
Για το μυθιστόρημα του Κάρλος Φονσέκα [Carlos Fonseca] «Μουσείο φυσικής ιστορίας» (μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, εκδ. Καστανιώτη). Κεντρική εικόνα: Λεπτομέρεια από το εξώφυλλο της πρωτότυπης έκδοσης.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Η μορφή του μυθιστορήματος ως πολυεδρική επιφάνεια ή ως διαρκές αίνιγμα, από το οποίο δεν κομίζεις απαραίτητα μια στέρεη λύση, σπάνια εμφανίζεται στις μέρες μας. Αν κάποτε ο πειραματισμός αποτελούσε μέρος μιας αναγκαίας συνθήκης ώστε να τανυστούν τα όρια της κλασικής μυθοπλασίας (από το nouveau roman έως τους μπίτνικς κι από τον μαγικό ρεαλισμό έως το Oulipo), πλέον έχει περιοριστεί σε μικρά πετάγματα που ελάχιστα δημιουργούν την αίσθηση του καινούργιου.
Όσο κι αν το καινούργιο στην τέχνη βρίσκεται πάντα υπό αμφισβήτηση ως προς την απομάκρυνσή του από αρχέγονες δομές. Οπότε, τι ακριβώς κάνει ο Κάρλος Φονσέκα στα βιβλία του;
Σίγουρα δεν κάνει ό,τι οι άλλοι. Σαν να λέμε: ξεφεύγει από την πεπατημένη της αγοράς και δημιουργεί βιβλία που έχουν μια ομόκεντρη δομή και στηρίζονται σε μικροϊστορίες που αναπτύσσονται παράλληλα με την κεντρική πλοκή. Εμφανίζονται, σκάνε στον αέρα και στη συνέχεια εξαφανίζονται. Ακόμη κι έτσι, όμως, αφήνουν στο διάβα τους ένα χνάρι.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει και στο πολυπλόκαμο μυθιστόρημά του Μουσείο φυσικής ιστορίας (μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, εκδ. Καστανιώτη), όπου η κεντρική θεματική του, εντέλει, είναι η ιστορία μιας ολότελα παράξενης οικογένειας που ξεκινάει στο πρώτο μέρος από την κόρη, συνεχίζει με τη μητέρα για να καταλήξει σε ένα ουτοπικό ταξίδι που κάνει σύσσωμη η οικογένεια στα βάθη του Νότου της Λατινικής Αμερικής.
Η παράξενη σχεδιάστρια μόδας
Το κουβάρι αρχίζει να ξετυλίγεται όταν ένας μουσειολόγος από την Καραϊβική θα δεχθεί μια παράξενη πρόσκληση από μια ακόμη πιο παράξενη σχεδιάστρια μόδας να κάνουν από κοινού μια έκθεση που θα υπερβαίνει τα όρια της μόδας και θα είναι, τρόπον τινά, η σύνδεση του κόσμου με τη φύση και την αορατότητα. Το σχέδιο δεν θα προχωρήσει παρά το γεγονός ότι οι συζητήσεις τους είναι εργώδεις. Επτά χρόνια μετά, ο αδόκητος θάνατος της σχεδιάστριας θα φέρει τον μουσειολόγο σε μια κατάσταση αφασίας μπρος σε ένα μεγάλο αίνιγμα.
Ποια ήταν αυτή η γυναίκα; Και γιατί του άφησε ως κληρονομιά κάποιες κούτες που περιλαμβάνουν, Κύριος οίδε, τι υλικό, σημαντικό για εκείνη, έτσι ώστε να πρέπει να διασωθεί και να διερευνηθεί από τον ίδιο; Με τη βοήθεια του φίλου του δημοσιογράφου, Τανκρέδο, αρχίζει να εισχωρεί στα άδυτα της ύπαρξης αυτής της νεφελώδους γυναίκας που φέρει το όνομα Τζιοβάνα Λούξεμπουργκ, ενώ το πραγματικό της είναι Καρολάιν Τολεδάνο.
Το κουβάρι αρχίζει να ξετυλίγεται όταν ένας μουσειολόγος από την Καραϊβική θα δεχθεί μια παράξενη πρόσκληση από μια ακόμη πιο παράξενη σχεδιάστρια μόδας να κάνουν από κοινού μια έκθεση που θα υπερβαίνει τα όρια της μόδας και θα είναι, τρόπον τινά, η σύνδεση του κόσμου με τη φύση και την αορατότητα.
