
Για το μυθιστόρημα του Κόρμακ ΜακΚάρθι (Cormac McCarthy) «Stella Maris» (μτφρ. Γιώργος Κυριαζής, εκδ. Gutenberg). Στην κεντρική εικόνα, στιγμιότυπο από την ταινία «God's Crooked Lines» του Oriol Paulo.
Γράφει ο Γιάννης Χατζηκρυστάλλης
Όταν ένας συγγραφέας που έχει στιγματίσει τη μεταπολεμική αμερικανική λογοτεχνία επιστρέφει έπειτα από μακρόχρονη απουσία εκδίδοντας στα 89 του χρόνια μια διλογία (Ο επιβάτης και Stella Maris), προκαλεί έκπληξη, περιέργεια αλλά ίσως και μια κάποια καχυποψία πως τα όψιμα έργα του γήρατος δε θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις κορυφές της νεότητας και της μέσης παραγωγικής ηλικίας. Βέβαια, ο ΜακΚάρθυ δούλευε την ιδέα του για περίπου 40 χρόνια, επανερχόμενος κατά διαστήματα, μέχρι να φτάσει στην τελική μορφή που έχουμε στα χέρια μας.
Έχοντας πληροφορηθεί ότι το δεύτερο βιβλίο μπορεί να διαβαστεί αυτοτελώς, είπα να διαπιστώσω του λόγου το αληθές και ευτυχώς δε διαψεύστηκα. Το Stella Maris δε γράφτηκε ως συνέχεια, αλλά ως συμπλήρωμα στον Επιβάτη, καθώς ο συγγραφέας δίνει τη σκυτάλη στη φωνή της Αλίσια Γουέστερν, προκειμένου να εκφράσει τη δική της εμπειρία και οπτική μετά από κείνη του αδερφού της, Μπόμπι Γουέστερν που κυριαρχεί στον Επιβάτη, ενώ ταυτόχρονα το κείμενο είναι τόσο πλήρες και αύταρκες που δεν απαιτεί στο ελάχιστο την ανάγνωση του πρώτου μυθιστορήματος.
Το επώνυμο που μοιράζονται τα δύο αδέρφια δεν είναι ασφαλώς τυχαίο. Αν σε παλαιότερα μυθιστορήματά του ο ΜακΚάρθυ ασχολήθηκε με την Άγρια Δύση, ιχνηλατώντας νατουραλιστικά αλλά και μεταφορικά τα ερημικά και ερεβώδη τοπία της, εδώ επιχειρεί μια χωρική συρρίκνωση στο πλαίσιο ενός ψυχιατρείου και μια καταβύθιση στη δυτική συνείδηση, η οποία συμπυκνώνεται στον υπερ-ευφυή εγκέφαλο της εικοσάχρονης μαθηματικής διάνοιας Αλίσια, εγκέφαλο που «νοσεί» από παρανοειδή σχιζοφρένεια. «Stella Maris» (θαλασσινό αστέρι) ονομάζεται, λοιπόν, το ψυχιατρικό ίδρυμα στο οποίο εισάγεται εκούσια η Αλίσια, φέροντας μαζί της μονάχα μια πλαστική βαλίτσα με 40.000 δολάρια.
Τα λόγια της Αλίσια
Εξωδιηγητικός αφηγητής δεν υπάρχει, αφού το κείμενο συντίθεται ως διάλογος μέσα από τη διαδοχή των συνεδριών ανάμεσα στην Αλίσια και τον ψυχίατρό της. Παρακολουθούμε δηλαδή τις συνεδρίες ανάμεσα σε θεραπευτή και θεραπευόμενο χωρίς κανένα εξωτερικό στοιχείο ή κρίση κάποιας εξ άμβωνος αφηγηματικής φωνής, με τον αναγνώστη να αφήνεται ελεύθερος να σχηματίσει τα δικά του συμπεράσματα. Αυτό όμως που στα χέρια ενός μέτριου συγγραφέα θα μπορούσε εύκολα να γίνει μια πληκτική ομφαλοσκόπηση, λαμβάνει τις διαστάσεις ενός φιλοσοφικού διαλόγου που ενίοτε θυμίζει Πλάτωνα. Άλλωστε, ο Πλάτων σπάνια χάριζε στους συνομιλητές-ανταγωνιστές του Σωκράτη περισσότερη διανοητική δύναμη από αυτή που χαρίζει ο ΜακΚάρθυ στον -μάλλον συμπαθητικό και καλών προθέσεων- ψυχίατρο.
