«Τι καλά που είχαμε πάντοτε έναν ειρωνικό τρόπο θεώρησης, όσο σοβαρά κι αν ήταν πάντοτε όλα για μας», (Τόμας Μπέρνχαρντ, Αυτοβιογραφία).
Η πρόσφατη έκδοση στα ελληνικά των «Βραβείων μου» (MeinePreise, 2009, στα ελληνικά Εστία, 2010, μτφρ. Σπύρος Μοσκόβου) αναθέρμανε το ενδιαφέρον των ελλήνων αναγνωστών για τον αυστριακό πεζογράφο, θεατρικό συγγραφέα και ποιητή Τόμας Μπέρνχαρντ (1931 - 1989).
Του Γιάννη Παλαβού
Ο Μπέρνχαρντ, τον οποίο ο Ίταλο Καλβίνο το 1978 αποκάλεσε «το μεγαλύτερο συγγραφέα παγκοσμίως»[1], μεταφράστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1988: ο ποιητής Αλέξανδρος Ίσαρης μετέφρασε το Μπετόν (Beton, 1982) – η μετάφραση μάλιστα ήταν υποψήφια για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Μετάφρασης[2]. Τη δεκαετία του ’90, κυρίως χάρη στη φροντίδα του μεταφραστή Βασίλη Τομανά και της εκδότριας του ΕξάνταΜάγδας Κοτζιά, αποδόθηκαν στα ελληνικά ορισμένα από τα σημαντικότερα πεζογραφικά του έργα. Τα εγκωμιαστικά σχόλια που συγκέντρωσαν Τα Βραβεία μου από το σύνολο του εξειδικευμένου Τύπου δημιουργούν προσδοκίες για να διαβάσουμε στα ελληνικά και άλλα μείζονα έργα του, τα οποία παραμένουν αμετάφραστα.
Ο Μπέρνχαρντ, επηρεασμένος από τις διδαχές του Φροϊμπίχλερ, απεχθάνεται το σχολείο και φυσικά την εθνικοσοσιαλιστική ροπή της αυστριακής κοινωνίας
Ο Μπέρνχαρντ γεννήθηκε το 1931 στο Χέερλεν της Ολλανδίας, όπου η μητέρα του Χέρτα Μπέρνχαρντ είχε καταφύγει για να αποφύγει το ανάθεμα τής εκτός γάμου γέννας: ο πατέρας του, ο μαραγκός Αλόις Τσουκερστέτερ, εγκατέλειψε τη Χέρτα Μπέρνχαρντ χωρίς να την παντρευτεί. Ο Τσουκερστέτερ δεν συνάντησε ούτε αναγνώρισε ποτέ το γιο του. Αργότερα, το 1940, αυτοκτόνησε. Ο Μπέρνχαρντ θα περάσει τα παιδικά του χρόνια στη Βιέννη, την Άνω Βαυαρία και το Σάλτζμπουργκ. Την ανατροφή του θα αναλάβει ο παππούς του, ο αναρχικός συγγραφέας Γιοχάνες Φροϊμπίχλερ. Μεγαλώνοντας χωρίς πατέρα και μιας και οι σχέσεις του με τη μητέρα του ήταν είτε ανύπαρκτες είτε εχθρικές, ο Μπέρνχαρντ θα στραφεί στον παππού του, το μοναδικό άνθρωπο που θαύμαζε απεριόριστα και στον οποίο χρωστά τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του και την αγάπη του για τη λογοτεχνία. Τα παιδικά του χρόνια σημαδεύτηκαν από την κτηνωδία του πολέμου και τη σύμπραξη της Αυστρίας στη ναζιστική εκστρατεία. Ο Μπέρνχαρντ, επηρεασμένος από τις διδαχές του Φροϊμπίχλερ, απεχθάνεται το σχολείο και φυσικά την εθνικοσοσιαλιστική ροπή της αυστριακής κοινωνίας. Γίνεται ένα κλειστό και αντικοινωνικό παιδί. Σε ηλικία 16 ετών εγκαταλείπει με δική του πρωτοβουλία το σχολείο και πιάνει δουλειά ως βοηθός σε κατάστημα τροφίμων στο Σέρτσχαουζερφελντ, την πιο κακόφημη συνοικία του Σάλτζμπουργκ. Εκεί θα διασταυρωθεί μ’ έναν κόσμο που θα τον επηρεάσει βαθύτατα, ένα περιβάλλον που θα αγαπήσει: η ευθύτητα με την οποία μιλούν οι λαϊκοί άνθρωποι και η