
Της Βίκυς Βασιλάτου-Σαρρή
«Μέσα από ένα μείγμα ρεαλισμού και φαντασίας, ιστορικής και κοινωνικής οπτικής, δημιουργεί έναν κόσμο που φέρνει στο νου, στην πολυπλοκότητά του, εκείνους των William Faulkner και Garcia Marquez, ενώ έχει την αφετηρία του στην παραδοσιακή κινεζική λογοτεχνία και στην προφορική παράδοση». Καθένα από τα στοιχεία που ανέφερε η Σουηδική Ακαδημία τον Οκτώβρη, βραβεύοντας τον Mo Yan με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, είναι και από ένα στοιχείο που συναντάς στο μυθιστόρημά του, με τον πρωτότυπο τίτλο Οι μπαλάντες του σκόρδου.
Κάθε κεφάλαιο ανοίγει με την μπαλάντα ενός γέρου τυφλού, του Τζανγκ Κου, ο οποίος μας εισαγάγει στις περιπέτειες του αγροτικού κόσμου της Επαρχίας του Παραδείσου. Περιπέτειες που υφαίνουν τον κυρίως κορμό αυτού του βίαιου, κοινωνικού μυθιστορήματος. Ένα μυθιστόρημα επαναστατικό και πολυφωνικό, σε συνδυασμό με μια απρόσμενη και τραγική ελεγεία της απόλυτης αγάπης. Ένα μυθιστόρημα δοσμένο με δυνατό, ευθύ, σαρκαστικό, ρομαντικό, ωμό τρόπο. Μια γλώσσα αιχμηρή σαν ξυράφι.
Ο Mo Yan -το nom de plume του Guan Moye- είναι ένας από τους δημοφιλέστερους και σπουδαιότερους συγγραφείς στην Κίνα, που αν και το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο σημαίνει «Μη Μιλάς», όχι μόνο μιλά, αλλά το κάνει με στεντόρεια φωνή μέσα από την πένα του. «Ο συγγραφέας μπορεί να ασκεί κριτική ή να εκφράζει την αγανάκτησή του για τις σκοτεινές πλευρές της κοινωνίας ή της ανθρώπινης φύσης», υποστηρίζει, και συμπληρώνει, «ωστόσο δεν μπορούμε να υιοθετούμε όλοι τον ίδιο τρόπο έκφρασης. Θα πρέπει να δείξουμε κατανόηση για τους συγγραφείς που κρύβονται στο δωμάτιό τους και χρησιμοποιούν τη λογοτεχνία για να εκφράσουν τις απόψεις τους». Δεν γνωρίζω εάν ανήκει σε εκείνους που κρύβονται μέσα στους τέσσερις τοίχους για να εκφραστούν, αλλά γνωρίζω ότι η λογοτεχνία του εκφράζει πολλά, ίσως γι’ αυτό και να φλερτάρει τόσο στενά με τη λογοκρισία και την απαγόρευση, όπως συνέβη με το Falling Rain on a Spring Night(1981), τις Μπαλάντες (1988) ή το Big Breasts and Wide Hips (1996).
Όταν άρχισα να διαβάζω τις Μπαλάντες του Mo Yan δεν τις χόρταινα. Η πρόζα του είναι ζωντανή, εμποτισμένη με ύβρεις, φαντασία, τρέλα, αισθήσεις και παραισθήσεις. Ένα λογοτεχνικό αμάλγαμα που σκιαγραφεί με μεγάλη μαεστρία τον πολιτισμικό και ιστορικό πίνακα του Σαντόνγκ -γενέτειρα του συγγραφέα- και κατ’ επέκταση της αγροτικής Κίνας, εν μέσω μεταμόρφωσης της χώρας. Ο ρεαλισμός στον τρόπο γραφής του και το δέσιμό του με την πατρίδα του είναι στοιχεία που σίγουρα συγκρίνονται με έναν Faulkner ή έναν Marquez, αλλά δεν παύει ο νομπελίστας να έχει τη δική του ιδιαίτερη συγγραφική ταυτότητα, που καταπιάνεται μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο με θέματα ταμπού όπως το σεξ, την εξουσία, την πολιτική, περιγράφοντας ευθέως και με μαύρο χιούμορ τους σωματικούς και ψυχικούς μαιάνδρους της σύγχρονης Κίνας.
