
Για το μυθιστόρημα της Νατάσα Βοντίν (Natascha Wodin) «Με καταγωγή από τη Μαριούπολη» (μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Gutenberg).
Της Έλενας Χουζούρη
Τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, στα ελληνικά ερτζιανά, υπήρχε η ραδιοφωνική εκπομπή «Αναζητήσεις μέσω Ερυθρού Σταυρού» όπου άνθρωποι έψαχναν τις οικογένειές τους ή κάποιους δικούς τους, που είχαν χάσει μέσα στην λαίλαπα των προηγούμενων πολέμων, με αποκορύφωμα τη μικρασιατική καταστροφή και τον εμφύλιο. Καθόλου δεν αποκλείεται πίσω από αυτές τις ολιγόλεπτες ραδιοφωνικές τότε αναζητήσεις να κρύβονταν ιστορίες που να ξεπερνούσαν και τις πιο ευφάνταστες μυθιστορηματικές αφηγήσεις, που να ξεδίπλωναν σε όλη της την έκταση τη φρίκη και τον τρόμο που έζησαν εκατομμύρια άνθρωποι κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, αυτού που δικαίως χαρακτηρίστηκε ως «Αιώνας των Άκρων».
Γιατί το ζήτημα δεν αφορούσε μόνον τους Έλληνες που έψαχναν τους δικούς τους, δεν είχαμε μόνον εμείς την πρωτοκαθεδρία της απώλειας, των ξεριζωμών και των επιγενομένων τραυμάτων αλλά και όσοι ευρωπαϊκοί λαοί είχαν εμπλακεί στα γρανάζια δύο Παγκοσμίων Πολέμων, μιας σειράς επαναστάσεων με επίκεντρο τη Ρωσική του 1917, καθώς και επιγενόμενων εμφυλίων συγκρούσεων. Το δεύτερο, υπαρξιακής φύσεως περισσότερο, ερώτημα είναι πότε αισθάνεται κανείς την ανάγκη να επιχειρήσει ένα γενναίο άλμα προς το απώτερο παρελθόν και να αναζητήσει τις ρίζες της προέλευσής του, ώστε να επιβεβαιωθεί για την ταυτότητα του. Εικάζεται ότι συνήθως η ανάγκη αυτή εμφανίζεται εντονότερη σε μεγαλύτερες ηλικίες, όταν ο χρόνος του μέλλοντος αρχίζει και συρρικνώνεται και τα οποιαδήποτε ερωτήματα απαιτούν απαντήσεις που μπορεί να συμβάλλουν στην ποθούμενη αυτογνωσία των ανθρώπων.
Στην περίπτωση της Νατάσας Βοντίν, η ανάγκη της ανακάλυψης της καταγωγής της δεν εμφανίζεται απλώς επιτακτική στην έβδομη δεκαετία της ζωής της αλλά στοιχειοθετεί και μια λυτρωτική πορεία προς την προσωπική της απελευθέρωση από τα πολλά φαντάσματα τα οποία στοίχειωναν τον, έως τότε, πολυκύμαντο βίο της. Έτσι στο αυτοβιογραφικό της βιβλίο η Νατάσα Βοντίν δεν επιχειρεί μόνον να ανασυνθέσει το πολυπλόκαμο γενεαλογικό της δέντρο με άξονα τη ζωή της μητέρας της, αλλά και να αναπαραστήσει με εντυπωσιακή εικονοποιητική ικανότητα τις φρικωδίες του 20ου αιώνα, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα άγνωστες σκοτεινές πτυχές του. Εξάλλου και τα όσα έχει βιώσει ως παιδί, η ίδια η συγγραφέας, εν δυνάμει λειτουργούν ως μυθοπλαστικά υποστυλώματα.
Η Βοντίν ως παιδί αιχμαλώτων «ανατολικών εργατών» θα περάσει, μαζί με τους γονείς της και τη μικρότερη αδελφή της, τα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής της σε μια παράνομη αποθήκη ενός εργοστασίου στην Νυρεμβέργη – χωρίς ηλεκτρικό φως και νερό.