περιπετειώδης καθημερινότητά τους, που γειτνιάζει συνεχώς με τη βία και το θάνατο, θα συναρπάσουν το νεαρό Μπέρνχαρντ. Το 1948 νοσεί από βαριά πλευρίτιδα και φυματίωση. Θα περάσει τα επόμενα δύο χρόνια σε νοσοκομεία και σανατόρια. Από τότε και μέχρι το τέλος της ζωής του η υγεία του θα παραμείνει εξαιρετικά εύθραυστη, αναγκάζοντάς τον να ταξιδεύει συχνά στη Μεσόγειο για να επωφεληθεί από το κλίμα του Νότου. Την εποχή που μπαινοβγαίνει στο σανατόριο πεθαίνει ο παππούς του και η μητέρα του. Το 1951 μεταβαίνει στη Βιέννη, όπου σπουδάζει στην Ανώτατη Σχολή Μουσικής και Παραστατικών Τεχνών. Συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά ως δικαστικός ανταποκριτής και κριτικός λογοτεχνίας και θεάτρου. Το 1955 επιστρέφει στο Σάλτζμπουργκ, για να σπουδάσει μουσική και υποκριτική στο Μοτσαρτέουμ, από το οποίο αποφοιτά το 1957. Από το 1958 ως το 1961 θα εκδοθούν τέσσερις ποιητικές του συλλογές, ενώ θα γράψει θεατρικά μονόπρακτα και λιμπρέτα για όπερα. Ο ίδιος όμως αναγνωρίζει ως έργο του μόνο ό,τι γράφτηκε μετά το 1963, χρονιά έκδοσης της Παγωνιάς (Frost), του πρώτου του μυθιστορήματος.
Την Παγωνιά, που γνωρίζει σημαντική επιτυχία, διαδέχεται μια πλούσια παραγωγή πεζογραφημάτων και θεατρικών έργων που πολλές φορές εκδίδονταν ανά δύο ή τρία κάθε χρόνο. Η παραγωγή αυτή θα διακοπεί από τον πρόωρο θάνατό του, σε ηλικία 58 ετών, στο κτήμα του στο Όλσντορφ στην Άνω Αυστρία, όπου ζούσε απομονωμένος ήδη από το 1965. Με τη διαθήκη του απαγόρευε την κυκλοφορία των βιβλίων του και το ανέβασμα των έργων του στην Αυστρία, καθώς και την ενδεχόμενη δημοσίευση κειμένων που θα βρίσκονταν στα κατάλοιπά του. Δέκα χρόνια μετά το θάνατό του, ο ετεροθαλής αδελφός του και διαχειριστής της διαθήκης του ήρε τον όρο αυτόν. Έτσι τα έργα του πλέον εκδίδονται και ανεβαίνουν κανονικά, ενώ κατέστη δυνατή η κυκλοφορία ανέκδοτων χειρογράφων του, όπως Τα βραβεία μου, που ο Μπέρνχαρντ σκόπευε να εκδώσει.
Η πολεμική και το ύφος
Τουλάχιστον όσον αφορά στην Αυστρία και τη Γερμανία, ο Μπέρνχαρντ είναι ένα σπάνιο λογοτεχνικό φαινόμενο: το όνομα και το έργο του είναι γνωστά όχι μόνο στο μικρόκοσμο της λογοτεχνίας, αλλά και στο ευρύ κοινό. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής του, κατά τα οποία έφτασε στο απόγειο της φήμης του, οι δηλώσεις του ήταν στην ημερήσια διάταξη των αυστριακών και γερμανικών εφημερίδων. Πολυάριθμα ήταν, επίσης, τα σκάνδαλα που προκάλεσε με τα λεγόμενά του σε συνεντεύξεις ή κατά τις απονομές των βραβείων που λάμβανε. Ωστόσο, η αξία του έργου του ασφαλώς και υπερβαίνει τη φιγούρα του ανυπότακτου ταραξία συγγραφέα, που είλκυε τα μεγάλα ακροατήρια.
Όπως ένα έργο κλασικής μουσικής, έτσι κι ένα μυθιστόρημα του Μπέρνχαρντ αναπτύσσεται γύρω από ένα θέμα με παραλλαγές, επαναλήψεις, παύσεις, κρεσέντο και ντεκρεσέντο. Οι νότες του Μπέρνχαρντ είναι οι λέξεις του.
