Για το βιβλίο του Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς «Το τραγούδι του Χιλμπίλη» (μτφρ. Αριστείδης Μαλλιαρός, εκδ. Δώμα), το μυθιστόρημα του Τζόρτζιο Βάστα «Ο χρόνος που δεν είχα» (μτφρ. Άμπυ Ράικου, εκδ. Καστανιώτη), τη συλλογή διηγημάτων του Γκρεγκ Τζάκσον «Άσωτοι» (μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδ. Αντίποδες) και το μυθιστόρημα του Daniel Magariel «Ένας από μας» (μτφρ. Μάνος Μπονάνος, εκδ. Παπαδόπουλος).
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Ναι, η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται. Και, ναι, η αρχἠ είναι το ήμισυ του παντός. Φυσικά, ξέρουμε: πολλές καλές μέρες ταλανίστηκαν, όσο προχωρούσαν, από θύελλες και καταιγίδες, βυθίστηκαν σε μιαν ανιαρή μουντάδα, ή σκοτείνιασαν απρόσμενα. Και πολλές καλές αρχές δεν άργησαν να το γυρίσουν στο φιάσκο, στο πατατράκ, στον πανωλεθρίαμβο. Μολοντούτο, πάντα η καχυποψία είναι κακός σύμβουλος, πάντα η ενθάρρυνση είναι η έλαφος της γενναιοψυχίας, και πάντα η διαίσθηση και η συσσώρευση εμπειριών σε βοηθάει να καταλάβεις ποια καλή αρχή θα έχει αίσιο μέλλον, πλούσια εξέλιξη, δυναμική πορεία. Τέσσερα βιβλία φιλοξενούνται αυτό τον καιρό στον Σάκο Εκστρατείας του Επίμονου Αναγνώστη, τέσσερις διαφορετικές φωνές, τέσσερις έντονες εκκινήσεις. Μπορούμε κάλλιστα να στοιχηματίσουμε για τις τρεις από τούτες τις πένες ότι θα μας προσφέρουν πολλά. Η τέταρτη, από την οποία και θα αρχίσουμε, ίσως να είπε ήδη όλα όσα είχε να πει, ίσως δεν ξαναφτάσει στο χαρτί. Σημειώνω ότι και τα τέσσερα αυτά ντεμπούτα είναι επιδέξια γυρισμένα στη γλώσσα μας από μεταφραστές οπλισμένους με γνώσεις, μεράκι και παλλόμενη ευαισθησία.
Ο συγκινητικός μας αφηγητής και συγγραφέας πλέει ανάμεσα στις μνήμες και στις κοινωνιολογικές μελέτες, θυμάται και σχολιάζει, ξέρει ότι έχει μείνει εμβρόντητος από τα όσα στριβιλίζονται γύρω του και, διά της γραφής, επιδιώκει να κατανοήσει και να βρει έναν μπούσουλα στο χάος, το οποίο βεβαίως και ο ίδιος υπηρετεί.
«Θέλω να τα πω» λέει το άσμα του Άκη Πάνου. Και ο νεαρός (και μάλλον ήδη γέρων) Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς (J.D. Vance, 1984) αυτό κάνει, τα λέει, και τα ξαναλέει όλα, με πείσμα και επιμονή, στο Τραγούδι του Χιλμπίλη (μτφρ. Αριστείδης Μαλλιαρός, εκδ. Δώμα). Χάνεται στους λαβυρίνθους του παρελθόντος του, χώνεται στα καταγώγια της καταγωγής του, χύνεται στα καλούπια μιας εποχής θραύσης των καλουπιών. Αναζητάει τις ρίζες του για να αντέξει τις ταχύτητες, τις σαρωτικές, της ενήλικης ζωής στις σύγχρονες Ηνωμένες Πολιτείες που δεν θέλουν να ξέρουν από βραδύτητα, που αγανακτούν και στο άκουσμα της λέξης ραστώνη, που φρικιούν απέναντι σε ό,τι δεν είναι παραγωγικότητα/αποτελεσματικότητα/υλοφροσύνη.
Ο Βανς μιλάει με μεταπροτεσταντικούς όρους, μιλάει για «κακή κατάσταση», μιλάει για «ανορθολογικές συμπεριφορές», φάσκει και αντιφάσκει σε κάθε σελίδα, καθώς πασχίζει ν’ αδράξει ένα νόημα, μια σημασία, κάτι που να θυμίζει μια χαμένη αθωότητα, μιαν από καιρό απωλεσθείσα αρμονία. Είναι συγκινητικός αυτός ο πρώην χιλμπίλης και νυν γιάπης, καθώς έχει ήδη απεμπολήσει τις ρίζες του (που τώρα τις αναζητάει) και δεν έχει προλάβει το γκλάμορ και το μπουμ του ταχύπλοου γιαπισμού. Η Μάμω, η γιαγιά του, παραμένει στο βιβλίο του η πιο ενδιαφέρουσα, ανάγλυφη, αδρή μορφή, αυτή που τον έχει διδάξει να μένει πιστός σε κάποιες αρχές που, όμως, έχουν πια φθαρεί ανεπανόρθωτα.
