
Για τη νουβέλα του Φραντς Κάφκα (Franz Kafka) «Η μεταμόρφωση», που κυκλοφόρησε πρόσφατα ξανά στα ελληνικά, σε νέα μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, από τις εκδόσεις Δώμα.
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
Όταν ο Γκρέγκορ Σάμσα αντίκρυσε μη ανθρώπινα πόδια να ξεπροβάλουν από σώμα εντόμου, κυλώντας στο πάτωμα του δωματίου του με γδούπο ηχηρό, η λογοτεχνία γύρισε σελίδα. Η ασφάλεια του προσωπικού χώρου συνεθλίβη χωρίς τυμπανοκρουσίες: το επάνω ήρθε κάτω, το ταβάνι έγινε πάτωμα, το υπνοδωμάτιο φυλακή, και οι οικείοι ξένοι, ανθρωποφύλακες, εχθροί. Είναι αληθές ότι η Μεταμόρφωση της λογοτεχνίας συμβαίνει τόσο σπάνια όσο κι εκείνη ενός ανθρώπου σε έντομο. Συνέβη όμως. Έκτοτε, όλοι ζούμε στον κόσμο που έπλασε ο Κάφκα.
Η εναρκτήρια παράγραφος της Μεταμόρφωσης καθορίζει το πλαίσιο δράσης και το αφήνει πίσω της ταυτόχρονα: ένας νέος άντρας μετατρέπεται σε έντομο, σε κάποιος είδος σκαθαριού (όχι κατσαρίδα! Ο Ναμπόκοφ στις παραδόσεις του επιμένει σ’ αυτό). Δεν μαθαίνουμε το πώς ούτε το γιατί: δεν αφορά τον συγγραφέα, οπότε ούτε κι εμάς. Το φανταστικό δεν ενσκήπτει προσωρινά στον κόσμο μας για να αιτιολογηθεί (άρα δικαιολογηθεί) και πιθανόν να ανατραπεί στη συνέχεια, επαναφέροντάς μας σε ένα παρηγορητικό status quo ante – έχει επέλθει αναίτια για να παραμείνει εσαεί, όσο τουλάχιστον διαρκεί το μικρό σε μέγεθος έργο. Είναι μια κατάσταση πραγμάτων, οριακή μεν, ρεαλιστικά δοσμένη δε. Ως εκ τούτου, περισσότερο τρομακτική.
Η λειτουργία του «χώρου»
Εν αρχή ο χώρος. Τίποτα τυχαίο σ’ αυτό το γεωμετρημένο έργο: το σπίτι είναι η σκηνή στην οποία κινούνται και πάσχουν οι πρωταγωνιστές του έργου. Δωμάτια-κλουβιά που ανοίγουν και κλείνουν, μισάνοιχτες ή σφραγισμένες πόρτες ανάλογα με τη εσωτερική δυναμική, τις συνεχώς εναλλασσόμενες σχέσεις εξουσίας, πλήρως αποκομμένα από τον έξω κόσμο που εισβάλει σπάνια με τη μορφή επισκεπτών (όπως ο προϊστάμενος ή οι ένοικοι), για να αποχωρήσουν σύντομα από τη σκηνή, αφήνοντας τους πρωταγωνιστές στους μη παγιωμένους ρόλους τους. Το ευφυώς στημένο σκηνικό εμποδίζει, πρώτιστα, παρά διευκολύνει την κίνηση. Άνθρωποι και έντομο συνωθούνται, σέρνονται, πληγώνονται, σπαράζουν μέσα στον ασφυκτικό χώρο του διαμερίσματος των Σάμσα – έγκλειστοι, μετατρέπονται από θύματα σε θύτες.
Κεκλεισμένων των θυρών και το έντομο Γκρέγκορ, έχοντας απωλέσει εκ πρώτης την ανθρώπινη μορφή του, χάνει την περίοπτη θέση του στα του οίκου: από κουβαλητής και τροφοδότης μετατρέπεται σε παρία, υποβαθμισμένος πρώτα ως προς το κοινωνικό του στάτους ως εργαζόμενος και στη συνέχεια ως στυλοβάτης της οικογένειας.
