Για το μυθιστόρημα του Κόρμακ ΜακΚάρθι [Cormac McCarthy] «Stella Maris» (μτφρ. Γιώργος Κυριαζής, εκδ. Gutenberg).
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
Μου είναι αδύνατον να κρίνω όπως θα ήθελα αυτό το βιβλίο για συγκεκριμένους λόγους. Ο πλέον προφανής είναι ότι δεν διαθέτω τα αντικειμενικά προσόντα για κάτι τέτοιο. Η ανεπάρκεια στα επιστημονικά πεδία (μαθηματικά και φυσική κυρίως), καθώς και η περιορισμένη μου ευφυία (αναφέρεται ξεκάθαρα εντός: η ευφυία καθορίζεται σε σχέση με τους αριθμούς, όχι με τις λέξεις) δεν επιτρέπουν όχι μόνο την πλήρη κατανόηση, αλλά και την ελάχιστη απαραίτητη. Μα και στο φιλοσοφικό πεδίο δεν πιστεύω ότι τα πάω πολύ καλύτερα. Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι κατέχω τον Πλάτωνα, τον Βιτγκενστάιν και τον Σοπενχάουερ επαρκώς ώστε να αποτολμήσω κάποιου τέτοιου είδους προσέγγιση (υπάρχουν αναγνώστες / κριτικοί εκεί έξω που γνωρίζουν τα πεδία αυτά κι έχουν επιχειρήσει κριτική στο βιβλίο). Δεν μου απομένουν πολλά λοιπόν, φοβάμαι. Και είναι κρίμα, γιατί ένα τέτοιο βιβλίο απαιτεί το καλύτερο που μπορεί να του αποδοθεί κι όχι αποδιαλέγια κριτικής άποψης. Ο καθείς και τα όπλα του όμως, οπότε θα φορέσω τα ξυλοπόδαρά μου και θα εισέλθω στον χορό (αποκρύπτοντας τεχνηέντως το κουτσό μου βάδισμα), εστιάζοντας στη λογοτεχνικότητα του έργου.
Αυτό το βιβλίο, καταρχάς, δεν πιστεύω ότι πρέπει να διαβαστεί αυτόνομα (αν και μπορεί), αλλά ως απαραίτητο συμπλήρωμα του Επιβάτη. Σε τελική ανάλυση είναι το βιβλίο της Αλίσια Γουέστερν, αδελφής του Μπόμπι Γουέστερν, και λειτουργεί εντελώς διαλεκτικά και συμπληρωματικά στο πρώτο. Η σχέση των βιβλίων αιμομικτική, όπως κι εκείνη των δύο αδελφών (απόγονων Αρχαίας Τραγωδίας), μολονότι το «σιαμαία» θα προσιδίαζε περισσότερο στην αλήθεια των δύο κειμένων. Αν στον Επιβάτη η Αλίσια έχει ένα σημαντικό μερίδιο από πλευράς κεφαλαίων, είναι στο Stella Maris που ακούμε τη δική της φωνή ολοκληρωτικά. Πρόκειται για ένα διαλογικό βιβλίο με τον ψυχίατρο που την παρακολουθεί, υπό μορφή ερωταπαντήσεων, όπως τον κατέγραψε σε συνεδρίες ο τελευταίος. Βρισκόμαστε 8 χρόνια στο παρελθόν του Επιβάτη, σ’ ένα οικείο για την κοπέλα μέρος, το ψυχιατρείο με το συμβολικό όνομα Stella Maris. Και η παράσταση ξεκινά.
Το τέλος ως αρχή
Εξαρχής προκύπτει ένα μεγάλο πρόβλημα, με μια εξαίσια λύση: ο αναγνώστης του Επιβάτη γνωρίζει το τέλος, την κατάληξη της Αλίσια, την αυτοχειρία της. Και ο συγγραφέας γνωρίζει ότι το ξέρει ο αναγνώστης. Οπότε δεν υπάρχει καμία πρόκληση, η πορεία είναι προδιαγεγραμμένη. Τι απομένει; Η περιέργεια, κι ας μην ντραπούμε να το παραδεχτούμε, η αδιακρισία, η νοσηρότητα του βλέμματος του αναγνώστη που θέλει να ρίξει το βλέμμα του στα εσώψυχα της κοπέλας. Να δει ποια ήταν τελικά εκείνη, τι πίστευε και τι ένιωθε. Αλλά, ας είμαστε ξανά ειλικρινείς, και τι ήταν αυτό που την οδήγησε στην αυτοκτονία. Γιατί ένας άνθρωπος τόσο ευφυής και μοναδικός να δώσει τέλος στη ζωή του;
Εξαρχής προκύπτει ένα μεγάλο πρόβλημα, με μια εξαίσια λύση: ο αναγνώστης του Επιβάτη γνωρίζει το τέλος, την κατάληξη της Αλίσια, την αυτοχειρία της. Και ο συγγραφέας γνωρίζει ότι το ξέρει ο αναγνώστης. Οπότε δεν υπάρχει καμία πρόκληση, η πορεία είναι προδιαγεγραμμένη.
