Της Αρχοντούλας Διαβάτη
Αυτή η ζωή είναι ένα νοσοκομείο, όπου τον κάθε άρρωστο τον δυναστεύει η επιθυμία να αλλάξει κρεβάτι. / Μου φαίνεται ότι θα ’μουν πάντοτε καλά εκεί όπου δε βρίσκομαι, κι αυτό το ζήτημα της μετοικεσίας είναι από αυτά τα ζητήματα που κουβεντιάζω χωρίς σταματημό με την ψυχή μου. (Σαρλ Μποντλέρ, Μικρά ποιήματα σε πρόζα)Επτά ιστορίες, επτά μπαμπούσκες, επτά ομόκεντροι κύκλοι που επικαλύπτονται, επτά επάλληλες ιστορίες κατά τον υπότιτλο, αφηγημένες σε τρίτο πρόσωπο από έναν παντεπόπτη αφηγητή με διαβολεμένη παρατηρητικότητα. Για επτά γυναίκες που διασταυρώνουν τα βήματά τους άρρωστες στο ίδιο μεγάλο νοσοκομείο: Την Ιουλία, την Αμαλία, τη Ρία, την Αγάπη, τη Ρίτα, την Εύη και την Παπά. Έρχονται και φεύγουν, κυκλοφορούν στον ίδιο χώρο, αντικρίζονται χωρίς ίσως να επικοινωνήσουν βαθύτερα μεταξύ τους και πολιτογραφούνται κάτοικοι της μεγάλης πολιτείας του νοσοκομείου.
Ο χρόνος περνάει αργά, με αυτοανάλυση και αυτοπαρατήρηση, ληθαργική αποτύπωση της απραξίας, υπαινικτικός λόγος ή υπνωτιστικός λόγος κάποτε, στιλπνή έξυπνη γλώσσα, αναλυτική, πρωτοτυπία και φρεσκάδα, υποδόριο χιούμορ, μεθυστικές σκηνές για τον έρωτα και την αμφιβολία, την ανασφάλεια και το πάθος, ή συχνά ρατσισμός για τους ηλικιωμένους διατυπωμένος με επιπόλαιη κοριτσίστικη αφέλεια. «Κάτι τέτοιες ώρες σαν κι αυτήν, λίγο πριν την αλώσει η μιζέρια, καθώς η τραγωδία ήταν κοντά και απειλούσε να την κυκλώσει, η Αμαλία αισθανόταν ότι μέσα της ξαναγεννιόταν το παιδί. Εκείνο το αγύριστο κεφάλι, που θέλει να γυρίσει πίσω στα παλιά, κι ακόμα πιο πριν, και το μόνο που αποζητάει είναι να κλάψει με πείσμα, όπως το μωρό στην κούνια. Να χαλάσει τον κόσμο με φωνές και υστερίες, λες και έτσι θα προλάβει, θα αποτρέψει τη συμφορά πριν συμβεί, θα την διώξει πριν εγκατασταθεί, θα προκάμει να κάνει κάτι, να δράσει, να αντισταθεί».
Η νόσος ως μεταφορά
Βιβλίο αστείο και συγκινητικό, στοχαστικό, με την τεχνική του ελεύθερου πλάγιου λόγου να διαπερνάει δυναμικά όλες τις διηγήσεις και κομψότητα στη γλώσσα, ένας καθρέφτης της ζωής του νοσοκομείου, παρόμοιας για τους «μέσα» όπως και για τους «έξω», με τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις, τον πόθο και το πάθος, τη μνησικακία, το φόβο και τον πόνο. Η νόσος ως μεταφορά, κατά τη γνωστή διατύπωση της Σούζαν Σόνταγκ, διαπερνάει τις επτά ιστορίες εικονογραφώντας τη ζωή με την αρρώστια που καθαγιάζει σαν μια δύσκολη γνώση τον άνθρωπο, όπως ομολογεί αναπάντεχα στην τελευταία ιστορία ο «μεγάλος» καθηγητής: «Τους ανθρώπους με ολόκληρη αυτή τη διαδρομή πίσω τους, εγώ τους ξεχωρίζω. Αυτοί έχουν μια ιδιαίτερη λάμψη στα μάτια. Εγώ, Φανή, νιώθω μικρός, ασήμαντος. Μόνο σε μια περίπτωση θα ήμουν μεγάλος: αν ήμουν κι εγώ άρρωστος.»