Γεννημένη το 1945 σε ένα λαϊκό νοσοκομείο στο Φιρτ της Φραγκονίας [περιοχή της Βαυαρίας], η Βοντίν ως παιδί αιχμαλώτων «ανατολικών εργατών» –όπως ονόμαζαν οι Ναζί τους σλαβικής καταγωγής κατοίκους της Σοβιετικής Ένωσης και των ανατολικοευρωπαικών χωρών, τους οποίους είχαν μεταφέρει σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας– θα περάσει, μαζί με τους γονείς της και τη μικρότερη αδελφή της, τα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής της σε μια παράνομη αποθήκη ενός εργοστασίου στην Νυρεμβέργη – χωρίς ηλεκτρικό φως και νερό. Οι Αμερικανοί, με τη σειρά τους, συλλαμβάνουν την οικογένεια –η οποία δεν ήθελε να επαναπατρισθεί στην ΕΣΣΔ– την τοποθετούν στην κατηγορία των Displaced Persons [DPs], δηλαδή άτομα που δεν έχουν διαβατήρια, δεν δέχονται ή δεν μπορούν να επιστρέψουν στις πατρίδες του, άρα δεν έχουν καμιά υπηκοότητα, δεν ανήκουν πουθενά και περιφέρονται στο πουθενά.
Πρόκειται για μια από τις πολλές τραγικές συνέπειες που άφησε πίσω του ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, με αποτέλεσμα εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, κυρίως από τις ανατολικές χώρες και την ΕΣΣΔ αλλά και από τα Βαλκάνια [βλ. και το βιβλίο της Ρίκας Μπενβενίστε Αυτοί που επέζησαν (εκδ. Πόλις)] να μεταφέρονται από τους συμμάχους σε ειδικά διαμορφωμένα στρατόπεδα ή καταλύματα, στη Γερμανία κυρίως, επί αρκετά χρόνια, έως να μπορέσουν να αποκτήσουν τα απαραίτητα αποδεικτικά πιστοποιητικά μόνιμης εγκατάστασης ή βίζα για να μεταναστεύσουν εκτός Ευρώπης. Η Βοντίν και η οικογένειά της αναγκάστηκε, για πολλά χρόνια, να περάσει και αυτήν την τραυματική εμπειρία, η οποία σημαδεύτηκε από την αυτοκτονία της μητέρα της, όταν η μελλοντική συγγραφέας ήταν δέκα ετών. Ενδιαφέρον έχει το ότι η Βοντίν δεν υιοθετεί μια κλασική, ευθύγραμμη αφήγηση για να στήσει τη δική της αυτοβιογραφία καθώς και τη βιογραφία τόσο της μητέρας της όσο και της ευρύτερης οικογένειάς της, με τις ρίζες της να φτάνουν έως το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, με ιταλικό, γερμανικό αλλά και ελληνικό άρωμα.
![]() |
Εκτός από μερικές παλιές φωτογραφίες, η Natascha Wodin δεν έχει τίποτα άλλο από τη μητέρα της. Εδώ μια από αυτές. |
Στα τέσσερα μέρη από τα οποία αποτελείται το βιβλίο, οι αφηγηματικές τεχνικές αλλάζουν όπως και οι αφηγηματικές φωνές αλλά και η οπτική που κάθε φορά προσφέρεται στον/στην αναγνώστη/στρια. Στο πρώτο κεφάλαιο η συγγραφέας αντιμετωπίζει τον εαυτό της ως τη μυθιστορηματική περσόνα μιας ερευνήτριας που πασχίζει να συλλέξει πληροφορίες για μια γυναίκα για την οποία γνωρίζει ελάχιστα και που τυχαίνει να υπήρξε μητέρα της. Η αντικειμενικοποίηση αυτή δίνει τη δυνατότητα στη Βοντίν να στήσει βήμα το βήμα όλο το πλέγμα των αναζητήσεών της μέσω του ίντερνετ και τις σταδιακές ανακαλύψεις της. Καταφέρνει έτσι να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα σασπένς την οποία υποτίθεται ότι εισπράττει η ίδια η ερευνήτρια αλλά και οι αναγνώστες μαζί της καθώς κάθε βήμα οδηγεί και σε μια νέα ανακάλυψη είτε προσώπων, είτε γεγονότων, είτε συμπεριφορών. Στήνεται λοιπόν ψηφίδα ψηφίδα ένας ολόκληρος κόσμος, μια ολόκληρη εποχή, δύο μεγάλες οικογένειες με ρίζες ανά την Ευρώπη, που συγκλίνουν λίγο πριν –και κυρίως– μετά τη Ρωσική Επανάσταση και τις πρώτες δεκαετίες της Σοβιετικής Ένωσης, με επίκεντρο την πόλη της Μαριούπολης.