Ο συγκινητικός μας αφηγητής και συγγραφέας πλέει ανάμεσα στις μνήμες και στις κοινωνιολογικές μελέτες, θυμάται και σχολιάζει, ξέρει ότι έχει μείνει εμβρόντητος από τα όσα στριβιλίζονται γύρω του και, διά της γραφής, επιδιώκει, και κάνει καλά, να κατανοήσει και να βρει έναν μπούσουλα στο χάος, το οποίο βεβαίως και ο ίδιος υπηρετεί.
Πολύτιμο ανάγνωσμα για όσους από εμάς επιμένουμε, σε αντίθεση με τον Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς, ότι κάθε πτυχή της λεγόμενης gentrification (τόσο στην τυπική πολεοδομική εκδοχή της όσο και στην ενδόμυχη, ψυχική όψη της) είναι καταδικαστέα γιατί μας απομακρύνει, ολοταχώς, από την ανθρώπινη, βαθιά ανθρώπινη ανθρωπινότητά μας. Αφιερώνουμε στον Βανς, και στους ομοίους του, όλο το άσμα του Άκη Πάνου («Θέλω να τα πω / χωρίς να με ρωτήσεις / Θέλω να τα πω / όπως υπάρχουν στο μυαλό / άλλο εξομολόγηση / και άλλο απαντήσεις / Θέλω να τα πω / σαν να παραμιλώ / Θέλω να τα πω»), και σπεύδουμε να τον ξεχάσουμε, σχεδόν σίγουροι ότι μάλλον δεν θα ξαναγράψει κάτι ενδιαφέρον.
Ο Τζόρτζιο Βάστα, ενώ καταβυθίζεται στο παρελθόν για να κατανοήσει το παρόν, όπως κάνει και ο Βανς, δείχνει με θάρρος ότι δεν τον πτοούν οι αντιφάσεις και οι αντινομίες.
Με το εκθαμβωτικό μυθιστόρημά του Ο χρόνος που δεν είχα (μτφρ. Άμπυ Ράικου, εκδ. Καστανιώτης), ο Ιταλός Τζόρτζιο Βάστα (Giorgio Vasta, 1970) κάνει την πρώτη του εμφάνιση και ενώ επίσης καταβυθίζεται στο παρελθόν για να κατανοήσει το παρόν, όπως κάνει και ο Βανς, δείχνει με θάρρος ότι δεν τον πτοούν οι αντιφάσεις και οι αντινομίες, δεν σαστίζει από τις «κακές καταστάσεις» και τις «ανορθολογικές συμπεριφορές». Αντίθετα, πλάθει το έργο του με αυτό το υλικό, μες στο οποίο νιώθει σαν το ψάρι στο νερό.
Ο Βάστα ταξιδεύει στο κρίσιμο έτος 1978, στην Ιταλία της «στρατηγικής της έντασης» και των Ερυθρών Ταξιαρχιών, και παίζει ακατάπαυτα και ακατάσχετα με την ευφρόσυνη αφροσύνη των παιδιών που μιμούνται παιγνιωδώς τους μεγάλους, υπονομεύοντας, βέβαια, ό,τι υποκριτικό τους διέπει. Ο Τζόρτζιο Βάστα έρχεται να μας δωρίσει, από το 2008, ένα εμπρηστικά λυρικό δώρο τριακοσίων πενήντα σελίδων, στις οποίες συναντάμε τον μέγιστο ποιητή του κινηματογράφου, τον Τζον Κασσαβέτη παρέα με τον θρυλικό μάστορα Σταύρο Τορνέ και το απαράμιλλο Κοάττι. «Πρόκειται για μια ταινία» γράφει ο Βάστα «που μιλάει σπαρακτικά για τη σύγχρονη εποχή, για την ήττα και την ουτοπία, μια ταινία που, στις πιο σκόπιμα παράδοξες στιγμές της, στις οποίες μπορούμε να αναγνωρίσουμε την γκροτέσκα παθητικότητα της χώρας μας, εναλλάσσει κοινωνιολογικές αναλύσεις με στιγμές έντονης κριτικής της πραγματικότητας, του αφοπλισμένου πλέον νοήματος και του θανάτου».
