Για το μυθιστόρημα της Μαρία Στεπάνοβα [Maria Stepanova] «Η ανάμνηση της μνήμης – Ένα χρονικό» (μτφρ. Ελένη Κατσιώλη, Απόστολος Θηβαίος, εκδ. Βακχικόν). Κεντρική εικόνα: © Hoshino Ai (Unsplash).
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
«Εμείς οι άνθρωποι του παρελθόντος και του παρόντος είμαστε απείρως ευάλωτοι, απελπιστικά ενδιαφέροντες και εντελώς ανυπεράσπιστοι. Ειδικά όταν δεν είμαστε εδώ.»
Θέλοντας να δώσουμε έναν σύντομο ορισμό της μνήμης, θα λέγαμε ότι είναι η διαδικασία κατά την οποία ο άνθρωπος αποκτά γνώσεις και εμπειρίες, τις οποίες στη συνέχεια κωδικοποιεί, αποθηκεύει και έχει τη δυνατότητα να ανακτήσει, όποτε το επιθυμεί. Ανάμνηση είναι η ικανότητα ανάκλησης της μνήμης. Όμως η μνήμη και η λήθη, είναι κάποιες φορές θέματα επιλογής. Τι επιλέγουμε να θυμόμαστε και τι προσπαθούμε να ξεχάσουμε;
Η μνήμη αποτελεί στοιχείο συγκρότησης της ταυτότητάς μας, αφού «στο συντελεσμένο κρύβεται το κλειδί για όσα συμβαίνουν καθημερινά σ’ αυτόν τον χρόνο, τον δικό μας».
«Η μνήμη, όπου και να την αγγίξεις, πονά» λέει ο Γ. Σεφέρης. Και ο Μάρκες συμπληρώνει: «Αυτό που έχει σημασία στη ζωή, δεν είναι τι σου συμβαίνει, αλλά τι θυμάσαι και πώς το θυμάσαι». Τι γίνεται όμως όταν θέλουμε να μάθουμε για γεγονότα και ανθρώπους που έζησαν πολύ πριν από μας αλλά οι ιστορίες τους επηρεάζουν και καθορίζουν τη δική μας ζωή; Η μνήμη αποτελεί στοιχείο συγκρότησης της ταυτότητάς μας, αφού «στο συντελεσμένο κρύβεται το κλειδί για όσα συμβαίνουν καθημερινά σ’ αυτόν τον χρόνο, τον δικό μας».
Ξεφυλλίζοντας το οικογενειακό άλμπουμ
Το βιβλίο αυτό, μας λέει η συγγραφέας, αρχίζει να γράφεται μέσα της, στην ηλικία των δέκα χρόνων, καθώς παρατηρεί τα αντικείμενα του σπιτιού της, τα οποία οι γονείς της έχουν κληρονομήσει από τους δικούς τους γονείς. Και παίρνει σάρκα και οστά μετά από τον θάνατο συγγενικού της προσώπου, όταν έρχονται στην κατοχή της αμέτρητα οικογενειακά αντικείμενα. Η συγγραφέας νιώθει ότι έχει ευθύνη απέναντι στα αντικείμενα αυτά και σε κάθε τι που συνδέεται με το παρελθόν, ότι είναι χρέος της να μιλήσει για τη μοίρα της οικογένειάς της και των Εβραίων γενικότερα, θέλοντας να αποδοθεί κάποιου είδους δικαιοσύνη.
Έτσι, αποφασίζει να ταξιδέψει στα μέρη που έζησαν οι συγγενείς της, επισκέπτεται τα σπίτια τους, που πλέον δεν είναι όλα κατοικήσιμα, μένει για ένα διάστημα στο διαμέρισμα που έζησε η προγιαγιά της στο Παρίσι. Κινείται στους χώρους που βρέθηκαν εκείνοι, και προσπαθεί να κάνει εικόνα τη ζωή τους. Αναφέρεται με λεπτομέρειες –υπερβολικά πολλές κάποιες φορές– στη ζωή κάθε ενός από τους προγόνους της, μιλά για τις σπουδές τους, για την οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση, για τα προνόμια που απολάμβαναν στη Ρωσία, για το γλωσσικό ζήτημα που αντιμετώπιζαν, για το πώς ξεκίνησε η φρίκη του διωγμού των Εβραίων και ανατράπηκε η ζωή τους εκ βάθρων, για το πώς δημεύτηκαν οι περιουσίες τους και εγκατέλειψαν τη Ρωσία για να σωθούν, για τις χώρες στις οποίες κατέφυγαν. Δεν ήταν παρά μια συνηθισμένη οικογένεια, που ήθελε να ζήσει μια ήσυχη, πολιτισμένη κι ενδιαφέρουσα ζωή. Αν και κανείς στενός της συγγενής δεν έχασε τη ζωή του στο Ολοκαύτωμα, ωστόσο κανείς δεν πραγματοποίησε τα όνειρά του. Έζησαν με δυσκολίες, διλήμματα και ανεκπλήρωτες προσδοκίες.
