Για το μυθιστόρημα της Νόρα Ίκστενα [Nora Ikstena] «Μητρικό γάλα» (μτφρ. Μαριάννα Αβούρη, εκδ. Βακχικόν). Στην κεντρική εικόνα, στιγμιότυπο από την ταινία «Soviet Milk» (2023).
Γράφει η Διώνη Δημητριάδου
Ζωή μέσα σ’ ένα κλουβί
Μπορούμε να φανταστούμε πώς είναι να ζεις μέσα σ’ ένα κλουβί, κυριολεκτικά, αν, για παράδειγμα είσαι χάμστερ, ή μεταφορικά, αν ζεις στη σοβιετική Λετονία, όπως οι ηρωίδες της ιστορίας της Ίκστενα; Μια ιστορία που διαδραματίζεται από το 1944 έως την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, με μια μητέρα και μια κόρη, με το παρόν αλλά και το παρελθόν τους, με τους διαφορετικούς ρόλους που η επινοητική μυθοπλασία της Ίκστενα τους προσδίδει. Διαβάζοντας δεν διακρίνεις εύκολα τα όρια ανάμεσά τους – ή μήπως δεν υπάρχουν;
Η Νόρα Ίκστενα, μια από τις σημαντικότερες συγγραφείς της Λετονίας, πολυβραβευμένη για το έργο της, συστήνεται τώρα στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Βακχικόν, σε μετάφραση από τη Μαριάννα Αβούρη, με το μυθιστόρημά της Μητρικό γάλα, ήδη μεταφρασμένο σε είκοσι γλώσσες. Ένα έργο που σε ένα πρώτο επίπεδο μιλάει για τη μητρότητα, την αποδοχή και την απόρριψη, αλλά η θεματική του εκτείνεται ακόμη πιο πέρα, στην αναζήτηση της ελευθερίας, τη βασανιστική ανάγκη για επιβίωση μέσα σε ένα περιβάλλον που διαρκώς την εμποδίζει ή και εντελώς την αναιρεί. Η νεαρή γιατρός της ιστορίας και η κόρη της θα διανύσουν μια μακρά πορεία έχοντας να αντιμετωπίσουν όχι μόνο τον ασφυκτικό κλοιό ενός ανελεύθερου καθεστώτος, αλλά και τις μεταπτώσεις στη μεταξύ τους σχέση.
Συγκλονιστικό στον συμβολισμό του, σε μια αντιστοιχία με τη μητέρα της ιστορίας, το επεισόδιο με το χάμστερ που σκοτώνει τα παιδιά του, γιατί δεν θέλει να ζήσουν καταδικασμένα στον εγκλεισμό στο κλουβί όπως το ίδιο.
Ποιος είπε πως η σχέση μητέρας - κόρης έχει αυτονόητους ρόλους αλλά και επίσης αυτονόητους, ακλόνητους συναισθηματικούς δεσμούς; Η μητέρα θα στερηθεί τα πάντα μέσα στο ολοκληρωτικό καθεστώς, θα απελπιστεί, θα χάσει το κίνητρο για ζωή, θα αρνηθεί το μητρικό γάλα στην κόρη της – πώς να δώσει ζωή όταν η ίδια την αρνείται; Συγκλονιστικό στον συμβολισμό του, σε μια αντιστοιχία με τη μητέρα της ιστορίας, το επεισόδιο με το χάμστερ που σκοτώνει τα παιδιά του, γιατί δεν θέλει να ζήσουν καταδικασμένα στον εγκλεισμό στο κλουβί όπως το ίδιο. Η κόρη, όμως, με το βαθύ τραύμα της μητρικής απόρριψης, έχοντας να αντιμετωπίσει τα δικά της προβλήματα, θα σταθεί εκείνη στήριγμα στην καταθλιπτική και ανήμπορη μητέρα, παίρνοντας τον ρόλο της. Ηχηρό μήνυμα για την αξία της ζωής, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.
Η γραφή της Ίκστενα, σε ολοζώντανη γλώσσα που δεν φοβάται ούτε τις ρεαλιστικές εικόνες ούτε τις συναισθηματικές εκρήξεις, υπερβαίνει τα όρια μιας επινοημένης μυθοπλασίας και αποκαλύπτει προσωπικά τραύματα (όχι κατ’ ανάγκη ίδια με της ηρωίδας της), παράλληλα ωστόσο αγκαλιάζει κάθε αγώνα για την ποθητή ελευθερία ενάντια σε ό,τι μας εγκλωβίζει σε περίκλειστο χώρο αλλοιώνοντας σταδιακά τις ανθρώπινες, αληθινές σχέσεις. Έχει ενδιαφέρον να δούμε ότι η Ίκστενα, εκτός από τη συγγραφική της ιδιότητα, συμμετέχει ενεργά τόσο στην πολιτιστική όσο και στην πολιτική ζωή της Λετονίας, γεγονός που την οδηγεί να μην περιορίζεται σε όσα μια απλή (όσο αξιόλογη) μυθοπλασία μπορεί να προσφέρει.
