
Για το μυθιστόρημα της Αλάνα Σ. Πορτέρο [Alana S. Portero] «Κακή συνήθεια» (μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου, εκδ. Πατάκη).
Γράφει η Φανή Χατζή
Η Κακή Συνήθεια (μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου, εκδ. Πατάκη) της Αλάνα Σ. Πορτέρο, η ιστορία ενηλικίωσης μιας τρανς γυναίκας που μεγαλώνει σε μια εργατική συνοικία της μεταφρανκικής Μαδρίτης, σημείωσε τεράστια επιτυχία στην Ισπανία, ενώ η μετάφρασή της στις ΗΠΑ και στη Μ. Βρετανία κέρδισε άμεσα και το αγγλόφωνο κοινό. Στο ημιαυτοβιογραφικό πρωτόλειό της, η Μαδριλένα συγγραφέας συνυφαίνει το τραύμα της φτώχιας με αυτό της δυσφορίας φύλου, παραδίδοντας ένα κείμενο λυρικό και ακατέργαστο ταυτόχρονα.
Ένα «Ουρλιαχτό» από το Σαν Μπλας
Κλείνοντας το μάτι στον Άλεν Γκίνσμπεργκ, η Πορτέρο ξεκινά το μυθιστόρημά της με τη φράση: «είδα τα αγόρια μιας ολόκληρης γενιάς να πέφτουν σαν άγγελοι χωρίς σωτηρία». Συμπληρώνει, παρακάτω, με τη χρήση χριστιανικών μεταφορών, ότι στη γειτονιά της οι τοξικοεξαρτημένοι έμοιαζαν «σαν Χριστοί του Μαντένια», καθώς πέθαιναν «γεμάτοι βελόνες σαν τον Άγιο Σεβαστιανό». Οι μητέρες τους, εξαντλημένες από τη χειρωνακτική εργασία, δεν αγκάλιαζαν τα νεκρά σώματά τους «όπως οι Παναγίες στις αναγεννησιακές πιετά», αλλά σε μια κατάσταση ηχηρής υστερίας.
Το εναρκτήριο κεφάλαιο της Κακής Συνήθειας σημαδεύει το χωροχρονικό και ταξικό υπόβαθρο της ιστορίας, κλείνοντας ασφυκτικά τη δίοδο σε οποιαδήποτε ρομαντική διαφυγή του νου μπορεί να προκαλέσει η μετέπειτα παιδική οπτική της αφήγησης. Το Σαν Μπλας, «μια συνοικία με όνομα αγίου αλλά άφαντο το χέρι του Θεού» είναι ένα μέρος στο οποίο ο Φράνκο εξόρισε την εργατική τάξη τη δεκαετία του 1950, καταδικάζοντάς την στην ανέχεια. Οι δημοκρατικοί διάδοχοί του τις επόμενες δεκαετίες, διαιωνίζοντας το δικτατορικό καθεστώς, με την ηρωίνη ως μηχανισμό καταστολής, θέρισαν μια ολόκληρη γενιά νέων. Τη δεκαετία του 1980 και 1990 η γειτονιά αυτή είναι ένας εγκαταλελειμμένος από τις αρχές τόπος.
Κατασκευάζοντας δύο εαυτούς
Μεγαλώνοντας σε ένα τέτοιο περιβάλλον και μέσα σε ένα ξένο σώμα, η ανώνυμη αφηγήτρια ψάχνει την οικειότητα σε άλλα κορμιά, πασχίζοντας να βρει τα σημεία αναφοράς της. Η αγάπη και ο θαυμασμός της στρέφεται προς τις γυναίκες, καθώς στον κόσμο και τη γλώσσα των ανδρών βλέπει βία, σιωπή και ανοχή. Παρατηρεί τη μητέρα και τις θείες της, τις άλλες γυναίκες της γειτονιάς, ειδικά τις πιο περιθωριοποιημένες, όπως την Περούκα, την τρομακτική μάγισσα του Σαν Μπλας.
Μεγαλώνοντας σε ένα τέτοιο περιβάλλον και μέσα σε ένα ξένο σώμα, η ανώνυμη αφηγήτρια ψάχνει την οικειότητα σε άλλα κορμιά, πασχίζοντας να βρει τα σημεία αναφοράς της. Η αγάπη και ο θαυμασμός της στρέφεται προς τις γυναίκες, καθώς στον κόσμο και τη γλώσσα των ανδρών βλέπει βία, σιωπή και ανοχή.
Με λαχτάρα να αποτελέσει μέρος της γενεαλογίας αυτών των γυναικών, αρχίζει να χτίζει τον εαυτό της κομμάτι κομμάτι, κατασκευάζοντας «ένα φόρεμα θηλυκότητας φτιαγμένο στα κρυφά και στα μέτρα» της. Αυτή η τελετουργία ύφανσης του θηλυκού εαυτού που συνάδει με τη φύση και τις παρορμήσεις της μικρής δεν έχει καμία σχέση με τη μηχανική αποστήθιση και προσποιητή μίμηση της αρρενωπότητας στην οποία υποβάλλεται με το ζόρι. Κλείνοντας τον πραγματικό της εαυτό, τις αυθόρμητες κινήσεις, τη φωνή, τις επιθυμίες της σε ένα ντουλάπι, μαθαίνει να περπατάει, να μιλάει, να φέρεται «ανδρικά».
