Για τη συλλογή διηγημάτων της Μαριάννα Ενρίκες [Mariana Enriquez] «Οι κίνδυνοι του να καπνίζεις στο κρεβάτι» (μτφρ. Χριστίνα Θεοδωροπούλου, εκδ. Πατάκη). Κεντρική εικόνα: (© Unsplash).
Γράφει η Φανή Χατζή
Πέντε χρόνια μετά τη σαγηνευτική συλλογή διηγημάτων Όσα χάσαμε στις φλόγες, μεταφράστηκε στα ελληνικά από τη Χριστίνα Θεοδωροπούλου για τις εκδόσεις Πατάκη και η προγενέστερη συλλογή της Μαριάνα Ενρίκες, Οι κίνδυνοι του να καπνίζεις στο κρεβάτι (μτφρ. Χριστίνα Θεοδωροπούλου, εκδ. Πατάκη). Οι ελληνικές εκδόσεις ακολούθησαν τη σειρά μετάφρασης των αγγλόφωνων εκδόσεων: αν και παλαιότερο έργο, οι Κίνδυνοι μεταφράστηκαν από τα ισπανικά στα αγγλικά αργότερα, μόλις το 2021, χαρίζοντας στη συγγραφέα και τη μεταφράστρια Μέγκαν ΜακΝτάουελ μια θέση στη μακρά λίστα του Διεθνούς Βραβείου Booker για την ίδια χρονιά.
Τίποτα «φυσιολογικό» δε συμβαίνει εκ πρώτης -ούτε μεταγενέστερης- όψεως στις δώδεκα ιστορίες της συλλογής. Μία κοπέλα στοιχειώνεται από το φάντασμα ενός μωρού, ένας ζητιάνος ρίχνει κατάρα σε μια ολόκληρη γειτονιά και μια παρέα κοριτσιών μιλούν μέσω του πίνακα Ouija με ένα πνεύμα. Οι ιστορίες ανήκουν γενεαλογικά στην οικογένεια του τρόμου και πολλές φορές παραπέμπουν ευθέως στους προγόνους του είδους.
Το διήγημα «Πού είσαι καρδιά μου;», παραδείγματος χάριν, εκκινεί από την ιδέα του ήχου της καρδιάς που πάλλεται δυνατά, όπως στην «Μαρτυριάρα καρδιά» του Πόε, μόνο που στην ιστορία της Ενρίκες η ηρωίδα έχει σεξουαλικό φετίχ με τον ήχο.
Οι έξυπνες, ερωτικά φορτισμένες παρεκκλίσεις από τον παραδοσιακό τρόμο προσδίδουν στη γοητεία της γραφής της Ενρίκες, αλλά δεν είναι αυτό που διακρίνει την Αργεντινή συγγραφέα.
Οι έξυπνες, ερωτικά φορτισμένες παρεκκλίσεις από τον παραδοσιακό τρόμο προσδίδουν στη γοητεία της γραφής της Ενρίκες, αλλά δεν είναι αυτό που διακρίνει την Αργεντινή συγγραφέα. Είναι μια σειρά άλλων χαρακτηριστικών που συμβάλλουν στη μοναδικότητά της.
Το Μπουένος Άιρες σε λήθαργο
Όπως και στο έργο με το οποίο συστήθηκε στο ελληνικό κοινό, έτσι κι εδώ, η συγγραφέας τοποθετεί τις ιστορίες της στις αστικές και προαστιακές περιοχές του Μπουένος Άιρες. Χρησιμοποιεί, μάλιστα, συγκεκριμένα τοπωνύμια της γενέτειράς της: την κακόφημη περιοχή Κονστιτουσιόν, τον μολυσμένο ποταμό Ριατσουέλο, στον οποίο ρίχνουν τα απόβλητά τους πάνω από 5.000 βιομηχανίες, τα έρημα δάση, τα στοιχειωμένα κτήρια.