Η ιστορία της, πέρα από την αναγνωστική τέρψη που δίνει η καλή λογοτεχνία, ανοίγει έναν ενδιαφέροντα διάλογο σε διάφορα επίπεδα. Ερευνά τα όρια της προσωπικής αντοχής αλλά και τις εγγενείς ή επίκτητες δυνατότητες αποδέσμευσης από ένα περιβάλλον που εκμηδενίζει την ανθρώπινη ελευθερία. Τολμά να μιλήσει για το πρόσφατο παρελθόν της χώρας της, όταν πολλοί θα προτιμούσαν να σιωπήσουν, κάτω από μια ακόμα ισχυρή προσκόλληση σε τραγικά δοκιμασμένες ιδεολογίες, ή ακόμη και κάτω από το βάρος μιας προσωπικής ενοχής. Όταν η ηρωίδα της διαβάζει σελίδες από το 1984 του Όργουελ (Γνωρίζετε το σύνθημα του Κόμματος: «Η ελευθερία είναι σκλαβιά»), ανακαλύπτει μέσα από τη λογοτεχνία την πολιτική προπαγάνδα, τη διαστρέβλωση των εννοιών, νιώθοντας πόσο κοντά βρίσκεται με τον ήρωα του βιβλίου, τον Ουίνστον, πόσο κοντά στον κίνδυνο να εισχωρήσει η παντοδύναμη εξουσία στο δικό της μυαλό και να τη μετατρέψει σιγά σιγά σε πειθήνιο οπαδό. Ερευνά, όμως, και σε προσωπικό επίπεδο μια ισορροπία επισφαλή ανάμεσα στην (κατά φυσικό λόγο) πιο στενή σχέση ανάμεσα σε μητέρα και παιδί, αλλά και την ακόμη πιο επισφαλή έννοια του μητρικού ενστίκτου, αναδεικνύοντας στη θέση της την ανάγκη για εύρεση νοήματος ζωής, όταν αυτό διαρκώς αμφισβητείται.
Τολμηρό βιβλίο θα μπορούσαμε να το θεωρήσουμε, η Ίκστενα όμως συνειδητά επιλέγει να γράψει με ειλικρίνεια και αυθεντικότητα. Γι’ αυτό και η γραφή της ξεχωρίζει. Έχοντας περάσει η ίδια, γεννημένη το 1969, τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια μέσα στο καθεστώς που περιγράφει στο βιβλίο της, αναπόφευκτα μεταφέρει τόσο το κλίμα που επικρατούσε όσο και δικά της βιώματα στις ηρωίδες της. Αλλά και αισιόδοξο, εν τέλει, βιβλίο, καθώς αναδεικνύει τη μέγιστη αξία, τη θέληση για ζωή, όταν όλα γύρω αντανακλούν άμεσα ή έμμεσα το χρώμα του θανάτου. Όλα είναι θέμα επιλογής σε καθοριστικές στιγμές που κρίνεται η συνέχεια της ζωής, ακόμα κι όταν το λεπτό νήμα που σε κρατάει πάνω από το χάος είναι έτοιμο να σπάσει. Και η ζωή έχει τη δύναμη να κερδίσει στο τέλος.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας. Το νέο της βιβλίο, η μελέτη «Ο ποιητὴς διάγει εσώκλειστος – Οι “τόποι” στην ποίηση του Κώστα Θ. Ριζάκη» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις του Φοίνικα.
Αποσπάσματα από το βιβλίο
Εμείς τα παιδιά της υπαίθρου ήμασταν όλοι ίσοι. Τα καλοκαίρια στο κολχόζ, καθόμασταν με ηλιοκαμένες πλάτες, πόδια και χέρια καλυμμένα με χώμα σε απέραντες σειρές από παντζάρια και αγγούρια. Ξεχορταριάζαμε και υπολογίζαμε τα ατελείωτα μέτρα που απέμεναν μέχρι να πιάσουμε τον στόχο που ενέκρινε μια αγριογυναίκα ταξίαρχος. […] το νεαρό προλεταριάτο μας δούλευε εξαντλητικά. Ελευθερία ήταν εκείνη η απειροελάχιστη αναλαμπή ευτυχίας όταν, μούσκεμα ως το κόκαλο, σερνόμασταν μέχρι το σπίτι για να στεγνώσουμε δίπλα σε μια ζεστή σόμπα, εφοδιασμένοι με καθαρά ρούχα και φαγητό. «Αναθρέφουν καινούργιους σκλάβους» συνήθιζε να λέει η μητέρα μου. (σ. 51).
Αργότερα το δωμάτιό μου απέκτησε ένα κλουβί με ένα χάμστερ, το οποίο ονόμασα Μπάμπι. Ήταν ένα άσχημο χάμστερ που μισούσε την έλλειψη ελευθερίας του. Έτρεχε γύρω γύρω στο κλουβί του σαν τον διάολο που ήρθε αντιμέτωπος με τον σταυρό. […] Ο θετός παππούς μου, γραπώνοντάς τον από τον σβέρκο είπε: «Παλιόφιλε, όλοι σε ένα κλουβί ζούμε. Συνήθισέ το». (σ. 80).