
Για το βιβλίο του Τζον Στάινμπεκ Τορτίλα φλατ (μτφρ: Άρης Αλεξάνδρου, εκδ. Γκοβόστη)
Του Νίκου Ξένιου
Με γραφή που δυναμιτίζει τις βεβαιότητες του αναγνώστη, με τολμηρά σχήματα λόγου, ο Τζον Στάινμπεκ ψυχογραφεί τους ταπεινούς, άνεργους μιγάδες που κατοικούν στην Πεδιάδα της Τορτίλα. Οι παεζάνος της Τορτίλα είναι άστεγοι και ζουν από μικροκλοπές και απάτες. Κάθε κεφάλαιο του μυθιστορήματος μπορεί να σταθεί και από μόνο του ως διήγημα, όμως τα επεισόδια είναι οργανικά δεμένα, σ' ένα αφηγηματικό σύνολο που συνιστά το χρονικό της εφήμερης σύναψης μιας φιλίας. Φιλίας που διαρκεί όσο και η εστία της: ένα υποκατάστατο σπιτιού, μια σόμπα κι ένα φλασκί κρασί, στο πλάι τα σκυλιά ξαπλωμένα και τα μάτια ορθάνοιχτα μες στη νύχτα.
Όταν δημοσιεύθηκαν οι Oυράνιες βοσκές (1932) και το Σ' έναν άγνωστο Θεό (1933), οι κριτικές που πήρε ο Στάινμπεκ ήσαν διθυραμβικές [1]. Ωστόσο η πραγματική αναγνώρισή του ήρθε με τη δημοσίευση της Τορτίλα Φλατ (1935). Αμόρφωτοι και αργόσχολοι, οριακά -ή απόλυτα- αλκοολικοί και με ελάχιστη έως καθόλου ιδιοκτησία, οι χωρικοί της Τορτίλα Φλατ είναι οικείοι και εγείρουν τη συμπάθεια του αναγνώστη, ενώ ο ηθικός κώδικας που διέπει τη ζωή τους είναι απόλυτα χαλαρός: όμως διαθέτουν την απλοϊκή αντίληψη των λαϊκών ανθρώπων. Χωρίς να τις τηρεί, ο υπόκοσμος αυτός πρεσβεύει λεκτικά τις αξίες που διακρίνουν τους «νηφάλιους», ευϋπόληπτους πολίτες μιας χώρας: αίσθηση τιμής και αξιοπρέπειας, πίστη, ισχυρή ηθική και αλτρουϊσμό.
Ακόμα ένα ποτηράκι...
Κάθε μεμονωμένη απόφασή τους της στιγμής διαπνέεται από την ευδιαθεσία μιας αλκοολούχας συνείδησης, που είναι ιδιαίτερα ευμετάβολη ως προς τις ηθικές αποτιμήσεις
Οι παεζάνος του Στάινμπεκ δεν είναι άρτιες προσωπικότητες, είναι προϊόντα της οικονομικής εξαθλίωσης και της κοινωνικής περιθωριοποίησης. Η παρανομία δεν τους αγγίζει, τουλάχιστον στον βαθμό που θα μετρίαζε το «φωτοστέφανο» ευσέβειας που τους διακρίνει. Μεταφυσικά στεγασμένοι σ' ένα δάσος θρησκόληπτων δεισιδαιμονιών, προκαταλήψεων, εμμονών και σκοταδιστικών πεποιθήσεων, οι ήρωες του μυθιστορήματος βαδίζουν τον -κατ' αυτούς- «δρόμο της Αρετής» μετά από σύντομο δισταγμό στο σταυροδρόμι που, με τη χιουμοριστική, συχνά ειρωνική μα πάνω απ' όλα επιεική πένα του συγγραφέα, διακλαδούται σε δύο πανομοιότυπους δρόμους Κακίας. Κάθε μεμονωμένη απόφασή τους της στιγμής διαπνέεται από την ευδιαθεσία μιας αλκοολούχας συνείδησης, που είναι ιδιαίτερα ευμετάβολη ως προς τις ηθικές αποτιμήσεις ή την αντικειμενική εκτίμηση του μεγέθους του παραπτώματος. Παρά την ειλικρινή πρόθεση απότισης φόρου τιμής στα ιδεώδη της φιλίας, της κοινοκτημοσύνης, του χρέους, της τιμιότητας, της ποιότητας ζωής, γρήγορα οι αναθυμιάσεις του κρασιού συσκοτίζουν τη συνείδησή τους και ανασύρουν ζωώδη ένστικτα αυτοσυντήρησης, παραβιάζοντας κάθε κανόνα ευπρέπειας, κάθε αξιοπρέπεια και κάθε όριο ιδιωτικότητας [2]. Ένα σχιζοφρενικό lifestyle, που πιθανόν -είπαν- ν' αντικατοπτρίζει τις προκαταλήψεις ενός λευκού εις βάρος των μεξικανο-αμερικανών κατοίκων της πεδιάδας. Όμως θα ήταν άδικο για τον Στάινμπεκ να του αποδοθεί μια τέτοια μικρόνοια. Η πηγή της έμπνευσής του βρίσκεται στην ποίηση.