Μέσα από τα λόγια της Αλίσια, λοιπόν, διατυπώνονται θέσεις και, το σημαντικότερο, τίθενται ερωτήματα οντολογικά, γνωσιολογικά-επιστημολογικά, μεταφυσικά, βιοηθικά, εξελικτικά, γλωσσολογικά, μουσικολογικά και βέβαια…μαθηματικά. Τα τελευταία ίσως φέρουν σε δύσκολη θέση τον ανίδεο περί μαθηματικών αναγνώστη, αλλά η πένα του ΜακΚάρθυ έχει φροντίσει και γι’ αυτό, αφού τη στιγμή που βυθίζεσαι στην απογοήτευση για την αδυναμία σου να συλλάβεις σύνθετες μαθηματικές έννοιες και δαιδαλώδη θεωρήματα, ο ψυχίατρος διατυπώνει την ίδια ακριβώς άγνοια και απορία, με αποτέλεσμα εσύ, ο αναγνώστης, να ξαναπιάνεις το νήμα της ανάγνωσης κάπως ενθαρρυμένος.
Πίσω από τις περίπλοκες σκέψεις της Αλίσια υποφώσκει ένα μείζον θέμα που διαπερνά διαχρονικά τη λογοτεχνία: η αποτυχία.
«Και γιατί να μη διαβάσω κατευθείαν φιλοσοφία;», θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς. Διότι ο ΜακΚάρθυ, παρά τη θητεία του στο Ινστιτούτο Σάντε Φε, του Νέο Μεξικό, όπου συσσώρευσε γνώσεις και συνομίλησε με κορυφαίους θετικούς επιστήμονες, δεν ενδιαφέρεται να μας προσφέρει έναν κατάλογο ιδεών. Παρόλη τη συχνή αναφορά δεκάδων επιστημόνων (κυρίως μαθηματικών) και στοχαστών από την αρχαιότητα μέχρι και τον 20ό αιώνα, το κείμενό του είναι λογοτεχνία. Πίσω από τις περίπλοκες σκέψεις της Αλίσια υποφώσκει ένα μείζον θέμα που διαπερνά διαχρονικά τη λογοτεχνία: η αποτυχία. Η αποτυχία μας να καταλάβουμε και να αισθανθούμε τη φύση της πραγματικότητας και του εαυτού, η συνολική αποτυχία ενός βιολογικού είδους, αλλά και ενός πολιτισμού που αισθητοποιείται στις εκπληκτικές αράδες για τη Βόμβα στο Ναγκασάκι (ο πατέρας Γουέστερν ήταν συνεργάτης του Οπενχάιμερ στο Σχέδιο Μανχάταν). Η αποτυχία, ακόμη, να πραγματοποιηθεί η ιδεατή ένωση με αυτό που θα μας ολοκλήρωνε: εν προκειμένω, η ανέφικτη σωματική ένωση της Αλίσια με τον αδερφό της, τους οποίους συνδέει ένας απελπισμένος έρωτας που εκείνη ένιωσε για πρώτη φορά στα δώδεκά της χρόνια.