Η μοίρα της Τζιοβάνα ήταν να έχει γονείς που διέφεραν εντελώς από ένα τυπικό ζευγάρι της σύγχρονης εποχής. Ο πατέρας της, Γιοάβ Τολεδάνο, υπήρξε διάσημο φωτογράφος μόδας έως τη στιγμή που θα γνωρίσει ένα μοντέλο και ηθοποιό εκπάγλου καλλονής, αλλά και κρυπτικό ως ένα αίνιγμα (άλλο ένα…), την Βιρτζίνια Μακάλιστερ που αποφάσισε να μετονομαστεί σε Βιβιάνα Λούξενμπουργκ.
Μαζί θα αρχίσουν να βλέπουν την παθητικότητα της ήρεμης ζωής τους ως εμπόδιο μπρος στη μεγάλη αναζήτηση του τέλους του κόσμου που βρίσκεται στα βάθη του Νότου. Κι αρχίζουν ένα μεγάλο ταξίδι μύησης, περιπλάνησης και τρέλας στο τέρμα του τίποτα και του πουθενά.
Fake news
Το δεύτερο μέρος είναι αφιερωμένο στην Βιρτζίνια Μακάλιστερ που συλλαμβάνεται από τις αρχές του Πουέρτο Ρίκο ως υπαίτιος για μια σειρά από fake news που προκάλεσαν σοβαρές ζημιές στα χρηματιστήρια. Η ίδια διατείνεται πως όλο αυτό είναι μέρος της εννοιολογικής τέχνης που ασπάζεται ως καλλιτέχνιδα.
Στις ΗΠΑ θεωρούν πως είναι μέρος μιας μεγάλης συμμορίας ή, έστω, μια επικίνδυνη αναρχική που προσπάθησε να τα βάλει με το σύστημα. Ό,τι και να γράψει κανείς για τον ψυχισμό και τις ιδέες αυτής της γυναίκας που, όντως, αναζητεί την αναρχική ουτοπία, κάτι σαν το Φαλαναστήριο του Φουριέ, στην καρδιά της Λατινικής Αμερικής, δεν θα καταφέρει να φωτίσει το αίνιγμά της. Το μόνο που γνωρίζουμε με σιγουριά είναι ότι κουβαλάει το αίμα των Σέρμαν. Κατάγεται από τη φαμίλια του γνωστού στρατηγού του Αμερικανικού Εμφύλιου που ασπαζόταν την πολεμική λογική της καμμένης γης.
Μήπως είναι μια φανατική ιδεολόγος; Μια προσήλυτη καινοφανών ιδεών; Μια sui generis καλλιτέχνις; Μια τρελή που κανονικά θα έπρεπε να είναι τρόφιμος κάποιου ψυχιατρικού ιδρύματος; Απάντηση δεν υπάρχει.
Ο Φονσέκα την έχει δημιουργήσει με τέτοιο τρόπο που η καρδιά της ψυχοσύνθεσής της να είναι άθραυστη. Μήπως είναι μια φανατική ιδεολόγος; Μια προσήλυτη καινοφανών ιδεών; Μια sui generis καλλιτέχνις; Μια τρελή που κανονικά θα έπρεπε να είναι τρόφιμος κάποιου ψυχιατρικού ιδρύματος; Απάντηση δεν υπάρχει.
Πορεία στο Νότο
Το τρίτο μέρος θυμίζει έντονα το Φιτζικαράλντο του Βέρνερ Χέρτζογκ όπου μια ομάδα «δυτικών» που έχουν απαρνηθεί τα εγκόσμια του σύγχρονου πολιτισμού, μαζί και η οικογένεια του μυθιστορήματος, με επικεφαλής ένας τρελό «απόστολο» (θα μπορούσε να είναι και ήρωας του Κόρμακ ΜακΚάρθι) αποφασίζουν να βαδίζουν στα άδυτα του Νότου της Λατινικής Αμερικής με σκοπό να βρουν μια κοινωνία που έχουν φτιάξει παιδιά και σ’ αυτήν βρίσκεται μια μεσσιανική μορφή παιδιού που γνωρίζει την αλήθεια για το τέλος του κόσμου, που θα έρθει με τη μορφή υπόγειας φωτιάς που θα κάψει τα πάντα.