Η λέξη που χαρακτηρίζει τον Μπέρνχαρντ είναι η λέξη πολεμική. Οι κεντρικές μορφές των πεζογραφημάτων και των θεατρικών του έργων είναι άνθρωποι –συνήθως μεγαλομανείς διανοούμενοι, καλλιτέχνες ή επιστήμονες– οι οποίοι σε συνθήκες απόλυτης μόνωσης εκτοξεύουν, υπό μορφή εμμονικού μονολόγου, τις απόψεις τους για τον κόσμο. Και οι απόψεις αυτές είναι κατά κανόνα απορριπτικές κάθε πυλώνα της «χυδαία μικροαστικής» καθημερινότητας. Το σύμπαν των αφηγητών του Μπέρνχαρντ είναι ένα σύμπαν σκοτεινό: «Το σφάλμα, η απάτη και πάνω απ’ όλα η αποτυχία –των οικογενειακών δεσμών, της σωματικής υγείας, της κοινωνικής προόδου, της προσωπικής και καλλιτεχνικής φιλοδοξίας– ορίζουν τους αφηγητές αυτούς» σημειώνει ο Τζέισον Μ. Μπάσκιν. «Εγγενής στα κατακερματισμένα αφηγήματα του Μπέρνχαρντ είναι η αποτυχία όλων των θεσμών και δομών που υποτίθεται πως μας ενώνουν –κληρονομικότητα, οικογένεια, επιστήμη, γλώσσα, πολιτισμός· το μόνο που απομένει είναι η μονήρης, απελπισμένη φωνή του αφηγητή»[3]. Ο εκτεταμένος μονόλογος είναι το βασικό αφηγηματικό όχημα του Μπέρνχαρντ, όχημα που του κληροδότησε η θεατρική του παιδεία. Μάλιστα, τον συνδέει με τη μεγάλη παράδοση συγγραφέων όπως ο Προυστ, ο Μπέκετ, ο Καμί και ο Σαρτρ. Και βέβαια, με την παράδοση του Ντοστογιέφσκι: αν και ο Μπέρνχαρντ αναφέρει στην Αυτοβιογραφία του (μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, Εξάντας, 1995) ως θεμελιώδες κείμενο για τον ίδιο τους Δαιμονισμένους, το Υπόγειο μοιάζει να είναι εκείνο το έργο του Ντοστογιέφσκι που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στον Μπέρνχαρντ.
Όμως, το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του, η ουσιώδης συνεισφορά του στη λογοτεχνία του 20ου αιώνα, είναι η γλώσσα του. Η πραγμάτευση των εμμονών που ταλαιπωρούν τους βαθιά ψυχαναγκαστικούς, προβληματικούς ήρωές του ώθησε τον Μπέρνχαρντ στην αναζήτηση μιας φόρμας που αφενός να διαφοροποιείται από τους παραδεδομένους κώδικες της συμβατικής λογοτεχνίας και αφετέρου να αποδίδει στην πληρότητά του αυτόν τον παραληρηματικό χαρακτήρα. Έτσι, εκκινώντας από τον παραδοσιακό μονόλογο, σταδιακά –από το δεύτερο και το τρίτο μυθιστόρημά του (Διατάραξη / Verstörung, 1967, και Το ασβεστοκάμινο / Das Kalkwerk, 1970)– επεξεργάστηκε μια γλώσσα γεμάτη επαναλήψεις, μηρυκασμούς και αναμηρυκασμούς λέξεων και φράσεων και περιδινήσεις νοημάτων που στροβιλίζονται σπειροειδώς γύρω από την εκάστοτε βασική ιδέα. Η προσωπική αυτή γλώσσα του Μπέρνχαρντ, που αποδεικνύεται το καταλληλότερο μέσο απόδοσης του ψυχισμού των χαρακτήρων του, αντλεί από τη μουσική, την οποία επίσης σπούδασε και η οποία είναι συχνά παρούσα στο έργο του. Όπως ένα έργο κλασικής μουσικής, έτσι κι ένα μυθιστόρημα του Μπέρνχαρντ αναπτύσσεται γύρω από ένα θέμα με παραλλαγές, επαναλήψεις, παύσεις, κρεσέντο και ντεκρεσέντο. Οι νότες του Μπέρνχαρντ είναι οι λέξεις του.