Η απώλεια της ομιλίας, της επικοινωνίας, αποτελεί το πρώτο ρήγμα καθώς απανθρωποποιεί το υποκείμενο που μετατρέπεται κατ’ ουσίαν σε κτήνος, ακολουθώντας τη μορφική του αλλοίωση. Η διαδικασία συνεπικουρείται από τον χώρο, ο οποίος δεν διευκολύνει: πόρτες που αλλοιώνουν τον ήχο, εμποδίζουν τη φωνή. Στη συνέχεια η όραση εγκαταλείπει τον Γκρέγκορ και ο χώρος συρρικνώνεται ακόμα περισσότερο. Το παράθυρο, η μοναδική του οπτική διέξοδος προς τον έξω κόσμο, έστω αποσπασματική, χάνει παντελώς τη σημασία του. Το δωμάτιο γίνεται ο κόσμος του, ενώ η οικογένειά του (και περιστασιακά μια καθαρίστρια) τα μόνα άτομα με τα οποία έρχεται σε επαφή. Η παγίδα κλείνει γύρω του ασφυκτικά.
Το δωμάτιο του Γκρέγκορ-εντόμου μετατρέπεται σταδιακά σε κελί.
Το δωμάτιο του Γκρέγκορ-εντόμου μετατρέπεται σταδιακά σε κελί. Το έντομο δεν χρειάζεται έπιπλα (η οριοθετημένη διευθέτηση του χώρου παραπέμπει στον πολιτισμό), καθώς κινείται ελεύθερα στο πάτωμα, τους τοίχους, το ταβάνι. Η τρέχουσα φύση του δεν τα χρειάζεται, πλην όμως η εναπομείνασα ισχυρή ανθρώπινη κρατιέται από αυτά ως άγκυρα. Καθόλου τυχαία επιχειρεί άκομψα, σύμφωνα με τη ζωώδη πλέον φύση του, να αγκιστρωθεί σε αυτά όσο η ολοένα και πιο εχθρική οικογένειά του παρεμβαίνει στον χώρο, επιχειρώντας να τον εκκαθαρίσει. Το καθένα μέλος διαθέτει τον προσωπικό του χώρο σε αυτό το σπίτι, πλην του έγκλειστου Γκρέγκορ, που δεν του παραχωρείται πλέον δικαίωμα ιδιοκτησίας ή αυτοκαθορισμού, όντας στο έλεος των εναλλασσόμενων διαθέσεων της οικογένειας.
Η ανατροπή των ρόλων
Τα μέχρι πρότινος εξαρτώμενα από εκείνον οικογενειακά μέλη, σταδιακά ανεξαρτητοποιούνται και αυτονομούνται συναισθηματικά και οικονομικά. Απολαμβάνουν νέους ρόλους, ανατρέποντας τις σχέσεις εξουσίας. Ο πατέρας, από ξεπεσμένος ηλικιωμένος, αναλαμβάνει εκ νέου τα ηνία της οικογένειας, φτάνοντας στο σημείο να χειροδικήσει στον γιο-έντομο (η σκηνή της επίθεσης με τα μήλα όπου το ένα βυθίζεται στο σώμα του Γκρέγκορ και αφήνεται να κακοφορμίσει, εμπεριέχει πολλαπλές συνδηλώσεις και ερμηνείες). Η μητέρα παρακολουθεί παθητικά, αποφεύγοντας να παρέμβει. Τέλος ο ρόλος της αδελφής είναι καθοριστικός, καθώς μετατρέπεται από σύμμαχος σε ανταγωνίστρια, δεσμοφύλακα (πηγαίνει το φαγητό στον έγκλειστο, αδιαφορώντας για τις προτιμήσεις του ή την κατάσταση του «κελιού» του) και τέλος σε απροκάλυπτο εχθρό.