Από την ιντερνετική αυτή έρευνα ξεπηδούν μια σειρά ονόματα που στοιχειοθετούν το πολύριζο συγγενολόι της ερευνήτριας-συγγραφέως, με τη σαφώς αστική καταγωγή. Πλούσιοι ευγενείς, γαιοκτήμονες προπαππούδες, αριστοκράτισσες γιαγιάδες, επαναστάτες παππούδες και μπολσεβίκοι θείοι, τραγουδιστές της όπερας τιμημένοι με σοβιετικά μετάλλια, ιδιόρρυθμες επαναστάτριες θείες που καταλήγουν σε γκουλάγκ ή ευαίσθητες που αυτοκτονούν, με βασικό χαρακτηριστικό των περισσοτέρων την ταξική τους αντιπάθεια στους μπολσεβίκους και στο νέο καθεστώς που διαλύει την αστική τους τάξη και δημεύει την περιουσία της.
Η πληροφορία που έρχεται από εκεί είναι η ύπαρξη ελληνικής κοινότητας στην Μαριούπολη ήδη από την εποχή της Μεγάλης Αικατερίνης που ίδρυσε την πολύ μικρή τότε πόλη στην Αζοφική θάλασσα.
Ένα πρόσθετο ενδιαφέρον σε αυτό το κεφάλαιο είναι ότι κλειδί για να εισχωρήσει η συγγραφέας στα μυστικά των ιντερνετικών δρόμων που την οδηγούν στην ανακάλυψη της καταγωγής και της ταυτότητάς της, είναι η ηλεκτρονική διεύθυνση Azof’s Greek [!]. Η πληροφορία που έρχεται από εκεί είναι η ύπαρξη ελληνικής κοινότητας στην Μαριούπολη ήδη από την εποχή της Μεγάλης Αικατερίνης που ίδρυσε την πολύ μικρή τότε πόλη στην Αζοφική θάλασσα. Αξίζει να επισημανθεί ότι η Μαριούπολη, που βρίσκεται στη ρωσόφωνη περιφέρεια του Ντονέτσκ, είχε αποτελέσει μαζί με τα γειτονικά χωριά, ξεχωριστή ελληνική διοικητική περιφέρεια από το 1810 έως το 1873!
Σε αυτήν τη διεύθυνση η αφηγήτρια ανιχνεύει για πρώτη φορά και μετά από αλλεπάλληλες έως τότε, έρευνες το όνομα της μητέρας της. Αναπάντεχος σύμμαχός της στο ερευνητικό αυτό παιχνίδι των πιθανοτήτων, ένας Έλληνας, ο Κονσταντίν, που και αυτός με τη σειρά του ψάχνει για δικά του πρόσωπα, ενώ παράλληλα βοηθάει και τη δική μας ερευνήτρια. Η ταυτοχρονία αυτών των παράλληλων ερευνών και η συνομιλία μεταξύ τους, είναι δοσμένη με εντυπωσιακή δεξιοτεχνία. Συμπερασματικά το κεφάλαιο αυτό μας δείχνει ποια είναι τα εργαλεία με τα οποία η συγγραφέας δομεί την μαρτυρία/χρονικό/αυτοβιογραφία της, και έτσι μας δίνει την ευκαιρία να εισχωρήσουμε στο συγγραφικό της εργαστήρι.
Στο δεύτερο κεφάλαιο η αφηγηματική φωνή και οπτική ανήκει στη Λύντια, μεγαλύτερη αδελφή της μητέρας της Βοντίν, η οποία ξεπηδάει από κάποια χαμένα τετράδια που φτάνουν στη συγγραφέα. Μέσα από τις γραμμές τους, αναδεικνύονται με λεπτομέρειες όλες οι φάσεις της ζωής μιας εύπορης οικογένειας της Μαριούπολης, από τις αρχές του 20ου αιώνα, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε τη Ρωσική Επανάσταση του 1917, μεταξύ των «Κόκκινων» και των «Λευκών», καθώς και οι κακουχίες και οι αφάνταστες στερήσεις που προκάλεσε, οι ανυπέρβλητες δυσκολίες προσαρμογής στις νέες, φανερά εχθρικές προς τους πρώην αστούς, συνθήκες του σοβιετικού καθεστώτος, οι αντιθετικές ιδεολογικές επιλογές των μελών της οικογένειας, η καταδίκη για αντεπαναστατικές ενέργειες της Λύντια, η πολύχρονη εξορία της σε κάποιο στρατόπεδο και τέλος η επιστροφή της στην Μαριούπολη με την εισβολή των Γερμανών στη Σοβιετική Ένωση.