Η Μοβίδα Μαδριλένα δεν έφτασε στις φτωχογειτονιές
Κατά τη διάρκεια της εφηβείας της, το ανδρόγυνο στυλ θεωρείται σε όλο τον κόσμο κουλ και πρωτοποριακό. Το προσωπικό της αγιολόγιο «από βινύλιο, μακιγιάζ και τόλμη» είναι οι παραταγμένες αφίσες των Ντέιβιντ Μπάουι, Πρινς και Μπόι Τζορτζ. Η πόλη της εκείνη την περίοδο γίνεται γνωστή στο εξωτερικό για το πρωτοποριακό underground κίνημα Μοβίδα Μαδριλένα, που προτάσσει μακιγιαρισμένα αγόρια και αλαβάστρινες τρανς γυναίκες. Το κέντρο της Μαδρίτης είναι πλέον ο αβάν-γκαρντ ηδονιστικός παράδεισος που αγκαλιάζει τη διαφορετικότητα και υμνεί την ελευθερία.
Στο Σαν Μπλας, όμως, τα κουίρ άτομα βρίσκονται στο περιθώριο, ή εξορίζονται όταν καταλαβαίνουν ότι οι πατεράδες τους προτιμούν να έχουν «γιο ναρκομανή» παρά «αδερφή». Η αφηγήτρια δεν μπορεί να μετάσχει στην ελευθεριακή γιορτή παρά μόνο αν περπατήσει δύο ώρες για να φτάσει σε μια ασφαλέστερη γειτονιά. Επομένως, καταδικάζεται σε μια διπλή ζωή. Το πρωί δουλεύει, σπουδάζει, συναναστρέφεται τους δικούς της με το ψεύτικο προσωπείο και τα Σάββατα ξετρυπώνει από το ντουλάπι ντυμένη η εαυτή της. Όσο περιχαρακώνει τη μία της ζωή από την άλλη, τόσο περισσότερο εγκλωβίζεται στα ασφυκτικά όρια του υλικού κόσμου στον οποίο έτυχε να γεννηθεί.
Ο φανταστικός κόσμος μιας μικρής τρανς
Η αφήγηση της Πορτέρο δομείται σε νότες παραμυθικής παρέκβασης, που υποδηλώνουν την ανάγκη ενός καταπιεσμένου κοριτσιού να αποδράσει από την πραγματικότητα και ίσως τον τρόπο μιας συγγραφέα να διαχειριστεί το επίπονο παρελθόν της. Χωρίς να υποκύπτει στο σουρεάλ, η αφηγήτρια περιγράφει το Σαν Μπλας σαν ένα δάσος με μυθικά πλάσματα, μάγισσες και ξωτικά. Η εγκλωβισμένη γειτόνισσα που κακοποιείται από τον πατέρα της είναι η Λέιντι Γκοντάιβα και ο κακοποιητής είναι ένας Κυανοπώγωνας. Οι γυναίκες χαρακτηρίζονται Αφροδίτες, Κίρκες και Κυρίες της λίμνης, ενώ οι άνδρες της γειτονιάς παρομοιάζονται με λεγεωνάριους. Αυτοί με τους οποίους έρχεται σε επαφή κάθε Σάββατο ως ενήλικη χαρακτηρίζονται «δράκοι».
Η αφήγηση της Πορτέρο δομείται σε νότες παραμυθικής παρέκβασης, που υποδηλώνουν την ανάγκη ενός καταπιεσμένου κοριτσιού να αποδράσει από την πραγματικότητα και ίσως τον τρόπο μιας συγγραφέα να διαχειριστεί το επίπονο παρελθόν της.
Από αυτή τη μαγική συνθήκη που πλάθει με τη φαντασία της, η πρωταγωνίστρια εξαιρεί την ίδια και τη μοναδική ενήλικη τρανς της γειτονιάς, τη Μαργαρίτα, η οποία παρομοιάζεται μόνο με φάντασμα. Φτωχή, παραμορφωμένη από αποτυχημένες ενέσεις σιλικόνης, άνεργη και μόνη, η Μαργαρίτα συμπυκνώνει τη ρεαλιστική εκδοχή του τρανς βιώματος στην τάξη στην οποία ανήκει η αφηγήτρια. Όταν διασταυρώνεται με αυτή, η αφηγήτρια φοβάται, αρνείται να αντικρίσει στο πρόσωπό της το καθρέφτισμα του δικού της μέλλοντος.