Όσο κι αν υπολείπεται εμφανισιακά ως έντομο, ο Γκρέγκορ αναπληρώνει με ενσυναίσθηση και ευαισθησία. Εξαρχής προσεκτικός να μην πανικοβάλλει ή διαταράξει την ηρεμία των οικείων του, αποκρύπτει το ειδεχθές παρουσιαστικό του από εκείνους που φροντίζει και αγαπά. Τουναντίον, εκείνοι αποβάλλουν την ανθρώπινη ουσία τους και εκθέτουν σε κοινή θέα τα ειδεχθή χαρακτηριστικά τους. Όσο πιο ανθρώπινος γίνεται εκείνος τόσο πιο απάνθρωποι αυτοί, οπότε ο άνθρωπος προβάλλει συνεχώς μέσα από το σώμα του εντόμου, όπως ακριβώς τα έντομα από το σώμα των ανθρώπων. Το διαμέρισμα προσαρμόζεται στη νέα κατάσταση και μετατρέπεται σε φωλιά, με ιεραρχικές σχέσεις εξουσίας μεταξύ των κατοίκων.
Ο χώρος αναδιατάσσεται εκ νέου με την εισβολή των τριών γενειοφόρων ενοικιαστών (ο Ναμπόκοφ αναφέρει το επαναλαμβανόμενο μοτίβο του 3: τρία κεφάλαια, τρείς επισκέπτες, τρία μέλη οικογένειας πλην του G.).
Ο χώρος αναδιατάσσεται εκ νέου με την εισβολή των τριών γενειοφόρων ενοικιαστών (ο Ναμπόκοφ αναφέρει το επαναλαμβανόμενο μοτίβο του 3: τρία κεφάλαια, τρείς επισκέπτες, τρία μέλη οικογένειας πλην του Γκ.). Πρόκειται για ύποπτα υποκείμενα που καταλαμβάνουν την κρεβατοκάμαρα εκδιώκοντας τους γονείς σ’ άλλο σημείο του σπιτιού, ερήμην πάντα του Γκρέγκορ που ζει αποκλεισμένος από τις αποφάσεις. Το έντομο αποτελεί αξιοθέατο, παρακολουθώντας κρυμμένο μέσα από μισάνοιχτες πόρτες τα τεκταινόμενα, όπως στη σκηνή όπου η αδελφή του παίζει βιολί για να διασκεδάσει τους τρεις ενοίκους, οι οποίοι δεν φαίνεται να το απολαμβάνουν ιδιαίτερα, σε αντίθεση με τον ίδιο τον Γκρέγκορ. Οι ένοικοι απειλούν με έξοδο από το σπίτι, διεκδικώντας ισχυρή θέση εντός της οικογενειακής εστίας.
Ο Γκρέγκορ αποχωρεί από τη σκηνή
Ήρθε όμως η ώρα του Γκρέγκορ να αποχωρήσει από τη σκηνή. Ο ρόλος του συνεχώς συρρικνώνεται, η παρουσία του γίνεται ολοένα και πιο ισχνή, πιο αναιμική. Το δωμάτιό του πλέον έχει αλωθεί, όπως εξάλλου και η φυσική του υπόσταση: αφημένος στη μοίρα του να λιμοκτονήσει – με ένα σάπιο μήλο καρφωμένο στην πλάτη του, παράσημο της πατρικής απόρριψης, με την αγαπημένη του αδελφή να συνωμοτεί αναίσχυντα με τους γονείς για το πώς θα απαλλαγούν από το όνειδός του. Αποσύρεται στον χώρο του κι αφήνει εκεί την τελευταία του πνοή. Όχι ως ανεπίγνωστο έντομο, αλλά ως άνθρωπος: τουτέστιν επώδυνα, θλιβερά, μοναχικά, όπως ήρθε στον κόσμο.
Η οικογένεια δείχνει να αναλαμβάνει δυνάμεις μετά τον θάνατο του ανεπιθύμητου γιου-εντόμου.
