Για το μυθιστόρημα του Αλμπέρ Καμύ «Ο πρώτος άνθρωπος» (μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Καστανιώτης).
Της Διώνης Δημητριάδου
Όταν στις 4 Ιανουαρίου του 1960 ο Αλμπέρ Καμύ, εισηγητής του φιλοσοφικού παραλόγου, βρήκε τον «παράλογο» θάνατό του σε ηλικία μόλις 47 ετών, βρέθηκε μέσα στην τσάντα που είχε μαζί του το χειρόγραφο του μυθιστορήματος που τότε έγραφε. Ημιτελές, με πολλές υποσημειώσεις/σκέψεις για περαιτέρω επεξεργασία, που όπως τις διαβάζουμε δεν μπορούμε να εικάσουμε αν η τελική του μορφή θα έμοιαζε με αυτή την αρχική. Στην ουσία ένα αυτοβιογραφικό κείμενο, με τα ονόματα πότε να αποδίδονται πιστά και πότε να παραλλάσσονται, κρατώντας ωστόσο και πάλι το αληθινό τους περιεχόμενο, αντίστοιχο των πραγματικών προσώπων. Τι ακριβώς ήθελε να γράψει σ’ αυτό το τελευταίο του μυθιστόρημα; Αυτός ο πρώτος άνθρωπος θα έβρισκε τη φυσική συνέχεια των προηγούμενων μυθοπλαστικά μεταμφιεσμένων φιλοσοφικών του δοκιμίων ή θα αποτελούσε την εκδοχή μιας αυτοβιογραφίας με ή χωρίς τα αληθινά ονόματα; Φυσικά αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ. Έχουμε, όμως, στα χέρια μας τον τελευταίο Καμύ και αυτό από μόνο του είναι μια αναγνωστική πρόκληση.
Η αναζήτηση του πατέρα, η προσπάθεια να βρει την αρχή του νήματος της δικής του ζωής, την ώρα που όσοι θυμούνται δεν μιλούν. Η συνειδητοποίηση της ατομικής του μοναδικότητας, της αρχής της ζωής.
Κανείς δεν μιλούσε πια για αυτούς. Ούτε η μητέρα του ούτε ο θείος του μιλούσαν πια για τους χαμένους συγγενείς. Ούτε για κείνον τον πατέρα, τα ίχνη του οποίου έψαχνε, ούτε για τους άλλους [.…] και δεν ήταν σίγουρος ότι τούτες οι τόσο πλούσιες αναμνήσεις, που τόσο ορμητικά ανάβλυζαν από μέσα του, ήταν στ’ αλήθεια πιστές στο παιδί που κάποτε υπήρξε.
Η αναζήτηση του πατέρα, η προσπάθεια να βρει την αρχή του νήματος της δικής του ζωής, την ώρα που όσοι θυμούνται δεν μιλούν. Η συνειδητοποίηση της ατομικής του μοναδικότητας, της αρχής της ζωής από αυτόν και μόνον. Ο πρώτος άνθρωπος θα μπορούσε να είναι αυτός. Όταν η προέλευση, οι ρίζες, χάνονται, τότε η αρχή είσαι εσύ. Αυτό το εννοεί με τον καιρό ο Ζακ Κορμερί του βιβλίου. Αν και γεννημένος στο Αλγέρι, ζει ώριμος άντρας στο Παρίσι. Θα επιστρέψει, όμως, αναζητώντας τα ίχνη της πρώιμης ζωής του, δίνοντας έτσι σε μας που διαβάζουμε τα στοιχεία της παιδικής ηλικίας του Καμύ, γιατί φυσικά γι’ αυτόν πρόκειται. Πέρα από την απόλαυση της ανάγνωσης του μυθιστορήματος που (να το πούμε κι αυτό) ίσως μόνο μια τόσο ταλαντούχα γραφή θα μπορούσε να προσφέρει, αφού η ιστορία είναι ημιτελής και «εν τη γενέσει της», μας αφήνει να δούμε τις απαρχές της σκέψης ενός διανοητή από τους πλέον καταλυτικούς στη φιλοσοφική σκέψη του 20ού αιώνα. Να το θέσω διαφορετικά, ως ερώτημα: Ομύθος του Σίσυφου μπορεί να έχει την αρχή του σ’ εκείνα τα πρώτα χρόνια της στέρησης στο πατρικό σπίτι; Αν υπερβούμε ως αυτονόητο τον παραλληλισμό και στις δύο περιπτώσεις, που αφορά στην εναγώνια (και μάταιη) αναζήτηση μιας απάντησης στα βασικά ερωτήματα ζωής, μπορούμε πιστεύω να προχωρήσουμε στη βαθύτερη έννοια του παραλόγου, που διέπει έτσι κι αλλιώς όλο το έργο του Καμύ. Στις σημειώσεις που κράταγε ο ίδιος με σκέψεις για την επεξεργασία της ιστορίας του Πρώτου ανθρώπου, γράφει:
Η ζωή του Λ.Κ. Εξολοκλήρου αθέλητη, εκτός από την επιθυμία του να υπάρχει και να συνεχίζει. Ορφανοτροφείο. Εργάτης σε ξένα χωράφια, αναγκασμένος να παντρευτεί τη γυναίκα του. Η ζωή του εξελίσσεται παρά τη θέλησή του – κι ύστερα ο πόλεμος τον σκοτώνει.
