
Για το μυθιστόρημα του Πολ Μάρεϊ (Paul Murray) «Το τσίμπημα της μέλισσας» (μτφρ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ, εκδ. Ψυχογιός).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Το γνωρίζουμε, δα, από την Άννα Καρένινα: όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, όμως, είναι δυστυχισμένη με το δικό της τρόπο. Στο μυθιστόρημα του Πολ Μάρεϊ Το τσίμπημα της μέλισσας (μτφρ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ, εκδ. Ψυχογιός), η φαμίλια του Ντίκι Μπαρνς, όσο οι αγελάδες της οικονομίας ήταν παχιές και το χρήμα από την αντιπροσωπεία αυτοκινήτων της έρεε εν αφθονία, έστεκε όρθια, κρύβοντας επιμελώς τους εσωτερικούς της κλυδωνισμούς.
Όταν, όμως, η οικονομική κρίση διέλυσε τα πάντα στην Ιρλανδία, ο σεισμός που διαπέρασε το σπίτι των Μπαρνς δεν άφησε τίποτα όρθιο. Όσα έκρυβαν μέσα τους τα τέσσερα μέλη της οικογένειας, όσα δεν ήθελαν να παραδεχθούν για τους εαυτούς τους και όσα ανειρήνευτα τους ακολουθούσαν από το παρελθόν, ανέβηκαν στην επιφάνεια μετατρέποντας τον οίκο τους σε συντρίμμια.
Τα σκοτάδια
Ο Πολ Μάρεϊ, με το πολυσέλιδο μυθιστόρημά του, το οποίο παρεμπιπτόντως μπήκε στη μικρή λίστα των Βραβείων Μπούκερ το 2023, αναδεύει τα σκοτάδια του ανθρώπου, αναζωπυρώνει τις εντάσεις (εσωτερικές και εξωτερικές), παίζει με τα συναισθηματικά κλισέ και ουσιαστικά μας εμφανίζει γυμνή και δίχως φτιασίδια (όπως είχαν συνηθίσει οι ήρωές του) την πιο φοβερή αλήθεια: αυτή που πρέπει κανείς να αντιμετωπίσει κοιτώντας τον εαυτό του στον καθρέφτη.
Έχουμε και λέμε: ο Ντίκι απέκτησε την αντιπροσωπεία από τον πατέρα του, που ήταν το συνώνυμο της επιτυχίας. Την ήθελε; Όχι! Σπουδάζοντας στο Τρίνιτι είχε άλλα όνειρα. Όταν όμως ο μικρότερος αδελφός του, και καμάρι της οικογένειας και της μικρής πόλης όπου ζουν οι Μπαρνς, Φρανκ, σκοτώνεται με το αυτοκίνητό του, άλλη λύση δεν υπάρχει: ο πρωτότοκος οφείλει να πάρει τα ηνία της επιχείρησης στα χέρια του.
Προφίλ που, όπως αποδεικνύεται, άρχισε να χτίζει μέσα του την περίοδο που ήταν φοιτητής. Τότε που πειραματίστηκε σεξουαλικά, ερωτεύτηκε έναν συμφοιτητή του και έκρυψε την ομοφυλοφιλία του για να παντρευτεί την Ιμέλντα.
Μόνο που ο Ντίκι ήταν πάντα στη σκιά του Φρανκ. Αποδέχθηκε το ρόλο του αθέατου, του ατάλαντου, του από χέρι χαμένου. Προφίλ που, όπως αποδεικνύεται, άρχισε να χτίζει μέσα του την περίοδο που ήταν φοιτητής. Τότε που πειραματίστηκε σεξουαλικά, ερωτεύτηκε έναν συμφοιτητή του και έκρυψε την ομοφυλοφιλία του για να παντρευτεί την Ιμέλντα. Η Ιμέλντα, κανονικά θα παντρευόταν τον Φρανκ (τουλάχιστον έτσι ονειρευόταν), όμως ο κόσμος της γκρεμίστηκε με τον αδόκητο θάνατό του. Μπρος στο κένο, ο Ντίκι, θέλοντας να γίνει ο «Φρανκ», παντρεύεται την Ιμέλντα, η οποία πιστεύει πως έτσι θα συνεχίζει να ζει με τον αγαπημένο της, έστω και με τη μορφή φαντάσματος.