Και κάτι ακόμα: τελικά ποια ήταν η σχέση της με τον αδελφό της; Κι εκεί το αδιάκριτο μάτι θέλει να απολαύσει το ροζ, το κρυφό, το πρόστυχο, αυτό που υποψιαζόμαστε αλλά περιμένουμε να το ακούσουμε δια στόματος Αλίσια. Ναι, η κοπέλα επιθυμούσε ερωτικά τον αδελφό, ναι είχε ονειρώξεις, ναι… Ο αναγνώστης γνωρίζουμε καλά –αφού μας το έχουν περιγράψει τα βιβλία και δεδομένου ότι όλοι μας ζούμε «εντός κειμένου»– είναι ένα πρόστυχο και αδηφάγο πλάσμα που τρέφεται με αλλότρια πάθη. Το ξέρει κι ο συγγραφέας ως δημιουργός κόσμων, ως εκείνος που κινεί τα νήματα και σκηνοθετεί τη δράση. Και επειδή είναι ευφυής (ίσως ο κορυφαίος συγγραφέας των χαλεπών καλλιτεχνικά καιρών μας) παίζει υπέροχα με τις ανάγκες του κοινού του.
Αυτό που απολαμβάνουμε στο βιβλίο (ξανά χάρη στην ανυπέρβλητη μετάφραση του Γ. Κυριαζή), είναι ένα roller coaster μεταξύ χθαμαλού και υψηλού όπου ο συγγραφέας ταΐζει μεν τον «καρχαρία» με κομμάτια της Αλίσια, αλλά την ίδια στιγμή ανασυνθέτει το παρελθόν της εστιάζοντας σ’ όλα εκείνα που την έφεραν κοντά στον κόσμο των Ανώτερων Πνευμάτων. Προφανώς η ίδια η κοπέλα δεν ταπεινώνεται ποτέ και σε τίποτα – ολόκληρη η «ντροπή» είναι του αναγνώστη που πιθανώς κουρασμένος και κορεσμένος από ανώτερα μαθηματικά και φιλοσοφία σκύβει ελαφρώς για να πάρει μάτι από την κλειδαρότρυπα όποτε γίνεται αναφορά στα συναισθηματικά και προσωπικά δεδομένα της Αλίσια. Και όμως, εδώ θέλω λίγο να σταθώ: αν αυτό το βιβλίο παρέμενε στο αμιγώς επιστημονικό ή φιλοσοφικό πεδίο, μπορεί να εξίταρε μερίδα αναγνωστών που αναζητούν υψηλά νοήματα, αλλά θα δυναμίτιζε κάτι σημαντικότερο – τη λογοτεχνικότητα του κειμένου.
Μπορεί τα μαθηματικά και η φιλοσοφία να αποτελούν την υπεραιχμή της σκέψης, πλην όμως εφόσον ένα λογοτεχνικό κείμενο βασιστεί σ’ αυτά κατά κύριο λόγο, τότε πιθανότατα θα υπολείπεται. Το ίδιο δηλαδή που ισχύει στην περίπτωση όπου το βάρος δίνεται σε στοιχεία ιστορίας, λαογραφίας, πολιτικής και άλλους εξωλογοτεχνικούς παράγοντες. Με άλλα λόγια, προκαλείται ανισορροπία, δυσαρμονία, καθώς το έργο μετατρέπεται σε ένα σταυρόλεξο για ελάχιστους λύτες, οι οποίοι στη συνέχεια διαγωνίζονται σχετικά με το ποιος κατάλαβε τα περισσότερα ή κατά πόσον τελικά ο συγγραφέας τους παγίδευσε παραθέτοντας μη εξακριβωμένα στοιχεία, εντοπίζοντας λάθη και άλλα άσχετα με το καθ’ εαυτό θέμα (της λογοτεχνίας). Ίσως χαλάσω τη μαγεία, αλλά δεν είναι αυτό η λογοτεχνία, είναι κάτι διαφορετικό που μπορείς να το αναζητήσεις σε άλλου είδους αναγνώσεις και επιστημονικά / φιλοσοφικά συγγράμματα.
