Για το μυθιστόρημα του πρωτοεμφανιζόμενου Μίκη Αναστασίου «Ο λογιστής» (εκδ. Ενύπνιο). Κεντρική εικόνα: Ο Τζον Τορτούρο από την ταινία των αδελφών Κοέν «Μπάρτον Φινκ».
Της Λαμπρινής Γλερίδου
Ο λογιστής (εκδ. Ενύπνιο) είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Μίκη Αναστασίου, με το οποίο ήταν υποψήφιος το 2021 στα βραβεία του «Αναγνώστη» στην κατηγορία «Πρωτοεμφανιζόμενοι στην πεζογραφία». Πρόκειται για ένα ρεαλιστικό έργο υπαρξιακού και κοινωνικού χαρακτήρα, που έχει ως κέντρο του τον άνθρωπο, με στόχο να αναδείξει τη ματαίωση που υφίσταται όταν αδυνατεί να ακολουθήσει τις επιθυμίες του, να δημιουργήσει όνειρα και να κυνηγήσει την υλοποίησή τους, να σταθεί με επάρκεια και αξιοσύνη έναντι του ίδιου του εαυτού, αλλά και των άλλων.
Πρωταγωνιστής στο μυθιστόρημα, το οποίο επιμερίζεται σε μικρά κεφάλαια με περιπαιχτικούς τίτλους που προϊδεάζουν για το περιεχόμενο, είναι ο Θανάσης, ένας σαραντάχρονος λογιστής, που ζει σε σύγχρονο αστικό περιβάλλον. Μέσα από τριτοπρόσωπη αφήγηση και παρουσίαση –κατά κύριο λόγο με γραμμική χρονική ακολουθία– μικρών επεισοδίων, που εντάσσονται στο αφηγηματικό παρόν, συγκροτείται η ιστορία του. Με αληθοφάνεια στοιχειοθετημένη κεντρίζει την προσοχή, καθώς αφενός αντανακλά με φυσικότητα την υπαρξιακή αβεβαιότητα που κατατρύχει τον άνθρωπο, αφετέρου υπογείως καθρεφτίζει τη μαζική κοινωνία και την απορρόφηση του ατόμου από τους κραδασμούς της και τις αξίες που τη βαραίνουν – το χρήμα και τη δύναμη που αυτό φέρει.
Αφενός αντανακλά με φυσικότητα την υπαρξιακή αβεβαιότητα που κατατρύχει τον άνθρωπο, αφετέρου υπογείως καθρεφτίζει τη μαζική κοινωνία και την απορρόφηση του ατόμου από τους κραδασμούς της και τις αξίες που τη βαραίνουν – το χρήμα και τη δύναμη που αυτό φέρει.
Η σκιαγράφηση της ζωής του Θανάση προκύπτει αβίαστα. Όπως τονίζεται και από τον τίτλο του μυθιστορήματος, η κύρια ιδιότητα που φέρει είναι η επαγγελματική, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η εργασία αντιμετωπίζεται από τον ίδιο με διάθεση αυτοβελτίωσης, εξέλιξης, προσφοράς, παρά ως μέσο ικανοποίησης βιοτικών αναγκών. Η ζωή του, λοιπόν, φαίνεται αδιάφορη και μονότονη, αναλωνόμενη στις τριβές της καθημερινότητας. Μάλιστα, επιδεινώνεται έντονα ο χαρακτήρας της, μετά την αναγκαστική απόλυση από τη δουλειά του και την αναίτια διάσταση από τη σύντροφό του.
«Και ο τέως βοηθός λογιστή έκλεισε πίσω την πόρτα του, κατέβηκε τη σκάλα και ξεχύθηκε πάλι στον κόσμο (ή σ’ αυτήν τη φάρσα που υποδυόταν τον κόσμο) σαν παροπλισμένος ιππότης, χωρίς άλογο, χωρίς περιουσία, χωρίς γυναίκα, έτοιμος για νέες περιπέτειες, για νέες νίκες και, κυρίως, για νέες ήττες». [σελ. 103]
«Για ένα γράμμα χάνεις την αθανασία»
Βασικός πυλώνας στήριξής του, κυρίως οικονομικής, είναι ο παιδικός του φίλος Μάνος, έναντι του οποίου, ωστόσο, τρέφει αισθήματα κατωτερότητας, αντιλαμβανόμενος την εξουσιαστική από την πλευρά του Μάνου φύση της σχέσης τους, λόγω της δυναμικής του σε όλα τα επίπεδα. Με τη δική του βοήθεια, βέβαια, δείχνει να ξεφεύγει προσωρινά από τη μιζέρια του, αναπτύσσοντας ερωτική σχέση με τη μεσήλικη γειτόνισσά του, με αφορμή οικονομική δοσοληψία, και δουλειά με τη βοήθεια ενός φίλου, ισχυρού λόγω της θέσης του. Κι ενώ όλα δείχνουν να αλλάζουν γι’ αυτόν, επανέρχεται στο προσωπικό του τέλμα, παρασυρόμενος από τα τρωτά του κόσμου του, στον οποίο η οικονομική ευρωστία συνδέεται με την αναγνώριση και την αποδοχή, αδυνατώντας να ορθώσει ανάστημα έναντι των γύρω του, να θέσει στόχους και να αγωνιστεί γι’ αυτούς. Αντιθέτως, αποδεχόμενος τη μετριότητά του και συμβιβασμένος με την αποτυχία, υπό το βάρος μίας μοιρολατρικής θεώρησης της ζωής, βρίσκει παραμυθία στο αλκοόλ, προκειμένου να επωμιστεί το μέγεθος των αποτυχιών του.