Τούτο το τυχοδιωκτικό ταξίδι που ο καθένας το ορίζει σύμφωνα με τις δικές του εσωτερικές προβολές, μοιάζει με φάρσα και με τραγωδία εν ταυτώ. Αλλά, μήπως και όλο το μυθιστόρημα δεν ταλαντεύεται ανάμεσα σ’ αυτό το δίπολο; Ακόμη και ο μουσειολόγος διερωτάται αν όλες αυτές οι ιστορίες καταλήγουν σε μια ξέφρενη φάρσα ή σε ένα υπαρκτό δράμα. Κι αν κινούνται στο μεσοδιάστημα;
Μην περιμένετε μια συνεκτική δομή ιστορίας που θα εξελίσσεται γραμμικά. Τα πάντα κάνουν κύκλους. Σαν τον σκύλο που θέλει να πιάσει την ουρά του.
Πλειάδα παράξενων ηρώων
Αυτό που καταφέρνει ο Φονσέκα σε τούτο το ξέφρενο πανηγύρι μυθοπλασίας είναι να δημιουργήσει μια πλειάδα παράξενων ηρώων, οι οποίοι δεν έχουν απαραίτητα θέση (πάντα) στην κεντρική πλοκή.
Από έναν άντρα που συλλέγει νησιά, έως έναν δούκα που καταστρέφεται οικονομικά επειδή θέλει να φτιάξει μια Βαβυλωνιακή κατασκευή και στη συνέχεια να την δει να διαλύεται κι από κάποιον λερό άντρα που διαβάζει Φον Κλάιστ στη μέση της ζούγκλας έως μια γυναίκα που σε ένα μπαρ διαβάζει μανιωδώς εφημερίδες δίχως κανένα ενδιαφέρον για τα νέα του κόσμου.
Υπάρχουν ιστορίες μέσα στην ιστορία, επισημάνσεις για τη σύγχρονη ποπ κουλτούρα, τις ψευδείς ειδήσεις στο ύφος του Τραμπ, την εμπορευματοποίηση της Λατινικής Αμερικής από τους δυτικούς, την παιδική εκμετάλλευση, τα όρια της τέχνης και της ιστορίας...
Υπάρχουν ιστορίες μέσα στην ιστορία, επισημάνσεις για τη σύγχρονη ποπ κουλτούρα, τις ψευδείς ειδήσεις στο ύφος του Τραμπ, την εμπορευματοποίηση της Λατινικής Αμερικής από τους δυτικούς, την παιδική εκμετάλλευση, τα όρια της τέχνης και της ιστορίας, την ανάγκη της αορατότητας σε έναν κόσμο που σε αναγκάζει να είσαι συνεχώς παρόν, αλλά και μια γόνιμη διάθεση του συγγραφέα να μας πει πως ένα μυθιστόρημα μπορεί να είναι τα πάντα και το τίποτα.
Όλα τα παραπάνω και κάμποσα ακόμη ορίζουν τούτο το βιβλίο που σαν άπιαστος υδράργυρος σε μαγεύει, αλλά δεν σου επιτρέπει να πλησιάσεις πάρα πολύ κοντά. Ίσως οι πολλαπλές γωνίες θέασής του να μην επιδιώκουν το κοντά, αλλά την εγγενή απουσία κέντρου. Η μεταφραστική προσπάθεια της Αγγελικής Βασιλάκου πρέπει να επισημανθεί, καθώς μεταφέρει αυτό το χαρμόσυνο, στην ουσία του, συναπάντημα της μυθοπλασίας με τα όριά της, με το σωστό τρόπο.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Από τότε που ξεκίνησαν τα προσκυνήματά τους δεν βρήκαν σε κανένα μέρος ηλεκτρικό ρεύμα. Γι’ αυτό τώρα, βλέποντας τη λάμπα, αναλογίζονται με έκπληξη τη ζωή που άφησαν πίσω τους. Αυτή την τρομερά φυσιολογική, καθημερινή και μαζεμένη ζωή, γεμάτη κοσμικούς κινδύνους, που ξανασυναντούν στη μέση της ζούγκλας με τη μορφή ενός μέρους όπου γίνεται λαθρεμπόριο. Εκείνη τη ζωή που ήρθε για άλλη μια φορά στον δρόμο τους, μες την ίδια επιμονή με την οποία από τη διπλανή καλύβα έρχεται το μουρμουρητό ενός ραδιοφώνου» (σελ. 394)