Η ιλαροτραγωδία και οι μηχανισμοί της
Εγώ, όταν τα πράγματα είναι βαρετά ή πολύ τραγικά, ανοίγω ένα από τα βιβλία μου και γελώ μ’ αυτά πιο πολύ από καθετί άλλο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχω γράψει και σοβαρές προτάσεις, ενδιάμεσα, για να συγκρατούνται οι αστείες προτάσεις: γιατί αυτές είναι η κόλλα. Το σοβαρό είναι η κόλλα στο κωμικό μου πρόγραμμα[4].
Το 1967, χρονιά κατά την οποία ο Μπέρνχαρντ δημοσίευσε τη Διατάραξη, εξέδωσε και μια συλλογή επτά διηγημάτων με τίτλο Πρόζα (Prosa). Στον τόμο αυτό περιλαμβάνεται ένα διήγημα με τίτλο Είναι κωμωδία; Είναι τραγωδία;.Το ζήτημα που θέτει ο τίτλος έχει κεντρική σημασία για την κατανόηση του έργου του.
Ο ίδιος σε συνεντεύξεις του δήλωνε πως θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως κωμικό (αν και βέβαια, δεδομένου του υψηλού βαθμού σκηνοθεσίας κάθε δημόσιας εμφάνισής του, καθώς και της τακτικής του συνειδητά να αντιφάσκει και να αυτοακυρώνεται, τα κατά καιρούς λεγόμενά του δεν αποτελούν απαραιτήτως αξιόπιστη πηγή ερμηνείας τού έργου του). Επιπλέον, εξέφραζε τη δυσαρέσκειά του όταν ο κωμικός χαρακτήρας δε γινόταν αντιληπτός ή υποβαθμιζόταν προκειμένου να δοθεί βαρύτητα στο τραγικό στοιχείο:
Όταν διαβάζεις, για παράδειγμα, την Παγωνιά, υπάρχει, κάθε στιγμή, κάτι για να ξεσπάσεις στα γέλια –πράγματι, έχω δώσει πάντοτε κάτι για να γελάσει κανείς. Αλλά δεν ξέρω, οι άνθρωποι δεν έχουν χιούμορ[5].
Η δυναμική εναλλαγή του τραγικού και του κωμικού στοιχείου ορίζει το έργο του Μπέρνχαρντ.
Ο Μπέρνχαρντ δομεί τα κείμενά του ως κωμωδίες με τρεις τρόπους. Πρώτον, δια της υπερβολής του ύφους του, που φτάνει σε ακρότατα σημεία έντασης, έως την υστερία. Τίποτε στα έργα του δεν υφίσταται σε μέσο βαθμό –όλα θα υπάρχουν είτε στη μέγιστη ένταση είτε στο ναδίρ. Η υπερβολή στον Μπέρνχαρντ είναι ο κανόνας: ο Μπέρνχαρντ είναι, κατά τη διατύπωση του Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι, «ένας φανατικός της υπερβολής»[6].
«Το να διαβάζει κανείς τον Μπέρνχαρντ κυριολεκτικά» σημειώνει ο Χάινζ Κουέν «συνιστά παρανάγνωση»
Δεύτερον, δια της εξίσου ακραίας, εμμονικής, υπό μορφή σφυροκοπήματος επανάληψης. Η επανάληψη αφορά τρία στοιχεία: λέξεις και φράσεις που αποτελούν τις έννοιες-κλειδιά, αναλόγως του έργου· θεματικές, οι οποίες είναι κατά κύριο λόγο παρόμοιες από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα κι από θεατρικό έργο σε θεατρικό έργο. Ο Στίβεν Ντόουντεν συνοψίζει τις θεματικές που απασχολούν αυτόν τον «παραγωγικότερο των μινιμαλιστών» στην εξής μία: πρόκειται για την «παραλυτική και ακατανόητη παρουσία του θανάτου εντός της ζωής»[7]· τέλος, την αφηγηματική τεχνική –στη συντριπτική πλειοψηφία τους, στα μυθιστορήματά του ο αφηγητής δεν εκθέτει τις δικές του σκέψεις, απλώς επαναλαμβάνει λεγόμενα τρίτων, συνήθως μιας προσωπικότητας υπό την επιρροή της οποίας βρίσκεται και ενίοτε προσπαθεί να ξεφύγει.
