Για το μυθιστόρημα του Ζοάν Σάλες «Αβέβαιη δόξα» (μτφρ. Ευρυβιάδης Σοφός, εκδ. Άγρα). Στην κεντρική εικόνα, μεταφορά τροφίμων κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο (© Wikimedia Commons).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Μετεμφυλιακά πάθη. Αν μη τι άλλο, εμείς οι Έλληνες ξέρουμε αρκετά επ’ αυτών. Όσο αναμενόμενο –και εν συνόλω καθορισμένο από την εξέλιξη του αδελφοκτόνου πολέμου–, ήταν το γεγονός ότι οι μετέπειτα πολιτικές αποφάσεις καθορίστηκαν από το ποιος ήταν νικητής και ποιος ηττημένος, άλλο τόσο ήταν προφανές πως η μαύρη σκιά της τριετίας ‘46-‘49 έπεσε βαριά και στην ελληνική λογοτεχνία.
Έχει αποδειχθεί πια πως η μυθοπλασία που προσπαθεί να περπατήσει πάνω στα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα, τη στιγμή που αυτά καίνε ακόμη σαν πυρωμένα κάρβουνα, είναι καταδικασμένη να περιπέσει στη στράτευση, τη μερικότητα, να γίνει κραυγαλέα, στρατευμένη και, τελικώς, να απεμπολήσει το μέγιστο των πλεονεκτημάτων της: να μπορεί να στοχάζεται πάνω στα μεγάλα ζητήματα της ιστορίας ξεπερνώντας τις αγκυλώσεις του χρόνου, των ιδεολογικών κατόπτρων και του φόβου μην και είναι ξεπερασμένη από τα γεγονότα.
[...] από εκείνη τη λογοτεχνία του Εμφυλίου ελάχιστα μυθιστορήματα έχουν μείνει ως σήμερα ανέπαφα από τη σκόνη του χρόνου.
Το σίγουρο είναι ότι τα επιμέρους δεδομένα φεύγουν, χάνουν τη δυναμική τους, σχεδόν εξαχνώνονται με τα χρόνια, ενώ ο μύθος μένει. Δεν είναι τυχαίο, για να κλείσουμε αυτό το εισαγωγικό κεφάλαιο που μας αφορά, ότι από εκείνη τη λογοτεχνία του Εμφυλίου ελάχιστα μυθιστορήματα έχουν μείνει ως σήμερα ανέπαφα από τη σκόνη του χρόνου.
Ο ισπανικός εμφύλιος μέσα από τα μάτια των παρατηρητών
Τέτοιου είδους προβληματισμούς, προφανώς, έχουν και οι Ισπανοί που έζησαν τον δικό τους εμφύλιο κόλαφο (άλλη μια σκληρή τριετία: ‘36-‘39) ανάμεσα στους Εθνικιστές του Φράνκο και τους μαχητές των Δημοκρατικών. Στην περίπτωση, δε, των Ίβηρων υπάρχει μια ενδιαφέρουσα παραδοξότητα. Ήταν οι ξένοι συγγραφείς εκείνοι που έκαναν γνωστές τις συγκρούσεις, τα μέτωπα και τις συνθήκες των δύο αντίπαλων στρατών και λιγότερο οι γηγενείς συγγραφείς. Από τον Χέμινγουεϊ έως τον Όργουελ και από τον Καίσλερ έως τον Μπερνανός, η παγκόσμια κοινότητα έμαθε τα πάντα από τους παρατηρητές κι όχι από τους πρωταγωνιστές.
Να γιατί το μυθιστόρημα του Ζοάν Σάλες Αβέβαιη δόξα που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση του Ευρυβιάδη Σοφού αποτελεί μια ολότελα ξεχωριστή περίπτωση. Προέρχεται από έναν άνθρωπο που πήρε μέρος στον πόλεμο από την πλευρά των Δημοκρατικών, κι εντούτοις αυτό που μας παρέδωσε ήταν ένα άσμα αντιηρωϊκό και πένθιμο για τη γενιά (τη δική του γενιά) που έχασε την παιδικότητά, το όραμα και το μέλλον της εξαιτίας του πολέμου.
Φυσικά, η λογοκρισία του Φράνκο ήταν εν ισχύ και είχε βάλει ουκ ολίγα εμπόδια στον Σάλες.
