Για το μυθιστόρημα του Σταύρου Χριστοδούλου «Τρεις σκάλες ιστορία» (εκδ. Καστανιώτη). Κεντρική εικόνα: Ο Βρετανός φωτογράφος Πίτερ Μουρ έμεινε αποκλεισμένος για έναν χρόνο (1974-75) στον καταυλισμό Κολοσσίου, αποτυπώνοντας τη ζωή των Ελληνοκύπριων προσφύγων.
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Η κυπριακή τραγωδία, με αποκορύφωμα την εισβολή των Τούρκων στις 20 Ιουλίου, είναι βασικό θέμα στα βιβλία πολλών Ελλήνων συγγραφέων (π.χ. του Βασίλη Γκουρογιάννη στο Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή, Μεταίχμιο, 2009), αλλά –όπως είναι φυσικό– και πολλών Κύπριων λογοτεχνών: Κυριάκος Μαργαρίτης Ρέκβιεμ για τους απόντες (Ψυχογιός, 2009), Αγγελική Σμυρλή Η διάψευση (Κέδρος, 2011), Κωνσταντία Σωτηρίου με τρία έργα, όπως Η Αϊσέ πάει διακοπές (Πατάκης, 2015), Φωνές από χώμα (Πατάκης, 2017) και Πικρία χώρα (Πατάκης, 2019), για να αναφερθώ μόνο στα έργα των τελευταίων χρόνων. Σ’ αυτό το πλαίσιο ανήκουν και οι Δεκαοκτώ αφηγήσεις σε επιμέλεια Νίκης Μαραγκού (Το Ροδακιό, 2012).
Ο Σταύρος Χριστοδούλου εστιάζει στους βιασμούς των Τούρκων εισβολέων σε νεαρές Ελληνοκύπριες. Η πρωταγωνίστρια Χλόη Αρτεμίου ήταν τότε 18 ετών και μεγάλωσε σε ένα σπίτι με τον εθνικόφρονα αλλά αδιάφορο ως πατέρα Σώτο και την παραιτημένη μητέρα Θεοδοσία. Εκείνες τις μέρες βρέθηκαν στο εξοχικό τους στη Λάπηθο, όταν ο Αττίλας ακρωτηριάσε την Κύπρο και λάβωσε επανειλημμένα τη μήτρα αλλά και την ψυχή της Χλόης. Ο σπόρος του φύτρωσε κι εκείνη από αντίδραση άφησε να γεννηθεί ένα αγόρι, το οποίο γρήγορα έδωσε για υιοθεσία στην καλύτερή της φίλη και συμπαραστάτριά της Κέιτ, που το πήρε κι έφυγε για την πατρίδα της την Αγγλία.
Ο σπόρος του φύτρωσε κι εκείνη από αντίδραση άφησε να γεννηθεί ένα αγόρι, το οποίο γρήγορα έδωσε για υιοθεσία στην καλύτερή της φίλη και συμπαραστάτριά της Κέιτ, που το πήρε κι έφυγε για την πατρίδα της την Αγγλία.