Ιππότες μιας «άλλης» Στρογγυλής Τραπέζης
Ο κριτικός λογοτεχνίας Τζόζεφ Φόντενροουζ προσπάθησε να καταδείξει τις αναλογίες του μυθιστορήματος αυτού με τον θρύλο του Αρθούρου και των Ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης: μετά από μια ζοφερή παιδική ηλικία ο Αρθούρος της ιπποτικής μυθιστορίας κληρονομεί ένα βασίλειο και περνά απότομα στην ενηλικίωση ως κύριος της γης αυτής. Αντίστοιχα, ο Ντάνι της Τορτίλα Φλατ κληρονομεί δύο σπίτια. Ο νέος βασιλιάς έχει ν' αντιμετωπίσει τους υφισταμένους του βασιλείς και βαρόνους, που αρνούνται να πληρώσουν τον φόρο υποτελείας (αντίστοιχα, στην Τορτίλα, ο Πιλόν και ο Πάμπλο αρνούνται να πληρώσουν το ενοίκιο που τους αντιστοιχεί για το δεύτερο σπίτι που τους διαθέτει ο Ντάνι). Στο τέλος, όμως, τους νικά και συμφιλιώνεται μαζί τους, συγκαλεί δε όλους τους ιππότες (που στο μυθιστόρημα του Στάινμπεκ αντιστοιχούν στους φίλους του Ντάνι) σ' ένα είδος «στρογγυλής τραπέζης» και τους παραχωρεί γαίες (στον Στάινμπεκ ο Ντάνι τους παραχωρεί μια στέγη για να κοιμηθούν). Οι ιππότες δίνουν όρκο υποτελείας και αφοσιώσεως (αντίστοιχα, οι παεζάνος φίλοι του Ντάνι ορκίζονται «να μην αφήσουν ποτέ τον οικοδεσπότη τους να πεινάσει»). Ο βασιλιάς Αρθούρος προσβάλλεται από μια μυστηριώδη αρρώστια και για την θεραπεία της στέλνει τους ιππότες του να αναζητήσουν το Ιερό Γκράαλ. Η ανεύρεση του μυθικού δισκοπότηρου είναι δύσκολη, καθώς κανείς δεν γνωρίζει με ακρίβεια πού ακριβώς βρίσκεται, αλλά οι ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης, οπλισμένοι με αγάπη και εμπιστοσύνη προς τον βασιλιά τους, χωρίζονται και φεύγουν για τα πέρατα της γης, για την αναζήτησή του. Αντίστοιχα, στην Πεδιάδα της Τορτίλα, οι τρεις παεζάνος επικεντρώνουν όλη τους την ενέργεια στον κρυμμένο θησαυρό -το κομπόδεμα- του Πειρατή.
Η ρευστή ηθική των παεζάνος
Ο Στάινμπεκ δέχτηκε δριμεία κριτική για την παρουσίαση των παεζάνος. Στην εισαγωγή της έκδοσης του μυθιστορήματος από την «Modern Library», το 1937, ο συγγραφέας έγραψε, εν μέρει απολογούμενος έναντι όλου αυτού του κύματος κριτικής που δέχτηκε: «Δεν μου προέκυψε μια διαφορετική περιγραφή των παεζάνος. Είναι άνθρωποι που τους γνώρισα και τους συμπάθησα, και περιέγραψα και το περιβάλλον τους... καλοί, γελαστοί άνθρωποι, με υγιείς επιθυμίες και ευθύτητα στο βλέμμα. Εάν παρ' ελπίδα τους έβλαψα διηγούμενος μερικές από τις ιστορίες τους, ζητώ συγγνώμη. Δεν θα ξανασυμβεί.[3]».