Για την ιστορία (ναι, αυτό το βιβλίο έχει μπόλικη ιστορία έως τη στιγμή της έκδοσής του, αλλά και κατόπιν αυτής), ο Σάλες ξεκίνησε να το γράφει το 1948 στη Βαρκελώνη. Μόλις είχε επιστρέψει από εννέα χρόνια εξορίας στην Αϊτή, τη Δομινικανή Δημοκρατία και το Μεξικό. Η Αβέβαιη δόξα εκδόθηκε το 1956 χάρη στο nihil obstat του Αρχιεπισκόπου της Βαρκελώνης (σ.σ.: μια πιστοποίηση ότι το βιβλίο δεν περιέχει κάτι που να αντιβαίνει στον θρησκευτικό και ηθικό κώδικα). Φυσικά, η λογοκρισία του Φράνκο ήταν εν ισχύ και είχε βάλει ουκ ολίγα εμπόδια στον Σάλες.
Ο δρόμος του μυθιστορήματος έφτασε έως το 1971, στην τέταρτη έκδοσή του, με τον Σάλες να το αναδιατυπώνει, να το αλλάζει και να το μεγαλώνει σε έκταση έως την τελευταία στιγμή. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και η γαλλική έκδοση του μυθιστορήματος από τις εκδόσεις Gallimard είχε τον δικό της περιπετειώδη βίο. Ήταν προγραμματισμένη να κυκλοφορήσει το 1958, αλλά καθυστέρησε ακόμη τέσσερα χρόνια, καθώς ο Σάλες επεξεργαζόταν πυρετωδώς το βιβλίο, ενώ στη συνέχεια απαίτησε από τον εκδοτικό οίκο να λάβει αντίστοιχο nihil obstat και από την Αρχιεπισκοπή του Παρισιού, καθώς φοβόταν τυχόν διώξεις από το καθεστώς του Φράνκο.
Η απάντηση της Αρχιεπισκοπής ήταν παραδόξως αρνητική κι αυτό προκάλεσε νέες αναταράξεις στην έκδοση. Η αλήθεια είναι ότι ο Σάλες δικαίως φοβόταν. Όταν τελικά εκδόθηκε στα γαλλικά η Αβέβαιη δόξα, η ισπανική αστυνομία κατάσχεσε το διαβατήριό του και του αρνήθηκε την έξοδο από τη χώρα. Το μόνο που απάλυνε τον πόνο του ήταν το γεγονός ότι η γαλλική κριτική υποδέχθηκε το βιβλίο του (το μόνο που κατάφερε να γράψει) με άκρως θετικό τρόπο.
Ο Ζοάν Σάλες (1912-1983) ήταν Καταλανός συγγραφέας, μεταφραστής και εκδότης. Πήρε πτυχίο Νομικής το 1932 και συμμετείχε σε τοπικές αναρχικές και κομμουνιστικές ομάδες. Στον Ισπανικό Εμφύλιο πολέμησε στο μέτωπο της Μαδρίτης και της Αραγώνας. Διέφυγε στη Γαλλία το 1939, στη συνέχεια στο Μεξικό το 1942 και επέστρεψε στην Καταλωνία το 1948, όπου άρχισε να εργάζεται ως εκδότης. Η Αβέβαιη δόξα, η κρίσιμη μαρτυρία-διαθήκη του, εκδόθηκε το 1956, αν και ο συνδυασμός της φρανκικής λογοκρισίας με την τάση του Σάλες για συνεχείς αναθεωρήσεις είχε ως αποτέλεσμα η οριστική έκδοση του μυθιστορήματος να πραγματοποιηθεί πολλά χρόνια αργότερα. |
Ένα μυθιστόρημα-τοιχογραφία
Τι είναι αυτό, λοιπόν, που έφερε ως νέο το μυθιστόρημα του Σάλες και για ποιο λόγο τοποθετείται στη λίστα των κορυφαίων κλασικών; Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα-τοιχογραφία που ομοιάζει με την προοπτική που έδινε στα δικά του έργα ο Σταντάλ. Είναι κατεξοχήν επιστολικό με τις φωνές να αλλάζουν από κεφάλαιο σε κεφάλαιο.
Ο τίτλος που είναι δάνειο από το έργο του Σαίξπηρ Οι δύο άρχοντες της Βερόνας (από το τέλος της τρίτης σκηνής της πρώτης πράξης), παραπέμπει ευθέως στην καταδικασμένη ισπανική δημοκρατία, που ανακηρύχθηκε τον Απρίλιο του 1931, μέσω της «αβέβαιης δόξας μιας απριλιανής ημέρας».
Οι βασικοί ήρωες είναι τέσσερις και καθένας εκθέτει τη δική του υπαρξιακή ανάγκη. Διότι, παρεμπιπτόντως, μπορεί το μυθιστόρημα να στηρίζεται εν πολλοίς στον ρεαλισμό, εντούτοις δεν είναι ένας ρεαλισμός στερημένος από ποικίλους συμβολισμούς και έναν υπαρξισμό στα μέτρα του Σαρτρ, από τον οποίο επηρεάστηκε σημαντικά ο Σάλες.
