
Για το μυθιστόρημα της Ρενέ Καραμπάς [Rene Karabash] «Ορκισμένη» (μτφρ. Σπύρος Ν. Παππάς, εκδ. Μεταίχμιο). «Μια «θεσμικά αποδεκτή αλλαγή φύλου» σε ένα μυθιστόρημα που εκτείνεται πέρα από τα όρια του φύλου, της παράδοσης, της τιμής και των ταυτοτήτων. Πρόκειται για «ένα παραμύθι ψυχών».
Γράφει η Φανή Χατζή
Η Ορκισμένη (μτφρ. Σπύρος Ν. Παππάς, εκδ. Μεταίχμιο) της Ρενέ Καραμπάς τοποθετείται σε ένα απομονωμένο αλβανικό χωριό που ζει υπό τους νόμους του Κανούν και παρακολουθεί τη Μπεκιά, μια νεαρή κοπέλα που δίνει έναν όρκο παρθενίας, βάσει του οποίου μπορεί να ζει πλέον ως άνδρας. Εκκινώντας από αυτή την απόφαση, μια «θεσμικά αποδεκτή αλλαγή φύλου» που επιφέρει δριμείες συνέπειες στους οικογενειακούς και ερωτικούς δεσμούς της πρωταγωνίστριάς του, το μυθιστόρημα εκτείνεται πέρα από τα όρια του φύλου, της παράδοσης, της τιμής και των ταυτοτήτων. Πρόκειται για «ένα παραμύθι ψυχών», όπως το χαρακτήρισε η Καραμπάς στην πρόσφατη 21η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης.
Η Ορκισμένη είναι ένα βιβλίο για την ενηλικίωση σε ένα αυστηρά πατριαρχικό περιβάλλον, αλλά και το δικαίωμα στον οραματισμό μιας εναλλακτικής.
Το πρώτο μυθιστόρημα της Βουλγάρας συγγραφέα, σεναριογράφου και ηθοποιού, η οποία έως τώρα είχε δοκιμαστεί κυρίως στην ποίηση, βρίσκεται στην αρχή της διεθνούς του πορείας. Έρχεται με περγαμηνές από τη Βουλγαρία, έχοντας αποσπάσει, μεταξύ άλλων, το σημαντικό βραβείο Ελίας Κανέτι, επίκειται να κυκλοφορήσει στα αγγλικά το 2026, ενώ μεταφραστικά δικαιώματα έχουν λάβει πολλές ακόμα χώρες. Ετοιμάζεται, ακόμη, και η κινηματογραφική του μεταφορά, σε συμπαραγωγή πολλών χωρών (Ιταλία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Αλβανία, Γερμανία) και σενάριο της ίδιας της Καραμπάς.
Το Κανούν του Λεκ Ντουκαγκίνι και η έμφυλη διάστασή του
Το Κανούν, που δίνει μόνο το σκηνικό περίγραμμα της ιδιαίτερης ιστορίας της Ορκισμένης, είναι οι άγραφοι εθιμικοί νόμοι που κωδικοποίησε ο Λεκ Ντουκαγκίνι τον 15ο αιώνα και που κατά τον 20ο αιώνα εξελίχθηκε σε έξι εκδοχές ετυμολογικά προέρχεται από την ελληνική λέξη «κανών» ή «κανόνας», η οποία μέσω των αραβικών και των τουρκικών μεταφέρθηκε στα αλβανικά. Αυτό το σύνολο πολύ αυστηρών εθιμικών κανόνων που επέχουν ισχύ νόμου σε όσες κοινότητες το ακολουθούν, πλέον μόνο σε πολύ απομονωμένες περιοχές των Βαλκανίων, επιβάλει την αυτοδικία ως απάντηση σε κάθε φόνο. Αυτό δημιουργεί μια μακροετή σειρά από αιματηρές βεντέτες, που αποδεκατίζουν τα αρσενικά μέλη αυτών των κοινοτήτων. Σε αντίθεση με τις λογοτεχνικές αφηγήσεις από τις οποίες μας είναι γνωστό το Κανούν, όπως ο Ρημαγμένος Απρίλης του Ισμαήλ Κανταρέ, η Ρενέ Καραμπάς αναδεικνύει μια πιο ιδιαίτερη και άγνωστη πτυχή του. Οι γυναίκες, οι οποίες ζουν σε καθεστώς μεγάλης υποτέλειας, έχουν μια μόνο «ευκαιρία» να ζήσουν πιο ελεύθερα, δηλαδή να κυκλοφορούν δημοσίως, να πίνουν, καπνίζουν, να κουβαλούν όπλο. Πρέπει να γίνουν άνδρες.