Όλη η πόλη στήνεται ως ένα μεγάλο φρικ σόου, όπου ο κίνδυνος αναμέτρησης με το πραγματικό της πρόσωπο ελλοχεύει παντού. Από τις δύο συλλογές απορρέει η αίσθηση ενός Μπουένος Άιρες σε παρακμή, ρημαγμένο από τη χρόνια καταπίεση και λιτότητα, αφημένο στην ιστορική λήθη, που τίποτα δε μπορεί να το ταρακουνήσει πέρα από το υπερφυσικό.
Η εντοπιότητα διαπερνάει το είδος του τρόμου στο οποίο μεγαλουργεί η Ενρίκες, αυτό, δηλαδή, στο οποίο το φολκλόρ συνυπάρχει και διαπλέκεται με το παγανιστικό, το γκροτέσκο και το υπερφυσικό συνδιαλέγονται με το απολύτως καθημερινό. Εδώ συναντώνται ειδωλολατρικές φιγούρες και θρύλοι των γηγενών, όπως το πνεύμα Μπόμπα Χίρα στο εν λόγω ή η κόκκινη διαβολογυναίκα στις «Φλόγες».
Όπως και ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, η Ενρίκες μεγάλωσε με τα παραμύθια της γιαγιάς της, οι τοπικοί θρύλοι στιγμάτισαν τη φαντασία της.
Όπως και ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, η Ενρίκες μεγάλωσε με τα παραμύθια της γιαγιάς της, οι τοπικοί θρύλοι στιγμάτισαν τη φαντασία της. Οι ιστορίες αυτές, εμπλουτισμένες από τους θρύλους άλλων κρατών, νοτισμένες από τις προσωπικές μνήμες της δικτατορίας, ραφιναρισμένες από το ξεχωριστό στυλ γραφής της, αποκτούν στο χαρτί την αξία μιας νέας παράδοσης.
Η εκδίκηση της Ιστορίας
Για τη συγγραφέα, η Ιστορία του τόπου της και κυρίως οι μνήμες της μιλιταριστικής δικτατορίας είναι ένα τραύμα νωπό, που πυορροεί με την πρώτη ευκαιρία. Στις Φλόγες, οι ιστορίες «Το χάνι» και «Ο Παμπλίτο κάρφωσε ένα καρφάκι» καταπιάνονται με το ζήτημα της κατάπνιξης του παρελθόντος και της εμπορευματοποίησής του αντίστοιχα, μοιραία λάθη που αμφότερα έχουν αντίκτυπο στη νεότερη γενιά.
Η συγγραφική εμμονή με το παρελθόν που προσωποποιείται και στοιχειώνει τους πολίτες απαντάται και σε αυτή τη συλλογή. Η πιο χαρακτηριστική ιστορία στο εν λόγω είναι «Τα παιδιά που επιστρέφουν», στο οποίο τα παιδιά που είχαν χαθεί αρχίζουν να επανεμφανίζονται φέροντας στην κυριολεξία νωπά τραύματα, όπως την ημέρα που εξαφανίστηκαν.
Η Ενρίκες έχει παρομοιάσει σε συνέντευξή της στο «Literary Hub» το τραύμα που αφήνει η πολιτική βία με «ένα εθνικό μετατραυματικό στρες (PTSD)», μια δήλωση που συνοδεύεται από την περιγραφή ορισμένων από τα εγκλήματα της δικτατορίας στη χώρα της: εξαφανίσεις ανθρώπων, μη καταγεγραμμένα οστά, αστυνομικά τμήματα που λειτουργούσαν ως στρατόπεδα.