Οι άρρενες είναι ερωτευμένοι με την ίδια γυναίκα και έλκονται με την ίδια ζέση από τον αναρχισμό που εκείνα τα χρόνια ανθούσε στην Ισπανία [...]
Αυτοί οι τέσσερις άνθρωποι (τρεις άντρες και μια γυναίκα) είναι φίλοι από παλιά, οι τρεις γνωρίστηκαν στη Βαρκελώνη στα φοιτητικά τους χρόνια, ενώ ο τέταρτος έγινε φίλος εν όπλοις. Οι άρρενες είναι ερωτευμένοι με την ίδια γυναίκα και έλκονται με την ίδια ζέση από τον αναρχισμό που εκείνα τα χρόνια ανθούσε στην Ισπανία και δεν ήταν άμοιρος ευθυνών για το αίμα που χύθηκε (ιερέων) και στις καταστροφές που προκλήθηκαν (κυρίως εκκλησιών).
Το μυθιστόρημα εκκινεί με τις επιστολές του Λιουίς, ενός δικηγόρου αποσπασμένου στο μέτωπο της Αραγονίας, προς τον αδελφό του στις οποίες εκθέτει τη ζωή του στα χαρακώματα και τον έρωτά του προς την πρώην υπηρέτρια και ερωμένη ενός πεθαμένου Φρανκιστή που θέλει να εξασφαλίσει τα παιδιά της και να καρπωθεί τους τίτλους ιδιοκτησίας του πρώην αφεντικού της.
Ακολουθούν οι επιστολές της γυναίκας του, Τρίνι (έχουν αποκτήσει ένα εξώγαμο παιδί) προς τον κοινό τους φίλο, τον Ζούλι Σολεράς, όπου μας κάνει κοινωνούς των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι απλοί άνθρωποι στα μετόπισθεν. Στο εσωτερικό μέτωπο της Βαρκελώνης η πείνα θερίζει. Οι άνθρωποι ζουν με γλίσχρα μέσα και με δελτίο στα τρόφιμα (όσα είναι διαθέσιμα, φυσικά). Οι αεροπορικές επιδρομές είναι συνεχείς, ενώ οι επιθέσεις κατά των ιερέων είναι «τυφλές» και βίαιες.
Από όλους του ήρωες αυτός που κουβαλάει πάνω του το μεγαλύτερο φορτίο είναι αναμφίβολα ο Σολεράς (κάτι σαν το alter ego του Σάλες) [...]
Η Τρίνι προέρχεται από μια αναρχική οικογένεια, προβάλλει το πρότυπο μιας «νέας» απελευθερωμένης γυναίκας που δεν διστάζει να διακηρύξει το τέλος της σχέσης της με τον Λιουίς όταν μαθαίνει τα ερωτικά του καμώματα.
Το τελευταίο μέρος περιλαμβάνει τα αναδρομικά πολεμικά απομνημονεύματα του Κρουέλς, ενός ιατρικού υπασπιστή και επίδοξου ιερέα των φτωχογειτονιών, ο οποίος φιλοδοξεί να σώσει τον άτυπο γάμο του ζευγαριού, αλλά περνάει τη δική του κρίση πίστης.
Από όλους του ήρωες αυτός που κουβαλάει πάνω του το μεγαλύτερο φορτίο είναι αναμφίβολα ο Σολεράς (κάτι σαν το alter ego του Σάλες) που διατηρεί μια όψη αποκρουστική (αποφεύγει να πλένεται), είναι κυνικός, ευρυμαθής, εξαφανίζεται συνεχώς, είναι βαθιά απελπισμένος με αποτέλεσμα η εκκεντρικότητά του να είναι μόνο ένα προσωπείο. Πρόκειται για έναν από τους κλασικότερους αντιήρωες που μπορεί να συναντήσει κανείς σε μυθιστορήματα που έχουν ως θέμα τον πόλεμο.
Σελίδες που δεν μυρίζουν μπαρούτι
Είναι, όμως, ο πόλεμος το ζητούμενο στον Σάλες; Οι σκηνές με μάχες σώμα με σώμα είναι ελάχιστες σε σχέση με την έκταση του βιβλίου. Οι σελίδες δεν μυρίζουν μπαρούτι και αψιά οσμή αίματος. Η πρόθεσή του δεν είναι να δείξει κατά πρόσωπο τη βαρβαρότητα του πολέμου, αλλά ούτε και να την κρύψει. Άλλωστε, και για τον ίδιο, η συμμετοχή του ήταν μια καθοριστική στιγμή που άλλαξε τη ζωή του. Οι λέξεις του Σάλες βουτούν στον υπαρξισμό και με όχημα τον ρεαλισμό εξακτινώνει τις πρωτοπρόσωπες εξομολογήσεις των πρωταγωνιστών του σε ένα καθαρά συμβολικό επίπεδο. Από τον Σπινόζα έως τον Σταντάλ και από τον αγαπημένο του Ντοστογιέφσκι έως τον Σοπενχάουερ, ο Σάλες μιλάει για μια χαμένη γενιά που έχασε κάθε επαφή με την αλεγρία και το όραμα μιας ειρηνικής και ανέφελης ζωής.
