Για το μυθιστόρημα του Ιταμάρ Βιέιρα Ζούνιορ [Itamar Vieira Junior] «Στραβό αλέτρι» (μτφρ. Μαρία Παπαδήμα, εκδ. Αίολος), που διακρίθηκε στη βραχεία λίστα για το Διεθνές Βραβείο Μπούκερ 2024.
Γράφει η Φανή Χατζή
Με το υποψήφιο για Διεθνές Βραβείο Μπούκερ Στραβό Αλέτρι του, ο Βραζιλιάνος Ιταμάρ Βιέιρα Ζούνιορ καταφέρνει να πετύχει έναν αποκαταστατικό και έναν αφυπνιστικό σκοπό, καθώς δίνει φωνή στους ιστορικά μη έχοντες φωνή της χώρας του, αλλά ταυτόχρονα αρθρώνει ένα πολιτικό σχόλιο για τις ενσταλαγμένες αξίες, τους πικρούς καρπούς που άφησε πίσω του το σύστημα της αποικιοκρατίας, αντιμαχόμενος τον ρατσισμό και την εκμετάλλευση της σημερινής εποχής.
Το κρίσιμο μαχαίρι
Στην ενδοχώρα της βορειανατολικής Βραζιλίας, ο μαύρος πληθυσμός εργάζεται στις φυτείες από το ξημέρωμα μέχρι τη νύχτα και από Κυριακή σε Κυριακή, κατοικεί σε σπίτια από πηλό και λάσπη, οι οικογένειες απαγορεύεται να χτίσουν μόνιμες κατοικίες και να απολαύσουν τους καρπούς των καλλιεργειών τους. Το δουλεμπόριο έχει απαγορευτεί εδώ και χρόνια, το ημερολόγιο δείχνει κάπου στα μέσα του 1960, στην περιοχή όμως της Μπάχια, όπου εκτυλίσσεται το Στραβό Αλέτρι, δεν έχει επέλθει ουσιαστική αλλαγή στην καθημερινότητα των μαύρων εργατών.
Το μυθιστόρημα ξεκινά με ένα καθοριστικό γεγονός τόσο για την Μπιμπιάνα και την Μπελονίζια, τις κόρες του αξιοσέβαστου θεραπευτή Ζέκα Σαπέου Γκράντε, όσο και για την ευρύτερη οικογένειά τους. Οι μικρές μεγαλώνουν γεμάτες περιέργεια για τη βαλίτσα που φυλά η γιαγιά τους κάτω από το κρεβάτι της. Όταν μια μέρα αυτή δεν κοιτά, γλιστράνε από κάτω, την ανοίγουν και βρίσκουν ένα μαχαίρι. Η υφή και η εκτυφλωτική λάμψη της λεπίδας τις γοητεύει τόσο ώστε τη βάζουν και οι δύο στο στόμα τους. Η μία κόβει τη γλώσσα της και η άλλη καλείται να γίνει η «φωνή» της για τα επόμενα χρόνια.
Πολυφωνική αφήγηση
Η ιστορία της οικογένειας από τη στιγμή του τραγικού συμβάντος μέχρι τη βαθιά ενηλικίωση των δύο κοριτσιών, αλλά και η ιστορία του τόπου στον οποίον διαμένουν δίνεται μέσα από μια πολυφωνική αφήγηση. Η Μπιμπιάνα, η πρώτη αφηγήτρια, περιγράφει τα εφηβικά τους χρόνια, στα οποία οι δύο αδελφές ήταν αχώριστες, έχοντας αναπτύξει τον δικό τους κώδικα, μια ιδιαίτερη γλώσσα χειρονομιών και εκφράσεων.
Η αφήγηση της μεγάλης αδελφής εστιάζει στη γη, τους καρπούς της, τη σκληρή δουλειά όλης της οικογένειας που μοιάζει να ζει σε μια προνεωτερική εποχή ως προς τις συνήθειες και την πρόσβαση στην τεχνολογία. Η έφηβη αφηγήτρια παρατηρεί τις θρησκευτικές τελετές και τις θεραπευτικές τελετουργίες του πατέρα της προς τα μέλη της κοινότητας που τον χρειάζονται. Λόγω του νεαρού της ηλικίας της, η Μπιμπιάνα καταγράφει τις σχέσεις που αναπτύσσονται εντός της κοινότητας, αλλά δεν ξεθάβει ακόμα τις πολιτικές διεργασίες που υφέρπουν.
Η δική της οπτική γωνία τονίζει τη δυσμενέστερη θέση των γυναικών στις φυτείες, που έχουν να υπομείνουν παρενοχλήσεις, κακοποιητικούς συζύγους, τη φροντίδα του σπιτιού και το μεγάλωμα των παιδιών, ανεξάρτητα της καθημερινής τους αγροτικής εργασίας.