Ένα ροκ, και μπαρόκ, καλώς συγκερασμένο πολυδαίδαλο μεγαμπλούζ που εκθειάζει την ωραία τρέλα της εξεγερμένης τσογλαναρίας, τον παλλόμενο πικάντικο πολυαισθησιασμό της πιτσιρικαρίας, τον γοητευτικά ανατρεπτικό homo ludens που χουχουλιάζει εντός μας και που, σε στιγμές γενικευμένου γλεντιού της ανθρωπότητας, όπως λόγου χάρη στα sixties, θριαμβεύει πανηγυρικά: ιδού τι είναι το μυθιστόρημα Ο χρόνος που δεν είχα.
Ο Τζάκσον υπονοεί και υπονομεύει, εξομολογείται και εξανίσταται, αλλά, σε αντίθεση με τον συμπατριώτη του, τον Βανς, είναι οπλισμένος με μια υπερτρυφερή (ίσως και υπερτροφική) οξυδέρκεια που του επιτρέπει να κάνει θαύματα με τους συνδυασμούς των λέξεων.
Ανίψι του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας και εγγόνι του Ντον ΝτεΛίλλο, ο δυναμικός και λίαν πεπαιδευμένος Γκρεγκ Τζάκσον (Greg Jackson, 1983) χαρτογραφεί στα διηγήματα του τόμου Άσωτοι (μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδ. Αντίποδες) τις χαοτικές γαίες της σύγχρονης αμερικανικής κοινωνίας. Ο λυρισμός, όπως και στον Βάστα, είναι μεταλλικός, στιλπνός, κρουστός. Ο Τζάκσον υπονοεί και υπονομεύει, εξομολογείται και εξανίσταται, αλλά, σε αντίθεση με τον συμπατριώτη του, τον Βανς, είναι οπλισμένος με μια υπερτρυφερή (ίσως και υπερτροφική) οξυδέρκεια που του επιτρέπει να κάνει θαύματα με τους συνδυασμούς των λέξεων. «Θα μπορούσα να ξαπλώσω πάνω σε ένα κρεβάτι που θα έφτιαχνα από τον τόνο της φωνής της και μόνο» γράφει. Και: «Η αναπνοή της είναι ένας άνεμος που μόλις ακούγεται». Και: «Κάθε θρησκευτική ιστορία είναι μια ιστορία αγάπης, και κάθε ιστορία αγάπης είναι μια ιστορία για την παιδική ηλικία».
Ο Τζάκσον ξέρει από μεταμοντερνισμό και αποδόμηση, έχει εντρυφήσει στον Ρολάν Μπαρτ και στον Ουίλλιαμ Χ. Γκας, γνωρίζει ότι σήμερα, ιδίως σήμερα, αν θέλουμε να μιλήσουμε για κάτι πρέπει να μιλήσουμε για κάτι άλλο, ότι θα διαυγάσουμε την πραγματική πραγματικότητα μονάχα αν την δούμε σαν ένα μεγαλειώδες και, συνάμα, ξεχαρβαλωμένο λούνα-παρκ, γεμάτο στροβιλιζόμενους προβολείς, λαμπιόνια που αναβοσβήνουν και ήχους που άλλοτε θυμίζουν Ρίχαρντ Βάγκνερ και άλλοτε Sonic Youth. Και ότι θα γίνουμε πειστικοί μονάχα εάν συνδυάσουμε την ακρίβεια του καλλιτέχνη με το πάθος του επιστήμονα, όπως επέμενε ο λεπιδοπτερολόγος και ποιητής Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ.
Έχουμε πολλά να περιμένουμε από όσους, όπως ο Γκρεγκ Τζάκσον, αποφασίζουν να γίνουν οι σκηνοθέτες μέσα στο στούντιο της πραγματικότητας, όπως έλεγε ο άλλος Ουίλλιαμ, ο Μπάροουζ, και ξέρουν ότι ο κινηματογράφος και οι τεχνικές του μοντάζ, η μουσική και τα δημιουργικά παιχνίδια με τα σαμπλαρίσματα, και οι εικαστικές τέχνες με τις εγκαταστάσεις και τα κοινωνικά γλυπτά τους, ανανεώνουν λυτρωτικά την πεζογραφία.
Ο λόγος του Μαγκάριελ είναι μινιμαλιστικός, στακάτος, κινηματογραφικός. Ένα νουάρ που κλείνει το μάτι στον Κόρμακ Μακάρθι και στον Ρέιμοντ Κάρβερ, όπου ο σπαραγμός βαλσάρει με το πικρό χιούμορ και όπου ο λυρισμός, καίτοι σφαγιασμένος, επιμένει να λάμπει, έστω να τρεμοφέγγει.
