Για το μυθιστόρημα του Παναΐτ Ιστράτι [Panait Istrati / Γεράσιμος Βαλσαμής] «Κυρά Κυραλίνα» (μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Μεταίχμιο).
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
«Η γη είναι ωραία; Όχι. Όλη η ομορφιά πηγάζει απ’ την καρδιά μας, εφόσον αυτή η καρδιά ξεχειλίζει από χαρά. Τη μέρα που η χαρά φτερουγίζει μακριά, η γη είναι πια ένα κοιμητήριο».
Βρισκόμαστε στη Ρουμανία, στα τέλη του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα. Ο νεαρός Αδριανός που κοντεύει να κλείσει τα δεκαοχτώ, λαχταρά να φύγει από τη Βραΐλα και από την εποπτεία της μάνας του, αν και την αγαπά πολύ, και να ταξιδέψει, να γνωρίσει τον κόσμο, να συναντήσει ανθρώπους, να ξεκινήσει το μεγάλο πανηγύρι της ζωής του. Ο Αδριανός θέλει να ακούει ιστορίες, να παίρνει κι εκείνος μέρος στα παράξενα, στα δύσκολα μα και στα όμορφα του βίου, τον ενδιαφέρει να κοιτάζει την άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής.
Συνοδοιπόροι του στο πρώτο του ταξίδι εκτός πόλης είναι ο Μιχαήλ, ο παραγιός του ζαχαροπλάστη και ο Σταύρος, ένας μεσήλικας με πολλές και ποικίλες εμπειρίες, πλακατζής κι ευχάριστος στην παρέα, που κάποιοι του προσάπτουν διαστροφές και βίτσια, και ο οποίος, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, αποφασίζει να διηγηθεί στους άλλους δύο την ιστορία του, για να καταλάβουν γιατί είναι αυτός που είναι.
Ο Σταύρος λοιπόν, ή μάλλον ο Δραγομίρ, αφού αυτό είναι το αληθινό του όνομα, είναι το τρίτο παιδί ενός άξεστου πατέρα και μιας μάνας που της αρέσουν οι χοροί, τα τραγούδια και οι απολαύσεις της σάρκας. Έχει μια πανέμορφη αδελφή, την Κυρά, την οποία και λατρεύει. Στο σπίτι τους περνάνε όμορφα, έχουν συνέχεια επισκέπτες, χορεύουν, τραγουδούν. Ο πατέρας όμως δεν συμφωνεί με τον τρόπο ζωής της μητέρας και ζει με τον μεγάλο του γιο σε άλλο σπίτι. Έρχεται μόνο μια στο τόσο, την ξυλοφορτώνει και ξαναφεύγει.
Μετά από ένα τέτοιο επεισόδιο που έχει σαν αποτέλεσμα τον άσχημο τραυματισμό της μητέρας από τον πατέρα και τον μεγάλο τους αδελφό, η Κυρά και ο Δραγομίρ φεύγουν, περιπλανιούνται μόνοι και πέφτουν θύματα ενός πλούσιου Τούρκου, ο οποίος τους παίρνει μαζί του στην Κωνσταντινούπολη, στέλνει την Κυρά σε χαρέμι, και κρατά με τη βία στις υπηρεσίες του τον Δραγομίρ, ο οποίος υποκύπτει στις λάγνες επιθυμίες του σωτήρα του. Ο Δραγομίρ δραπετεύει από εκεί αλλά σύντομα αποκτά άλλον προστάτη. Είναι πια πλούσιος αλλά και πάλι φυλακισμένος. Μετά από καιρό καταφέρνει να το σκάσει και φτάνει σε χώρες της Ανατολής, όπου συνέχεια τον βρίσκουν συμφορές, αφού, μια συμφορά, δεν έρχεται ποτέ μονάχη.
Αποφασίζει να αλλάξει ταυτότητα. Τώρα γίνεται Έλληνας, λέγεται Σταύρος, και πουλάει σαλέπι στους δρόμους, αφού έχει χάσει όλα του τα χρήματα. Εξακολουθεί όμως πάντα να αναζητά τη χαμένη του αδελφή.
Αποφασίζει να αλλάξει ταυτότητα. Τώρα γίνεται Έλληνας, λέγεται Σταύρος, και πουλάει σαλέπι στους δρόμους, αφού έχει χάσει όλα του τα χρήματα. Εξακολουθεί όμως πάντα να αναζητά τη χαμένη του αδελφή. Τη βλέπει στις άμαξες που περνούν, ρωτάει γι’ αυτήν όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, η αναζήτησή της γίνεται ο σκοπός της ζωής του. Εισβάλει νύχτα σε ένα χαρέμι όπου νομίζει ότι βρίσκεται εκείνη και βέβαια καταλήγει στη φυλακή, απ’ όπου τον σώζει ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους με καλοσύνη, που συνάντησε στον δρόμο του.