Η δεύτερη αφηγήτρια, η Μπελονίζια, αναλαμβάνει τη σκυτάλη από την ενηλικίωσή τους κι έπειτα, με αφήγηση πιο δυναμική και συνειδητοποιημένη. Η δική της οπτική γωνία τονίζει τη δυσμενέστερη θέση των γυναικών στις φυτείες, που έχουν να υπομείνουν παρενοχλήσεις, κακοποιητικούς συζύγους, τη φροντίδα του σπιτιού και το μεγάλωμα των παιδιών, ανεξάρτητα της καθημερινής τους αγροτικής εργασίας. Σε αυτό το σημείο όμως είναι που η αφήγηση αποκτά και πολιτική συνείδηση, μια αλλαγή που αντανακλά τις ταραχές που επέρχονται στην οικογένεια. Ο πατέρας πεθαίνει και μαζί του σβήνει και μια εποχή ανοχής. Η νέα γενιά είναι ανήσυχη, έτοιμη να αμφισβητήσει το παλιό, να διεκδικήσει.
Αποικιοκρατία ως άλλη όψη της δουλείας
Η Βραζιλία ήταν η τελευταία χώρα στην οποία καταργήθηκε το δουλεμπόριο το 1888 και στη συνέχεια διατήρησε το καθεστώς της «ενοικίασης» της γης, μια εν τοις πράγμασι δουλεία. Δια της κληρονομικής διαδοχής της γης, οι απόγονοι των ιδιοκτητών σκλάβων εκμεταλλεύονται εργάτες και εργάτριες που καλλιεργούν τη γη με πόνο και αυταπάρνηση χωρίς πρόσβαση στην υγεία, τη μόρφωση και άλλα θεμελιώδη δικαιώματα.
Η Βραζιλία ήταν η τελευταία χώρα στην οποία καταργήθηκε το δουλεμπόριο το 1888 και στη συνέχεια διατήρησε το καθεστώς της «ενοικίασης» της γης, μια εν τοις πράγμασι δουλεία.
Η αποικιοκρατία μέσα από τη γραφή του Ιταμάρ Βιέιρα Ζούνιορ μοιάζει να είναι η άλλη όψη της δουλείας. Στην Άγκουα Νέγρα οι αποικιοκράτες είναι απόντες, είναι αδιάφοροι γαιοκτήμονες που εξουσιάζουν και ελέγχουν εξ αποστάσεως, στο άστυ. Η σκιά τους ωστόσο είναι βαριά και κάθε γενιά μαύρων εργατών την κουβαλούν μαζί τους. Μόνο όταν διακυβεύονται τα δικαιώματά τους προσεγγίζουν σαν αρπακτικά με σκοπό όχι να αφουγκραστούν τις ανάγκες του αγροτικού τόπου, αλλά να εποπτεύσουν και να καταστείλουν.
Ιστορία, μυθοπλασία και κοινωνικός ρεαλισμός
Ο Ιταμάρ Βιέιρα Ζούνιορ, κάτοχος διδακτορικού στις Εθνοτικές και Αφρικανικές σπουδές, γνώριζε πολύ καλά τις ιδιαιτερότητες της καθημερινής ζωής αλλά και τις σχέσεις ιεραρχίας αυτών των κοινοτήτων πριν από τη συγγραφή του βιβλίου. Η γεωγραφική αυτή περιοχή που εξετάζει του είναι οικεία όχι μόνο λόγω της μητρογονικής του καταγωγής, αλλά και ως αντικείμενο μελέτης. Οι κοινότητες Κιλόμπο, οικισμοί που ιδρύθηκαν από σκλάβους που απέδρασαν, είναι το θέμα του διδακτορικού του, ενώ εργάστηκε για πολλά έτη στον Incra, έναν κρατικό οργανισμό αφιερωμένο στη μεταρρύθμιση της αγροτικής γης και την αναδιανομή ιδιοκτησιών, με στόχο την προστασία της κληρονομιάς των Κιλόμπο.
