Για το μυθιστόρημα του Νταβίντ Γκρόσμαν [David Grossman] «Η ζωή παίζει μαζί μου» (μτφρ. Λουίζα Μιζάν, εκδ. Ψυχογιός).
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Μπορεί ένα παιδί να δεχτεί και να καταλάβει την απουσία της μητέρας από τη ζωή του, ακόμα κι αν αυτή η απουσία είναι επιβεβλημένη και –ίσως– αναπόφευκτη; Κατά πόσο είναι εφικτό, αυτό το παιδί, να αντιμετωπίσει και να ξεπεράσει τον φόβο, τη μοναξιά, την έλλειψη προστασίας και ασφάλειας, έτσι ώστε να μην καταλήξει αργότερα σε δυσλειτουργικές σχέσεις και στην αδυναμία δημιουργίας δεσμών με τους γύρω του;
Η Βέρα και ο Μίλος ζουν μια ευτυχισμένη ζωή στο Βελιγράδι, η οποία διακόπτεται απότομα όταν το καθεστώς του Τίτο τους κατηγορεί ως φιλοσταλινικούς και προδότες της χώρας. Ο Μίλος αυτοκτονεί και η Βέρα, αρνούμενη να υπογράψει και να δηλώσει τον άντρα της ως προδότη, φυλακίζεται στο Γκόλι Ότοκ, ένα ακατοίκητο νησί στην Αδριατική, το οποίο υπήρξε τόπος κράτησης και βασανιστηρίων για πολιτικούς κρατούμενους. Η Νίνα, η κόρη τους, πριν ακόμα γίνει εφτά χρόνων, μένει μόνη, φιλοξενείται σε συγγενείς, οι οποίοι την κακοποιούν, και η συναισθηματική της ανάπτυξη μπλοκάρει και δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Όταν η Βέρα αποφυλακίζεται, παίρνει τη Νίνα και πηγαίνουν από τη Γιουγκοσλαβία στο Ισραήλ. Εκεί, το 1963, παντρεύεται τον Τούβια, που έχει χάσει κι εκείνος την πρώτη του γυναίκα. Και τώρα, το φθινόπωρο του 2008, σε ένα κιμπούτς στο Ισραήλ, η πολυμελής οικογένεια ετοιμάζεται να γιορτάσει τα γενέθλια της ενενηντάχρονης Βέρα, της γιαγιάς που όλοι λατρεύουν.
Η Νίνα, η κόρη τους, πριν ακόμα γίνει εφτά χρόνων, μένει μόνη, φιλοξενείται σε συγγενείς, οι οποίοι την κακοποιούν, και η συναισθηματική της ανάπτυξη μπλοκάρει και δεν ολοκληρώνεται ποτέ.
Όλοι, εκτός από την κόρη της τη Νίνα, η οποία έχει την τάση να εξαφανίζεται για καιρό και να εμφανίζεται όταν δεν το περιμένει κανείς. Καθηλωμένη στην ηλικία των εξήμισι χρόνων, ανίκανη να δημιουργήσει ουσιαστικές σχέσεις, όταν γεννάει «την κακομοίρα την Γκίλι», τη δική της κόρη, την εγκαταλείπει, πριν καν εκείνη γίνει τριών χρόνων. Αφήνει πίσω τον Ραφαέλ, με το χέρι του απλωμένο αυτή, εκλιπαρώντας για την αγάπη της, και αναλαμβάνοντας να μεγαλώσει μόνος του την κόρη τους.
Ο Νταβίντ Γκρόσμαν γεννήθηκε το 1954 στην Ιερουσαλήμ. Σπούδασε φιλοσοφία και δραματουργία στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του και ξεκίνησε την καριέρα του γράφοντας παιδικές εκπομπές για τη δημόσια ραδιοφωνία του Ισραήλ. Τα μυθιστορήματά του αλλά και τα πολιτικά του δοκίμια έχουν μεταφραστεί σε πάνω από σαράντα γλώσσες. Το 2006, και ενώ είχε αρχίσει να γράφει το Στο τέλος της γης, σκοτώθηκε ο γιος του Ούρι σε μάχες στα σύνορα Ισραήλ-Λιβάνου. Το βιβλίο, που θεωρείται το αριστούργημά του, είναι αφιερωμένο στη μνήμη του. Το 1998 ανακηρύχθηκε Ιππότης των Γραμμάτων και των Τεχνών του Γαλλικού Κράτους. Έχει τιμηθεί στη χώρα του και διεθνώς με πλήθος διακρίσεις και βραβεία, μεταξύ των οποίων το Βραβείο Ειρήνης των Γερμανών Βιβλιοπωλών, που του απονεμήθηκε κατά τη διάρκεια της Έκθεσης Βιβλίου της Φρανκφούρτης (2010). Το 2017 τιμήθηκε με το «Man Booker International Prize» για το βιβλίο του Ένα άλογο μπαίνει σ’ ένα μπαρ. Το 2022, του απονεμήθηκε, για το σύνολο του έργου του, το βραβείο «Erasmus» από το ολλανδικό πολιτιστικό ίδρυμα Praemium Erasmianum. |
Αναζητώντας απαντήσεις
Αφηγήτρια της ιστορίας είναι η Γκίλι, η οποία καταγράφει διαρκώς σε τετράδια ή σε ταινίες, όλες τις αφηγήσεις της γιαγιάς της, για την εξορία και τις απάνθρωπες συνθήκες στο νησί, τους εξευτελισμούς, την πείνα, το ξύλο, τα βασανιστήρια, και το πού έβρισκε τη δύναμη για να αντέξει όλα τα άσχημα παιχνίδια που της έπαιξε η ζωή. Ταυτόχρονα, μέσα από αυτές τις διηγήσεις αλλά και από συζητήσεις με τον πατέρα της, η Γκίλι θέλει να μάθει για την παιδική ηλικία της μητέρας της, μήπως και βρει κάποια εξήγηση γιατί η Νίνα την εγκατέλειψε, γιατί την καταδίκασε να ζει περιμένοντας και διψώντας για τη μητρική αγκαλιά, γιατί τέλος δεν αποτέλεσε προτεραιότητα στην καρδιά της.