Η φιλία των παεζάνος συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις και συνιστά τον πυρήνα ενός υποκατάστατου οικογένειας
Ο Ντάνι γυρνά από τον πόλεμο και βρίσκεται κληρονόμος δύο σπιτιών. Μετακομίζει στο ένα από τα δύο και ένας φίλος του μετακομίζει στο άλλο, με την προοπτική να πληρώνει νοίκι. Η φιλία των παεζάνος αυτών συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις και συνιστά τον πυρήνα ενός υποκατάστατου οικογένειας. Η συνοχή της βασίζεται στην ανέχεια και την αλληλεξάρτηση, ενώ διαρκής και ακατάπαυστη είναι η διάθεση εξαπάτησης του ενός από τον άλλον. Το χαλαρό ηθικό πορτραίτο του ενοικιαστή διασταυρώνεται με τη φυσική ανικανότητα του ιδιοκτήτη να διαχειριστεί την ιδιοκτησία του. Στον εσώτερο πυρήνα του κουτοπόνηρου ψυχισμού και των δύο καιροφυλακτεί μια πρωτόγονη τάση κοινοκτημοσύνης εμποτισμένη με ανασφάλεια και αναθυμιάσεις τεκίλας. Αντίστοιχα, η απρόβλεπτη προσωπικότητα του ενοικιαστή μεταστοιχειώνει το άγχος της υποταγής μέσω της καταβολής του ενοικίου σε τάση διαρκούς αναβολής του χρέους: εθελοτυφλώντας στην οικονομική του υποχρέωση, την υποκαθιστά αυτομάτως με μια κοινή οινοποσία, δηλαδή με τη γενναιοδωρία του μοιράσματος. Στις ποσότητες, στα ποσοστά, στις αντιστοιχίες, το «μοίρασμα» αυτό διαφοροποιείται, ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής και τον βαθμό ενστερνισμού των ιδεωδών της ισοδαισίας.
Ανδρική ομοκοινωνικότητα και αισθησιασμός
Και τις γυναίκες -ή, τουλάχιστον, τη φαντασίωση των γυναικών- τις μοιράζονται οι παεζάνος, στα πλαίσια αυτής της στοιχειώδους κοινοκτημοσύνης, αρκεί να μην παρενοχλούν το ανδροκρατούμενο κλίμα του «τακιμιού» τους. Για παράδειγμα, το κοινωνικό κύρος της γλυκιάς πόρνης Ραμίρεθ ενισχύεται από τη στιγμή που ο παεζάνο εραστής της της δωρίζει μια ηλεκτρική σκούπα. Δεν έχει σημασία που το σπίτι της δεν διαθέτει ηλεκτρισμό. Αυτό το μηχάνημα από μόνο του της προσδίδει υπόσταση στη μικροκοινωνία της Τορτίλα. «Δεν ήταν όμορφη η παεζάνα αυτή με το στεγνό πρόσωπο, μα το κορμί της είχε κάτι το φιλήδονο στις κινήσεις του. Η φωνή της είχε μια βραχνάδα που πολλοί άντρες την εύρισκαν όλο νόημα. Τα μάτια της βγάζανε, πίσω από μια θολούρα που τα σκέπαζε, φλόγες αποχαυνωμένου πάθους που οι άντρες –εκείνοι οι άντρες που μόνο για τη σάρκα ενδιαφέρονται- το έυρισκαν ελκυστικό και πολύ προκλητικό (...) Ποιος στον κόσμο θα βρεθεί ποτέ να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα υπονοούμενου στη φράση της: "Ai amigo... a donde vas?" [4]»
Μια ιδιότυπη μορφή ιερότητας διαπνέει τα αγγίγματα των ανθρώπων, ερωτικά ή φιλικά. Ωστόσο πρόκειται για την ευτελή φλόγα ενός κεριού. Η φιλία των παεζάνος σβήνει σαν διάττων και αναλώνεται σ' εκείνη την πυρκαγιά που θα καταστρέψει την εστία του Ντάνι, το «φυλαχτό που τους δένει». Στο τέλος καθένας τους θα πάρει τον δρόμο του και το φεγγάρι θα στεγάζει πλέον τα βράδια αυτούς τους φυσικά κατατρεγμένους ανθρώπους, στον φυσικό λειμώνα της Τορτίλα. Ο σαρκασμός του Στάινμπεκ υπερσκελίζει τη νοσταλγία του για την κοινοκτημοσύνη, πιθανόν γιατί ο συγγραφέας ουδέποτε πίστεψε βαθιά σ' αυτήν.