Η Ιμέλντα είναι η ομορφονιά της περιοχής, αλλά προέρχεται από μια φτωχή και άκρως προβληματική οικογένεια, με έναν πατέρα αγριωπό και σατράπη. Οι Μπαρνς τής προσφέρουν τη διέξοδο που αναζητεί προς το φως, έστω μέσω του Ντίκι, ως λύση ανάγκης, κι έτσι καταφέρνει να ανέβει κοινωνικά. Μαθαίνει να σκορπάει το χρήμα (όσο υπάρχει) και να επιβάλλεται με την ομορφιά της. Όταν θα αρχίσει, όμως, η κατρακύλα, θα αναγκαστεί να πουλήσει τα κοσμήματά της στο eBay, ενώ η σχέση της με τον Ντίκι, μέρα με τη μέρα, θα γίνεται πιο τοξική.
Θα τη δούμε ως έφηβη, ως φοιτήτρια, ως εκκολαπτόμενη λεσβία, ως κόρη που ψάχνει να βρει τι ακριβώς συμβαίνει με την οικογένειά της και ως ένα από τα πολλά δραματικά πρόσωπα του μυθιστορήματος.
Η κόρη τους, Κας, ετοιμάζεται να μπει στο πανεπιστήμιο (κι αυτή στο Τρίνιτι) και παλεύει με το άγχος της εφηβείας, την επίσης τοξική σχέση που διατηρεί με τη φίλη της, Ιλέιν, τα ερωτικά της σκιρτήματα και τη γενικευμένη αποδόμηση που της «προσφέρει» η οικογένειά της. Θα τη δούμε ως έφηβη, ως φοιτήτρια, ως εκκολαπτόμενη λεσβία, ως κόρη που ψάχνει να βρει τι ακριβώς συμβαίνει με την οικογένειά της και ως ένα από τα πολλά δραματικά πρόσωπα του μυθιστορήματος.
Ο 12χρονος Πι Τζεϊ, το στερνοπαίδι, κάνει όνειρα να το σκάσει από το σπίτι του. Έχει εμμονή με τα βιντεοπαιχνίδια και την πορνογραφία και τρέμει στην ιδέα του διαζυγίου των γονιών του.
Διαφορετικές φωνές
Το μυθιστόρημα χωρίζεται ανάλογα με τη φωνή που αναλαμβάνει να μας πει την ιστορία από τη δική της σκοπιά. Τα λιγότερο ενδιαφέροντα είναι τα αρχικά, των δύο παιδιών, για να αποκτήσει σφρίγος η πλοκή με τη συνειρμική γλώσσα της Ιμέλντα και τη διφορούμενη ζωή του Ντίκι.
Οι διαπλοκές είναι πολλές, ενώ οι ανατροπές αν και φαίνονται αρκετά στερεοτυπικές (όπως η παράνομη ερωτική σχέση του Ντίκι με έναν τυχοδιώκτη υπάλληλό του που τον απειλεί ότι θα αποκαλύψει την ομοφυλοφιλία του αν δεν τον πληρώσει), της Ιμέλντα με τον πατέρα της Ιλέιν (ένα μούτρο περιωπής) και την εμφάνιση του πάτερ-φαμίλια Μόρις Μπαρνς για να φέρει στα ίσια την επιχείρηση που μπατάρει επικίνδυνα, στο τέλος αποδεικνύονται αναγκαίοι σπινθήρες που θα οδηγήσουν στη δραματική έξοδο.
Σαν αυτή η οικογένεια να είναι τόσο καταραμένη εξαρχής που μπορεί να προκαλέσει (ή να ταυτιστεί) με μια καταστροφή παγκόσμιας κλίμακας.
Αυτή θα πραγματωθεί στο καταφύγιο που διατηρεί η οικογένεια μέσα στο δάσος. Μια φτενή κατασκευή, την οποία ο Ντίκι μαζί με έναν συνωμοσιολόγο κάτοικο της μικρής πόλης ξαναφτιάχνουν ώστε να αποτελέσει την ύστατη κατοικία ολίγων τυχερών, όταν η κλιματική κρίση καταστρέψει τον κόσμο. Ναι, ακόμη και η επικείμενη (sic) καταστροφή του κόσμου, μοιάζει να έχει σχέση με την πτώση των Μπαρνς. Σαν αυτή η οικογένεια να είναι τόσο καταραμένη εξαρχής που μπορεί να προκαλέσει (ή να ταυτιστεί) με μια καταστροφή παγκόσμιας κλίμακας.