Πρωτεύοντα ρόλο παίζει σε αυτό το κεφάλαιο και η Μαριούπολη με τον προεπαναστατικό της κοσμοπολιτισμό –υπήρξε το δεύτερο πιο σημαντικό λιμάνι μετά της Οδησσού στον αυτοκρατορικό ρωσικό νότο– και τις έντονες κοινωνικές-ταξικές αντιθέσεις της: από την τσαρική αυτοκρατορία περνάει στην νεοσύστατη Σοβιετική Ένωση και καταστρέφεται ολοσχερώς το 1941 όταν καταλαμβάνεται από τους Ναζί. Σε όλες πάντως τις περιπτώσεις τα ταυτοτικά χαρακτηριστικά που κυριαρχούν στην οικογένεια είναι κυρίως η ρωσική κουλτούρα και γλώσσα και δευτερευόντως η ουκρανική.
![]() |
Η μητέρα της Βόντιν και η δική της μητέρα, η Jewgenia Jakowlewna. Φωτογραφία από την εποχή των Τσάρων. |
Στο τρίτο κεφάλαιο το αφηγηματικό ύφος αλλάζει και πάλι και κυμαίνεται ανάμεσα στη βιογραφία –της μητέρας της κυρίως– και στο χρονικό. Πρόκειται για το πιο συγκλονιστικό κεφάλαιο του βιβλίου, όπου μέσα από τις σελίδες του φανερώνεται μια από τις, ελάχιστα γνωστές, φρικαλεότητες των Γερμανών ναζί, τόσο στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες όσο και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης γενικότερα. Και αυτή δεν είναι άλλη από τη συστηματική εξόντωση των πληθυσμών σλαβικής καταγωγής, με τη βίαιη μεταφορά τους σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, στην πραγματικότητα στρατόπεδα εξόντωσης. Πρόκειται για τους κατ’ ευφημισμόν αποκαλούμενους «ανατολικούς εργάτες» όπως αναφέραμε και στην αρχή του κειμένου, οι οποίοι κάτω από απάνθρωπες συνθήκες εργάζονταν σε γερμανικά εργοστάσια κατασκευής αεροπλάνων, και βαρέων όπλων. Ένα από αυτά είναι η διαβόητη ATG, του Ομίλου Φλικ όπου εργάζονταν εννέα χιλιάδες πεντακόσιοι «ανατολικοί εργάτες». Γι' αυτούς ο Χάνριχ Χίμλερ κυνικότατα θα δηλώσει: «Το πώς περνούν οι Ρώσοι, πώς περνούν οι Τσέχοι, μου είναι εντελώς αδιάφορο […] Το αν ψοφήσουν από την πείνα με ενδιαφέρει μόνο στο βαθμό που τους χρειαζόμαστε ως δούλους του πολιτισμού μας. Το αν κατά την κατασκευή ενός χαρακώματος θα πέσουν κάτω από εξάντληση δέκα χιλιάδες γύναια από τη Ρωσία με ενδιαφέρει μόνο στο βαθμό που το χαράκωμα θα κατασκευαστεί για τη Γερμανία».
Όπως σημειώνει η Βοντίν: «Η καταστροφή όσο το δυνατόν περισσότερων Σλάβων μέσω της δουλειάς ανταποκρίνεται και στο σχέδιο του Χίτλερ να αποδεκατίσει τη σλαβική φυλή, για να δημιουργήσει χώρο για την αρία φυλή και να χρησιμοποιήσει τους υπόλοιπους Σλάβους ως υπηρέτες της». Οι «ανατολικοί εργάτες» υποχρεούνται και αυτοί –οι Εβραίοι φορούν κίτρινο άστρο–, να φέρουν στο δεξιό τους πέτο ένα σήμα με την επιγραφή «OST» και να υπακούουν σε μια σειρά σκληρότατων, απαράβατων κανόνων. Αυτές τις απάνθρωπες και εξευτελιστικές συνθήκες βιώνουν οι γονείς της Βοντίν από το 1943 που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την κατεστραμμένη πλέον από τους βομβαρδισμούς Μαριούπολη έως το τέλος του πολέμου.
Οι «ανατολικοί εργάτες» υποχρεούνται και αυτοί –οι Εβραίοι φορούν κίτρινο άστρο–, να φέρουν στο δεξιό τους πέτο ένα σήμα με την επιγραφή «OST» και να υπακούουν σε μια σειρά σκληρότατων, απαράβατων κανόνων.