Κακές Συνήθειες
Η αφηγήτρια παρατηρεί από μικρή τις παγιωμένες συνήθειες γύρω της, σταχυολογώντας τις καλές από τις κακές. Μαθαίνει το στοργικό έθιμο της αρωγής στις γειτόνισσες που χρειάζονται βοήθεια, της συμπαράστασης του αδύναμου στον αδύναμο. Απορρίπτει, ωστόσο, την ιδιοτροπία των γειτόνων της να κολλούν ταμπέλες στους άλλους με βάση το εξωτερικό περίβλημα, επιλέγοντας την προκατάληψη έναντι της εγγύτητας της ανθρώπινης επικοινωνίας. Με το θάρρος χιλιάδων ενηλίκων, η πεντάχρονη αφηγήτρια είναι η μόνη που ρωτά την «Περούκα» το όνομά της, αποσπώντας το «Μαρία» σαν απάντηση.
Η ίδια, όμως, μεγαλώνοντας, μολύνεται κι αυτή από την κακή συνήθεια της εσωτερίκευσης, της σιωπής, του μοναχικού κλάματος. Αδυνατεί όχι μόνο να αποδεχτεί, αλλά και να ορίσει η ίδια το περίγραμμά της. Το coming of age σε ένα σώμα που προκαλεί απώθηση και οργή, με όλες τις φυσικές αλλαγές να προκαλούν αρνητικά συναισθήματα, η σεξουαλική αφύπνιση και τα πρώτα σκιρτήματα φέρνουν αναγκαστικά το υποκείμενο ενώπιον της απτότητας του σώματός του. Ο μόνος τρόπος να το ανεχτεί είναι μέσω του πόθου των ερωτικών της συντρόφων, του εξωγενούς ορισμού της από τους άλλους.
Η σημασία της κοινότητας
Για την τρανς συγγραφέα, η διαδικασία της ενηλικίωσης και της εύρεσης του εαυτού δεν είναι μια προσωπική υπόθεση, αλλά απαιτεί μια έκκληση στην κοινότητα, μια εξωτερίκευση των συναισθημάτων. Η πρώτη φορά που η ηρωίδα της νιώθει να ανήκει κάπου και μπορεί να εφησυχάσει από τη διαρκή επιφυλακή είναι στο κουίρ στέκι Figueroa, στο οποίο πηγαίνει με το πρώτο της αγόρι. Σε αντίστοιχα μαγαζιά συχνάζει αργότερα με τις Μοίρες της, τις τρεις τρανς γυναίκες που θα γίνουν φίλες και μεντόρισσές της, η επινενοημένη οικογένειά της.
Η αυτομυθοπλασία της Πορτέρο περιέχει αγριότητα, τραύμα και βία, αλλά ταυτόχρονα και αρκετό χιούμορ, σκηνικά camp αισθητικής και τρυφερότητα. Η συγγραφέας μεταβολίζει τα χωνεμένα καθολικά κηρύγματα σε ζωντανές μεταφορές και σύμβολα, αντιτάσσει στη συστημική βία την αντίσταση των καθημερινών πράξεων ανθεκτικότητας και αλληλεγγύης και υμνεί τις γυναίκες της εργατικής τάξης, αποδίδοντας εύγλωττα τον σιωπηλό τους αγώνα. Κυρίως, σκιαγραφεί με προσοχή ένα ταξίδι από τη μοναξιά, το κλειδωμένο μπάνιο, το σκοτάδι, προς τον κόσμο, το φως, τη συντροφικότητα και την ελευθερία.
*Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι μεταφράστρια, απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Αγγλικών και Αμερικανικών Σπουδών.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Η Αλάνα Σ. Πορτέρο γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1978 και σπούδασε ιστορία στο Αυτόνοµο Πανεπιστήµιο της Μαδρίτης. Ως µαχητική ακτιβίστρια της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, η Πορτέρο εξερευνά, µέσα από την αρθρογραφία, την ποίηση, τη δραµατουργία και τη σκηνοθεσία, ζητήµατα φεµινισµού, κουλτούρας της ισότητας και ορατότητας των διεµφυλικών γυναικών.
Έχει συνιδρύσει τη θεατρική οµάδα STRIGA, µε την οποία ανεβάζει παραστάσεις στις οποίες συµµετέχει και ως ηθοποιός. Το 2023 βραβεύτηκε για τη σηµαντική της συνεισφορά στον αγώνα για τα δικαιώµατα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας από το Υπουργείο Ισότητας της Ισπανίας. Η Κακή συνήθεια είναι το πρώτο της µυθιστόρηµα και πρωτοκυκλοφόρησε το 2023 στην Ισπανία σηµειώνοντας τεράστια εµπορική επιτυχία και αποσπώντας τα διθυραµβικά σχόλια των κριτικών. Έχει ήδη µεταφραστεί σε 16 γλώσσες και αναµένεται η µεταφορά του στον κινηµατογράφο. Το 2023 η Πορτέρο βραβεύτηκε µε το βραβείο Calamo για το καλύτερο µυθιστόρηµα της χρονιάς, το βραβείο Todos Tus Libros της Ένωσης Ισπανών Βιβλιοπωλών για το καλύτερο συγγραφικό ντεµπούτο, καθώς και µε τα βραβεία των περιοδικών Vanity Fair και Time Out Ισπανίας για το καλύτερο έργο µυθοπλασίας.