Στο απομακρυσμένο καταφύγιο θα κλιμακωθεί όλο το δράμα του μυθιστορήματος, καθώς το τελευταίο κεφάλαιο είναι φτιαγμένο από μικρές, παράλληλες σκηνές, στις οποίες μετέχουν όλοι οι ήρωες, δίχως να γνωρίζουν πως κάθε βήμα που κάνουν τους φέρνει πιο κοντά στην τραγική λύση που τους επιφυλάσσει η μοίρα (... και ο συγγραφέας).
Τα θετικά και τα αρνητικά
Έχει πολλά καλά αυτό το μυθιστόρημα: οι αντρικοί χαρακτήρες σε κερδίζουν σε σχέση με τους γυναικείους (με εξαίρεση την Ιμέλντα), η πολυπρόσωπη αφήγηση, αν και όχι πάντα σε υψηλό επίπεδο, δίνει ένα στίγμα, ενώ η σκιαγράφηση της ραγδαίας καθόδου της οικογένειας αποκτάει ένταση και βάθος.
Όπως συμβαίνει με τα πολυσέλιδα μυθιστορήματα, υπάρχουν σημεία που η πλοκή επιβραδύνεται χωρίς λόγο, ενώ στο συγκεκριμένο θα πρέπει να προσμετρήσουμε και τον παράγοντα «κλισέ», τα οποία ενώ ο Μάρεϊ επιλέγει να τα περιγελάσει, στην ουσία δεν το καταφέρνει πάντα με επιτυχία, με αποτέλεσμα ορισμένα εξ αυτών να αφαιρούν δύναμη από το μυθιστόρημα.
Εντέλει, στην ευτυχία όλοι μοιάζουμε, αλλά στη δυστυχία φαίνεται ποιοι πραγματικά είμαστε.
Είναι, άραγε, ένα βιβλίο για την κρίση, τώρα που αυτή έχει περάσει; Θα μπορούσε να το πει κανείς «ναι». Η κοινωνική διάσταση της ιστορίας γίνεται η αναγκαία θρυαλλίδα για να αποκαλυφθούν όλα τα σκοτεινά σημεία των ηρώων. Μήπως έτσι δεν συμβαίνει και στην πραγματικότητα; Η εποχή της οικονομικής κρίσης (στην Ελλάδα το μάθαμε με σκληρό τρόπο) αποκάλυψε πολλές από τις παθογένειες των κοινωνιών και των ατόμων που τις συγκροτούν. Εντέλει, στην ευτυχία όλοι μοιάζουμε, αλλά στη δυστυχία φαίνεται ποιοι πραγματικά είμαστε. Η μετάφραση της Κλαίρης Παπαμιχαήλ είναι υψηλού επιπέδου.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ποιος ήταν που της είπε την ιστορία Αποκλείεται να ήταν ο μπαμπάς αυτός μιλούσε μονάχα για τον εαυτό του Κι η μαμά δεν έλεγε ιστορίες προτιμούσε να βουρτσίζει τα μαλλιά της Ιμέλντα Να την ντύνει στα σατέν και στα ψεύτικα βελούδα Θα πρέπει να ήταν η Ρόουζ άρα Θυμάται πως η Ρόουζ βρισκόταν εκεί στο σπίτι όταν ήταν μικρή Κι ήταν από τις ιστορίες που θα έλεγε Μια προειδοποίηση πριν πάρει χαμπάρι κάποια από τις δύο τους πως υπήρχε λόγος για προειδοποίηση Η ιστορία ήταν για έναν ταξιδιώτη που γύριζε στο σπίτι ύστερα από ένα μακρύ ταξίδι» (σελ. 240)
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Πολ Μάρεϊ γεννήθηκε το 1975 στο Δουβλίνο. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Τρίνιτι κι έκανε μεταπτυχιακό στη δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο της Ιστ Άνγκλια. Έχει γράψει άλλα τρία μυθιστορήματα: An Evening of Long Goodbyes (2003), Skippy Dies (2010), The Mark and the Void (2015), όλα είτε βραβευμένα είτε στις μακρές ή βραχείες λίστες για τα σημαντικότερα λογοτεχνικά βραβεία. Έγραψε επίσης το σενάριο για την ιρλανδική ταινία Metal Heart το 2018.
Το τελευταίο του βιβλίο, Το τσίμπημα της μέλισσας, ήταν στη βραχεία λίστα του Βραβείου Booker για το 2023, κέρδισε το Ιρλανδικό Βραβείο ως Βιβλίο της Χρονιάς 2023, και το Χρυσό Βραβείο Nero για το 2023. Επίσης συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο των New York Times (μαζί με άλλα τέσσερα βιβλία) ως τα Καλύτερα Μυθιστορήματα του 2023.