Εικάζοντας (ανατρέχοντας στα πραγματικά στοιχεία που γνωρίζουμε) ότι τα αρχικά Λ.Κ. παραπέμπουν στον πατέρα του Καμύ, Λισιέν, βλέπουμε τη βασική ιδέα (την αφορμή της από τη ζωή του πατέρα) που θεμελιώνει τη φιλοσοφική θέση του παραλόγου. Ο άνθρωπος νιώθει ότι ζει μια ζωή που δεν του ανήκει ως αρχική βούληση, ως στοχοθέτηση, ούτε καν ως ερμηνεία. Ρωτά, ζητά να μάθει τα όρια της δύναμής του και όλα γύρω σιωπούν. Πρόκειται για την παράλογη συνύπαρξη που συνέλαβε ως φιλοσοφική θέση ο εισηγητής του παραλόγου Αλμπέρ Καμύ. Το παράλογο γεννιέται από τη συνύπαρξη του ανθρώπου, που δικαιολογημένα ερωτά να μάθει, και του κόσμου που σιωπά, δικαιολογημένα επίσης. Από αυτή την αρχή προκύπτει η συνέχιση της φιλοσοφικής θεώρησης της ιδέας του παραλόγου: ο διαρκής προσωπικός αγώνας, που αν και μάταιος προσφέρει την αίσθηση της πλήρωσης, η επίγνωση της θέσης του υποκειμένου στον κόσμο (άρα και επίγνωση των ορίων του) και τέλος η χαρά ή και η «ευτυχία» («θα πρέπει να θεωρήσουμε τον Σίσυφο ευτυχή», θα πει ο Καμύ) που νιώθει ο άνθρωπος (αρχετυπικά ο Σίσυφος) επειδή στην ουσία έχει πάρει τη ζωή στα χέρια του. Θα σηκώνει και θα κυλά προς τα πάνω τον βράχο, επειδή αυτός αποφάσισε να παίξει το «παιχνίδι» των θεών. Η ιδιότυπη τιμωρία του πλέον δεν υφίσταται, οι θύτες χάνουν το πλεονέκτημα της απόφασης. Ο τίτλος που έδωσε στο μυθιστόρημά του ο Καμύ, Ο πρώτος άνθρωπος, κάτω από αυτή την ερμηνεία ίσως μας οδηγεί και πιο πέρα. Δεν είναι μόνον αυτός που σηματοδοτεί την αρχή της προσωπικής του ζωής, θεωρώντας κομμένους τους δεσμούς από τον «άγνωστο» εν πολλοίς πατέρα.
Το παράλογο γεννιέται από τη συνύπαρξη του ανθρώπου, που δικαιολογημένα ερωτά να μάθει, και του κόσμου που σιωπά, δικαιολογημένα επίσης.
[…] βαδίζοντας στη νύχτα των χρόνων πάνω στη γη της λήθης, όπου ο καθένας ήταν ο πρώτος άνθρωπος, όπου αυτός ο ίδιος χρειάστηκε να μεγαλώσει μόνος του, χωρίς πατέρα, μην έχοντας γνωρίσει ποτέ εκείνες τις στιγμές που ο πατέρας καλεί τον γιο όταν είναι πια σε ηλικία να καταλαβαίνει, για να του πει το οικογενειακό μυστικό ή ένα παλιό βάσανο ή την εμπειρία της ζωής του […]
Είναι και αυτός που αποφασίζει, όπως ο Ζακ της αφήγησης, να αλλάξει τα δεδομένα της ζωής του αποκόπτοντας συνειδητά τώρα τους δεσμούς με ό,τι τον κρατούσε δέσμιο συνθηκών που δεν όριζε.
[…] εκείνος, ήρεμα τερατώδης. Εκείνος, βυθισμένος σε όλους τους παραλογισμούς της ιστορίας μας.