Η οικογένεια δείχνει να αναλαμβάνει δυνάμεις μετά τον θάνατο του ανεπιθύμητου γιου-εντόμου. Αποφασίζει να αλλάξει διαμέρισμα και σε μια κίνηση συμβολική εκδιώκει του απεχθείς ενοίκους. Η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που μέχρι πρότινος επικρατούσε δίνει σταθερά τη θέση της στο άνοιγμα, κυριολεκτικό και μεταφορικό, της οικογένειας νηπενθών. Αφότου ξεφορτώθηκαν το άχθος του γιου εορτάζουν την ελευθερία τους. Βγαίνουν από το σπίτι (για πρώτη φορά, τουλάχιστον όσο γνωρίζει ο αναγνώστης) στο ζεστό ανοιξιάτικο φως του ήλιου. Ο συγγραφέας προσφέρει στον μέχρι τούδε έγκλειστο (κι εκείνος μαζί με τους πρωταγωνιστές του έργου) αναγνώστη μια σύντομη ματιά στο έξω, στο ρεαλιστικό παρόν, αντιδιαστέλλοντάς το με το αέναο, άχρονο έσω – τη φυλακή που εκτυλίχθηκε το σύντομο δράμα δεσμωτών και φυλακισμένου.
Σε μια άκρως συμβολική σκηνή, στις τελευταίες σελίδες, η κόρη-αδελφή (πλέον γυναίκα της παντρειάς), παρουσιάζεται καθ’ όλα έτοιμη να ανοίξει τα «φτερά» της, ενώ η καταληκτική πρόταση την παρουσιάζει να ανακλαδίζεται ηδονικά και νωχελικά, απολαμβάνοντας την ελευθερία της. Καμία ανακούφιση δεν προσφέρει στον αναγνώστη-θεατή ετούτη η χαρούμενη, αναζωογονητική κίνηση (που ακολουθεί τη σκυφτή, εντομοειδή κίνηση εντός της φωλιάς-οικίας), καθώς γνωρίζει ήδη το τίμημα που έχει πληρωθεί.
Κοιτάξτε γύρω σας
Ο Γκρέγκορ εμφανίζεται, αναγνώστη, στη ζωή σου ένα πρωϊνό -όπως όλα τα άλλα- ως έντομο, ζώντας στο ενδιάμεσο τη σύντομη και θλιβερή ζωή του, για να αποχωρήσει όμως με πλήρη συνείδηση ως ανθρώπινο όν, αφήνοντας πίσω του έναν κόσμο ακατανόητο, θαρρείς ακατοίκητο, ενίοτε απάνθρωπο. Αν όμως χρειαστεί, ακόμα και μετά το πέρας της ανάγνωσης, να αναρωτηθείς ποιος κόσμος είναι ετούτος, πού ακριβώς βρίσκεται το διαμέρισμα ή ποια μπορεί να είναι η οικογένεια, απλά κοίταξε γύρω σου.
