερικής, που θεωρείτο Αγγλοσαξωνική και Λευκή, και απέστρεφε το πρόσωπό της από άλλες θεωρίες, θρησκευτικές παραλλαγές ή μη μονοθεϊστικές, ασιατικές ή άγνωστων φυλών, περισσότερο ή λιγότερο τελετουργικές .
Μια ανάγνωση δεν ήταν αρκετή, τουλάχιστον για μένα. Το βιβλίο βρισκόταν εν αναμονή όχι μόνο στα ράφια, αλλά κυρίως στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Θα το ξαναδιάβαζα.
Είχα καταλάβει πως δεν αρκεί ο πλούτος των λέξεων σε αριθμό, αλλά ο πλούτος στις λέξεις που χρησιμοποιούνται.
Η δημιουργία της οικογένειας Γκλας δεν ήταν τυχαία, δεν είχε δημιουργηθεί για να ζήσει μόνο στο βιβλίο «Φράνι & Ζούι», που ήδη είχε γίνει πανεπιστημιακό ανάγνωσμα, θα είχε μέλλον.
Το ξαναδιάβασα και υιοθέτησα επίσης το μεγάλο ερωματικό του αναγνωστικού κοινού, ποιος ήταν τέλος πάντων ο συγγραφέας Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, που δεν δίνει συνεντεύξεις, δεν φωτογραφίζεται, δεν κάνει δημόσιες ή κοινωνικές εμφανίσεις;
Τι ήταν; Ένας Μύθος; Ποιο ήταν το πραγματικό, φυσικό πρόσωπο;
Πριν δυο χρόνια το Μουσείο/Βιβλιοθήκη Μόργκαν, στην Πέμπτη Λεωφόρο, στο Μανχάταν ανήγγειλε την Έκθεση Σάλιντζερ. Την επισκέφθηκα, όπως χιλιάδες άλλοι, με μια λαχτάρα: Θα έβλεπα και θα διάβαζα περισσότερα από την προσωπική του ζωή. Όμως δεν υπήρχαν παρά ελάχιστα γραπτά ντοκουμέντα, σε μια προθήκη προφυλαγμένα από την εξωτερική ατμόσφαιρα, όπως κάποιες σύντομες επιστολές, μάλλον κοινές και συγκρατημένα φιλικές.
Τώρα διαβάζοντας το ίδιο βιβλίο, σε επανέκδοση, από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφραση Αύγουστου Κορτώ, που χρησιμοποιεί την γλώσσα με τον δικό του τρόπο, επιβεβαιώνεται η σκέψη ότι τα βιβλία πρέπει να επανεκδίδονται γιατί πάντα υπάρχει μια καινούρια γενιά που διαβάζει.
Η λογοτεχνία έχει τη δική της διαδρομή παράλληλα με την γλώσσα.