Με τις Μπαλάντες του σκόρδου προσεδαφίστηκα στο Σαντόνγκ στα μέσα της δεκαετίας του ’80, στην καρδιά μιας κοινωνίας που δεν έχει βγει ακόμα από τη νοοτροπία της κομμούνας, η οποία αποφασίζει για τη ζωή του καθένα και όπου οι πιέσεις στην προσωπική ζωή είναι ακόμα πολύ ορατές. Έτσι όπως υφαίνει την ιστορία του ο Mo Yan, ένιωσα και στη δική μου σάρκα τον κλοιό να σφίγγει γύρω μου, συμπάσχοντας με τους ήρωές του, που έχουν παγιδευτεί στα πλοκάμια αρχέγονων παραδόσεων και στον ιστό μιας παράλογης και αλληλοσυγκρουόμενης πολιτικής, που εντέλει διατηρεί όλες τις πτυχές μιας φεουδαρχικής κοινωνίας.
Το φαινομενικά άναρχο χτίσιμο του κειμένου, το εμποτισμένο με τις μπαλάντες, τη μυρωδιά του σκόρδου, το υβρεολόγιο, την ανατριχιαστική αυτοκτονία της Τζίντζου, τους ομηρικούς καβγάδες, τις αποτρόπαιες συμπεριφορές και την ομορφιά της φύσης που έρχεται σε αντιδιαστολή με την ασχήμια της βιαιότητας, δημιουργεί μια πολύ δυνατή δραματική ένταση, που παίζει μεταξύ φαρσοκωμωδίας και τραγωδίας.
Το φαινομενικά άναρχο χτίσιμο του κειμένου, το εμποτισμένο με τις μπαλάντες, τη μυρωδιά του σκόρδου, το υβρεολόγιο, την ανατριχιαστική αυτοκτονία της Τζίντζου, τους ομηρικούς καβγάδες, τις αποτρόπαιες συμπεριφορές και την ομορφιά της φύσης που έρχεται σε αντιδιαστολή με την ασχήμια της βιαιότητας, δημιουργεί μια πολύ δυνατή δραματική ένταση, που παίζει μεταξύ φαρσοκωμωδίας και τραγωδίας. Ο συγγραφέας τοποθετεί μέσα στο ίδιο κείμενο δύο ιστορίες που διαδραματίζονται εν παραλλήλω, ή μάλλον καλύτερα -κάτι που αντιλήφθηκα στην πορεία της ανάγνωσής μου- πρόκειται για την ίδια ιστορία πριν και μετά την επαναστατική κορύφωση της ιστορίας.
Μέσα από αυτή την περίπλοκη αφηγηματική πλοκή, γνώρισα τον πρωταγωνιστή, Γκάο Μα, που κατηγορείται πως οργάνωσε αυτή την εξέγερση και βρίσκεται φυλακισμένος και απάνθρωπα βασανισμένος. Παράλληλα με αυτήν τη βίαιη ιστορία, ο Γκάο ξαναζεί και μοιράζεται μαζί μας τον έρωτά του για/με την Τζίντζου, μια νεαρή αγρότισσα που την έχουν υποσχεθεί σε έναν άλλο άνδρα, μα που επαναστατεί ενάντια στη γονική και αδελφική εξουσία για να ζήσει με τον άνδρα που εκείνη επέλεξε. Παράλληλα και ταυτόχρονα με αυτές τις δύο ιστορίες, μια πληθώρα προσωπικών αφηγήσεων δίνει μια πολυφωνική υπόσταση στο μυθιστόρημα. Μια παλέτα από διάφορες αποχρώσεις που καθεμία από αυτές σκιαγραφεί έναν καταπονημένο σωματικά μα κυρίως ψυχικά άνθρωπο. Εκμυστηρεύσεις που δεν μπορούν παρά να αφυπνίσουν το μίσος ενάντια στο καθεστώς και την κατανόηση απέναντι στους ήρωες του Mo Yan και κατ’ επέκταση στους κινέζους αγρότες.
Εν κατακλείδι, με τις Μπαλάντες του σκόρδου του -δυστυχώς το μόνο έως τώρα μεταφρασμένο μυθιστόρημά του στα ελληνικά-, ο σπουδαίος Mo Yan μας τραγουδά μία από τις ομορφότερες απαγορευμένες μπαλάντες της λογοτεχνίας με φόντο έναν κοινωνικό πίνακα και την εξέγερση του ανθρώπου ενάντια στον δήμιο που φορά τη μάσκα του συμμαθητή, του πατέρα, του συγκρατούμενου, του αδελφού, του διοικητή. Ένα δριμύ «κατηγορώ» ενάντια στο κολεκτιβιστικό και δεσποτικό σύστημα.

Mo Yan
Μετάφραση από τα αγγλικά: Μιχάλης Μακρόπουλος
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2006