Τέρας, παράδοξο ον, που κατορθώνει να υπερπηδήσει τα εμπόδια, τόσο διαφορετικός από τους άλλους, τα παιδιά που μαζί τους μεγάλωσε και που η εποχή και η ταξική τους θέση τα είχε δρομολογήσει ήδη στον ανηφορικό δρόμο της ανέχειας. Είναι άραγε ευτυχής έτσι; Είναι εξομολογητικά δυνατή η σημείωση που κράτησε για να την επεξεργαστεί στην ιστορία του βιβλίου:
Μαμά. Η αλήθεια είναι ότι, παρ’ όλη μου την αγάπη, δεν μπόρεσα να ζήσω τούτη τη ζωή της τυφλής καρτερίας, δίχως λόγια, χωρίς σχέδια. Δεν μπόρεσα να ζήσω τη δική της ζωή, ζωή άγνοιας. Και γύρισα ολόκληρο τον κόσμο, έχτισα, δημιούργησα. Φούντωσα τον πόθο σε ανθρώπινα πλάσματα. Οι μέρες μου ήταν ασφυκτικά γεμάτες – όμως, τίποτα δεν γέμιζε την καρδιά μου όπως…
Κανείς δεν γνωρίζει ποια θα ήταν η τελική μορφή που θα έπαιρνε το μυθιστόρημα, ούτε φυσικά πώς θα εξελισσόταν η ιστορία. Και, αλήθεια, θα παρέμενε μια αποτύπωση της πραγματικής ζωής του συγγραφέα, όπως το διαβάζουμε σ’ αυτήν την πρώτη του εκδοχή, ή μήπως θα ανιχνευόταν ως αυτοβιογραφικό μόνο στον πυρήνα του; Στην ηλικία των 47 χρόνων ο Καμύ θέλησε μάλλον να δώσει το μεγάλο έργο του και οπωσδήποτε το πιο προσωπικό – έτσι φαίνεται να το είχε φανταστεί και σχεδιάσει.
Γενικά, σκοπεύω να μιλήσω για όσους αγάπησα. Και μόνο γι’ αυτό. Απέραντη χαρά.
Ήταν ίσως η ώρα να καταγράψει τη ζωή του, τον δικό του βιωμένο χρόνο, όλα όσα τον διαμόρφωσαν ως θετική αλλά και ως αρνητική επίδραση, ως δράση και ως αντίδραση.
Ήταν ίσως η ώρα να καταγράψει τη ζωή του, τον δικό του βιωμένο χρόνο, όλα όσα τον διαμόρφωσαν ως θετική αλλά και ως αρνητική επίδραση, ως δράση και ως αντίδραση. Κι έτσι διαβάζουμε εμείς τώρα, με τη φροντίδα της γυναίκας και της κόρης του, τα γραπτά του, όπως ακόμα τα διαμόρφωνε διαγράφοντας και συμπληρώνοντας, ψάχνοντας άλλοτε να δώσει τη φωτογραφική απεικόνιση της ζωής του και άλλοτε να την καλύψει πίσω από κάποιο άλλο όνομα. Σε κάθε περίπτωση συλλαμβάνουμε την ατμόσφαιρα στο σπίτι, τη φτώχεια, την αυστηρότητα μιας σκληρής διαπαιδαγώγησης από την πλευρά της γιαγιάς του (ορθής όμως στις αρχές της), την αξιοπρέπεια, την ειλικρίνεια των προθέσεων, ταυτόχρονα την αδυναμία κατανόησης των δικών του επιδιώξεων – τόσο ξένων προς τις προδιαγραφές της ζωής των δικών του. Αλλά και την ευεργετική συμβολή του δασκάλου, που γρήγορα διέκρινε την κλίση στα γράμματα του μικρού μαθητή του και τον προέτρεψε (αλλά και τον βοήθησε) να ακολουθήσει τις σπουδές που τον απομάκρυναν από τον κλειστό κόσμο των παιδικών του χρόνων. Σ’ αυτόν θα απευθύνει μια επιστολή μετά τη μεγάλη του βράβευση με το Νόμπελ για να του αποδώσει την ευγνωμοσύνη που του χρωστά.
Χωρίς εσάς, χωρίς το στοργικό χέρι που απλώνατε στο μικρό φτωχό παιδί που ήμουν τότε, χωρίς τα μαθήματά σας και την υποδειγματική συμπεριφορά σας, τίποτε από όλα αυτά δεν θα είχε γίνει.
Διαβάζω τον Αλμπέρ Καμύ από την πολύ νεαρή ηλικία και τον μελετώ ακόμη μέχρι σήμερα, αναγνωρίζοντας κάθε φορά τη συνάντηση με μια νέα εμπειρία, την ανακάλυψη κάποιας άγνωστης ή αμελητέας ως τώρα πτυχής του ιδεολογικού του κόσμου. Θεωρώ πως μέσα από το φιλοσοφικό του έργο, και κυρίως μέσα από τον Μύθο του Σίσυφου, το δοκίμιο για το παράλογο, ξεδιπλώνεται μία από τις εναργέστερες σκέψεις, που έδωσε ώθηση, που «φούντωσε τον πόθο σε ανθρώπινα πλάσματα», όπως λέει ο ίδιος. Τώρα με τον ημιτελή Πρώτο άνθρωπο ανακαλύπτω την αρχή αυτής της σκέψης, τις αφορμές της, το πρώτο σκίρτημα που οδήγησε στα κατοπινά άλματα. Και μόνο για τούτο θα θεωρούσα σπουδαία αυτή την τελευταία του κατάθεση. Διαβάζοντας ανακάλυψα και πολλούς άλλους λόγους.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Ο ευτυχισμένος Σίσυφος» (εκδ. ΑΩ).