Ο Μίκης Αναστασίου γεννήθηκε το 1974 στην Αθήνα. Ο λογιστής είναι το πρώτο του μυθιστόρημα. |
Παρακολουθούμε στο μυθιστόρημα να αποτυπώνονται άρτια οι σχέσεις του Θανάση με τα πρόσωπα που τον πλαισιώνουν, από τις οποίες απουσιάζει η εσωτερικότητα και η ειλικρίνεια, ενώ κυριαρχεί η ρηχότητα, η ιδιοτέλεια και η αυτοσυντήρηση, στοιχείο που εμμέσως λειτουργεί επικριτικά και καυστικά για τα σύγχρονα ήθη. Αλλά και οι σχέσεις που αναπτύσσουν τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου εμφανίζουν τα ίδια χαρακτηριστικά, κινούνται στην επιφάνεια, κατευθύνονται από ό,τι ορίζει τον κόσμο, βεβαιώνουν την παγίδευση του ανθρώπου από τις δυνάμεις που τον ελέγχουν.
Όσον αφορά τον τρόπο της αφήγησης, κατά το ρεαλιστικό πρότυπο ο παντογνώστης αφηγητής ακολουθεί αντικειμενική κατά τα φαινόμενα παρουσίαση των γεγονότων που συνθέτουν την ιστορία, τα οποία αντλούνται από την καθημερινότητα και αναπαρίστανται λεπτομερειακά, ενώ έχει τη δύναμη να διεισδύει στον εσωτερικό κόσμο του κεντρικού ήρωα κατά κύριο λόγο, με την εστίαση να επικεντρώνεται πολύ συχνά σ’ αυτόν. Έτσι, δίνεται η ευκαιρία παρακολούθησης της δικής του οπτικής, των ενδόμυχων σκέψεών του για ό,τι βιώνεται, ενώ διαγράφεται ο προσωπικός του ενδοτισμός στην παθητικότητα που επιφέρει η έλλειψη αυτοπεποίθησης και η αποδοχή της δύναμης των έξωθεν στοιχείων που καθορίζουν τις προσωπικές επιλογές, η απουσία νοήματος και η κενότητα, η θεώρηση του εαυτού ως ξένου και της ζωής ως απότοκου συγκυριών.
«Η ζωή του ήταν ένα τυχαίο αποτέλεσμα, ένα σύνολο ανόητων συγκυριών, και οι πρωτοβουλίες του έρχονταν πάντα κατόπιν εορτής και προσπαθούσαν να συμμαζέψουν τα ασυμμάζευτα. Αν παρ’ όλα αυτά είχε την καλή προαίρεση να αναλάβει την ευθύνη των πράξεών του, ποιος θα αναλάμβανε την ευθύνη της ιδιοσυγκρασίας του, του θάρρους ή της ατολμίας του, των δυνατοτήτων της διάνοιάς του, της φάτσας του, τέλος, που τον κοιτούσε σαν ξένο κάθε πρωί μέσα από τον καθρέφτη του μπάνιου;» [σελ. 122]
Εν κατακλείδι, αυτό που καθιστά πολύ ενδιαφέρουσα την ιστορία του Λογιστή είναι η επιτυχία αποτύπωσης της παρηκμασμένης ζωής του πρωταγωνιστή, όχι μόνο ως αποτέλεσμα της προσωπικής του αβουλίας και παθητικότητας, αλλά και ως αδυναμία υιοθέτησης των προτύπων της ηθικής που κυριαρχούν στο πλαίσιο δράσης του. Συν τοις άλλοις, η φροντισμένη, μειλίχια και περιγραφική γλώσσα συχνά διαποτίζεται από ελεγχόμενο χιούμορ, με το οποίο καταφέρνει ο συγγραφέας να διασκεδάσει σε κάποιο βαθμό το κλίμα εγκλωβισμού του πρωταγωνιστή στην υπαρξιακή του δίνη, να λειάνει έστω μερικώς την υπαρξιακή του ματαιότητα, μαρτυρώντας τη συναίσθηση της προσωπικής ανυπέρβλητης μετριότητας, την αποδοχή της και τον τελικό συμβιβασμό με την ήττα και το τέλμα.
* Η ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΓΛΕΡΙΔΟΥ είναι εκπαιδευτικός σε Γενικό Λύκειο, απόφοιτος Κλασικής Φιλολογίας (ΑΠΘ), με μεταπτυχιακές σπουδές στη Δημιουργική Γραφή (ΕΑΠ).