Τρίτον, δια της συνεχούς αυτοϋπονόμευσης, αυτοακύρωσης και αντίφασης. Ακόμη και εντός του ίδιου μυθιστορήματος, εύκολα διαπιστώνει κανείς αντιφάσεις, απολύτως μεθοδευμένες από το συγγραφέα.
Οι παραπάνω τεχνικές καθιστούν γκροτέσκα και εν τέλει μη πειστικά τα όσα, ομολογουμένως, σε πρώτη ανάγνωση μοιάζουν αναντιρρήτως απαισιόδοξα, κυνικά, μηδενιστικά, μισανθρωπικά και τραγικά –όλ’ αυτά είναι επίθετα με τα οποία έχει συνδεθεί το έργο του Μπέρνχαρντ. «Το να διαβάζει κανείς τον Μπέρνχαρντ κυριολεκτικά» σημειώνει ο Χάινζ Κουέν «συνιστά παρανάγνωση»[8]. Η ακραία στιλιζαρισμένη τραγωδία του οδηγείται εσκεμμένα σε ιλαροτραγωδία· καταλήγει σε ένα, κατά το συγγραφέα, «κωμικοφιλοσοφικό πρόγραμμα» που υπονομεύει το αρνητικό στοιχείο, «διατυμπανίζοντας την κατάθλιψη και ταυτόχρονα πνίγοντάς τη στα γέλια»[9].
Αντίστιξη και κατάφαση
Αν ο Τόμας Μπέρνχαρντ δεν γονιμοποιούσε την απόγνωση με το χιούμορ, αν κάτω από την προφάνεια της ματαιότητας όλων και έναντι όλων που αναδύεται από το έργο του δε διαφαινόταν το πικρά κωμικό βλέμμα του, θα είχαμε πιθανότατα να κάνουμε –εξαιρώντας την αξία των φορμαλιστικών του κατακτήσεων– με έναν ελάχιστα ενδιαφέροντα επίγονο της μακράς σειράς των στερεοτυπικά δύσθυμων λογοτεχνών και φιλοσόφων, αυστριακών (Γκριλπάρτσερ, Μούζιλ, Κράους, Μπροχ) και εν γένει ευρωπαίων (Σοπενάουερ, Νίτσε, Καμί, Σελίν κ.α.). Εκείνο που τον διαφοροποιεί από την κοινοτυπία του δύστροπου και οργίλου αναχωρητή είναι οι λεπτές –όπως και το χιούμορ του, με το οποίο συναρτώνται– χειρονομίες κατάφασης στη ζωή, οι οποίες είναι σποραδικά ανιχνεύσιμες στα κείμενά του· κυρίως όμως το διατρέχουν και άρρητα το νοηματοδοτούν. «Ενώ ο αναγνώστης ίσως δε νιώθει την παρόρμηση να γελάσει με βάση το υλικό που του παρουσιάζεται, το γέλιο ηχεί όλο και δυνατότερα από τα παρασκήνια του έργου του»[10] σημειώνει ο Β. Γκ. Ζέμπαλντ, συγγραφέας που έχει αντλήσει ιδιαίτερα από τον κόσμο του Μπέρνχαρντ. Κι ο λόγος είναι ότι Μπέρνχαρντ δεν είναι ένας αδιάφορος μηδενιστής, όπως προκύπτει από μια βιαστική ανάγνωση του έργου του –ακόμα κι αν ο ίδιος με τη δημόσια εικόνα και τις δηλώσεις του ενίσχυε αυτή την άποψη. Ο Μπέρνχαρντ υπήρξε ένας απογοητευμένος πιστός της ανθρώπινης καλοσύνης. Το διαβόητα πικρό ύφος και η πολεμική του πόζα είναι ακριβώς αυτό: πόζα, που απορρέει από τη διάψευση των εξαιρετικά υψηλών και εν τέλει μη υλοποιήσιμων προσδοκιών του από κάθε κατεύθυνση –από την οικογένεια, την εκπαίδευση, τον καλλιτεχνικό κόσμο, το κράτος, τους ανθρώπους τους ίδιους, ό,τι τέλος πάντων χλευάζει με τον πιο ακραίο τρόπο στα κείμενά του. Όταν η καλοσύνη αυτή, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, αναφανεί, ο Μπέρνχαρντ την επισημαίνει και την επικροτεί[11]. Επιπλέον, ο Μπέρνχαρντ καταλήγει δια της υπερβολής εριστικός, προκειμένου να κινητοποιήσει αντιδράσεις. Η ανυπέρβλητη ένταση της ιδιάζουσας, αυστηρά προσωπικής φωνής του λειτουργεί, σύμφωνα με το Στίβεν Ντόουντεν, ως παραγωγός «διαλεκτικής άρνησης. Σοκάροντάς μας, ο Μπέρνχαρντ μάς προκαλεί να αντιπαραβάλουμε το βλέμμα του με τις δικές μας εμπειρίες και επιθυμίες. Ο Μπέρνχαρντ σπανίως περνά τη δοκιμασία: ελάχιστοι άνθρωποι διάγουν βίο τόσο παρακμιακό και δυστυχισμένο όσο ο βίος που φαντάζεται […] Ο Μπέρνχαρντ αξιώνει αντίσταση και αμφιβολία»[12]. Τέλος, το ίδιο του το έργο είναι η βασικότερη απόδειξη θετικότητας. Όταν κανείς αναγάγει σε βασική του θέση ότι «όλα είναι γελοία αν αναλογιστούμε το θάνατο»[13] και ότι όλα όσα πράττει και γράφει στερούνται