Το κείμενο έχει διαρκή απεύθυνση, η αφηγήτρια απευθύνεται άλλοτε προς τον αναγνώστη και άλλοτε προς την ίδια, χωρίς να λείπει το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός.
Όπως η Γκίλι έτσι και η Νίνα προσπαθεί να καταλάβει γιατί εγκαταλείφθηκε από τη δική της μητέρα. Η απάντηση και για τις δύο βρίσκεται στο νησί που φυλακίστηκε η Βέρα για σωφρονισμό. Αποφασίζουν, λοιπόν, να ταξιδέψουν σε αυτό το νησί, να δουν από κοντά τον χώρο των βασανιστηρίων της, να ακούσουν από τα χείλια της όλη την ιστορία, με την ελπίδα να κατανοήσουν αν η απουσία προέκυψε από έλλειμμα ή από περίσσευμα αγάπης, ώστε να συμφιλιωθούν με το παρελθόν.
Η αφήγηση εδώ γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, εκτός από κάποιες μεμονωμένες στιγμές, στις οποίες το συναίσθημα είναι τόσο έντονο για την αφηγήτρια, που καταφεύγει στο τρίτο πρόσωπο για να πάρει μια απόσταση και να καταφέρει να πει αυτά που θέλει. Το κείμενο έχει διαρκή απεύθυνση, η αφηγήτρια απευθύνεται άλλοτε προς τον αναγνώστη και άλλοτε προς την ίδια, χωρίς να λείπει το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός. Οι περιγραφές της καθημερινότητας των κρατουμένων στο νησί είναι ωμές και ρεαλιστικές, και κατά συνέπεια, σοκαριστικές. Και η σκιαγράφηση της συναισθηματικής ανωριμότητας των ηρωίδων που εγκαταλείφθηκαν από τη μητέρα και ξύνουν διαρκώς τις πληγές τους αδυνατώντας να προχωρήσουν στη ζωή τους, δίνεται με περισσή δεξιοτεχνία.
Λόγος ασθματικός, που ταιριάζει με το συναίσθημα της Γκίλι, η οποία κομπιάζει κάθε φορά που μιλάει για τη Νίνα, αποφεύγει το βλέμμα και το άγγιγμά της, το οποίο υποσυνείδητα αναζητά απεγνωσμένα. Πολύ πετυχημένες οι συνεχείς αναδρομές στο παρελθόν, ο εγκιβωτισμός της μιας ιστορίας μέσα στην άλλη, καθώς και η αποτύπωση του διλήμματος: μπορεί να είναι πρώτα γυναίκα και μετά μάνα ή το αντίστροφο, και κατά πόσο έχει δικαίωμα επιλογής;
Το μυθιστόρημα είναι εμπνευσμένο από αληθινή ιστορία, την ιστορία της Εύα Πάνιτς-Ναΐρ, η οποία είχε φυλακιστεί στο Γκόλι Ότοκ, ή αλλιώς στο «Αλκατράζ της Αδριατικής». Η Εύα «θεωρήθηκε σύμβολο θάρρους σχεδόν υπεράνθρωπου, σύμβολο της ικανότητας του ανθρώπου να διαφυλάσσει την ανθρώπινη υπόσταση στις χειρότερες συνθήκες».
Η μετάφραση της Λουΐζας Μιζάν λειτουργεί με ακρίβεια στην ρεαλιστική απόδοση των συνθηκών κράτησης της Βέρα και της συναισθηματικής αστάθειας της κόρης και της εγγονής της.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Αύριο το πρωί, αν το επιτρέψει η θάλασσα, αν δεν ξαναρχίσει η καταιγίδα, θα πλεύσουμε προς το ερημονήσι, που κείτεται κάπου εκεί απέναντι στην ομίχλη. Είναι το νησί, δεν θυμάμαι αν ήδη το έγραψα, στο οποίο εκτυλίχτηκε αρκετό μέρος της παιδικής και εφηβικής μου ηλικίας, παρόλο που δεν ήμουν σε αυτό ούτε ένα λεπτό, κι εκεί θα τερματιστεί το ταξίδι, και θα μπορέσω να ξαναγίνω ο εαυτός μου, και όχι το ολόγραμμα του χάους που δημιουργούν ο μπαμπάς μου και η Νίνα με κάθε τους κίνηση, με κάθε αλλεργικό ρίγος που διατρέχει τη σπονδυλική μου στήλη, σαν τον πυροσβέστη που κατεβαίνει τον στύλο φεύγοντας για την πυρκαγιά, κάθε φορά που μιλούν ο ένας στον άλλον, κοιτούν ο ένας τον άλλον στα μάτια, αγκαλιάζονται, αναστενάζουν».