Επιστρέφει στην πατρίδα του μετά από πολλά χρόνια, με νέο όνομα, Ντόμνουλ Ισβοράνου, και εκεί γνωρίζει και παντρεύεται την όμορφη Τινκούτσα. Όμως, παρά την αγάπη που αναπτύσσεται μεταξύ τους, ο γάμος τους δεν ολοκληρώνεται ποτέ, γιατί το παρελθόν δεν αφήνει τον Σταύρο να ζήσει μια ζωή σαν όλων των υπολοίπων. Η Τινκούτσα αυτοκτονεί και τα αδέλφια της τον καταδιώκουν. Μόνος και κυνηγημένος πλέον, ο Σταύρος περιπλανιέται στα χωριά, κάνοντας διάφορες δουλειές για να βγάζει το ψωμί του.
Φιλία και καλοσύνη καθαγιάζουν την ύπαρξη
Η αφήγηση, ακολουθώντας μη γραμμική πορεία, ξεκινά από τον αποτυχημένο γάμο του Σταύρου, περνά στην παιδική του ηλικία και τέλος αναφέρεται στην έκφυλη ζωή του δίπλα στον μπέη, μιλά για τα πλούτη στα οποία ζούσε, για τις προσπάθειες να αποδράσει και για τις δυσκολίες της μετέπειτα ζωής του.
Κάποτε δεν μπορούσε να ξεχωρίσει την αληθινή από την ύποπτη καλοσύνη, και γι’ αυτό όλοι τον εκμεταλλεύονταν. Τώρα ξέρει.
Ο Σταύρος λοιπόν με τα πολλά ονόματα, τώρα είναι ένας χωρατατζής γλεντοκόπος που κάνει διαρκώς φάρσες, ένας μπαγαπόντης που είναι και νιος και γέρος, όπως τα σπουργίτια, που λέει μισά ψέματα και μισές αλήθειες για να μπορεί να επιβιώνει. Κάποτε δεν μπορούσε να ξεχωρίσει την αληθινή από την ύποπτη καλοσύνη, και γι’ αυτό όλοι τον εκμεταλλεύονταν. Τώρα ξέρει.
Μέσα όμως στις διαρκείς συμφορές του, είχε την τύχη να γνωρίσει και ανθρώπους με καρδιά και να βιώσει την αληθινή φιλία. Κι αυτό τον βοήθησε να αντέξει τις δυσκολίες της ζωής του, γιατί «η καλοσύνη ενός και μόνο ανθρώπου είναι πιο δυνατή από την κακία χίλιων άλλων, είναι η μόνη δικαίωση της ζωής».
Ο Παναΐτ Ιστράτι [Panait Istrati / Γεράσιμος Βαλσαμής] γεννήθηκε το 1884 στη Βραΐλα της Ρουμανίας. Γονείς του ήταν ο Έλληνας Κεφαλλονίτης Γεώργιος Βαλσαμής και η Ρουμάνα Ζωίτσα Ιστράτι. Εξαιτίας της λαϊκής καταγωγής του αναγκάστηκε για βιοποριστικούς λόγους να κάνει διάφορα επαγγέλματα όπως κλειδαράς, ζαχαροπλάστης, χαλκωματής, χαμάλης, φορτοεκφορτωτής, γυρολόγος, χτίστης, φωτογράφος, δημοσιογράφος, ταχυδρόμος κ.λπ. Μ' αυτό τον τρόπο γνώρισε από πρώτο χέρι την κατάσταση των λαϊκών τάξεων. Για κάποιο διάστημα υπήρξε συνδικαλιστής στο σωματείο των εργατών του λιμανιού της Βραΐλας. Γύρισε δουλεύοντας σ' όλες τις χώρες της Μεσογείου κι έφτασε στη Γαλλία, όπου ο Ρομαίν Ρολλάν πρόσεξε το συγγραφικό του ταλέντο και βοήθησε στην ανάδειξή του. Έγραψε τα έργα: Κυρά Κυραλίνα, Αρχόντισα του Σνάγκοφ, Η Νερατζούλα, Οι Χαιντούκοι, Θείο Άγγελο κ.ά. Είχε προσωπική φιλία με το Νίκο Καζαντζάκη. Επισκέφτηκε την Ελλάδα το Φλεβάρη του 1928 και το 1932 παντρεύτηκε τη Μάργκα. Ταλαιπωρημένος από φυματίωση, πέθανε την άνοιξη του 1935. |
Κέντρο της ζωής του η λατρεμένη Κυρά
Η εικόνα της όμορφης αδελφής του, αυτής της αιθέριας ύπαρξης με το χαμόγελο στο στόμα και την καλοσύνη στην καρδιά, είναι κρυμμένη σε κάθε σελίδα του βιβλίου. Ο Σταύρος την έχει διαρκώς στο μυαλό του, θα έλεγε κανείς ότι είναι με κάποιο τρόπο ερωτευμένος μαζί της, ο σκοπός της ζωής του είναι να την ξαναβρεί και να την ελευθερώσει από το χαρέμι, να είναι ξανά μαζί όπως παλιά.