Παρόλο που ο αναγνώστης βλέπει σε πολλά σημεία του έργου να εισβάλει το μελό, κυρίαρχο στοιχείο είναι η προσωπική τραγωδία συνυφασμένη με την εθνική. Η κόντρα του Μακάριου και της ΕΟΚΑ Β΄, η εισβολή, η de facto διχοτόμηση της Μεγαλονήσου, οι νεκροί, οι αγνοούμενοι και οι ξεσπιτωμένοι, η μετακίνηση των Τουρκοκυπρίων στα σπίτια τους και η μετεγκατάσταση των «κουβαλητών» εποίκων από την Τουρκία, το μετέπειτα άνοιγμα πυλών στην «πράσινη γραμμή» και η δυνατότητα επίσκεψης στα Κατεχόμενα, το δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν κλπ., όλα αυτά δένουν αρμονικά με τη μυθιστορηματική αφήγηση και σαν ιστορικό φόντο σκηνογραφούν τις εξελίξεις. Σ’ αυτές κυριαρχεί το δράμα της πρωταγωνίστριας, που δεν βρίσκει συμπαράσταση σε μια διαλυμένη οικογένεια, που καταπίνει τον πόνο της, ενώ όλοι μιλούν, που φεύγει για να ξεχάσει, που ξαναγυρίζει στη Λάπηθο, που συναντά μεγάλο πια τον γιο της Παύλο (Πολ), που πρέπει να ξεχάσει και να μην ξεχάσει…
Ο Σταύρος Χριστοδούλου γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1963. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και τα τελευταία τριάντα χρόνια εργάζεται ως δημοσιογράφος. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Hotel National (2016), περιελήφθη στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας της Κύπρου, καθώς και στην αντίστοιχη του λογοτεχνικού περιοδικού Κλεψύδρα. Το δεύτερο βιβλίο του, το μυθιστόρημα Τη μέρα που πάγωσε ο ποταμός (εκδ. Καστανιώτη, 2018), τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUPL) 2020 και με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος της Κύπρου. |
Το μυθιστόρημα ξεκινά με την εξηντάχρονη πλέον Χλόη να πετά προς την Κωνσταντινούπολη. Και οι τελευταίες σελίδες σε έναν αναμενόμενο κύκλο τη φέρνουν απέναντι στον βιαστή της και πατέρα του παιδιού της Αχμέτ Ντογάν. Κι έτσι δύο «γιατί;» αιωρούνται γύρω από δυο παράλογες επιλογές της ηρωίδας: αφενός, γιατί άφησε το παιδί να γεννηθεί, ενώ όλοι συμφωνούσαν ότι οι βιασμοί δεν έπρεπε να οδηγήσουν σε παιδιά-τουρκόσπορα; Κι αφετέρου, γιατί ήθελε να ξαναδεί τον βιαστή της, ξεβάθοντας τα συντρίμμια της ψυχής της, που στην ουσία ποτέ δεν είχαν θαφτεί βαθιά;
Οι απαντήσεις δεν έρχονται λογικά. Έρχονται μέσα από τη σύνολη αφήγηση, τα μισόλογα και τις σιωπές, το κλίμα της κυπριακής τραγωδίας που είναι συνεχώς παρούσα και συχνά πυορροεί. Οι απαντήσεις έρχονται στον αναγνώστη, αν τελικά έλθουν, μέσω των συναισθημάτων που του γεννιούνται, μέσω της συμ/πάθειας και της ταύτισης (όσο αυτό γίνεται) με τη νεαρή Κυπρία που συμπορεύεται με την πατρίδα της στη μετατραυματική πορεία της. Ο Σταύρος Χριστοδούλου καταφέρνει να ζωντανέψει έναν ψυχισμό, που μέσα στο ατομικό του περίβλημα αντανακλά συνεκδοχικά ένα συλλογικό τραύμα. Κι αυτό το πετυχαίνει όχι τόσο με την αφήγηση της ζωής της Χλόης ή της ιστορίας της Μεγαλονήσου, αλλά με την προβολή των υπόγειεων νερών που ακούγονται συνεχώς να παφλάζουν και ποτέ να μην εκβάλλουν σαν πίδακας ή καταρράκτης. Η υποβολή, χωρίς να χάνεται η καθαρότητα της αφήγησης, είναι αυτό που τελικά καταξιώνει το βιβλίο.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Τρεις σκάλες ιστορία
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 2020
Σελ. 386, τιμή εκδότη €18,00
Απόσπασμα από το βιβλίο
«“Άμα πέσει ο Μούσκος, θα γίνει χαλασμός…” έλεγε συχνά ο άντρας της. Απ’ αυτόν είχε το συνήθειο ν’ αποκαλεί τον Αρχιεπίσκοπο με το κοσμικό του όνομα. Δεν θυμάται να τον είπανε ποτέ Μακάριο. Τραγόπαπα τον ανέβαζαν, προδότη τον κατέβαζαν… “Εμείς για την Ένωση αγωνιστήκαμε, όχι για να γίνει ο παπάς Φιντέλ Κάστρο της Μεσογείου, το στανιό μου μέσα…” ξεσπούσε ο Σώτος κάθε φορά που έβλεπε τη φωτογραφία του στην εφημερίδα. Και συμπλήρωνε μέσα απ’ τα δόντια του: “Μια μέρα όμως θα γυρίσει ο τροχός…”»