Η Νατάσα Βοντίν παρακολουθεί στο βιβλίο της τους γονείς της και προπαντός τη μητέρα της σε ολόκληρη αυτήν τη δυσβάστακτη πορεία με τα συνεχή ζιγκ ζαγκ ανάλογα με τις εχθροπραξίες και τις αλλαγές κατευθύνσεων ώσπου να φτάσουν στα γερμανικά στρατόπεδα, τα οποία –όπως γράφει– σήμερα έπειτα από σχετικές έρευνες, υπολογίζεται ότι ήταν… 45.000 μικρά και μεγάλα, διάσπαρτα ανά τη γερμανική επικράτεια! Κατά τα άλλα, τονίζει με φανερή πικρία ότι ο γερμανικός λαός δεν ήξερε, δεν γνώριζε.
Μόνον μυθιστορηματικό φαντάζει το πώς κατάφεραν μέσα σ’ αυτόν τον ζόφο να συνευρεθούν ερωτικά οι δύο σύζυγοι και από την ένωση αυτή να γεννηθεί η συγγραφέας.
Ωστόσο ο ζόφος δεν τελειώνει ούτε με το τέλος του πολέμου. Όπως ήδη σημειώσαμε στην αρχή αυτού του κειμένου, αρχίζει ο γολγοθάς των Displaced Persons στους οποίους ανήκει και η οικογένεια Βοντίν. Στο τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου, στο οποίο κυριαρχεί καθαρά το ύφος της μαρτυρίας χωρίς άλλες επινοημένες ή όχι αφηγηματικές παρεκκλίσεις, η συγγραφέας σε πρώτο πρόσωπο ανασυνθέτει τη δική της παιδική ηλικία, η οποία κυριολεκτικά στοιχειώνεται και τραυματίζεται ψυχικά από το εξευτελιστικό και ανελέητο μπούλινγκ που υφίσταται ως «Ρωσάκι» στο γερμανικό σχολείο στο οποίο πηγαίνει γιατί, σύμφωνα με τη γερμανική προπαγάνδα, η οποία καλά κρατεί και αρκετά χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, οι κακοί Ρώσοι είχαν εισβάλλει στην… καλή χώρα τους και την είχαν καταστρέψει!
Όσο για τις μεταπολεμικές συνθήκες διαβίωσης της οικογένειας «χωρίς πατρίδα» της Βοντίν, εξακολουθούν να είναι άθλιες. Το φινάλε για τη δεκάχρονη πια Νατάσα κλείνει τραγικά με την αυτοκτονία της μητέρας της, μιας βαθιά ευαίσθητης γυναίκας που από τη γέννησή της έως τα τριάντα έξι της χρόνια είχε βιώσει όλες τις φρικωδίες του 20ου αιώνα. «Η γυναίκα που γνώρισα» γράφει χαρακτηριστικά η Βοντίν «δεν ανήκε ούτε στην κατώτερη τάξη. Βρισκόταν εκτός κοινωνικής τάξης, ήταν ένας υπάνθρωπος σλαβικής καταγωγής, μια φτωχή, διαλυμένη μορφή που την πετροβολούσαν στον δρόμο».
Πολύ δυνατό βιβλίο, που ευτύχησε από τη μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου. Ένα βιβλίο που προκαλεί μια σειρά προβληματισμών στον/στην αναγνώστη/στρια του 21ου αιώνα και ενδυναμώνει την πεποίθηση να μην ξαναβιώσει η ανθρωπότητα παρόμοιες φρικωδίες. Το βιβλίο τιμήθηκε, εκτός των άλλων, και με το Βραβείο της Έκθεσης Βιβλίου της Λειψίας και είχε τεράστια απήχηση τόσο στη Γερμανία –όπου διαμένει η συγγραφέας– αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου μεταφράστηκε. Όπως όμως μας πληροφορεί στο εισαγωγικό της σημείωμα η μεταφράστρια, η Νατάσα Βοντίν δεν αρκέστηκε στο να ερευνήσει και να ανακαλύψει τις ρίζες της από την πλευρά της μητέρας της και να ανασυστήσει σε αυτό το βιβλίο τη βασανιστική ζωή της με το τραγικό τέλος, αλλά προχώρησε την έρευνά της και προς την πλευρά του ιδιόρρυθμου πατέρα της και του δικού του σογιού, με αποτέλεσμα το αμέσως επόμενο βιβλίο της με τον τίτλο «Κάπου μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι» που εκδόθηκε στη Γερμανία το 2018.
* Η ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο της μυθιστόρημα, «Στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Μια παλιά ιστορία» (εκδ. Πατάκη).