Παραθέτει ημερολόγια και επιστολές των συγγενών της, ζωντανεύει τις συνομιλίες τους, τους προβληματισμούς τους, τις ερωτικές τους σχέσεις, τις απόψεις τους για τη ζωή, τους φόβους και τις αγωνίες τους, και το κάνει με εξαιρετική δεξιοτεχνία.
Η συγγραφέας, χωρίς καμιά βιασύνη, δίνει χώρο και χρόνο σε κάθε στοιχείο του παρελθόντος. Συλλέγει, επεξεργάζεται και περιγράφει κάθε αντικείμενο από το παρελθόν. Παραθέτει ημερολόγια και επιστολές των συγγενών της, ζωντανεύει τις συνομιλίες τους, τους προβληματισμούς τους, τις ερωτικές τους σχέσεις, τις απόψεις τους για τη ζωή, τους φόβους και τις αγωνίες τους, και το κάνει με εξαιρετική δεξιοτεχνία. Εκεί όμως που δίνει ρεσιτάλ, είναι στον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο περιγράφει τις φωτογραφίες από τα οικογενειακά άλμπουμ. Δεν μιλά μόνο για τα προφανή –πρόσωπα, χώρος–, αλλά αναφέρεται στο ύφος των προσώπων, στον φωτισμό, τις ενδυματολογικές τάσεις, τις γενικότερες συνήθειες, τις σχέσεις που διαφαίνονται μεταξύ των εικονιζόμενων προσώπων, σε υποθέσεις για το τι είχε προηγηθεί από τη στιγμή της φωτογράφισης ή τι θα επακολουθούσε. Οι φωτογραφίες αποτελούν για κείνη την πιο ξεκάθαρη απεικόνιση του παρελθόντος.
Επιπλέον, η Στεπάνοβα κάνει και πολιτιστική ανάλυση της συγκεκριμένης εποχής. Μελετά και αναλύει κείμενα του Μαντελστάμ, του Παστερνάκ, του Ζέμπαλντ, εκθέτει τις απόψεις τους για το παρελθόν και τον χρόνο, περιγράφει τη ζωή και το έργο της Σαρλότ Σαλομόν, αυτής της ιδιαίτερης και πολύπλευρης προσωπικότητας, επισκέπτεται μουσεία, κοιμητήρια, αίθουσες τέχνης. Προσπαθεί με κάθε μέσο να ανασυνθέσει την εποχή του Ολοκαυτώματος, τις συνθήκες και το κλίμα που επικρατούσε, τον φόβο και την αγωνία που συνόδευε τους προγόνους της και καθόρισε τον τρόπο ζωής τους και κατ’ επέκταση, τη δική της.
Η Μαρία Στεπάνοβα (1972) είναι Ρωσίδα ποιήτρια, συγγραφέας και δημοσιογράφος. Είναι αρχισυντάκτρια του πολιτιστικού site colta.ru. Θεωρείται μία από τις σημαντικότερες και πιο επιδραστικές συγγραφείς της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας. Το μυθιστόρημά της Η ανάμνηση της μνήμης – Ένα χρονικό συγκαταλέχθηκε στη βραχεία λίστα του Βραβείου Booker το 2021 και έχει μεταφραστεί σε τριάντα γλώσσες. Πρόσφατα, τιμήθηκε με το Book Prize for European Understanding από τη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Λειψίας για το ποιητικό της έργο. Ζει στη Γερμανία. |
Η φθορά της μνήμης
Ο λόγος που η Στεπάνοβα γράφει αυτό το βιβλίο, δεν είναι μόνο για να διασώσει την ιστορία της οικογένειάς της, εκπληρώνοντας έτσι το χρέος της. Παράλληλα θέλει να διερευνήσει τη φύση της μνήμης και τις λειτουργίες της, την ευθραυστότητά της, τη φθορά που υπόκειται, τη σχέση της με τον χρόνο και με την επίσημη ιστορία, τον ανεκτίμητο ρόλο των αντικειμένων του παρελθόντος. Η συγγραφέας μελετά τους μηχανισμούς της μνήμης, την απουσία γραμμικότητας των αναμνήσεων, τη διαχρονικότητά τους, την ακατανίκητη μαγεία του παρελθόντος.