Προσωπικά, υπήρξαν στιγμές που απλά διέσχιζα ανέλπιδα κάποιες παραγράφους, κάτι που δεν θεωρώ απαραίτητα κακό, καθώς αυτή ήταν και η πρόθεση του συγγραφέα. Εκείνο όμως που με κρατούσε στον αφρό ήταν το γεγονός ότι όλα όσα λέγονταν αφορούσαν ένα ανθρώπινο ον που είχε ήδη υποστασιοποιηθεί στο μυαλό μου, είχε προϋπάρξει, είχε λάβει ουσία και βάθος.
Άρα επιστρέφουμε εκ νέου εκεί που οφείλουμε, δηλαδή στη λογοτεχνικότητα του Stella Maris. Κατά την άποψή μου, το βιβλίο αυτό θα υπολειπόταν σημαντικά σε σχέση με τον προκάτοχό του, αν δεν αποτελούσε το συμπλήρωμά του, κατά πώς το ήθελε και ο ΜακΚάρθι. Είναι προφανές ότι ενώ το βάρος από πλευράς έκτασης δίνεται στην επιστήμη και τη φιλοσοφία, είναι όλα εκείνα που καραδοκούν στις σκιές (η αιμομικτική σχέση, το Παιδί, οι παρουσίες, ο πατέρας κλπ.) τα οποία δίνουν τον τόνο, αποτελούν τη συγκολλητική ουσία της αφήγησης και προσδίδουν τη λογοτεχνικότητα στο βιβλίο, ώστε να μην εκπέσει σε μια αδιάφορη επίδειξη γνώσεων που, όπως προείπα, απευθύνονται σε λίγους. Προσωπικά, υπήρξαν στιγμές που απλά διέσχιζα ανέλπιδα κάποιες παραγράφους, κάτι που δεν θεωρώ απαραίτητα κακό, καθώς αυτή ήταν και η πρόθεση του συγγραφέα. Εκείνο όμως που με κρατούσε στον αφρό ήταν το γεγονός ότι όλα όσα λέγονταν αφορούσαν ένα ανθρώπινο ον που είχε ήδη υποστασιοποιηθεί στο μυαλό μου, είχε προϋπάρξει, είχε λάβει ουσία και βάθος. Και στο ταξίδι του Stella Maris ένιωθα όπως όταν συνομιλείς με έναν οικείο: μεταξύ άλλων θα ακούσεις και πράγματα που πιθανώς δεν σε αφορούν ιδιαίτερα ή σε ξεπερνούν. Πλην όμως αυτό το άτομο βρίσκεται εκεί, παρών, γνωρίζεις το παρελθόν του, το έχεις ακολουθήσει στον δύσβατο δρόμο του, ενώ με κάποιο μαγικό τρόπο γνωρίζεις και το τέλος του.
Αποχαιρετισμός
Κι αν τα προηγούμενα φαντάζουν ελαφρώς τεχνικά, ας μου επιτραπεί να καταθέσω και κάτι πιο προσωπικό που δεν μου συμβαίνει συχνά, αλλά όταν συμβαίνει το αγκαλιάζω τρυφερά ως σπάνιο είδος λουλουδιού. Αναφέρομαι στη συγκίνηση που με κατέκλυσε στην τελευταία σελίδα του καταληκτικού κεφαλαίου. Δεν μιλάω για το δάκρυ που θα κυλήσει εξαιτίας μιας αφήγησης που έχει εξαρχής δομηθεί για να προκαλέσει αυτή την αντίδραση. Τουναντίον, η πληθώρα κβαντομηχανικής ή πλατωνικών απόψεων δεν προδιαγράφουν εκ προοιμίου διέγερση του θυμικού. Και όμως, το γεγονός ότι ο συγγραφέας μας φέρνει σε επαφή με ένα τόσο μοναδικό πλάσμα, ένα προβληματικό αλλά εξίσου γοητευτικό κορίτσι, ένα ον που μοιάζει να εισήλθε κρυφά στον πλανήτη, εν συνεχεία συνυπήρξε μ’ εμάς για 20 χρόνια, υπέφερε τρομερά γιατί κανείς δεν στάθηκε ικανός να κατανοήσει τη μοναδικότητά του και μετά, μια ημέρα, αποφάσισε να μας εγκαταλείψει σέρνοντας το βάρος της δικής μας αποτυχίας, αυτή τη θηλυκή φιγούρα που παραπέμπει στον Χριστό και η οποία εξίσου συμβολικά παρέμεινε άμωμη αν και πόθησε κι αγάπησε εκείνον που δεν επιτρεπόταν να αποκτήσει, όλα αυτά αποτελούν στοιχεία άξια συναισθηματικής φόρτισης.
