Για την αυτοβιογραφία του Φίλιπ Γκλας [Philip Glass] «Λέξεις χωρίς μουσική» μτφρ. Αφροδίτη Γεωργαλιού, εκδ. Ροπή). Κεντρική εικόνα: προσωπογραφία του Φίλιπ Γκλας από τον Luis Alvarez Roure © Wikipedia.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Από την όπερα στο μουσικό θέατρο και από τα ευφάνταστα σάουντρακ στις συμφωνίες. Ο Φίλιπ Γκλας είναι κάτι περισσότερο από την κυριάρχη μορφή της μινιμαλιστικής μουσικής. Το έργο του είναι ο αντικατοπρισμός μιας ολόκληρης εποχής αλλαγών όπου η επαναλαπτικότητα των μουσικών μοτίβων του δηλοί την αναζήτηση μιας οικείωσης με κάτι που πρέπει να ξαναλεχθεί έτσι ώστε να γίνει αφομοιώσιμο από την ανθρώπινη συναισθηματική περιοχή.
Μπορεί ο ίδιος να δηλώνει πλέον κλασικιστής (όχι άδικα αν σκεφτεί κανείς τις μουσικές απαρχές του) και όχι μινιμαλιστής, εντούτοις ήταν ο άνθρωπος που δημιούργησε εκείνη την πρωτοπόρα σχολή, μέσα από την οποία προέκυψαν στη συνέχεια ο Μέρτενς, ο Μανσέλ, ο Εϊναούντι, η Λόρι Άντερσον ή ο Μαξ Ρίχτερ. Ακόμη και ο σχεδόν συγκαιρινός του Μάικλ Νάιμαν, σίγουρα, θα έχει να πει πολλά για την επίδραση που είχε ο Γκλας στη μουσική του 20ου αιώνα.
Η άλλη όψη
Πώς γίνεται, άραγε, μια πλούσια ζωή σαν αυτή του Φίλιπ Γκλας να χωρέσει σε μια αυτοβιογραφία; Ο ίδιος το προσπάθησε και το αποτέλεσμα είναι κάτι περισσότερο από λαμπρό. Είναι η άλλη όψη του μεγάλου δημιουργού, η λιγότερη φανερή.
Το memoir Λέξεις χωρίς μουσική (μτφρ. Αφροδίτη Γεωργαλιού, εκδ. Ροπή) είναι η ζωή πίσω από τις νότες ενός Προμηθεϊκού συνθέτη που, πλέον, έφτασε στα 78 του και επιθυμεί να κάνει μια ανασκόπηση σε όσα έζησε, όσα πέρασαν, όσα τον καθόρισαν και συνεχίζουν να του προσφέρουν γόνιμο έδαφος δημιουργίας.
Τούτο το βιβλίο είναι «βαπτισμένο» στη στοχαστικότητα και την τετράγωνη λογική. Στην υπερβατική σκέψη, αλλά και στη ψυχραιμία ενός νου που ξέρει να ορθοτομεί.
Τούτο το βιβλίο είναι «βαπτισμένο» στη στοχαστικότητα και την τετράγωνη λογική. Στην υπερβατική σκέψη, αλλά και στη ψυχραιμία ενός νου που ξέρει να ορθοτομεί. Υπάρχουν στο βιβλίο ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια που φαίνεται να λειτούργησαν θετικά στην εξέλιξη του μουσικού Φίλιπ. Καταρχάς μεγάλωσε μέσα στη μουσική, από τη στιγμή που ο πατέρας τους διατηρούσε δισκάδικο. Και μπορεί να ήταν βίαιος με τα κλεφτρόνια (μόνο να μην έπεφτε κάποιος στα χέρια του που προηγουμένως είχε βάλει έναν δίσκο μέσα στη μπλούζα του), εντούτοις η ενασχόλησή του με τη μουσική ήταν εξαρχής άμεση.
Άρχισε να παίζει φλάουτο, το οποίο στην αρχή του προξένησε ουκ ολίγα προβλήματα, καθώς από κάποια παιδιά θεωρούνταν θυληπρεπές όργανο. Μια κλασική κλοτσοπατινάδα με ένα από τα παιδιά που τον χλεύαζαν, έλυσε κι αυτή την παρεξήγηση.
Ο Philip Glass γεννήθηκε στη Βαλτιμόρη το 1937 και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο και στο Juilliard. Έχει συνθέσει όπερες, κινηματογραφική μουσική και συμφωνίες, και εμφανίζεται τακτικά με το μουσικό σύνολό του, το Philip Glass Ensemble. Σήμερα, ζει στη Νέα Υόρκη. |
Ακολούθησαν τα μαθήματα πιάνου και ο μουσικός δρόμος του άρχισε να χαρτογραφείται. Πάντως, το γεγονός ότι προερχόταν από μια αγωνιζόμενη οικογένεια της μεσαίας τάξης, όπως ο ίδιος σημειώνει, δεν αποτελούσε εχέγγυo μιας μουσικής καριέρας.