Με το πρώτο του μυθιστόρημα, το Ένας από μας (μτφρ. Μάνος Μπονάνος, εκδ. Παπαδόπουλος), ο Ντάνιελ Μαγκάριελ (Daniel Magariel, Κάνσας) ερωτοτροπεί τελεσφόρα με τον σκληρό, λεγόμενο «βρόμικο» ρεαλισμό και τις επιπλοκές των σχέσεων γονιού/παιδιών όταν το πάνω χέρι το έχει ο εθισμός, η εργασιακή επισφάλεια, η συναισθηματική τρικυμία και ο ψυχονοητικός κατακερματισμός.
Ένας πατέρας, δύο μικροί γιοι, μια κοινωνία κυμαινόμενη, η αμερικανική επαρχία. Ο πατέρας, με βλέμμα συνήθως ανέκφραστο, παγωμένο, και με μαλλιά λιγδιασμένα και πατικωμένα, πασχίζει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, να αποτελέσει ένα καλό παράδειγμα, να μεριμνά και να φροντίζει τα βλαστάρια του, ύστερα από ένα τεταραγμένο διαζύγιο. Αλλά «τα τριχοειδή αγγεία στα μάτια του είναι σαν γυμνά καλώδια», οι στιγμές στοργής εναλλάσσονται με ξαφνικά ξεσπάσματα εξαλλοσύνης ή με καταβυθίσεις στη βαρύθυμη ματαίωση.
Ο λόγος του Μαγκάριελ είναι μινιμαλιστικός, στακάτος, κινηματογραφικός. Ένα νουάρ που κλείνει το μάτι στον Κόρμακ Μακάρθι και στον Ρέιμοντ Κάρβερ, όπου ο σπαραγμός βαλσάρει με το πικρό χιούμορ και όπου ο λυρισμός, καίτοι σφαγιασμένος, επιμένει να λάμπει, έστω να τρεμοφέγγει. «Πάμε να κυνηγήσουμε ανεμοστρόβιλους» λέει κάποια στιγμή ο πατέρας. «Κοίταξα ψηλά: σύννεφα βγαλμένα θαρρείς από κόμικς. Τέτοιο χρώμα, σχήμα, διαστάσεις είχε ο ουρανός» λέει ο γιος.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Αποσπάσματα από τα βιβλία
«Αυτός ήταν ο κόσμος μου: ένας κόσμος γεμάτος από συμπεριφορές αληθινά ανορθολογικές. Οδηγούμαστε στην έσχατη φτώχεια απ’ τις αλόγιστες δαπάνες μας. Αγοράζουμε γιγάντιες τηλεοράσεις και iPad. Τα παιδιά μας φοράνε καλά ρούχα που τ’ αγοράζουμε με τοκογλυφικά δάνεια ή με πιστωτικές κάρτες με πανύψηλα επιτόκια». (Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς, Το Τραγούδι του Χιλμπίλη, σ. 206)
«Όταν επαναλαμβάνουμε ξανά και ξανά μια πράξη, συνεχίζει, αφαιρούμε το τυχαία από ένα φαινόμενο. Αποφασίζουμε ότι το τυχαίο δεν υπάρχει, ότι όλα μπορούν να γίνουν κατανοητά και ελεγχόμενα […] Έλεγχος! αναφωνεί ο Μπόκα, σηκώνοντας τα χέρια. Όλα είναι θέμα ελέγχου, επαναλαμβάνει». (Τζόρτζιο Βάστα, Ο χρόνος που δεν είχα, σ. 111)
«Φαντάσου ότι μιλάς σε εκπεσόντες αγγέλους σε μια νεκρή γλώσσα επινοημένη από ζωντανά αγάλματα. Είσαι μια αριθμομηχανή πλεγμένη από φύλλα γρασιδιού […] Θα είχε σημασία το ότι ζούσα σε ψεύτικα σύννεφα πεταμένων αεροζόλ, διδάσκοντας πουλιά να αποσυνδέουν τα καλώδια του ρεύματος». (Γκρεγκ Τζάκσον, Άσωτοι, σ. 194)
«Μόνο όταν ο πατέρας μου έμαθε για τον επικείμενο διακανονισμό του διαζυγίου της Τζάνις, μας ενημέρωσε πως, εκτός του ότι είχε καταφέρει να τη ρίξει στο κρεβάτι, υπήρχε πιθανότητα να καταφέρει να την κάνει και πελάτισσα. Ο αδελφός μου κι εγώ είχαμε προσφατα κρυφακούσει ένα τηλεφώνημά τους: Η Τζάνις θα του δάνειζε δέκα χιλιάδες δολάρια. Η Τζάνις ήταν απλοϊκή, εμπιστευόταν τους πάντες. Ήμασταν σίγουροι ότι δεν είχε ιδέα για τα ναρκωτικά». (Daniel Magariel, Ένας από μας, σ. 71)