Όσον αφορά εμένα, η τελευταία σελίδα του Stella Maris είναι από τις πλέον συνταρακτικές των τελευταίων αναγνωστικών μου ετών. Βρισκόμαστε στο τέλος της συνεδρίας και εμείς οι αναγνώστες, σε αντίθεση με τον ψυχίατρο, γνωρίζουμε ότι είναι η έσχατη. Δεν θα υπάρξει επόμενη. Η αγαπημένη μας θα ζητήσει τη λύτρωση σ’ ένα μακρινό δάσος του Ουινσκόνσιν και κανείς δεν θα την ακολουθήσει εκεί. Κανείς δεν θα παραστεί στην αυλαία της μοναχικής, πικρής ζωής της. Πριν κλείσει όμως το βιβλίο, η Αλίσια θα ζητήσει κάτι διαφορετικό από τον ψυχίατρό της (εκείνον που δεν κατάφερε να τη σώσει, εκείνον με τον οποίο συζητούσε για ώρες). Γιατί όταν όλα μοιάζει να έχουν ειπωθεί –λέξεις, νοήματα και ήχοι– τότε ένα πράγμα απομένει. Μια τελευταία κίνηση τόσο απλή, τόσο ταπεινή, η οποία όμως εμπεριέχει όλα όσα προσπαθούν μάταια αιώνες τώρα να περιγράψουν τα μαθηματικά και η φιλοσοφία των θνητών, κι αυτή ακριβώς θα ζητήσει η Αλίσια πριν αποχωρήσει από τη σκηνή:
— Κράτα μου το χέρι.
— Γιατί;
— Γιατί αυτό κάνουν οι άνθρωποι όταν περιμένουν κάτι να τελειώσει.
Υ.Γ.: Πώς να πεις αντίο τόσο απότομα, όταν έχεις αγαπήσει; Και, επίσης, πώς γίνεται να αγαπήσεις ένα πλάσμα της φαντασίας, μια επινόηση; Οι επαΐοντες θα σου απαντήσουν ότι τελικά υπέπεσες σε πληθώρα προβολών κι εκείνο που ερωτεύτηκες είναι οι δικές σου αδυναμίες, οι δικές σου ανάγκες, αλλά κι ότι αυτό που λυπάσαι κατά τον αποχωρισμό είναι τελικά ο εαυτός σου και η μοναξιά που καραδοκεί στη γωνία. Δεν μπορεί, θα έχουν δίκιο, δεν το αρνείσαι. Αλλά εκεί που οι άλλοι γνωρίζουν, εσύ νιώθεις. Κι αυτό που νιώθεις είναι εκείνο που αξίζει. Οπότε αποφασίζεις (ψέματα, δεν αποφασίζεις τίποτα, απλά δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά) να μην πεις αντίο στην Αλίσια. Εσύ θα αλλάξεις τη ροή της ιστορίας που κάποιος άλλος έπλασε. Εσύ θα σώσεις την κοπέλα, δεν θα την αφήσεις να ξεχαστεί. Θα την πάρεις για πάντα μαζί σου, θα της κρατάς το χέρι όπως σου ζήτησε, όσο χρειαστεί…
* Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Γιατί ήξερα κάτι που ο αδελφός μου δεν ήξερε. Ότι υπάρχει μια ασυγκράτητη φρίκη κάτω από την επιφάνεια του κόσμου, κι ότι υπήρχε από πάντα. Ότι στον πυρήνα της πραγματικότητας βρίσκεται ένας βαθύς και αιώνιος τόπος δαιμόνων. Όλες οι θρησκείες το αντιλαμβάνονται αυτό. Και δεν υπάρχει περίπτωση να εξαφανιστεί. Και ότι το να φαντάζεσαι πως τα ζοφερά ξεσπάσματα αυτού του αιώνα μπορεί να ήταν μοναδικά ή τελειωτικά είναι, απλούστατα, ανοησία».