Η Μαριάνα Ενρίκες γεννήθηκε το 1973 στο Μπουένος Άιρες. Σπούδασε δηµοσιογραφία στο Πανεπιστήµιο Λα Πλάτα και αρθρογραφεί στο Radar, το ένθετο για τις τέχνες και τα γράµµατα της εφηµερίδας Pagina/12. Έχει γράψει τρία µυθιστορήµατα, Bajar es lo peor (1995), Como desaparecer completamente (2004) και Este es el mar (2017), τις συλλογές διηγηµάτων Los peligros de fumar en la cama (2009) και Cuando hablabamos con los muertos (2013), τη νουβέλα Chicos que vuelven (2010), τις ταξιδιωτικές ιστορίες Alguien camina sobre tu tumba: Mis viajes a cementerios (2013) και το φιλολογικό πορτρέτο La hermana menor: Un retrato de Silvina Ocampo (2014). Με το Όσα χάσαµε στις φλόγες (Las cosas que perdimos en el fuego, 2016, Εκδόσεις Πατάκη, 2018) η Ενρίκες κατέκτησε ένα πολύ µεγάλο κοινό στην Αργεντινή και στην Ισπανία. Το βιβλίο µεταφράστηκε σε 25 γλώσσες. Οι κριτικοί το έχουν εγκωµιάσει οµόφωνα και το 2017 απέσπασε το ισπανικό βραβείο Ciutat de Barcelona. |
Σε άλλη συνέντευξη συμπληρώνει τον κατάλογο: απαγωγή παιδιών, βασανιστήρια σε διπλανά σπίτια, απόρριψη σωμάτων στον ωκεανό. Διαβάζοντας την ιστορία της Αργεντινής, οι ιστορίες της συγγραφέως μας φαίνονται πλησιέστερες στον ρεαλισμό και όχι στο μεταίχμιο μεταξύ σουρεαλισμού και πραγματικότητας. Τα πιτσιρίκια που εξαφανίζονται και επανεμφανίζονται ή οι έφηβοι που εθίζονται σε ουσίες και αυτοτραυματίζονται λειτουργούν στην Ενρίκες σαν υπόμνηση ότι αυτή η χώρα έχει τραυματίσει ανεπανόρθωτα το μέλλον της.
Η ανωμαλία ως κανονικότητα
Ένα ακόμη σημείο απόκλισης από τον κλασικό τρόμο είναι ότι, σε αντίθεση με τη συνήθη δομή, όπου δημιουργείται μια κανονικότητα η οποία διαταράσσεται από κάτι τρομακτικό, η Ενρίκες πλάθει μια νοσηρή κανονικότητα, στην οποία το φρικιαστικό στοιχείο επαυξάνει την ήδη ανατριχιαστική ατμόσφαιρα. Η τεχνική αυτή επιτυγχάνεται με την καθυστέρηση της εισαγωγής του καταλύτη στην ιστορία, έτσι ώστε το αλλόκοτο να φυσικοποιείται.
Στην ιστορία «Ούτε γενέθλια, ούτε βαφτίσια», για παράδειγμα, όπου ένας επαγγελματίας φωτογράφος αναλαμβάνει τη βιντεοσκόπηση διεστραμμένων φαντασιώσεων, η περιγραφή της περιπτωσιολογικής πελατείας του και των ειδεχθών αιτημάτων είναι ήδη αποκρουστική. Ωστόσο, στις τελευταίες σελίδες, η Ενρίκες εστιάζει σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, στρέφοντας την προσοχή της σε ένα συγκεκριμένο «θύμα».
Η νοσηρότητα απορρέει στις περισσότερες ιστορίες από την υποδόρια ατμόσφαιρα, όπως στην ιστορία «Ράμπλα Τρίστε» που ακολουθούμε μια ηρωίδα στην Βαρκελώνη να εγκλωβίζεται στον ιστό μιας πόλης-αράχνης, σημαδεμένης επίσης από το τραύμα της δικτατορίας. Σε μία ή δύο ιστορίες, όμως, σε κάθε συλλογή, η Ενρίκες δανείζεται από το είδος της δυστοπικής λογοτεχνίας και δημιουργεί σενάρια γενικευμένης κοινωνικής κρίσης.