Ο Ιταμάρ Βιέιρα Ζούνιορ [Itamar Vieira Junior] γεννήθηκε το 1979 στο Σαλβαδόρ της πολιτείας Μπαΐα στη βορειοανατολική Βραζιλία. Σπούδασε Γεωγραφία και είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στις Εθνοτικές και Αφρικανικές σπουδές. Η έρευνά του επικεντρώθηκε στη διαμόρφωση των κοινοτήτων Κιλόμπος στην ενδοχώρα της βορειοανατολικής Βραζιλίας. Εργάστηκε για χρόνια στον κρατικό oργανισμό Incra, υπεύθυνο για τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις, τον αναδασμό γαιών και την αναδιανομή ιδιοκτησιών στη Βραζιλία. Το 2018 κέρδισε το βραβείο Leya στην Πορτογαλία για το μυθιστόρημά του Στραβό αλέτρι (Torto Arado), το οποίο κυκλοφόρησε το 2019 και αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες εκδοτικές επιτυχίες των τελευταίων χρόνων. Έχει γράψει επίσης τις συλλογές διηγημάτων Dias (2012), A oração do carrasco (2017), Doramar ou a odisseia (2021), καθώς και το μυθιστόρημα Salvar o fogo (2023) που θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αίολος. |
Μολονότι η γραφή του Βραζιλιάνου έχει εμποτιστεί από αυτή τη γνώση και σε μεγάλο βαθμό φωτίζει σημεία άγνωστα στο ευρύ κοινό ακόμα και της χώρας του, η πρόζα του δεν είναι στυφή ή ακαδημαϊκή. Αντιθέτως, είναι λυρικά συναισθηματική, ζωντανή, περιγραφική της χλωρίδας και πανίδας του τόπου, με εξαντλητική παράθεση των ιδιαίτερων ειδών του τόπου. Ενσωματώνει τις παραδόσεις, τις δοξασίες, τον πνευματικό πλούτο της αφρικανικής διασποράς αλλά και τον πλουραλισμό των αισθήσεων που βιώνουν οι χαρακτήρες του.
Ξεφεύγοντας από το δυτικό πρότυπο της πυρηνικής οικογένειας, ο Βραζιλιάνος συγγραφέας παραδίδει μία σάγκα που συλλαμβάνει το βίωμα μιας ολόκληρης κοινότητας. Κινείται με ευκολία ανάμεσα στον κοινωνικό και μαγικό ρεαλισμό, θέτοντας σε λειτουργία έναν συμβολισμό που διατρέχει σε εικόνες όλο το οικοδόμημά του. Στο μαχαίρι που κόβει τη γλώσσα της μίας αδελφής συγκεντρώνεται όλη η βία των λευκών αποικιοκρατών, μια βία που «κόβει» διαγενεακά, ενώ το στραβό αλέτρι είναι η σκληρή ζωή των εργατών στο χωράφι που δεν αποφέρει ποτέ καρπούς, δεν προσδίδει ποτέ την επιθυμητή ελευθερία.
Η αφήγηση της γητεμένης
Στο τρίτο πλέον μέρος του βιβλίου το πολιτικό και το προσωπικό διαπλέκονται άρρηκτα. Εδώ παίρνει τον λόγο ένα πνεύμα, μια «γητεμένη», ον εμφορούμενο από άγνωστες δυνάμεις που εισέρχεται στο σώμα των ανθρώπων, όπως μας πληροφορεί η μεταφράστρια Μαρία Παπαδήμα σε μία από τις κατατοπιστικές υποσημειώσεις της. Η γητεμένη θα αιωρηθεί σε κομμάτια της ιστορίας αθέατα μέχρι στιγμής, λύνοντας το αρχικό μυστήριο της βαλίτσας της γιαγιάς Ντονάνα. Σε αυτό το σημείο αναδύεται μια πανοπτική εικόνα της ιστορίας, το παρελθόν συνδέεται με το παρόν και η υπερβατική αυτή αφηγήτρια αλλάζει τους ξενιστές της για να δώσει την ιστορία από πολλαπλές γωνίες.
Ξεφεύγοντας από το δυτικό πρότυπο της πυρηνικής οικογένειας, ο Βραζιλιάνος συγγραφέας παραδίδει μία σάγκα που συλλαμβάνει το βίωμα μιας ολόκληρης κοινότητας.
Το πνεύμα προσφέρει μια ευκαιρία να αντιστραφεί η χρόνια και συστηματική σίγαση των κοινοτήτων αυτών που ζουν ακόμα και σήμερα σε αυτούς τους οικισμούς σαν την Άγκουα Νέγρα, στη σκιά του σύγχρονου πολιτισμού. Απαντά στις προκαταλήψεις, την εκμετάλλευση και την συγκάλυψη εγκλημάτων με έναν τρόπο που μένει αξέχαστο στους αναγνώστες. Μαζί με τις ατομικές μικρές πράξεις αντίστασης αλλά και τις συλλογικές προσπάθειες της κοινότητας να αντιστρέψει το καθεστώς, το τέλος λειτουργεί ως αφύπνιση και υπόμνηση για τις νεότερες γενιές.
*Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι μεταφράστρια, απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Αγγλικών και Αμερικανικών Σπουδών.