Δίνοντας έναν όρκο παρθενίας, μεταμορφώνονται κοινωνικά σε άνδρες. Αλλάζουν τη μορφή τους, κόβουν δηλαδή τα μαλλιά τους και καίνε τα φορέματά τους, φορούν ρολόι και οπλοφορούν. Γίνονται υπεύθυνοι του σπιτιού και επιδίδονται σε χειρωνακτικές εργασίες για να θρέψουν τα θηλυκά μέλη της οικογένειας. Ταυτόχρονα, απαρνούνται δια παντός το δικαίωμα στην σεξουαλική ελευθερία, δίνοντας όρκο παρθενίας και ισόβιας αποχής από τις σαρκικές απολαύσεις. Η αλλαγή της Μπεκιά σε Μάτια δίνεται με όρους φυλομετάβασης, ένας εαυτός και ένα όνομα που πεθαίνει και ήταν σαν να μην υπήρξε ποτέ. Πρόκειται, όμως, για μια κοινωνική εξαναγκαστική αλλαγή που επιβάλλεται από ένα ήδη ασφυκτικό πλαίσιο κανόνων και δεν υπακούει σε όρους ελεύθερης βούλησης.
Αμφισβητώντας τους έμφυλους ρόλους
Η Καραμπάς χλευάζει εξ αρχής το δίπολο των φύλων και των χαρακτηριστικών που τους αποδίδονται, δημιουργώντας δύο αντιθετικούς χαρακτήρες που γεννιούνται σε μια συντηρητική πυρηνική οικογένεια που τελεί υπό τους κανόνες του πατριαρχικού Κανούν και φαίνεται να μην εκπληρώνουν τις αναμενόμενες απαιτήσεις που αποδίδονται στο φύλο τους. Η Μπεκιά, πρωτότοκη κόρη σε μια κοινωνία που η γέννηση κοριτσιού είναι επονείδιστη, μαθαίνει από μικρή ότι η αξία της ισούται με λίγα ζώα και το μόνο που θέλει είναι να γίνει το «παλικάρι» του μπαμπά της, τον συνοδεύει στο κυνήγι και στις άλλες δουλειές. Ο μικρότερος αδερφός της, Σάλε, ευαίσθητος και λεπτεπίλεπτος, προτιμά να πλέκει με τη γιαγιά του και να χορεύει. Η θηλυκότητα και η αρρενωπότητα διαθλώνται μέσα από τον φακό της Καραμπάς και αποκτούν διεστραμμένη, «πειραγμένη» όψη.
Σε ένα περιβάλλον που η ετεροκανονικότητα είναι επί ποινή θανάτου μονόδρομος, η ομοερωτική επιθυμία δεν νοείται να εκφραστεί. Η στενή παρέα της Μπεκιά με τη Ντάνα, ένα κορίτσι συνομήλικο που επισκέπτεται το χωριό τα καλοκαίρια για να δει τη γιαγιά της γίνεται σύντομα πηγή σχολίων και αποδοκιμασίας. Η ενοχικότητα και ντροπή που επίσης επιβάλλεται κοινωνικά στη νεαρή πρωταγωνίστρια την οδηγούν σε βεβιασμένες κινήσεις. Η απόφαση του όρκου που μοιάζει να λήφθηκε υπό το βάρος του επικείμενου προγραμματισμένου γάμου εδράζεται και σε έναν άλλον, μυστικό λόγο, που αποκαλύπτεται σταδιακά.