Δεν λείπουν οι εκλάμψεις πηγαίου χιούμορ που μέσα στη σκληρότητα της πολεμικής συνθήκης αποκτούν μεγαλύτερη βαρύτητα και γίνονται έως και σουρεαλιστικές. Αυτές οι φωτεινές αχτίδες δείχνουν πως η παιδικότητα και ο αυθορμητισμός που είναι το χαμένο ζητούμενο των ηρώων του, θάλλουν κάτω από στρώματα καπνιάς, απογοητεύσεων και ηττών.
Δεν υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές για τον συγγραφέα Σάλες. Ακόμη και οι δημοκρατικοί έγιναν τέτοιοι επειδή η γεωγραφική ζώνη που γεννήθηκαν ήταν ταγμένη σ’ αυτή την πλευρά. Τόσο απλά, αλλά και τόσο καθοριστικά για τις ζωές των ανθρώπων.
Ο Σάλες μας υπενθυμίζει πως υπήρξαν και καθολικοί που δεν τάχθηκαν στο πλευρό του Φράνκο. Σαν να λέμε: το να αναζητεί κανείς το απόλυτο κακό και το απόλυτο καλό σε έναν πόλεμο μεταξύ αδελφών μοιάζει σαν να θέλει να ζυγίζει όμοια πράγματα μόνο που η ζυγαριά έχει από καιρό χαλάσει. Όλοι ήταν ηττημένοι, ακόμη και οι νικητές. Όπως συμβαίνει σε κάθε εμφύλιο πόλεμο. Αυτή η στάση βοηθάει τον Σάλες να μην στρατεύεται σε μια ιδέα, να μην θεωρεί πως κατέχει το σύνολο της αλήθειας και να μην γράφει με μανιχαϊστικό τρόπο.
Σαφώς δεν του λείπει ένα πομπώδες ύφος, υπάρχουν φωνές που μοιάζουν να είναι οπερατικές, ωστόσο σ’ ένα πολυσέλιδο και πολυπλόκαμο μυθιστόρημα όπως αυτό, το οποίο γράφτηκε και ξαναγράφτηκε αρκετές φορές, τέτοια σημάδια δεν καθορίζουν την μεγαλοσύνη του.
Η εξαιρετική από κάθε άποψη μετάφραση του έμπειρου Εβρυβιάδη Σοφού (τον είχαμε μάθει από την επίσης εξαιρετική μετάφραση του Confiteor του Ζάουμε Καμπρέ - εκδ. Πόλις), βοηθάει περαιτέρω να αναδειχθούν οι αρετές αυτού του μυθιστορήματος.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«26 Δεκεμβρίου 1936
Αγαπημένε φίλε Ζούλι. Τι θλιβερά Χριστούγεννα χτες… Μόνη με το παιδί, που άρχισε να γκρινιάζει ζητώντας τον πατέρα του. Σήμερα πάνε πέντε μήνες που έφυγε απ’ το σπίτι. «Δεν το ξέρεις ότι ο μπαμπάς είναι στον πόλεμο;» «Ε λοιπόν κι εγώ θέλω να πάω στον πόλεμο». Ο Λιουίς και ο γιος του μοιάζουν τόσο πολύ που μερικές φορές μου ‘ρχεται να γελάσω, οι ίδιες χειρονομίες, ο ίδιος τρόπος να κουρνιάζουν στο κρεβάτι. Αν ήξερες πόσο μόνη νιώθω… Σου γράφω κυρίως για να μου απαντήσεις, γιατί τα γράμματά σου μου κρατούν συντροφιά. Εκείνος μου γράφει τόσο λίγο!
Χτες, μέρα των Χριστουγέννων είχαμε τουρρόν και σαμπάνια, τουλάχιστον απ’ αυτά υπάρχει αφθονία στη Βαρκελώνη, ίσως γιατί όλα τα εργοστάσια τουρρόν και σαμπάνιας βρίσκονται στην περιοχή των ρεπουμπλικανών. Θέλησα να το γιορτάσω με όση χαρά μπορούσα να υποκριθώ μπροστά στο παιδί, αλλά συνεχώς επέστρεφε στο μυαλό μου η ανάμνηση από την 26η Ιουλίου που έφυγε ο Λιουίς.»