Ιδιάζουσα αντίληψη πατριωτισμού
Κατά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο ο συγγραφέας εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας "New York Herald Tribune". Ο αμερικανικός στρατός τον είχε κρίνει ακατάλληλο για στράτευση, μετά από παρέμβαση των μυστικών υπηρεσιών και αποκάλυψη του ταξιδιού του στη Σοβιετική Ένωση [5]. Ακολούθησε η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1962 [6]. Ανάμεσα στον Δεκέμβριο του 1966 και τον Μάιο του 1967 ο -εξηντατετράχρονος πλέον- Στάινμπεκ αφιέρωσε πενήντα οκτώ στήλες της εφημερίδας «Newsday» στον πόλεμο του Βιετνάμ, τασσόμενος απερίφραστα υπέρ της αμερικανικής παρέμβασης στο Βιετνάμ, ενώ τετρακόσιες χιλιάδες αναγνώστες του διάβαζαν αυτές τις στήλες [7].
Ο τόνος του ξαναέγινε σοβαρός και βαρύγδουπος στην Αμφίβολη μάχη (1936), στο Άνθρωποι και ποντίκια (1937) και στη συλλογή διηγημάτων Λονγκ Βάλεϊ (1938). Τα σταφύλια της οργής δημοσιεύθηκαν το 1939, πούλησαν δέκα χιλιάδες αντίτυπα μέσα σε μια βδομάδα και του χάρισαν το βραβείο Πούλιτζερ, το 1940.
Η απόδοση των χαρακτήρων στην Τορτίλα Φλατ προσιδιάζει στις τεχνικές του μαγικού ρεαλισμού της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας
Οι αξιολάτρευτοι παεζάνος του της Τορτίλα σήμερα θα θεωρούνταν τουλάχιστον ψυχωσικοί. Η εγκληματική -ή απλά παραβατική- τους φύση, ο αλκοολισμός τους, η σεξουαλική λαγνεία τους, που υπερβαίνει αυτήν του μέσου αστού, ακόμη και κάποιες μικρότερες παθολογίες που τους αποδίδει ο Στάινμπεκ, όλα αυτά θα διεγίγνωσκαν «περιθωριακούς» ή και «επικίνδυνους» ανθρώπους. Η απόδοση των χαρακτήρων στην Τορτίλα Φλατ προσιδιάζει στις τεχνικές του μαγικού ρεαλισμού της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας, ιδιαίτερα στα κεφάλαια με τις νυκτερινές περιπλανήσεις στο δάσος των πεύκων, παρέα με τις σκιές των νεκρών. Είναι αξιοπρόσεκτο το πώς ο Στάινμπεκ κατορθώνει να τους καταστήσει οικείους, προσιτούς και κατανοήσιμους, προσδίδοντάς τους βαθειάν αντίληψη του ανήκειν, της εμπιστοσύνης, της συναδελφικότητας και της συνάφειας προς τον συνάνθρωπο, έστω και στα πλαίσια μιας χαλαρής ηθικής. Πρόκειται για εξανθρωπισμό των αντιηρώων αυτών, στην απόπειρα του μεγάλου συγγραφέα να συγκεφαλαιώσει, στην περίπτωσή τους, το κοινωνικό περιθώριο που αναπτύχθηκε στην Αμερική μετά την οικονομική κρίση του '29.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).
Τορτίλα φλατ
Τζον Στάινμπεκ
Μτφρ: Άρης Αλεξάνδρου
Εκδόσεις Γκοβόστη 2013
Σελ. 222, τιμή € 10,00