νοήματος, όταν κεντρικό θέμα σε όλο του το έργο είναι ο θάνατος, η ασθένεια, η αυτοχειρία και η ματαιότητα, κι ωστόσο παραμένει, παρά τις ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες, ζωντανός, ενεργητικός και δημιουργικός, τότε έχει συλλάβει την τέλεια αντίθεση, ακυρώνοντας την με κάθε τρόπο διακηρυσσόμενη αρνητικότητά του. Κι όχι μόνο παραμένει δημιουργικός, αλλά υφαίνει ένα έργο το οποίο με τους χυμούς της υπερβολής του, τη ζέση του λόγου του, την πρωτοτυπία της σύνθεσης και τη μουσικότητα του ύφους συνιστά σπάνια αναγνωστική απόλαυση.
Αυτή η ιδιότυπη αντίστιξη (το τι λέει σε σχέση με το πώς το λέει αλλά και ότι τελικά το λέει) είναι θεμελιώδης για την κατανόηση του λογοτεχνικού σύμπαντος του Μπέρνχαρντ. Και εν τέλει, από αυτή την αντίστιξη προκύπτει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον που προκαλεί και θα συνεχίζει να προκαλεί ένας συγγραφέας, τον οποίο στις νεκρολογίες τους η Monde και ο Nouvel Observateur χαρακτήρισαν αντίστοιχα «το σπουδαιότερο συγγραφέα της εποχής μας» και «το μόνο αξιανάγνωστο»[14].
* Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΛΑΒΟΣ είναι συγγραφέας.
Μυθιστορήματα:
Αφανισμός, μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, Εξάντας, 2003
Οι φτηνοφαγάδες, μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, 1998
Ο αποτυχημένος, μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, Εξάντας, 1998
Διόρθωση, μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, Εξάντας, 1998
Ξύλευση, μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, Εξάντας, 1997
Παλιοί δάσκαλοι, μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, Εξάντας, 1994
Το ασβεστοκάμινο, μετάφραση: Ιάκωβος Κοπερτί, Κανάκη, 1992
Ο ανιψιός του Βιτγκενστάιν, μετάφραση: Δημήτρης Βάρσος, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1989
Μπετόν, μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης, Αξιός / Βάστερ, 1988 – Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1996
Διηγήματα:
Ο μίμος των φωνών, μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης, Άγρα, 2000
Αυτοβιογραφία / απομνημονεύματα:
Τα βραβεία μου, μετάφραση: Σπύρος Μοσκόβου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2010
Αυτοβιογραφία: Η Αιτία, Το Υπόγειο, Η Ανάσα, Το Κρύο, Ένα Παιδί, μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, Εξάντας, 1995
Θεατρικά έργα:
Ο αναμορφωτής του κόσμου, μετάφραση: Ζήσης Σαρίκας, Εταιρεία Θεάτρου Μνήμη, 2006
Πριν την αποχώρηση, μετάφραση: Βασίλης Πουλαντζάς, Θεατρική Εταιρεία Πράξη, 1999
Ρίτερ, Ντένε, Φος, μετάφραση: Λευτέρης Βογιατζής-Σοφία Ματζίρη, Η Νέα Σκηνή, 1991
Ποίηση:
Χαίρε, Βιργίλιε, μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής, Διαγώνιος, 1990
Κείμενά του σε ανθολογίες:
Οι Ευρωπαίοι, μετάφραση: Φούλα Λαμπελέ, Οδός Πανός, 2011
Αυστριακοί ποιητές του 20ου αιώνα, μετάφραση: Σωτήρης Γυφτάκης, Λεξίτυπον, 2008
[2] Η ίδια μετάφραση, που κυκλοφόρησε εκ νέου από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας το 1996, έλαβε το 1997 το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης, οπότε και απέσπασε υποψηφιότητα για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Μετάφρασης. Σημειώνεται ότι οι εισηγήσεις που γράφτηκαν για τη μετάφραση του Μπετόν προκάλεσαν το ενδιαφέρον του ετεροθαλούς αδελφού του Μπέρνχαρντ και διαχειριστή της διαθήκης του, ο οποίος προσκάλεσε τον Ίσαρη να γίνει μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του υπό σύσταση τότε Ιδρύματος Τόμας Μπέρνχαρντ.