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Και τώρα;» αναρωτήθηκε ο Γκρέγκορ κοιτώντας το σκοτάδι γύρω του. Πολύ σύντομα ανακάλυψε ότι δεν μπορούσε να κουνηθεί καθόλου πια. Το γεγονός δεν του έκανε καμία εντύπωση, για την ακρίβεια του φαινόταν μάλλον αφύσικο που τόσο καιρό κατάφερνε να πηγαίνει οπουδήποτε μ' αυτά τα λεπτά ποδαράκια. Κατά τ' άλλα, αισθανόταν σχετικά καλά. Τον πονούσε βέβαια όλο του το σώμα, αλλά ένιωθε πως αυτοί οι πόνοι όλο και μετριάζονταν, κι ότι σε λίγο θα περνούσαν τελείως. Το σαπισμένο μήλο στην πλάτη του και τον ερεθισμό γύρω από εκείνη την περιοχή, που πλέον ήταν τελείως καλυμμένη από λεπτή σκόνη, σχεδόν δεν τα ένιωθε πια. Σκεφτόταν την οικογένειά του με τρυφερότητα κι αγάπη. Ότι έπρεπε να εξαφανιστεί, αυτό το πίστευε κι ο ίδιος, ακόμα πιο ακράδαντα κι από την αδελφή. Και κάπως έτσι απέμεινε, με το νου του άδειο και γαλήνιο, ώσπου το ρολόι του πύργου χτύπησε τρεις τα ξημερώματα. Πρόλαβε να δει απ' το παράθυρο το πρώτο φως της αυγής, και το σκοτάδι να γίνεται μέρα. Κι ύστερα, χωρίς να το θέλει, το κεφάλι του ακούμπησε στο πάτωμα κι από τα ρουθούνια του βγήκε αδύναμη η τελευταία του πνοή.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Φραντς Κάφκα γεννήθηκε στις 3 Ιουλίου του 1883 στην Πράγα από γονείς Εβραίους: από έναν πατέρα αυταρχικό, που κατόρθωσε να γίνει εύπορος υφασματέμπορος, κι από μια μάνα τρυφερή που, αντίθετα με τον πατέρα του, είχε μεγαλώσει μέσα σ' έναν περίγυρο βαθιά μορφωμένων ανθρώπων. Ο Φραντς ήταν ο πρωτότοκος. Είχε τρεις αδελφές και δύο αδελφούς, οι οποίοι πέθαναν σε βρεφική ηλικία.
Μετά το γυμνάσιο, υπακούοντας στην επιθυμία του πατέρα του, ο Κάφκα αφού παρακολούθησε ορισμένα πανεπιστημιακά μαθήματα γερμανικής φιλολογίας, σπούδασε τελικά νομικά. Στο πανεπιστήμιο γνωρίστηκε με διάφορους γερμανόφωνους εκκολαπτόμενους λογοτέχνες όπως ο Μαξ Μπροντ, που έγινε επιστήθιος φίλος του. Στη συνέχεια εργάστηκε επί δεκατέσσερα χρόνια, πρώτα σε μια ασφαλιστική εταιρεία και μετά στο Ινστιτούτο Ασφάλισης Εργατικών Ατυχημάτων της Βοημίας. Τις νύχτες του αφιέρωνε στο γράψιμο. Αυτό ήταν το μεγάλο του πάθος. Ελάχιστα κείμενά του δημοσιεύτηκαν όσο ζούσε, όπως η περίφημη Μεταμόρφωση (1916), Η αποικία των τιμωρημένων και το Ένας αγροτικός γιατρός. Το 1914 αρραβωνιάστηκε τη Φελίτσε Μπάουερ, την οποία είχε γνωρίσει στο σπίτι του Μπροντ και με την οποία αλληλογραφούσε επί δύο χρόνια, διέλυσε όμως τον αρραβώνα επειδή ένιωθε ανίκανος να αντιμετωπίσει το γάμο. Άλλη μια απόπειρά του να παντρευτεί τη Φελίτσε κατέληξε σε αποτυχία, αφού το 1917 έγινε γνωστό ότι πάσχει από φυματίωση και μπήκε σε σανατόριο. Το 1923, σε ένα ταξίδι του στη Βαλτική, γνώρισε τη χειραφετημένη εβραία νηπιαγωγό Dora Diamant και μετά από λίγο μετακόμισε στο σπίτι της στο Βερολίνο, προσπαθώντας να ξεφύγει από την επίδραση της οικογένειάς του και να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Πέθανε όμως φυματικός στις 3 Ιουνίου του 1924.
Λίγο πριν πεθάνει, παρακάλεσε τον Μπροντ να καταστρέψει τα έργα του, εντολή που αυτός ευτυχώς παράκουσε. Ο Μπροντ επιμελήθηκε τα τρία ημιτελή μυθιστορήματά του και τα εξέδωσε: Η δίκη (1925), Ο Πύργος (1926), Αμερική (1927).