Το Κανούν σαν ακραία έκφανση της πατριαρχίας
Το Κανούν είναι για την Καραμπάς μια πεμπτουσιακή μορφή της πατριαρχίας, μια ακραία έκφανσή της. Μέσω της Ορκισμένης της, όμως, καταδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο η πατριαρχία φωλιάζει ύπουλα στο κανονιστικό και εθιμικό δίκαιο, στη δόμηση και ιεραρχία εντός της οικογένειας, στις ανθρώπινες σχέσεις και υποκαθιστά την ελευθερία σε όλες της τις μορφές, ενώ κατακρεουργεί τη διαφορετικότητα. Ο πατέρας, ο οποίος είναι ικανός να οπλίσει το χέρι του επίδοξου δολοφόνου της κόρης του, γίνεται ένα πανταχού παρόν, δεσπόζων πρόσωπο, που διαιωνίζει τη βία και τον τρόμο. Μόνο με την απουσία του είναι δυνατό να τολμήσει να ζήσει η Μπεκιά εκτός της σκιάς του.
Μέσα από την αφήγηση μιας κατάστασης εντελώς ξένης για τα δεδομένα των αστικών δυτικών κοινωνιών, η Καραμπάς καταφέρνει να καθιστά πολλά στοιχεία οικεία, δείχνοντας πώς κάποιες έννοιες όπως η παρθενία, ο γάμος, η τιμή μπορούν να εργαλειοποιηθούν διαιωνίζοντας την καταπίεση και κακοποίηση των γυναικών.
Η απεύθυνση σε μια σιωπηλή δημοσιογράφο που δεν παίρνει τον λόγο ποτέ είναι ένα έξυπνο αφηγηματικό τέχνασμα που εξυπηρετεί διττό ρόλο. Αφενός μας εμπλέκει άμεσα και ενεργά, δημιουργώντας την εντύπωση ότι η ηρωίδα απαντά στις δικές μας ερωτήσεις. Ταυτόχρονα, αποτρέπει τη φετιχοποίηση της ιδιαίτερης ζωής μιας ορκισμένης, μιας συνθήκης που συνιστά πραγματικότητα για λίγες μεν αλλά ζωντανές γυναίκες σήμερα. Συνολικά, μέσα από την αφήγηση μιας κατάστασης εντελώς ξένης για τα δεδομένα των αστικών δυτικών κοινωνιών, η Καραμπάς καταφέρνει να καθιστά πολλά στοιχεία οικεία, δείχνοντας πώς κάποιες έννοιες όπως η παρθενία, ο γάμος, η τιμή μπορούν να εργαλειοποιηθούν διαιωνίζοντας την καταπίεση και κακοποίηση των γυναικών.
Ιδιαίτερη γραφή
Η πρόζα της Καραμπάς είναι εμφανώς επηρεασμένη από την ποίησή της, είναι λυρική και συναισθηματική, ενώ ταυτόχρονα είναι ακριβής και διαυγής. Τα ζωντανά διαλογικά της μέρη θυμίζουν θεατρικό ή κινηματογραφικό σενάριο, είδη γραφής στα οποία η συγγραφέας διαθέτει επίσης μεγάλη πείρα. Η κατακερματισμένη πειραματική της φόρμα καταρρίπτει τα θέσφατα, τις προσδοκίες για καλό ή κακό τέλος, για λύτρωση ή κάθαρση. Αντιθέτως, εξυπηρετεί το αίνιγμα και τη διερώτηση. Χωρίς τελείες, χωρίς διακοπή, το κείμενο διαβάζεται απνευστί, σαν ένας χείμαρρος που δεν σταματά στιγμή.
Η Ορκισμένη είναι ταυτόχρονα ένα βιβλίο για την ενηλικίωση σε ένα αυστηρά πατριαρχικό περιβάλλον, αλλά και το δικαίωμα στον οραματισμό μιας εναλλακτικής. Η ερωτική επιθυμία στην ανήκουστη για τα δεδομένα του χωριού κουίρ μορφή της αποτελεί μια διεκδίκηση ελευθερίας, ακόμα κι αν η εσωτερικευμένη ομοφοβία δεν αφήνει την Μπεκιά να την απολαύσει ελεύθερα. Πρόκειται για ένα βιβλίο που μιλά για το τραύμα, αλλά οραματίζεται και την επούλωσή του, ένα βιβλίο για τις ουλές αλλά και την ανακούφιση του πόνου. Οι αντιθέσεις ανάμεσα στο είναι και το φαίνεσθαι, τη φαντασία και την πραγματικότητα, σχηματίζουν τη ραχοκοκαλιά του βιβλίου, το οποίο παραμένει έως τέλους αινιγματικό, ανοιχτό σε ερμηνείες και αναγνώσεις.
*Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι μεταφράστρια, απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Αγγλικών και Αμερικανικών Σπουδών.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«χαιρετίσματα πολλά απ’ τον αδερφό μου είπε ο αδερφός του Νεμάνια κι έριξε με το τουφέκι μια φορά μόνο το ζεστό κορμί του πατέρα μου σωριάζεται στα ξερόφυλλα, τα μεγάλα του μάτια, καρφωμένα πάνω του, τα μεγάλα μάτια του πατέρα μου καρφωμένα στα μάτια τ’ αδερφού του Νεμάνια, τα δυνατά του χέρια αρπάζουν τον πατέρα μου και τον γυρίζουνε στην άλλη μεριά, εκεί όπου δύει ο ήλιος, είναι σ’ υπερένταση, βλέποντας τα δάχτυλά του μες στο αίμα, τα σκουπίζει στο πουκάμισο του Μουράς, οι αγγελιοφόροι του θανάτου διαδίδουνε την είδηση για τον σκοτωμένο, πυροβολήσαν τον Μουράς, ο Μουράς σκοτώθηκε, ξαπλώσαν τον Μουράς στις άγριες ροδιές, στις ροδιές, Μουράς, Μουράς, Μουράς, φωνάζει η μάνα μου και βουλιάζει στα φουστάνια της καταμεσής στον δρόμο, Μουράς, ζωή μου, ο αέρας μεταφέρει τις φωνές των αγγελιοφόρων, οι φωνές προφταίνουνε τη μάνα μου στον χωματόδρομο προς το σπίτι και τη ρίχνουν κάτω, η μάνα μου βουλιάζει στα φουστάνια της καταμεσής στον δρόμο, τέσσερις γεροδεμένοι άντρες περπατούν στον χωματόδρομο προς το σπίτι, πάνω σε τέσσερα κλαδιά οξιάς κουβαλούνε το σώμα του πατέρα μου, ο δρόμος είναι ανώμαλος, οι κουβαλητές παραπατούνε στριμωγμένοι, το σώμα του πατέρα μου ανασηκώνεται και πέφτει με γδούπο, τ’ αφήνουνε στα πόδια μου και κείνο μένει ασάλευτο, τώρα πρέπει να ρωτήσω για όλα, όπως ορίζει το Κανούν, πρέπει να ρωτήσω τους κουβαλητάδες αυτό που πρέπει να ρωτήσω, ανοίγω το στόμα μου κι από μέσα βγαίνει μόνο η καυτή ανάσα, η καυτή ανάσα στο κρύο, μπροστά στα πρόσωπα των κουβαλητάδων, η καυτή ανάσα δεν βγαίνει πια απ’ το πρόσωπο του πατέρα μου, άντε, Μάτια, μουρμουρίζουν στους χεροδύναμους κουβαλητάδες τους, δεν με κοιτάζουνε κατάματα, δεν θέλουνε να βλέπουνε του πατέρα τον θάνατο στα μάτια της κόρης του, κάλλιο να βλέπανε τον θάνατο στα μάτια του πατέρα, όμως ποτέ στης κόρης του τα μάτια, θέλουν να πάνε να ξαπλώσουν ήσυχοι στα κρεβάτια τους, ενώ εγώ πρέπει να παραμείνω όρθια, να μη χάσω τον έλεγχο του κορμιού μου, ένα βήξιμο, και λέω, τι μου φέρνετε πληγή ή θάνατο;»
Λίγα λόγια για την συγγραφέα
Η Rene Karabash (Ρενέ Καραμπάς, ψευδώνυμο της Ιρένα Ιβάνοβα, γεν. 1989) γράφει για το θέατρο και τον κινηματογράφο και είναι ηθοποιός. Για τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στην ταινία Δίχως Θεό (2016) βραβεύτηκε σε ευρωπαϊκά φεστιβάλ (Λοκάρνο, Στοκχόλμη κ.ά.).
Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε διάφορες ανθολογίες ανά τον κόσμο, ενώ έχει ιδρύσει μια ακαδημία δημιουργικής γραφής με καθηγητές μερικούς από τους πιο επιφανείς συγγραφείς στη Βουλγαρία. Η Ορκισμένη τιμήθηκε με το βραβείο Ελίας Κανέτι, το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο της Βουλγαρίας, ενώ ετοιμάζεται και η κινηματογραφική μεταφορά.