[3] Jason M. Baskin, Thomas Bernhard, The Boston Review, Vol. 27, καλοκαίρι 2002.
[4] Ο Τόμας Μπέρνχαρντ για τον Τόμας Μπέρνχαρντ, στο Ο άγνωστος Τόμας Μπέρνχαρντ, μετάφραση: Θεόδωρος Λουπασάκης, Νάρκισσος, 2005, σελ. 364-365. Το συγκεκριμένο κείμενο μετέφρασε ο Διονύσης Τσελέντης.
[5] ό.π., σελ. 364.
[6] Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι, Η ζωή μου, μετάφραση: Αλέξανδρος Κυπριώτης, Ίνδικτος, 2001, σελ. 379.
[7] Steven D. Dowden, Understanding Thomas Bernhard, University of South Carolina Press, 1991, σελ. 4.
[8] Heinz Kuehn, Reading Thomas Bernhard, Sewanee Review, τεύχος 105, 1997, σελ. 550.
[9] Μπένγιαμιν Χάινρικς, Ο θρίαμβος του αποτυχημένου, στο Ο άγνωστος Τόμας Μπέρνχαρντ, σελ. 265.
[10] Αναφέρεται στο Ruth Franklin, The art of extinction: the bleak laughter of Thomas Bernhard, The New Yorker, 25 Δεκεμβρίου 2006.
[11] Ενδεικτικά, τέτοιες περιπτώσεις είναι οι περιγραφές της σχέσης του με τον παππού του στο Υπόγειο (Der Keller, 1976), οι αναφορές στον μικρόκοσμο της συνοικίας Σέρτσχαουζερφελντ από το ίδιο βιβλίο, ο συγκινητικός απολογισμός της φιλίας του με τον Πάουλ Βιτγκενστάιν στον Ανιψιό του Βιτγκενστάιν (Wittgensteins Neffe, 1982), οι αναφορές του μουσικοκριτικού Ρέγκερ στη γυναίκα του στους Παλιούς δασκάλους (Alte Meister, 1985) κ.α. Επίσης, για την «απίστευτη τρυφερότητα και τον θαυμασμό» με τον οποίο πλάθει τους χαρακτήρες των θεατρικών του έργων, βλ. το σημείωμα της θεατρολόγου Μαρίας Μπαλαντίνου, με αφορμή την παράσταση Ο αναμορφωτής του κόσμου από το θέατρο Κυδωνία στα Χανιά, το 2006. Το κείμενο είναι διαθέσιμο στη διεύθυνση http://www.theatrokydonia.gr/artic10_1.php.
[12] Steven D. Dowden, Understanding Thomas Bernhard, σελ. 8.
[13] Το 1968 ο Μπέρνχαρντ έλαβε το βραβείο του Αυστριακού κράτους για το αφήγημα Ούγκεναχ (Ungenach). Στις 22 Μαρτίου 1968, κατά την τελετή απονομής του βραβείου, ο Μπέρνχαρντ εκφώνησε έναν σύντομο λόγο, στον οποίο μεταξύ άλλων ανέφερε: «Δεν υπάρχει τίποτε να εξάρουμε, τίποτε να καταδικάσουμε, τίποτε να κατηγορήσουμε, υπάρχουν όμως πολλά γελοία πράγματα: όλα είναι γελοία αν αναλογιστούμε το θάνατο» (Αυτοβιογραφία, μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, Εξάντας, 1995, σελ. 582).
[14] Αναφέρεται στο Thomas Cousineau, Thomas Bernhard.