Δύσκολο να μη σκεφτεί κανείς το καταγωγικό δίδυμο του Ορέστη και της Ηλέκτρας, που όπως τα αδέρφια Γουέστερν, προέρχονται από μια δηλητηριασμένη και καταραμένη οικογένεια, ενώ το ψυχαναλυτικό «ηλέκτρειο σύμπλεγμα» γίνεται κυριολεκτικός ερωτικός πόθος για τον αδερφό. Αυτή η a priori καταδικασμένη ερωτική ιστορία υποδηλώνει διασταλτικά την καταδικασμένη εν τη γενέσει της ανθρώπινη ένσαρκη ύπαρξη, δίνοντας παράλληλα στην ηρωίδα μια ιστορία και ένα παρελθόν που ηχούν με την κρουστότητα του πραγματικού. Παράλληλα, οι παραισθήσεις της με τα φανταστικά (;) όντα στα οποία ηγεμονική παρουσία έχει το «Παιδί», φαλακρό, με πτερύγια αντί για χέρια, δίνουν την ευκαιρία στον ΜακΚάρθυ αφενός να μας χαρίσει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες σκέψεις για τη βιολογική λειτουργία του ασυνειδήτου και αφετέρου να προικίσει την αφήγηση της Αλίσια με στοιχεία κοσμικού τρόμου που θα ζήλευε και ο Λάβκραφτ.
Η Αλίσια, τελικά, είναι τόσο πραγματική όσο και συμβολική, ένα πρόσωπο που συμπονούμε βαθιά για την αδυναμία της να συνδεθεί με τον κόσμο, και την ίδια στιγμή το αρχέτυπο του δυτικού ρασιοναλισμού που φτάνει σε αδιέξοδο και συνειδητοποιεί με απέραντη θλίψη τα όριά του.
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στις έξοχες σελίδες περιγραφής του πνιγμού στον πάτο μιας λίμνης, από τις πιο σκληρές και διαπεραστικές που εγώ τουλάχιστον έχω διαβάσει στην παγκόσμια λογοτεχνία, που λειτουργούν παράλληλα τόσο στο δηλωτικό όσο και στο συνυποδηλωτικό πεδίο. Η Αλίσια, τελικά, είναι τόσο πραγματική όσο και συμβολική, ένα πρόσωπο που συμπονούμε βαθιά για την αδυναμία της να συνδεθεί με τον κόσμο, και την ίδια στιγμή το αρχέτυπο του δυτικού ρασιοναλισμού που φτάνει σε αδιέξοδο και συνειδητοποιεί με απέραντη θλίψη τα όριά του. Ναι, το Stella Maris δεν είναι ένα βιβλίο που θα σε κάνει να περάσεις καλά. Δεν έχει γραφτεί για να σε καθησυχάσει ούτε για να σε διασκεδάσει, παρότι δεν του λείπει ούτε το χιούμορ. Είναι ένα αστέρι που έχει καταρρεύσει σε μαύρη τρύπα και η ζοφερή του έλξη πιθανότατα θα σε αγγίζει για καιρό.
*Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ είναι απόφοιτος νεοελληνικής φιλολογίας και ζει στη Σουηδία.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Κόρμακ ΜακΚάρθυ (1933-2023) γεννήθηκε στο Τενεσί. Ήδη με το πρώτο του μυθιστόρημα, The Orchard Keeper (1955), κερδίζει το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του Ιδρύματος Φώκνερ. Με το πέμπτο μυθιστόρημά του, Ματωμένος μεσημβρινός (1985), που πολλοί θεωρούν το αριστούργημά του, θα γίνει διάσημος στον κόσμο. Ακολουθεί η λεγόμενη «Τριλογία των Συνόρων», με τα μυθιστορήματα Όλα τα όμορφα άλογα (μτφρ. Αλέκος Μπενρουμπής, 2000), Το πέρασμα (μτφρ. Άννα Παπασταύρου, 2003) και Πεδινές πολιτείες (μτφρ. Αλέκος Μπενρουμπής, 2009).
Μεγάλη επιτυχία γνωρίζουν και τα επόμενα βιβλία του, Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, 2008) και Ο δρόμος (μτφρ. Γιώργος Κυριαζής, 2024), που έγιναν κινηματογραφικές ταινίες. Είχε βραβευτεί, μεταξύ άλλων, με το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου, με το Βραβείο Κριτικών ΗΠΑ το 1992 (Όλα τα όμορφα άλογα) και με το Πούλιτζερ λογοτεχνίας το 2007 (Ο δρόμος).