Τα περισσότερα από αυτά που έζησε ο Σταύρος, είναι πράγματα που τα έχει ζήσει και ο ίδιος ο συγγραφέας, καθώς διέσχιζε πόλεις και χωριά της πατρίδας του αλλά και χωρών της Ανατολής. Γράφει λοιπόν γι’ αυτά που είδε και γι’ αυτά που έζησε.
Τα περισσότερα από αυτά που έζησε ο Σταύρος, είναι πράγματα που τα έχει ζήσει και ο ίδιος ο συγγραφέας, καθώς διέσχιζε πόλεις και χωριά της πατρίδας του αλλά και χωρών της Ανατολής. Γράφει λοιπόν γι’ αυτά που είδε και γι’ αυτά που έζησε. Γεννημένος παραμυθάς, δεν αρκείται μόνο στην κεντρική ιστορία, αλλά συνεχώς παρεμβάλλει στην αφήγηση μικρότερες ιστορίες, που γοητεύουν τόσο για τον τρόπο που τις αφηγείται όσο και για τη ρεαλιστική βάση στην οποία στηρίζονται. Κι ο αναγνώστης σαγηνεύεται από την αφήγησή του, είναι σαν να έχει μπροστά του αυτόν τον παραμυθά∙ βλέπει το κλείσιμο των ματιών του όταν θυμάται κάτι απολαυστικό, ακούει το ψιθύρισμά του όταν μιλάει για κείνα που του φέρνουν φόβο, νιώθει την αγωνία του, καταλαβαίνει τις σιωπές του, κρέμεται από τα χείλη του. Η μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη λειτουργεί επικουρικά σε αυτή την αναγνωστική απόλαυση.
Η Κυρά Κυραλίνα γράφτηκε το 1923 και αρχικά κυκλοφόρησε σε συνέχειες, σε εφημερίδα του Παρισιού. Το 1924 βγήκε σε βιβλίο. Είναι το πιο πολυδιαβασμένο έργο του Ιστράτι, μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες. Στο αναλυτικό επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη παρατίθενται πολλές πληροφορίες για τη ζωή του συγγραφέα και μια εξαιρετική ανάλυση του βιβλίου.
*Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Τη ζωή ενός ανθρώπου δεν μπορείς μήτε να την πεις μήτε να την γράψεις. Τη ζωή ενός ανθρώπου που αγάπησε τη γη και τη διάτρεξε, είναι ακόμα πιο δύσκολο να τη χωρέσεις σε μια διήγηση. Κι αν ο συγκεκριμένος άνθρωπος ήταν ένας παθιασμένος, που γνώρισε όλα τα σκαλιά της ευτυχίας και της εξαθλίωσης περιδιαβαίνοντας τον κόσμο, τότε είναι σχεδόν αδύνατο να δώσεις μια ζωντανή εικόνα της ζωής του. Αδύνατο, πρώτα γι’ αυτόν τον ίδιο∙ και μετά, για όσους θελήσουν ν’ ακούσουν την ιστορία του.
Η σαγήνη, η γλαφυρότητα, το ενδιαφέρον για τη ζωή ενός ανθρώπου με ψυχή δυνατή, θυελλώδη και τυχοδιωκτική, δεν βρίσκονται πάντα στα πιο σπουδαία συμβάντα της ζωής του. Πολύ συχνά, η ομορφιά βρίσκεται στις λεπτομέρειες. Μα ποιος θέλει ν’ ακούει λεπτομέρειες; Ποιος τις απολαμβάνει; Και, κυρίως, ποιος τις καταλαβαίνει;»