Μουσική και μεροκάματο
Aκόμη κι έτσι σπούδασε με την τρομερή δασκάλα μουσικής Nadia Boulanger, ενώ παράλληλα δούλευε μεροκάματα σε μερικές εξαντλητικές δουλειές μέχρι τα 41 του. Αν υπάρχει ένα θέμα γύρω από το οποίο κυκλώνονται οι Λέξεις χωρίς μουσική είναι η δημιουργία ενός συνθέτη. Μπορεί εμείς να έχουμε στο μυαλό μας τις σπουδαίες όπερές του (βλ. «Satyagraha» και «Akhnaten»), αλλά ο Γκλας αναφέρεται στο βιβλίο του πώς ήταν η ζωή του πριν αυτές τον κάνουν διάσημο.
Επιπροσθέτως, γράφει για την κινηματογραφική του εμπλοκή στις ταινίες των Μάρτιν Σκορσέζε, Γούντι Άλεν, Έριλ Μόρις και άλλων, αλλά δεν παραλείπει να μιλήσει και για καθόλα άσημους ανθρώπους που γνώρισε όλα αυτά τα χρόνια.
Από την αφήγηση του Γκλας είναι φανερό πως η ζωή δεν του χαρίστηκε. Μπορεί εμείς τώρα να έχουμε την εικόνα ενός άκρως επιτυχημένου συνθέτη, ενός πρωτοπόρου, εντούτοις εκείνος για πολλά χρόνια (μεταξύ του ‘50 και του ‘60) ήταν αναγκασμένος να μοιράζει την ημέρα του μεταξύ σύνθεσης και χαμαλοδουλειών. Το πρωί για τρεις ώρες έπαιζε στο πιάνο τα έργα του και στη συνέχεια φορούσε τα ρούχα του εργάτη και έκανε τα πάντα για ένα μεροκάματο. Ως πολυπράγμων, όμως, αναζητούσε πάντα κάτι διαφορετικό από το να είναι ένας τυπικός blue collar. Ασχολήθηκε με την οδήγηση μοτοσικλέτας cross-country (κι όμως!), έκανε μαθήματα γιόγκα και δεν έχανε εκθέσεις τέχνης και ταινίες στον κινηματογράφο. Προφανώς όλα αυτά συνέθεσαν μέσα του ένα αμάλγαμα εμπειριών που με κάποιο τρόπο διοχευτεύτηκαν στα έργα του.
Αυτό που ομολογουμένως του άλλαξε δραστικά τη ζωή ήταν ένα ταξίδι που έκανε το 1966 με τη σύζυγό του, τη σκηνοθέτιδα θεάτρου Anne Akalaitis, στο Νεπάλ.
Αυτό, όμως, που ομολογουμένως του άλλαξε δραστικά τη ζωή ήταν ένα ταξίδι που έκανε το 1966 με τη σύζυγό του, τη σκηνοθέτιδα θεάτρου Anne Akalaitis, στο Νεπάλ. Ήταν μια μορφή επιφοίτησης εκείνο το ταξίδι. Βρέθηκαν δίπλα σε δασγάλους του Θιβετιανού διαλογισμού, δίχως όμως να αποκαλύπτει ποιες πνευματικές ανάγκες τον οδήγησαν σε εκείνη την εσχατιά. Να ήταν μόνο η ένθερμη περιέργεια; Ποιος μπορεί να ξέρει;
Ο ίδιος διατείνεται πως είναι δύσκολο να πει τι έμαθε από όλα αυτά, αλλά ότι έχει παρατηρήσει πως έχει αρχίσει να βιώνει καλύτερα την καθημερινότητά του. Μάλιστα, αυτό το επεκτείνει και πέραν της ζωής φτάνοντας στην έννοια του θανάτου. Όσο για τις μουσικές αναφορές του, καίτοι δεν είναι το ακριβές ζητούμενο αυτού του βιβλίου (όχι άμεσα τουλάχιστον), ο Γκλας μιλάει για τον Pierre Boulez, τον John Coltrane ή τον Anton Bruckner.
Έπειτα από όλα αυτά συγκροτείται το προφίλ ενός ανθρώπου που σίγουρα κατάφερε να γίνει larger than life, καίτοι η εκκίνησή του δεν έδειχει να του εξασφαλίζει μεγάλες προοπτικές. Ένα παιδί που έπαιζε σκάκι με τον πατέρα του δίχως να έχουν μπροστά τους πιόνια (αλλά φαντάζονταν την παρτίδα) και κατάφερε μεγαλώνοντας να δώσει μουσικό σχήμα σε πηγαία συναισθήματα που όταν τα ακούς σε μορφή μουσικής μοιάζουν με ονειρικά τοπία που χορογραφούνται αενάως.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.