Στις Φλόγες αυτό έγινε με την τελευταία, ομώνυμη της συλλογής ιστορίας, στην οποία οι γυναίκες αρχίζουν να αυτοπυρπολούνται. Στο εκτενέστερο διήγημα του παρόντος, «Τα παιδιά που επιστρέφουν», τα εξαφανισμένα παιδιά αρχίζουν να επιστρέφουν από τον κόσμο των νεκρών και κατακλύζουν την πόλη. Η ιστορία αυτή συνιστά την εκδίκηση του αρχείου: τα παιδιά που επί χρόνια παρέμεναν παγωμένα στον χρόνο, καταλογογραφημένα σε ένα μακάβριο αρχείο, εμφανίζονται για να ταράξουν με τη μορφή τους την πολιτική απραγία και να αφυπνίσουν το κοιμισμένο Μπουένος Άιρες.
Διακειμενικότητα και υπαινιγμός
Το σπίτι στο οποίο καταλήγουν αυτά τα παιδιά θα μπορούσε να είναι το σπίτι το οποίο «ρουφά» την Αντέλα στις Φλόγες, ενώ η έφηβη Μαρσέλα που κυριεύεται από ένα πνεύμα συναντάται και στα δύο βιβλία.
Η Ενρίκες δημιουργεί μια διακριτική διακειμενική σύνδεση των ιστοριών της, η οποία εντείνεται από την αίσθηση των γνώριμων ηρώων. Νέοι που αποξενώνονται επιλέγοντας διαδικτυακές φιλίες και συναναστροφές, έφηβες που εθίζονται σε ουσίες, καταπιεσμένες γυναίκες, είναι κάποιοι από τους ήρωες που επανέρχονται σταθερά.
Παρόλο που η γραφή της είναι αδιαμφισβήτητα πολιτική, η Ενρίκες διοχετεύει το πολιτικό σχόλιο ενέσιμα στις ιστορίες, σε μικρές δόσεις και πάντα υπαινικτικά.
Παρόλο που η γραφή της είναι αδιαμφισβήτητα πολιτική, η Ενρίκες διοχετεύει το πολιτικό σχόλιο ενέσιμα στις ιστορίες, σε μικρές δόσεις και πάντα υπαινικτικά. Οποιοδήποτε κήρυγμα, παράπονο ή μανιφέστο απουσιάζει από τη συγκεκριμένη συλλογή, η οποία ωστόσο βρίθει συμβολισμών και συνταρακτικών εικόνων. Χτίζοντας κλιμακωτά μια ατμόσφαιρα ζόφου, βάλλει ευθέως κατά της αταραξίας, της κοινοτοπίας του κακού που έχει μουδιάσει τους πολίτες και τους έχει οδηγήσει σε αδράνεια.
Ο εθιστικός κόσμος της Ενρίκες
Οι συγγραφικές της εμμονές, η διακειμενικότητα, ο ρόλος της Ιστορίας και το Μπουένος Άιρες όπως σκιαγραφήθηκε παραπάνω δημιουργούν την αίσθηση ενός «κόσμου» που είναι ολότελα δικός της, δε θυμίζει κανέναν από αυτούς που έπλασαν οι συντοπίτες της αλλά και οι άρχοντες του τρόμου παγκοσμίως.
Ωμός ρεαλισμός και μύθοι
Συνδυάζοντας την υπερβολή των θρύλων με τον ωμό ρεαλισμό της ιστορίας, η Ενρίκες καταφέρνει σε δυο συλλογές να δημιουργήσει μια συνθήκη οικειότητας με το ανοίκειο.
Οι αναγνώστες της γνωρίζουν ότι θα εισέλθουν σε ένα ανατριχιαστικά γνώριμο σύμπαν, με όλες τις ως άνω σταθερές. Τα διηγήματά της εμφορούνται από μια εθιστική διαστροφή που σύντομα βιώνεται σαν μια αλλόκοτη τέρψη, σαν να επιδίδεσαι σε κάτι παράνομο χωρίς συνέπειες ή σε μια ατιμώρητη σκανταλιά.
* Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι μεταφράστρια, απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Αγγλικών και Αμερικανικών Σπουδών.