Το παρελθόν έχει τα μυστικά του και τους κανόνες του∙ ζει προστατευμένο μέχρι κάποιος να παραβιάσει τα στεγανά του και να το κάνει να αποκαλυφθεί.
«Η μνήμη φέρνει το παρελθόν και το παρόν σε αντιπαράθεση, γυρεύοντας δικαιοσύνη». Ο χρόνος λειτουργίας της μνήμης είναι κυκλικός. Η μνήμη επανέρχεται σε κάποια συμβάντα που θεωρεί σημαντικά. Ειδικά οι τραυματικές μνήμες, είναι εκείνες που έχουν τη μεγαλύτερη βαρύτητα. Όμως «η ιστορία φτάνει ως εμάς πάντα πετσοκομμένη, γεμάτη σημάδια και ουλές». Το να θυμηθείς απαιτεί προσπάθεια.
Το παρελθόν έχει τα μυστικά του και τους κανόνες του∙ ζει προστατευμένο μέχρι κάποιος να παραβιάσει τα στεγανά του και να το κάνει να αποκαλυφθεί. Κι εκείνο τότε «βγαίνει από τους θαμπούς βυθούς του σαν τον πνιγμένο άνθρωπο και υψώνεται στον σύγχρονο κόσμο». Το παρελθόν δεν είναι κάτι που έχει τελειώσει. Η συγγραφέας δεν βλέπει σύνορα ανάμεσα στις ζωές των προγόνων της και τη δική της. Οι πρόγονοι αποτελούν μια φυσική προέκταση του εσωτερικού της τοπίου. Η διεισδυτική ματιά με την οποία παρατηρεί κάθε στοιχείο που έχει στη διάθεσή της, προκύπτει από την ανάγκη της να μην ξεχάσει. Δίνει φωνή στην οικογενειακή της ιστορία, μεταβάλλοντας την προσπάθειά της σε έργο καταγραφής της συλλογικής μοίρας των Εβραίων.
Το βιβλίο συνδυάζει τη μυθοπλασία με το δοκίμιο, τα απομνημονεύματα με τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις, την ιστορική βιογραφία με το ντοκουμέντο και τη λογοτεχνική κριτική. Πολύ προσεγμένος λόγος, όμορφες εκφράσεις, ασυνήθιστες λέξεις, πρωτότυπες μεταφορές, έντονη ποιητικότητα. Είναι εντυπωσιακό το πλήθος των πληροφοριών που έχει συγκεντρώσει η συγγραφέας και πραγματικός άθλος ο τρόπος που κατάφερε να τις οργανώσει, να ενώσει τα θραύσματα του παρελθόντος και να φτάσει σε αυτό το εξαιρετικό αποτέλεσμα.
Η μετάφραση της Ελένης Κατσιώλη και του Απόστολου Θηβαίου λειτουργεί βοηθητικά στην επιτυχία αυτού του δύσκολου εγχειρήματος. Εκείνο που θα έκανε κατά τη γνώμη μου πιο ολοκληρωμένο το πολυσύνθετο αυτό βιβλίο, θα ήταν η παράθεση κάποιων οικογενειακών φωτογραφιών, τις οποίες εξόχως περιγράφει στις σελίδες του βιβλίου της η συγγραφέας.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η μνήμη παραδίνεται, η ιστορία γράφεται. Η μνήμη επικεντρώνεται στο δίκαιο, ενώ η ιστορία στην ακριβή καταγραφή. Η μνήμη έχει ηθική, η ιστορία κάνει υπολογισμούς και επιβάλλει διορθώσεις. Η μνήμη είναι προσωπική, ενώ η ιστορία ονειρεύεται την πλήρη αντικειμενικότητα. Η μνήμη δεν βασίζεται στη γνώση αλλά στην εμπειρία. Η συμπόνοια, η συμπάθεια για κάποιον απελπισμένο, αποτελούν ζητήματα που επιβάλλουν άμεση επέμβαση. Την ίδια στιγμή το τοπίο της μνήμης είναι διάσπαρτο με προβολές, φαντασιώσεις και παρεξηγήσεις – φαντάσματα του σήμερα που κοιτούν πάντα στο παρελθόν.»